23 Οκτωβρίου 2011

Γύρευε παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο ...

Φώκαια, Κλαζομενές, Ερυθρές, Κολοφώνα, Τέως, Λέβεδος, ΄Εφεσσος, Μίλητος, Μυσύς, Πριήνη, Βουρλά, Αλάτσατα...


Η Φώκαια βρίσκεται στη βορειοανατολική έξοδο του Ερμαίου Κόλπου. Ιδρύθηκε από τον Αθηναίο Φιλογένη μετά τον Τρωικό Πόλεμο αλλά στη συνέχεια...


Κλαζομεναί...

στη Μικρά Ασία... Η περιοχή προς τη θάλασσα, το επίνειο των Βουρλών, λέγεται Σκάλα. Τα νησιά του Ερμαίου Κόλπου ήταν αρχικά οι Κλαζομενές. Βρίσκονται στο νότιο τμήμα του κόλπου της Σμύρνης, 20 χλμ. περίπου στα δυτικά της. ΄Ηταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Ιωνίας κατά την αρχαϊκή περίοδο, ιδιαίτερα ακμάζουσα σε ότι αφορά την τέχνη της αγγειογραφίας, που όμως μετά τον 6ο αι. π.Χ. εμπλέκεται σε πολιτειακές αναταραχές και παρακμάζει. Το όνομά της προέρχεται πιθανώς από το ρήμα «κλάζω», το οποίο ο Όμηρος συνδέει με τις κραυγές των πουλιών που ζούσαν στις εκβολές του Έρμου. 

Ερυθρές... 

στη Μικρά Ασία. Πόλη στα δυτικά παράλια της Σμύρνης, στην χερσόνησο της Ερυθραίας που σύμφωνα με τον Παυσανία χτίστηκε αρχικά από Κρήτες με αρχηγό τον Έρυθρο, γιο του Ραδάμανθυ, ήρωα της κρητικής μυθολογίας, γιο του Δία και της Ευρώπης, αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδώνα.  Ήταν μια από τις δώδεκα πόλεις της Ιωνίας που συμμετείχαν στο Κοινό των Ιώνων. Πάνω στα ερείπια των Ερυθρών χτίστηκε το χωριό Λυθρί που το όνομά του είναι παραφθορά του αρχαίου. Ερυθραί Ερυθρί Ρυθρί Λυθρί. Οι τούρκοι σήμερα το αποκαλούν Ιλντιρί, παραφθορά του Λυθρί μιά και δεν υπάρχει στη γλώσσα τους το Θ.







Κολοφών...


στη Μικρά Ασία. Αρχαία πόλη της Ιωνίας, χτισμένη ανάμεσα στη Λέβεδο και την ΄Εφεσο. Χτίστηκε τον 11ο αιώνα π.Χ. από ΄Ιωνες που μάλλον προέρχονταν από την Αττική. Πάντα σύμφωνα με τον τον Στράβωνα, οικιστής της πόλης ήταν ο Αδραίμων, απόγονος του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κόδρου. Στην επικράτεια της πόλης άνηκε και η πόλη Κλάρος, που εθεωρείτο παλαιότερη με ιδρυτή της τον κρητικό ήρωα Ράκιο.




Η Κλάρος ήταν έδρα φημισμένου ιερού και μαντείου του Απόλλωνα. Βρίσκεται 55 χλμ. νοτιότερα της Σμύρνης, 2 χλμ. περίπου μακριά από τη θάλασσα, αν και στην Αρχαιότητα το ιερό ήταν παραθαλάσσιο. Το κυριότερο στοιχείο όμως ήταν η πηγή πόσιμου νερού, που βρισκόταν πολύ κοντά στην ακτή.







Τέως...

όνομα ελληνικό σύμφωνα με ορισμένες πηγές, αλλά και με άγνωστη ετυμολογία. ΄Ηταν σημαντικό εμπορικό λιμάνι στις ακτές της Ιωνίας και μια από τις πιο ισχυρές πόλεις της περιοχής μέχρι την Ελληνιστική εποχή. Τα ερείπιά της βρίσκονται πολύ κοντά στο σημερινό Siğacik, σε απόσταση 30 περίπου χλμ. από τη Σμύρνη...


Λέβεδος...

ήταν αρχαία πόλη της Ιωνίας, χτισμένη στην νότια πλευρά της χερσονήσου της Ερυθραίας, δυτικά της Κολοφώνας. Χτίστηκε τον 11ο αιώνα π.Χ. από ΄Ιωνες, που πιθανόν προέρχονταν από την Αττική. Σύμφωνα με τον Παυσανία η πόλη κατοικούνταν αρχικά από Κάρες, που εκδιώχθηκαν μετά την μετανάστευση των Ιώνων που έφτασαν στην περιοχή με αρχηγό τον Ανδραίμωνα. Κατά τον Στράβωνα, οικιστής της πόλης ήταν ο Ανδρόπομπος, απόγονος του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κόδρου. Η πόλη ήταν μία από τις δώδεκα πόλεις της Ιωνίας που συμμετείχαν στο Κοινό των Ιώνων. Στην θέση της σήμερα βρίσκεται το Τουρκικό χωριό Kisik Yarimadasi.

΄Εφεσος...

Μίλητος...

Μισύς...

Πριήνη...

Αλάτζατα ή Αλάτσατα...

τα... Βρίσκονται στο λαιμό που ενώνει τον κύριο κορμό της χερσονήσου της Ερυθραίας με τη δυτική απόληξη της, που αποτελούσε πάλι μια μικρή χερσόνησο. Σ’ αυτήν την άκρη, αναπτύχθηκαν, εκτός από την Κρήνη (Τσεσμέ) και τα Αλάτσατα, η Κάτω Παναγιά, η Αγία Παρασκευή (Κιόστε) κι άλλοι μικρότεροι οικισμοί. Στα νότια, βρίσκεται η Αγριλιά με μεγάλο και ασφαλές λιμάνι και με έξοδο στο Ικάριο Πέλαγος.

Για το όνομα, Αλάτσατα, υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Πιθανότερα είναι ότι προήλθε από το ΄Αλατος σάτα (σωροί αλάτων στις αλυκές), και απλούστερα έγινε Αλάτσατα. Άλλη ερμηνεία είναι το Αλατζά Ατ, δηλαδή παρδαλό άλογο, ή ανοιχτό καφετί άλογο.

