31 Ιανουαρίου 2012

Γάμος εις τα γέρατα, ή σταυρός ή κέρατα ...

Από χτες ο Θεός βάλθηκε να κάνει κουραμπιέδες!

Μεταξύ μας, σσσσσσσσσ.... λίγο ετεροχρονισμένο τον βρίσκω,  που βρήκε -τελευταία μέρα του Γενάρη σήμερα- ν΄ασχοληθεί με κουραμπιέδες, αλλά πως αλλιώς να εξηγήσω το ότι από χτες μας πασπαλίζει ζάχαρη! Μια ζάχαρη ψιλή-ψιλή, μια άχνη, μια σκόνη ... Πράγματι ετεροχρονισμένος μεν για κουραμπιέδες ο Κύριος αλλά τελικά καθόλου ετεροχρονισμένος, για Γενάρη ε;

Λοιπόν ένα ψιλό και τόσο δα χιονάκι μας ρίχνει ασταμάτητα ... δεν καταφέρνει να βάψει άσπρο το μαύρο της ασφάλτου, αλλά μια χαρά τα κατάφερε κι άσπρισε τις μαύρες στέγες!

Σε μας ρίχνει άχνη, αλλού τάλληρα κι αλλού κύβους! ΄Ετσι λένε και βλέπως στην τι-βι! Ακόμα και στο νότο, λέει, χαμηλά κι άλλο τόσο ανατολικά, κατάφερε όλα να τα κουκουλώσει και να τ΄ασπρίσει!  Κι είμαστε μαθημένοι εδώ ... αλλά εκεί στο νότο...  Μήπως μωρέ αφού δεν μπορούμε αλλιώς να δούμε μια άσπρη μέρα, μήπως αφού δεν υπάρχει κανείς μια άσπρη μέρα να μας χαρίσει, μήπως αφού, άλλοι γυρεύοντας κι άλλοι από τσόντα, τις μέρες μας καταφέραμε και μαυρίσαμε ... μήπως γι΄αυτό τόσο χιόνι;  

Θυμάμαι λοιπόν πως το ΄74, το χιόνι είχε βάψει άσπρη την Αθήνα, τέλος Γενάρη,  καλή ώρα ήταν ...
Κι ήταν το ΄74 η χρονιά που έφυγε η γιαγιά μου ... τέλος Φλεβάρη ...
Και μέχρι τότε ήταν τόσο καλά! Κι όσο καλά ήταν άλλο τόσο ξαφνικά έφυγε...
Και θυμάμαι πως τ΄αγαπούσε τόσο το χιόνι. ΄Ηταν άσπρο βλέπεις  και τ΄άσπρο τ΄αγαπούσε, όσο δεν αγαπούσε το μαύρο ...
Και μου ΄λεγε πως την πρώτη φορά που είδε χιόνι "ήταν κοπέλα"!
Κι όταν έλεγε "ήμουν κοπέλα" ποτέ δεν κατάλαβα αν εννοούσε 12, 15 ή 20 χρονών!
Κι ήταν στα Βουρλά λέει ...
Μέρες φυσούσε κρύος αέρας κι εκείνο το βράδυ -βράδυ πρωτοείδε να "μαδάει το φεγγάρι μάνα, ρίχνει χνούδια στη γη"- φώναξε κι έτρεξε να τα μαζέψει ξεχνώντας πως είχε ξεκινήσει να πάει να φέρει ξύλα απ΄το καρβουνοστάσι ... Η νύχτα λέει ήταν μπλε σαν μαύρη. Βραδιά παγωμένου καλοκαιριού. Ολόγυρα μύριζε καμένο ξύλο! Ο ουρανός αστρακιασμένος, το φεγγάρι στη γέμισή του κι η σιωπή ασήκωτη! Ούτε σκύλος, ούτε γάτα, μα ούτε σκιά  ...
"Και περίμενα, κόρη μου, ν΄ακούσω και περίμενα και περίμενα ... και τίποτα! Εγώ είχα μάθει πως σάματις πέφτει κάτιτις κάνει θόρυβο. Κι όμως, ένα τίποτα, ένα κιχ! Κι ήταν όλα τόσο ήσυχα, τόσο σιωπηλά που σκέφτηκα πως κάπως έτσι θα είναι εκεί που πας -έξω από μας- σαν φεύγεις ... "
Δεν της άρεσε -όμορφα που το είπε το Καρυωτάκης- να λέει "πεθαίνεις", "θάνατος" και τέτοια, παρότι μαθημένη στις παρηγοριές μιας και τότε όταν κάποιος "έφευγε" , Αχ,"τον γύριζαν στο σπίτι του σου λέω, όχι όπως σήμερα, στα νοσοκομεία και στα ψυγεία ...  Κι όλοι, δικοί, κοντινοί, φίλοι, γείτονες, μακρινοί, γνωστοί  μαζεύονταν στον αποχαιρετισμό του, να τον δουν, να  τον χαιρετίσουν, να τον ξεπροβοδίσουν. Στο κρεβάτι του τον έβαναν, το καντήλι άναβαν και τριγύρω του, παραδίπλα του, στην κουζίνα, κάθονταν  για ώρες ... Κι όλες αυτές τις ώρες, όλη τη νύχτα ή και μέρα, παρηγοριά, το ανακάτεμα του "φευγάτου" σε ιστορίες του χωριού, σε ιστορίες της νιότης, του στρατού, της βάφτισης, του γάμου και λέξη-λέξη χτίζανε τη ζωή του. Και γέλαγαν κι έκλαιγαν μαζί! Κι οι γειτόνισσες άναβαν φούρνο κι έφτιαχναν τα πρόσφορα για την εκκλησιά και το ψωμί της μακαρίας. Και τον συνόδευαν στον τελευταίο του τόπο και μετά γύριζαν στο θλιμμένο σπίτι για το νεκρόδειπνο. Δείπνο απλό που το ΄χαν φροντίσει κι αυτό οι γείτονες κι οι φίλοι, λιτό κι αναίμακτο. Ψάρι σαβόρο, ψωμί και κρασί συνηθίζαμε εμείς. Και μύριζε τότες το σπίτι πετμέζι, ξύδι και δεντρολίβανο...  "
 