Είχε επικρατήσει παλαιότερα η παράδοση ότι το όνομα οφείλεται στον Άγιο Γεώργιο και το άλογό του. Ότι, δηλαδή το τούρκικο τζαμί που υπήρχε στα Αλάτσατα ήταν παλαιότερα εκκλησία του Αγίου Γεωργίου κι ότι ο Άγιος όταν του γκρέμισαν τον ναό, εμφανιζόταν τις νύχτες να τριγυρίζει τους κάμπους με το άλογό του. Όμως το άλογο του ΄Αι Γιώργη, είναι άσπρο.

Με λένε Ελένη, του Μιχαήλ Αποστολή (μετέπειτα Αποστολίδη), του Γεωργίου και της Κατίνας, το γένος Τσανίκη: Αμπατζή;) και της Αικατερίνης, το γένος Κρασσά (του Ηλία και της Ελένης, το γένος Καριώτη). Είθε όλοι τους ν΄αναπαύονται εν ειρήνη ...


Μετέπειτα Αποστολίδης γιατί έτσι χρειάστηκε. Πρόσφυγας ήταν από Σμύρνη κι Αλάτσατα. 7 χρονών πέρασε στη Χίο, χωρίς πατέρα και μεγάλο αδερφό (Θοδωρής), κάτι λίγα φεγγάρια πριν την καταστροφή, κατάφερε και τέλειωσε το Γυμνάσιο.  Με τη βοήθεια των υπόλοιπων της οικογένειας (μια μάνα, 3 αδερφές Μαρίτσα, Παρασκευή, Καλλιόπη) κι ένα αδερφό (Κωνσταντίνος) μικρότερο όλων) έφυγε από την Πιτυούντα (Πιτυούς) Χίου, το σημερινό Πιτυός (πίτυς= νεαρό πεύκο) κι "ανέβηκε" στην Αθήνα. Είχε τη βοήθεια, είχε και τη θέληση μα τα φόντα και μια μεγάλη επιθυμία να γίνει δικηγόρος. Κάποια στιγμή εκεί στην πρωτεύουσα, η κυβέρνηση αποφάσισε να νοιαστεί επιτέλους πιο σοβαρά με τους πρόσφυγες κι αποφάσισε να δώσει σε κάποιους ένα κομματάκι χώμα -δεν ξέρω σύμφωνα με ποια κριτήρια- να το έχουν δικό τους. Αθήνα, Νομική ... κι ο μπαμπάς μου μάζεψε, συμμάζεψε, έγραψε, υπέγραψε ένα κάρο χαρτιά. Μέσα σ΄αυτά τα τόσα χαρτιά, υπέγραψε κι ένα που έλεγε ότι για να αποκτήσει αυτό το "δικό του κομμάτι χώμα" δέχεται το Αποστολής να γίνει Αποστολίδης. ΄Ετσι ένα -ιδης  τον έκανε δικαιούχο, παρέμεινε βέβαια πρόσφυγας! ΄Ενιωθε άξιος που τα κατάφερε να φέρει την οικογένειά του στην Αθήνα. Κι ήταν κι έμεινε περήφανος που ήταν πρόσφυγας!

Καλά σας βράδια

Ε.-



 

22 Οκτωβρίου 2011

Η πρέφα θέλει υπομονή κι η πέρδικα κυνήγι ...

13.10. Κάρπου, Αγαθονίκης
14.10. Ιγνατίου, Κελσίου
15.10. Λουκιανού, Σαββίνου, Βάρσου
16.10. Λεοντίου
17.10. Ωσηέ, Ανδρέου
18.10. Λουκά ευαγγελιστού, Μαρίνου
19.10. Κλεοπάτρας
20.10. Αρτεμίου
21.10. Χριστοδούλου, Ιλλαρίωνος
22.10. Μαξιμιλιανού, Μαρτιανού - Σήμερα ...

κι αλήθεια είναι ότι από τις 14 του μήνα έχω λουφάξει στα ζεστά ...
Σύμπωση ή όχι, το γεγονός είναι ότι από τις 14 του τρέχοντος, ανήμερα Κελσίου, μεγάλη η χάρη του, το θερμόμετρο εδώ έχει πέσει στο μηδέν και το καλοριφέρ πάει σύνεφφο!!!!!!!!!!!!! Εντάξει, τη νύχτα ... αλλά όχι ότι την ημέρα ανεβαίνει και πολύ περισσότερο!!!  4-5 μάζιμουμ...

Κι ενώ το κρύο με κάνει, μας κάνει, γενικώς να θέλουμε να χουχουλιάσουμε κι ενώ πίστευα ότι έξω κρύο κι εξ ου χουχούλιασμα, όπερ και εύκολο πολύ θα μου ήταν να μαζευτώ, να συμμαζευτώ και να φροντίζω το ιστοτοπάκι μου, τελικά τίποτα!
Είναι σοβαρό γιατρέ, δηλαδή να... με το μυαλό συνέχεια σε ταξίδι ;

Σε ταξίδι μόνιμα  ...
Σε δρόμο, στο δρόμο, σε σοκάκια, σε μυρωδιές ...

Δεν μπορώ με τίποτα να το συγκεντρώσω και να συγκεντρωθώ, να συμμαζευτώ και να το συμμαζέψω, να στρωθώ και να γράψω όλα αυτά τα όμορφα, που ώρες με πνίγουν, ώρες με λιώνουν κι ώρες με συνε-παίρνουν. Μωρέ! Συνέχεια ασυμμάζευτη μ΄έχουν! Συνέχεια σε ταξίδι, σε δρόμους στο χρόνο. Μμμμμ ...Ταξίδι δίχως πρόγραμμα και χωρίς ξενοδοχείο.Υπέροχα υπέροχο! Ταξίδι προς τα πίσω, στα  μακρινά ζεστά, στα τρυφερά παιδικά, σ΄ότι δηλαδή έχει φύγει πια... και μου λείπει... Ταξίδι που τσούζει τα μάτια ...

Προσπαθώ να κρατήσω ζωντανό αυτό το μπλογκ, όσο μπορώ, πραγματικά προσπαθώ.