                                 
΄Οταν κατέβουμε τη σκάλα (Κ.Καρυωτάκης)

 Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη;

Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,                                            
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγματα χρώμα.

Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.

Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή τ΄αφήσει χάμου,
το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.

Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,




Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου ...



Καλά σας βράδια

Ε.-

25 Ιανουαρίου 2012

Τ΄αλάτι και η ζάχαρη μοιάζουν μα δεν ταιριάζουν ...

 Κυριακή, μμμμ ... μόνη, άπλα και ξεκούραση...

μετά από ένα Σαββατόβραδο με καρντάσηδες (καρντές = αδερφός) αγαπημένους μα και ... καλοφαγάδες! Και μου είχαν δώσει το πράσινο φως ... να μαγειρέψω λέει, όπως νιώθω!
Και μαγείρεψα ...όπως ένιωθα, σαν Σμυρνιά!

Γύρισα λοιπόν κι εγώ εκεί πίσω, έστιψα το μυαλό μου και μαγείρεψα όπως θα μαγείρευε η γιαγιά μου η καλή γι΄αγαπημένους μουσαφίρ(ηδες) ...

πεϊνιρλί (πεϊνίρ = τυρί) γιούφκα (φύλλο) ή πεϊνίρ μπορέκ, όπερ τυροπιτάκια ...
εζμέ (σάλτσα πικάντικη) τζιγέρ (συκώτι) ... (τζιγέρι μου, σας λέει κάτι; )

εζμέ (ως ανωτέρω) πατλιτζάν (μελιτζάνα) ...

παστουρμαλί (παστουρμάς = μόνο για κονεσέρ) εκμέκ (ψωμί) όπερ παστουρμαδόψωμο...

ανατολίτικη σαλάτα ...

κουζού-τσουκ γκιούλμπασι (κουζού=αρνί, τσουκ (απ΄το κιου-τσουκ(μικρό), κουζού, κουζούμ ...αρνάκι μου :) γκιούλ (τριαντάφυλλο, ρόδο) ... ρόδινο αρνάκι δηλαδή, με μπόλικο σκόρδο και τυρί κεφαλοτύρι συν ρόδινες πατάτες

σουτζουκάκια σμυρνέικα (τα διάσημα) και αραρότ  (του "μωρού") πιλάφ(ι) ...

ταζέ ναρ-σαλάτα (φρέσκια πράσινη) με ροδόξυδο και φύλλα από παντζάρια ...
και κανταγίφ (κανταΐφι) τατλί (γλυκό)...

Τσεβίζ(λι) εκμέκ (καρυδόψωμο) σπιτικό και σπιτικό τσεϊτιν(λι) εκμέκ (ελιόψωμο) με σκούρο αλεύρι ...

Καλότατο ελληνικό κόκκινο κρασί ονόματι ΑΜΠΕΛΙΝΟΣ 

Σακιτζί καχβέ (καφεδάκι με μαστίχα)

΄Ασπρο καφέ για χώνεψη (καφτό νεράκι με ροδόνερο) και φυσικά ...

Σοτζούκ λουκούμ, σουσάμ λουκούμ, τεχίνα σουσάμ σιμίτ...

΄Ετσι τα θυμάμαι κι έτσι τα μαγείρεψα κι έτσι σας τα λέω ...

κι αφιγέτ ολσούν, καλή σας όρεξη ...