Είμαι σίγουρη! Ναι  το πιστεύω ακράδαντα ότι πρέπει,  αξίζει να μείνουν κάπου  γραμμένα αυτά τα μικρά ιδιαίτερα σμυρνέικα έστω κι αν αυτό το κάπου είναι το ασήμαντο μου μπλογκ ανάμεσα στα τόσα εκατομύρια σημαντικά άλλα. ΄Εστω κι αν αυτά είναι απλά δικά μου σμυρνέικα.  Δεν πρέπει να χαθούν! Τα αγαπάω όλα αυτά, παραδόσεις, ήθη, έθιματα, ιστορίες, παροιμίες, παραμύθια κι απλές σκηνές ζωής και σμυρνέικης καθημερνότητας. Κάπου πρέπει να μείνουν, να ζήσουν! Κι ίσως κάποτε να γεμίσουν κάποια μάτια περαστικών που χαμένοι ίσως περάσουν κι από δω ... ΄Ισως να συμπληρώσουν κάποιες μνήμες, ίσως και να ξαναζωντανέψουν μνήμες άλλων. ΄Ολοι έχουμε μνήμες, κι οι μισοί και βάλε, σμυρνέικες. Ας μην τις αφήσουμε να χαθούν, ναι;

Φτάνει τόσα και τόσοι που χάθηκαν. Μαζί με τις μνήμες τους, υπάρχουν κι άλλα που δεν πρέπει να χαθούν. ΄Εστω κι αν όλοι -2 φορές- έφυγαν, μια από κει για εδώ και μια από εδώ για κει ... έστω κι αν μικρά κι ασήμαντα είναι ... τα σμυρνέικα μας δεν πρέπει να σβηστούν.

Θέλω, πρέπει να τα φυλάξω και δεν έχω που αλλού, παρά μόνο εδώ. Είναι σμυρνέικα κι αγαπημένα ίσως από πολλούς, ίσως κι απ΄όλους! Θέλω να τα κρατήσει ο χρόνος και δεν ξέρω πως.  Ξεθωριάζουν και πάνε γαμώ το μου και τόσο λυπάμαι.

Κάποτε γιορτάζονταν όλ΄αυτά και στόλιζαν ζωές!
Μετά  έτρεφαν λυπημένες μ΄ αγαπημένες μνήμες ...
συνάμα χάιδευαν κι αγκάλιαζαν χαμένες για πάντα ζωές κι αγάπες... Τ
ζωντάνευαν δεσμούς ...  κατέλυαν αποστάσεις ...
ξημέρωναν κι ημέρωναν ψυχές... 
κρατούσαν τις ψυχές ενωμένες...

Ε.-

Αϊβαλί χτες ...
ΑΪβαλί σήμερα ...

12 Οκτωβρίου 2011

΄Οπου δίνουν φαΐ και λεφτά να κάθεσαι, όπου δίνουν ξύλο φεύγε...

10.10. Ευλαμπίου και Ευλαμπίας
11.10. Φιλίππου
12.10.  Ανδρονίκου (Πρόβου και Ταράχου, ονόματα κι αυτά)

Κακή αρχή και κακή ιδέα είχα, βάζοντας σε κάθε μια από τις αναρτήσεις μου μια απ΄τις τόσες παροιμίες που έλεγε συχνά-πυκνά η γιαγιά μου...
΄Ολες μού την θυμίζουν... κι όταν τη θυμάμαι μελαγχολώ και, μου λείπει ...
Κι όλο πιάνομαι απ΄τις θύμησές της, απ΄τις ιστορίες της και τις περιπέτειές της κι όλο στα περασμένα ξαναγυρίζω. Κι είναι τα περασμένα γλυκά, γεμάτα τρυφερότητα... Γεμάτα απ΄τον μπαμπά μου, απ΄τη μαμά μου, τις νερατζιές στη γειτονιά μου, σχολικές ποδιές, νεανικά τρυφερά και άδολα φλερτάκια, μια ντίσκο, το μόνο μέρος της Αθήνας που έπινες τότε καφέ καπουτσίνο... Ο μπαμπάς μου κι η μαμά μου έφυγαν. Οι νερατζιές υπάρχουν ακόμη μα ελάχιστα τώρα πια ή και καθόλου. Οι σχολικές ποδιές χάθηκαν και το μπλε τους, δεν ξεχειλίζει κάθε μεσημέρι τους δρόμους. Τα φλερτάκια μου ξεθώριασαν, άσπρισαν. Ντίσκο γιοκ εδώ και χρόνια κι ο καπουτσίνο παντού ...

Τα βλέπετε; Να τα πάλι τα νοσταλγικά και τα μελαγχολικά ...
Αμ, το ΄ξερα ...

Κι όμως αλλού οι νερατζιές ανθίζουν πάντα! Και μάλιστα στην ώρα τους! Και πολύ!
Φτάνοντας στη Σμύρνη, για πρώτη φορά, πέρσι, ασημένια μεσάνυχτα Σαββάτου, τέλος Μάρτη... ένιωσα να πνίγομαι! Θες γιατί ήταν η πρώτη φορά, θες γιατί το φεγγάρι ήταν ολόγιωμο; ΄Επνεε και μια αύρα μυρωμένη! Να ένα, τόσο δα αεράκι ήταν, μες τη ζαλάδα ...
 Θες να ΄ταν οι ερατζιές και οι λεμονιές που ήταν πάνω στο μπουμπούκιασμα;




9 Οκτωβρίου 2011

Ο Χρόνος κι ο Καιρός, περνάνε δεν ρωτάνε...

Ανάμεσα σε Βουρλά κι Αλάτσατα
περνά το Νταούτ αλάνι
΄Ενα δειλινό μενεξεδένιο... βουρλιώτικο 


Του Σεφέρη τα Βουρλά



Γιώργος Σεφέρης... 
01.10. Ρωμανού του Μελωδού
02.10. Ιουστίνης και Κυπριανού
03.10. Διονυσίου Αεροπαγίτου
04.10. Δομνινής
05.10. Χαριτίνης
06.10. Θωμά αποστόλου
07.10. Σεργίου και Βάκχου
08.10. Πελαγίας
09.10. Σήμερα ... Ιακώβου, Ανδρονίκου ...

Τα περισσότερα, ονόματα σβησμένα απ΄το χρόνο! Κι όμως κάποτε στόλιζαν παιδικά κεφάλια κι αντηχούσαν σε στενά και σε σχολικές τάξεις! Ονόματα που όσο πάνε και ξεθωριάζουν όπως όλα ... ήθη, έθιμα, μύθοι, ιστορίες, λέξεις, παραμύθια, στιγμές...

Βουρλά
"Κόρη μου, και να ΄ξερες τι γιορτή είχαμε τον Οχτώβρη! Μετά τα πατητήρια το Σεπτέμβρη, τον Οχτώβρη σειρά είχαν τα βαρέλια με το καινούργιο κρασί. ΄Οσοι είχαν βάλει κρασί -δεν χρειαζόταν να ΄χεις πολύ- μέσα του μήνα άρχιζαν ν΄ανοίγουν τα βαρέλια να γευτούν και να δοκιμάσουν το κρασί ... να ξέρουν τι έδωσε  η γης και τι έκαμαν, να καμαρώνουν ή όχι, να το καταναλώσουν γενί-γενί (νέο, καινούργιο) ή μαθές να το παλιώσουν. Να το κρατήσουν για μεγάλη γιορτή, γεννητούρια, γάμο ή βάφτιση ... Οι τσιφλικάδες (τσιφτλίκ=κτήμα) το είχαν μπόλικο, δεν είχαν ανάγκη, καλό-κακό, το πουλούσαν. ΄Οχι ότι δεν τους πείραζε αν δεν ήταν καλό. Τους πείραζε και τους παραπείραζε. Πολλοί οι λόγοι. Παιζόταν η φήμη τους, το καλό κρασί έφερνε καλό χρήμα μα και να ΄χει ο κολίγος καλύτερο κρασί, αδύνατον!

Κι ήταν γιορτή για όλους. Πηγαίναμε καλεσμένοι κι ακάλεστοι -καλεσμένοι από στόμα σε στόμα- απ΄το ένα χτήμα στο άλλο, απ΄το ένα σπίτι στο άλλο, ακόμη κι απ΄το ένα σεχίρι (σεχίρ=πόλη) στο άλλο... Και σε μερικές μονές πηγαίναμε ...

Πρώτος και καλύτερος καλεσμένος -απαραίτητος βλέπεις- ήταν ο παπάς... Διάβαζε ευκή, άγιαζε, τα βαρέλια και μετά ο νοικοκύρης άνοιγε το βαρέλι έριχνε δυο στάλες αγιασμό μέσα και πρώτος δοκίμαζε -αμ πως- μαζί με τον παπά βέβαια.

Η μάσα (τραπέζι - εξ ου και η σημερινή μάσα= φαγοπότι;) ήταν ήδη στρωμένη με όλα τα καλά. Γεμίζαν και τα σαρακαμπί ( πήλινες κρασοκανάτες) κι άρχιζε ο εγλεντζές (εγλεντζέ/γλέντι = διασκέδαση/γλεντζές = γιορταστής, διασκεδαστής). Ουυυυ κι ήφτανε το πρωί κι ακόμη να σταματήσουν τα δοκιμάσματα. Αλίμονο σ΄αυτόν που ΄χε κάνα βαρελάκι μόνο! Δεν τον πείραζε όμως. Αρκεί που το κρασί του ήταν καλό. Κι ήξερε ... ΄Ολοι θα του ΄διναν, με χαρά, απ΄το δικό τους σε χρεία του ή σε γιορτή!  Κι όλοι πήγαιναν κι ένα μπουκάλι κρασί στην εκκλησία. ΄Αλλοι για να εβλογηθεί, άλλοι για τους αγίους ... Τυχερός, πάλι ο παπάς ...

Οι τσομπαναραίοι, λίγοι είχαν ήδη αφήσει τα μαντριά κι ήσαν φτασμένοι στα χειμαδιά, οι άλλοι γιαβάς-γιαβάς (σιγά-σιγά) ετοιμάζονταν να το κάνουν... Του ΄Αη Δημήτρη πάντως ήταν όλοι φτασμένοι στα πεδινά... του ΄Αη Γιωργιού, πάλι στα ψηλά. Αυτούς, τους δυο καβαλλάρηδες αγίους είχαμε όλοι κόρη μου, για σύνορο στο χρόνο. Ο πρώτος άνοιξη και βίρα για τα πάνω. Ο δεύτερος χειμώνας  και, προστασία στα κάτω... 


Κάπνιζαν κι οι φούρνοι αρχή Οχτώβρη. Μοσχοβολούσαν ... Εκτός απ΄τα ψωμιά...
΄Ωρα ήταν και ξεραίναμε τα σύκα. Τα ΄χαμε λιάσει αλλά τώρα χρειάζονταν να στεγνώσουν. Δεν τ΄αφήνεις στον ήλιο να ξεραθούν τελείως γιατί τότες θα χαθεί το μέλι τους. Μελωμένα αξίζουν Τα μαζεύεις και τ΄αφήνεις απλωτά σε ταψί  σε στεγνή μεριά. Μετά είναι που τα βάζεις ανοιγμένα στα δυο στο σβηστό φούρνο κι όταν το μέλι τους γίνει δάκρυ ολόστεγνο τα κάμεις πιταρίδες*, ένα μπουκέτο να πεις. Βάνεις μάτια μου, το ένα κολλητά με τ΄ άλλο. Ανάμεσά τους βάνεις ξύλα κανέλας κι άμα θέλεις και σουσάμι. Τα δένεις με χόρτο και τα φυλάσσεις. Κι ή τα κρατάς για τα Χριστούγεννα ή τα τρατάρεις ή σαν σε πονέσουν τα λαιμά σου, βγάνεις δυο, τα βράζεις -μοσκοβολάει ο τόπος- πίνεις ζεστό το αφέψημα και μαλακώνει ο πόνος. Οι μεγάλοι στο ζουμί βάνουνε και μερικές στάλες ρακί. Μετά μαλακωμένα, τα μασουλίζεις. Α, και μαλακωμένα δυο μέρες σε χλιαρό νερό, άμα κάμεις όρεξη  τα κάμεις συκόπιτα. Θέλεις  μούστο, μαστίχα, καρύδια ...

Καλά σας βράδια

Ε.-

5 Οκτωβρίου 2011

Τα μισά απ΄αυτά που κάνουμε τα κουμαντάρει η τύχη, τ΄άλλα μισά ο χρόνος ...

Το -σχεδόν τότε ή προχτές- το χτες-πέρσι
Το σήμερα ... στη θέση του χτες και του τότε προχτές ...
Χμμμμμμμ ... είχαμε μείνει, είχαμε μείνει ...
Α ναι, στο χτες ...
Στα Βουρλά ...

Γιαγιά μου καλή,
Τελικά δεν φάνηκες ...
Πήγα μόνη στα Βουρλά ... Ξέρεις, Ουρλά τα λένε σήμερα.
Γύρισα τα σοκάκια μία, δύο, τρεις ...
Ξανά και ξανά, πάλι και πάλι ...

Πέρασα μπρος απ΄την προκυμαία, κάθισα στον διπλανό καφενέ, παρήγγειλα καφέ, ατένισα απέναντι... Θα ήθελα τόσο πολύ να τον έπινα στον καφενέ του Ξύστρη, εκεί που μου ΄λεγες -ντελικανής τότε- πως τον έπινε ο παπούς, αλλά αδύνατον! Ο καφενές, αν και δεν είμαι σίγουρη για το κτίριο, είναι από πέρσι υπό ανακαίνιση. Θαυμάζω το πόσο προχώρησαν μέσα σ΄ένα χρόνο την ανακαίνιση. Δεν ξέρω καν αν θα γίνει πάλι καφενές, μόνο το εύχομαι ... ΄Οτι πάντως και να γίνει, θα ΄χει την ίδια όψη, τα ίδια δοκάρια, τις ίδιες κολόνες, παράθυρα, πόρτες ... ΄Ετσι βλέπεις το αποφάσισε ο καταλύτης χρόνος. Κράτησε τις κολόνες, τα δοκάρια, τα παράθυρα ... κι εκεί πάνω ξανάρχεται, κακός θριαμβευτής! Αν τα είχε πάρει όλα μαζί του ...
Να τα είχε πάρει ή όχι ... δεν ξέρω τι θα προτιμούσα.
Αν τα είχε πάρει, θα χανόμουν ... θα ΄χανα μνήμες, δεν θα ΄χα άκρες
Δεν τα έχει πάρει και χάνομαι ... ανάμεσα σε μνήμες, άκρες, συγκίνηση, μελαγχολία, θλίψη ...

Πίνοντάς τον, όχι φυσικά στον καφενέ του Ξύστρη, σκεφτόμουν...
Να λυπάμαι ή να μη λυπάμαι ...
Να λυπάμαι γιατί τα έχουν δικά τους και τα κάνουν ότι θέλουν; ΄Η να λυπάμαι γιατί τα στήνουν πάνω στα ξεστημένα;
Να μη λυπάμαι γιατί ακόμα κι έτσι είναι δικά μας κι αυτό δεν μπορεί με τίποτα ν΄άλλάξει; Να μη λυπάμαι γιατί ο Ξύστρης δεν θα ξανάρθει ποτέ πίσω, το ίδιο κι ο παπούς μου;
Δεν μπορώ ν΄αποφασίσω τώρα...

Τώρα, το μόνο που ξέρω είναι ότι, φορές-φορές λυπάμαι και φορές-φορές δεν λυπάμαι ...

Αν κάποτε -που δεν το βλέπω- αποφασίσω, θα σας κρατήσω ενήμερους.

Προς το παρόν πάντως ψάχνω, και ονειρεύομαι ...

Ε.-


4 Οκτωβρίου 2011

Ανθρώπινο το να παραπονιέσαι, απάνθρωπο το να γκρινιάζεις...

΄Ενα σήμερα ... σχεδόν σαν χτες
΄Ενα χθες ... σχεδόν σαν σήμερα
Τρίτη βράδυ...
Ο καιρός άλλαξε κι ήρθε λέει στα συγκαλά του.
Μέχρι χθες ο ήλιος έλαμπε ανενόχλητος, ξεπερνώντας κατά κατιτίς πολύ τις ντόπιες κανονικές μέσες και συνήθεις θερμοκρασίες για Οκτώβριο μήνα, σύμφωνα βέβαια με τα λεγόμενα της εδώ ΕΜΥ. Λύσσαξε για ΕΜΥ ...

Πες-πες λοιπόν αυτοί, να ΄σου κι αυτός κι είπε
" άει να πάει ..."
και για να μην τους παιδεύει, μπερδεύει και διαψεύδει άλλο,
συνεκάλεσε -ως πρόεδρος την επιτροπή του- κάτι από σύννεφα, κάτι από ψύχρα, κάτι από βροχής ψιχάλες και να μας εμάς να εμπίπτουμε στις κρύες ντόπιες θερμοκρασίες της εποχής, ομαλές κατά την ΕΜΥ, ανώμαλες κατ΄εμάς ...

Σαν τον καιρό, ξανά και ξανά, πάλι και πάλι, όλα αλλάζουν,  ακόμα κι εμείς.
Κι ενώ ο καιρός ξαναπαίρνει τις ίδιες μορφές, σύννεφα, βροχή, ήλιος, ζέστη ...
Εμείς ...
οι μεν, σαν το καλό κρασί παλιώνουμε και γινόμαστε καλύτεροι ...
οι δε, σαν το κακό κρασί, παλιώνουν κι αυτοί, αλλά αυτοί γίνονται ξύδι ...
΄Οχι ότι το ξύδι είναι κακό, ίσα-ίσα και χρειαζούμενο είναι κι απαραίτητο ... μόνο να, η γεύση του ενοχλεί, δεν πίνεται, δεν κατεβαίνω παρ΄εξόν κι αν σας διατρέχουν κοιλιακά προβλήματα.
Δεν το ξέρετε; Απαράδεκτοι! Λοιπόν, εκτός από τη γνωστή χρήση του για θυμωμένους, τις καθαριστικές του ιδιότητες, την αντιψειριακή του και λαμπυριστική του χρήση επί της κόμης κατέχει και τη θέση φαρμάκου στα κιτάπια της γιαγιάς μου ... Μια κουταλιά της σούπας ξύδι σε περίπτωση κοιλιακής καταρροής, μπαμ και κάτω φυσικά, σταματάει την καταρροή κι επαναφέρει σε τάξη το αποχετευτικό σας σύστημα ...
Μα τι γράφω! Ξεκινώντας άλλα είχα στο μυαλό μου να γράψω. Αλλά ξύνισα ...
Ο καιρός και οι φωτογραφίες φταίνε, κυρίως αυτές. Αυτές του σήμερα και του χτες ... 

΄Εχω μείνει βλέπεις πίσω στις φετινές διακοπές, έχω μείνει εκεί, απέναντι, κόλλησα ... και τρελλαίνομαι ...
Θα έπρεπε να συνεχίσω να σας γράφω για τα Αλάτσατα. Να σταματήσω να πετάγομαι μια εδώ και μια εκεί και να βάλω σειρά σκέψεις και γραφόμενα, μόνο που όσο κι αν το θέλω δεν τα καταφέρνω. Είχαν ήδη αρχίσει τα μάτια μου να θολώνουν, κι αν συνέχιζα τη βόλτα στα Αλάτσατα και στα σοκάκια τους θα κατέληγα να ρίχνω πάλι το κλάμα της ζωής μου. Θα ΄ρχιζα να σας γράφω για μια αγάπη ατέλειωτη, μια αγάπη δίκοπη, αγάπη μοιρασμένη. Θα σας έγραφα για τον Καζίμ... Πρέπει όμως πρώτα να βρω τα λόγια ...

Αποφάσισα λοιπόν ν΄αφήσω τα Αλάτσατα κι είπα να πεταχτώ μέχρι τα Βουρλά.
΄Αδικος κόπος! Ο ίδιος κόμπος, η ίδια συγκίνηση κι εδώ ...

Μια ματιά στις φωτογραφίες του χτες και του σήμερα φτάνει ...
Στην πρώτη, το χτες παλιωμένο, ξεθωριασμένο ...
Να στέκει και να μην στέκει, να προσπαθεί να σταθεί, να γέρνει και σαν να κλαίει ...
Στη δεύτερη, το σήμερα, αναπαλαιωμένο, ξαναχρωματισμένο, με την ίδια απαράλλαχτη μορφή,  και πάνω στο χτες να στέκει ... Στα ίδια, πάνω, δοκάρια, στις ίδιες κολόνες...
Παράθυρα, πόρτες, καμάρες, στο ίδιο σημείο, στραμμένα στον ήλιο ... και ν΄αγναντεύουν εκείνο το απέναντι. Το πεθυμυσμένο απέναντι που όχι γιατί ήθελε αλλά που λόγω της φτώχειας του τους είχε διώξει ... Το απέναντι που -στα δύσκολά τους- θα τους απογοήτευε κι άλλο ακόμα ...

Λέω να σταματήσω εδώ...

Ε.-

Συγκινούμαι εύκολα τελευταία ...
Λέτε να φταίει η ηλικία;




2 Οκτωβρίου 2011

Θολό πρωί, καθάρια μέρα ...

Ψίθυροι στα Αλάτσατα, κόντρα στον άνεμο,
κόντρα στο χρόνο
Είχες δίκιο γιαγιά,
Θολό πρωί, καθάρια μέρα ...
Θολά ξεκίνησε η μέρα, καθάρια σβήνει ...
΄Ωρα 8 και 19' και το φως που φεύγει, φέγγει παράξενα μακρινό...   

Κυριακή σήμερα
και Σάββατο χτες
και πέρασα τη μέρα ανασκαλεύοντας παλιές φωτογραφίες προσπαθώντας να φέρω στη μνήμη μου χαμένες λέξεις, χαμένες κουβέντες και χαμένες στιγμές. Και παραδόθηκα κι έμεινα σ΄ένα τρυφερό χάζι. Και χίλιες φωτογραφίες θα είδα και χίλιες λέξεις θα θυμήθηκα κι άλλες τόσες στιγμές ξανάζησα, μόνο τις κουβέντες που έψαχνα να βρω,  δεν βρήκα...
΄Εψαχνα εκείνες τις λέξεις σου μπαμπά που θα μ΄έκαναν να βρω δρόμους, σοκάκια, να πάρω κατεύθυνση, να προχωρήσω μα πιότερο να σιγουρευτώ ...
Βρήκα την κατεύθυνση, πήρα το δρόμο, τράβηξα το σοκάκι, έφτασα στο μύλο ...
Βρήκα τους μύλους, τέσσερις ήταν... οι τρεις ρημαγμένοι, ο τέταρτος αναστυλωμένος, καρσί στητός τον άνεμο, περήφανος! Στάθηκα διστακτικά στο πόρτεγο, μετά το έσπρωξα, τελικά μπήκα. Κράτησα κλειστά τα μάτια και περίμενα... Περίμενα ν΄αφουγκραστώ φωνές, ψίθυρους, λέξεις που θα με οδηγούσαν πιο πέρα, πιο κοντά, στον τόπο, στο χρόνο, στα χνάρια του πριν ... του δικού σου πριν ...
΄Ηταν άραγε ο ποιος μύλος στη σειρά; ΄Εχει σημασία το ποιος ήταν;  ΄Οποιος κι αν ήταν εγώ τους βλέπω και τους τέσσερις... Σε έναν απέξω, στον τοίχο αγγίζοντας, αντιφεγγίζει η φιγούρα του παπού,  καθιστός, κορδωτός, με το παχύ μαύρο μουστάκι, τα λίγα γκριζαρισμένα μαλλιά, φαλακρός ήταν, του ΄μοιασες μπαμπά! Μόνο το σκεμπεδάκι σας διαφέρει. Εσύ δεν έχεις ... Κι είν΄ ο παπούς ακριβώς όπως σ΄εκείνη τη μοναδική μνήμη που έχω από ΄κείνον! Μια μνήμη πραγματικά μοναδική από ΄κείνη τη μοναδική φωτογραφία που σώθηκε από κείνη τη μοναδική μέρα που τ΄ανέτρεψε όλα ο πόνος ...

Ανοίγω τα μάτια, το μισοσκόταδο στην κάμαρα του μύλου βοηθάει να μην στραβωθώ, αλλά τα μάτια μου τσούζουν. Τί έγινε η φωτογραφία του παπού μπαμπά; Την ψάχνω απεγνωσμένα. Δεν υπάρχει πουθενά, πουθενά, πουθενά! Νομίζω ότι θα κλάψω ...
Βγαίνω στον αέρα... Μουρμουρίζω διάφορα, βλαστημάω ...
Βλαστημάω που δεν είχα μυαλό, που τότε, δεν σ΄άκουγα πιο προσεκτικά. Τώρα είναι αργά ...
Καλά εκείνος θα χανόταν ... Κι εσύ θα χανόσουν ...
Αλλά ακόμα και η φωτογραφία χάθηκε ... 

Ο μύλος στέκει. Κι εγώ δίπλα του ...
Κάθομαι στο πιο ακριανό τραπέζι του μικρού καφενέ, στα πόδια του μύλου ...
Παραγγέλνω καφέ ... σακιτζί καφέ, σκέτο, έτσι όπως σου άρεσε και που ποτέ έτσι δεν τον ήπιες...

Σακιτζί έλεγες, τον έπινε ο πατέρας μου στο μύλο και μόνο εκεί. Σακίζ-αντα είναι η Χίος κι ο μύλος ήταν απέναντι απ΄τη Χίο ... Στο μπακάλικο στη Σμύρνη τον έπινε σααντέ...

Σκύβω πάνω απ΄το φλυτζάνι ... ο καφές στραφταλίζει, είναι σαν να γελάει !!!
Μπας μωρέ τρελλάθηκα; Γελάει ο καφές;
Εμένα πάντως μου γελάει.-
Και τ΄άρωμά του,  με λιγώνει ...
Θα τον πιω μπαμπά ...
Αναπαυμένοι να ΄στε ...
Σακιτζί τον έπινε ο παπούς,
Σακίζ είναι η μαστίχα ...
Σακίζ-αντά είναι η Χίος ...
Σακιτζί καφές είναι ο καφές, με κοπανισμένη μέσα του, μαστίχα Χίου...
Στη Χίο που δεν έφτασε ποτέ του ο παπούς... παρά μόνο σε μια μοναδική φωτογραφία ...που κι αυτή χάθηκε ...
Τη μνήμη μου δεν την κατάπιε ακόμα ο χρόνος ...
Λυπάμαι μόνο γιατί όταν την καταπιεί, θα καταπιεί μαζί της και τον μύλο και τον παπού μου και δεν θα ΄χω ν΄αφήσω κληρονομιά στους γιους μου ... ούτε μια φωτογραφία ...
Ε.-

΄Ενας κυρ-καφετζής ευγενέστατος με κοιτάει ώρα, από μακριά...
Με την άκρη του ματιού μου τον βλέπω να κουνάει το κεφάλι του...
Η κίνηση του κεφαλιού του έχει κάτι από κατανόηση. Τελικά τον βλέπω, το αποφασίζει και ξεκινάει ... Με πλησιάζει. Ξέρει καλά πως δεν έχω τελειώσει τον καφέ, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει. Νιώθω πως μεταφράζει τις κινήσεις των χεριών, τις κινήσεις των ματιών μου, τις κινήσεις μου όλες και με βήματα διστακτικά έρχεται προς το μέρος μου.
Με ρωτάει πως μου φαίνεται ο καφές ...
Σχεδόν κλαίω.
Καταριέμαι που δεν ξέρω τη γλώσσα του.
Με τις λίγες λέξεις που ξέρω προσπαθώ να του πω ...
Τί;
Μπαμπάς μου Ισμίρ, παπούς μου Αλάτσατι. Αλάτσατι μύλος-αλεύρι, Ισμίρ, μπακάλικο ...
Σπίτι μπαμπά μου αρχή Αλάτσατι, μετά Σμύρνη, μετά σχολείο λίγο Σμύρνη ...
Σπίτι Αλάτσατι, δεν ξέρω που ...
Ψάχνω στις φωτογραφίες, στις μνήμες, στις κουβέντες, στις ιστορίες ...
Ψάχνω στο ρημάδι το μυαλό μου ...
Παύω ...

Με τις λίγες λέξεις που λέει και με τις λίγες που καταλαβαίνω ...
Καταλαβαίνω πως πολλοί γιουνάν έχουν περάσει από κει ...
πολλοί γιουνάν χουν πιει τον καφέ του...
Συνήθως λέει, δεν πίνουν σακιτζί καφέ, δεν τον ξέρουν ...
Συνήθως λέει δεν δακρύζουν τόσο έντονα
αλλά πιο συνήθως κι από συνήθως, λέει, κάτι σαν και μένα, ψάχνουν κι αυτοί ...


1 Οκτωβρίου 2011

΄Αβρακος βρακί δεν είχε, το ΄βαλε και χέστηκε ...


΄Ενας ακόμα μήνας ...

Εδώ ή εκεί;

Οχτώβρης ή Οκτώβρης, απ΄ το ρωμαϊκό octo, ελληνιστί οκτώ,  κατά τα ρωμαϊκά, μην τα ξαναλέμε, όγδοος στη σειρά, νυν δέκατος ... φθινοπωρινός, κοκκινοπορτοκαλής, χρυσός και με τα όλα του ... και με ήλιο, και με βροχή και με θερμοκρασίες που ανεβοκατεβαίνουν ... Και μ΄ένα κάρο ονόματα κι αυτός, βαφτισμένος απ΄το λαό μια Αη Δημήτρης, μια Σπαρτός, μια Χρυσανθεμίτης (Σμύρνη), μια Αρχιβροχάρης ... ΄Οπου τα χρυσάνθεμα στη Σμύρνη,  Αγιοδημητράκια τα λέγαμε, απ΄τη χάρη του. Και μονάχα με χρυσάνθεμα στόλιζαν την εικόνα του την αποσπέρα της γιορτής του. ΄Ολοι μα όλοι κόρη μου, είχαν σε μιαν άκρη του κήπου τους δυο ρίζες αγιοδημητράκια. Τα σκάλιζαν, τα πότιζαν, τα ξεκλάριζαν και στις 25 τ΄απόγεμα μα δυο, μα τρία κλαριά τα ΄φερναν και τ΄απίθωναν στην εικόνα του ...

Σπαρτός γιατί στάρια, κριθάρια, βρώμη, σίκαλη... σπέρνονται στα απ΄το Σεπτέμβρη προετοιμασμένα χωράφια. Η σπορά δεν θα σταθεί εδώ βέβαια, μέχρι κοντά Χριστούγεννα θα τραβήξει αλλά μιας και η αρχή, το ήμισυ του παντός, τού ΄μεινε Σπαρτός ...

Η κατάξερη απ΄το καλοκαιρινό λιοπύρι γη θα μαλακώσει από τις σιγανές βροχές του κι ο σπόρος θα πέσει στα μαλακά, θα κρυφτεί, θα χουχουλιάσει και κάποια στιγμή θα πάρει δύναμη, θα σπρώξει το χώμα και θα φανεί ...

Με το μικρό του καλοκαιράκι, εκεί κοντά στη γιορτή του ΄Αη Δημήτρη, είναι ένας μήνας χαρά Θεού και λαχτάρα γεωργού. Πρέπει η σπορά ν΄αρχίσει γιατί αλλιώς ... αν Οχτώβρης και δεν έσπειρες, οχτώ σωρούς δεν έκανες ... Που πα να πει, αν ο γεωργός δεν είναι έτοιμος και δεν αρχίσει τη σπορά, πολύ δύσκολο να ΄χει γερή σοδειά.

Απαραίτητη η βροχή τον Οκτώβρη κόρη μου μα κι αν δεν έβρεχε, είχαμεν εμείς τον τρόπο μας και τ΄ανελάμβαναν τα κορίτσια του χωριού. Στα Βουρλά ένα νιο κορίτσι 10-12 χρονών ξεδιάλεγαν ανάμεσά τους, φτωχό ή ίσως κι ορφανό προτιμούσαν -δεν ξέρω γιατί- γιατί έτσι το βρήκαμε το αντέμι (έθιμο) και το στόλιζαν με λουλούδια και το ΄βαναν ανάμεσά τους και ξεκινούσαν και γύριζαν απ΄το ένα σπίτι του χωριού στο άλλο και τραγουδούσαν, τραγούδι που γύρευε απ΄το Θεό, βροχή. Και στέκονταν σε κάθε σπίτι κι η κάθε νοικοκυρά έριχνε, από ένα σταμνάκι, νερό στο χώμα. Φίλευε μετά η νοικοκυρά το κορίτσι -μερικές έδιναν παρά- λέγοντας "Καλή βροχή να μας δώσει ο Θεός". Τα φιλέματα τα μοιράζονταν μετά τα κορίτσια μεταξύ τους. Ξέρεις στον Πόντο -άλλοι δύστυχοι ξεπατρισμένοι κι αυτοί- αντί κορίτσι, στόλιζαν με πρασινάδες μια σκούπα και τη γύριζαν ανάμεσα στα σπιτικά τους ... Μου ΄το πενε η Πόπη του Ξούθου που ήταν από την Τραπεζούς... Και στη Τζαντώ (;) ένας άντρας ντυνότανε τρελοκαντίνα (καντίν = γυναίκα) κι άλλοι δυο άντρες βάζανε τομάρια και κουδούνια και συντροφεύανε την καντίνα. Κι ένας τη χόρευε κι ο άλλος ζήλευε. Και πάλευαν κι έκαναν πως εσκοτώνονταν μεταξύ τους για την αγάπη της. Κι εσκότωνε ο ένας τον άλλο κι ο σκοτωμένος σηκωνόταν έξαφνα και έβαζε χέρι στην καντίνα και διάφορα και γέλαγε ο κόσμος ...

Και στις δυο του μήνα, γιορτάζει ο άγιος των ερωτευμένων κόρη μου και των πονεμένων ...
Κυπριανό τον λένε κι ήταν μάγος. Εγώ τον Βαλεντίνο -πως τον ελέτε- δεν τον ξέρω.
Ο Κυπριανός ήταν μάγος, φθόνους, ζήλειες και μάγια κατέλυε, και γιάτρευε όλους τους πόνους, ακόμα και κείνον των ερωτευμένων. Και στα Βουρλά τού είχαμε ξωκλήσι. Κι άγιασε γιατί στην εποχή του ζούσε και μια κοπελιά που τη λέγανε Ιουστίνη κι ήταν χριστιανή. Και την αγάπησε λέει ένας Αγαρηνός πολύ πλούσιος. Αλλά αυτή ούτε που ν΄ακούσει. Και πήγε ο Αιθίοπας στον Κυπριανό και του ζήτησε να κάνει την Ιουστίνη να τονε θέλει και να τον παντρευτεί. Κι έκανε ο Κυπριανός ότι ήξερε και δεν ήξερε αλλά αυτή τίποτα. Και δεν άντεξε τότε και πήγε και την βρήκε έτσι για να δει ποια είναι αυτή που δεν καταφέρνουν τα μάγια του. Κι αντί τελικά να την καταφέρει, τον κατάφερε αυτή και τον έκανε χριστιανό. Και γύριζαν οι δυο τους και δίδασκαν το λόγο του Θεού. Και τους καταδίωξαν και τους έπιασαν και τους θανάτωσαν μαζί και μαζί αγίασαν και την ίδια μέρα μαζί γιορτάζουν. Κι έγινε ο μάγος ΄Αγιος, θεραπευτής του πόνου, πιο πολύ δηλαδής του πονοκέφαλου. Αλλά οι κοπελιές στα Βουρλά, τον είχαν πιο πολύ για τον πόνο της καρδιάς ... Κι όλη τη νύχτα της παραμονής της γιορτής του τού παράστεκαν και του τραγουδούσαν. Μετά τη λειτουργιά της χάρης τους, έπαιρναν τον αγιασμό της πρωτομηνιάς που είχε απομείνει και άλλοι τον πήγαιναν στα σπίτια τους και κρεμούσαν το μπουκαλάκι πάνω από την πόρτα για τη βασκανία, άλλοι ράντιζαν τα πορτοπαράθυρά τους να μην μπορεί να περάσει μέσα το κακό μάτι, ε, κι οι κοπελιές άλλες τον έπιναν να μην πονάει η καρδιά τους κι άλλες προσπαθούσαν να τον ποτίσουν στον άπιστο ... για να γυρίσει κοντά τους ...

Εγώ στο ξωκλήσι του πήγαινα συχνά. Το αυλιδάκι του ήταν σύνορο με το μεγάλο αμπέλι του πατέρα μου και κοίταγε στο σπίτι του παπού σου ... Από κει τον ήβλεπα χωρίς εκείνος να με βλέπει ... ήμουν, δεν ήμουν 16 χρονώ ...

Τον Οκτώβρη, γιορτάζει κι η Αθήνα τον άγιο της ... τον ΄Αγιο Διονύση, τον Αρεοπαγίτη ...
Και χύνονταν κύμα, οι μπλε ποδιές, στις 3, στης εκκλησιάς του τα γύρω δρομάκια.
Και γέμιζε φωνές και γέλια ο αέρας στο Κολονάκι ... ΄Ολα τα σχολειά, αρρένων και θηλέων, υποχρεωτικά παρακολουθούσαν τη δοξολογία. Μαθητές και καθηγητές, ο Δήμαρχος, κάποιοι Αξιωματικοί, κάποιοι επίσημοι, όλοι εκεί. Κι ένας μικρούλης μυρωδάτος άρτος ήταν το σημάδι θαρείς, του Αγίου, που αντάμοιβε όσους τον είχαν τιμήσει ...

Κι εκτός αυτού, τότε, εκεί γύρω στα 16 κι εγώ, μ΄ένα μικρούλη άρτο στο χέρι ... χάζευα και χασκογελούσα με τις συμμαθητριές μου, ανέμελες όλες τότε, τ΄αγόρια των αρρένων... 16 και κάτιτις τότε αυτοί ...

Καλό καλό μας μήνα

Ε.-