Δεν ξέρω αν κατάφερα να σας ανοίξω την όρεξη, εγώ δυο-.τρεις μπουκιές έφαγα, μα τα φιλαράκια μου, ζωή να ΄χουνε, έφαγαν σαν λύκοι ... Και το ΄φχαριστήθηκα δεν ξέρετε πόσο!

Κι όσο οι γεύσεις κυλούσαν κι όσο οι μυρωδιές γαργάλιζαν κι όσο το κρασί στραφτάλιζε κι όσο τα κουταλοπήρουνα δούλευαν ... τόσο το μυαλό έφευγε, τόσο ο χώρος μίκραινε, η όρεξη κοβότανε και τα μάτια γυάλιζαν ... Μέχρι που τα κουταλοπήρουνα ηρέμησαν, τα χέρια χάιδεψαν το στομάχι, το κορμί στηρίχτηκε στην πλάτη της καρέκλας και ... άρχισαν οι ερωτήσεις ...

Εσύ, ποιός, πώς, πού, πότε, γιατί; ...

Κι ασυναίσθητα άρχισαν οι ιστορίες, τα "πω-πω", τα "μη μου το λες" ... κι οι συνταγές...
Και πράγματι το σκέφτομαι ν΄αρχίσω να τις γράφω, παρότι όπως έχω πει κι αλλού, το διαδίκτυο είναι πια πήχτρα, έχω όμως βαρεθεί να πέφτω σε συνταγές αβάσιμες, παράλογες, αλλαγμένες, παραλλαγμένες, άσχετες, σε συνταγές ότι να ΄ναι ... Κι αυτό που μ΄ενοχλεί ιδιαίτερα είναι το ότι θέλουν να τις περάσουν για ανατολίτικες παραδοσιακές, αυθεντικές μικρασιάτικες, χωρίς να έχουν την παραμικρή γνώση, γεύση και ιδέα!
Κι όπως πάντα, τα πήρα πάλι ...

Καλά σας βράδια

Ε.-

Ας είναι καλά οι φίλοι μου που δεν άφησαν ψίχουλο ... και σήμερα έψαχνα τα ντουλάπ(ια) να βρω κάτι να τσιμπήσω ...
΄Εφαγα τσιπς... με τυρί ...

23 Ιανουαρίου 2012

Κάλιο αργά, παρά πότε! 2012 ευχούλες κάνουν νααααααα μια μεγάλη! ΄Ενα ΤΥΧΕΡΟ 2012 λοιπόν, σε όλους και σε όλα!



Αρκετά και παραρκετά έλειψα, κι είπα να μαζευτώ και να ΄μαι!
2012 πια, 23 του Γενάρη ήδη
Δευτέρα
" Δυο τ΄αφεντικά κόρη μου, ο χρόνος κι ο καιρός! ΄Οπως και να το πεις κόρη μου... τ΄αφεντικά αυτά είναι! Πρώτος βέβαια και καλύτερος ο ΄Υψιστος! Μην ξεχνάς ποτέ τον ΄Υψιστο."
΄Ετσι έλεγε η γιαγιά μου. Και περνάει ο χρόνος και περνάει ο καιρός...
Κι όσο περνάνε, όλο και τόσο περισσότερο βλέπω το δίκιο της γιαγιάς...
"Ούτε τι χρόνο έχεις μπροστά σου ξέρεις ... ούτε και τι καιρό!" τη θυμάμαι, συχνά-πυκνά να λέει. Μα πόσα ήξερε πια αυτή μου η γιαγιά;
Λοιπόν, όσο το σκέφτομαι, τόσο αναγνωρίζω πως ...
΄Ηξερε για γεράνια και βασιλικούς, για γιασεμιά και φούλια, σιρόπια, ρετσέλια,
΄Ηξερε για ρετσέλια και σιρόπια, για κουρκουμά και κίμινο, μέντα και χαμομήλι, θρούμπι, και δεντρολίβανο, κανέλλα και μαστίχα. Χάιδευε τα βότανα, μιλούσε στα λουλούδια. ΄Ηξερε από πάστρα, νερό, σαπούνι, ασβέστη, χράμια, χαλιά και κάρβουνα, κόκορους και κοτούλες,  τζεντζερικά, σφαξίματα,  βελόνι και βελόνα, ύφαινε μπατανίες. ΄Ηξερε για μαλάματα, τζοβαρικά κι ασήμια. Και έραβε και μπάλωνε, και δάκρυζε και γελούσε. ΄Ηξερε κι από  βάσανα και χωρισμούς και πόνους. Συμμάζευε τα δάκρυα, γελούσε με τα μάτια. ΄Ηξερε για νεράιδες, αερικά κι αγάπες, τσαλίμια και καμώματα, νταλκάδες κι ιστορίες. ΄Ηξερε λέξεις τρυφερές, χάδια γλυκά μα ήξερε κι από ξύλο. Χα ... ύψωνε και τη φωνή! Μουρμούριζε στα παράξενα, ψιθύριζε στα ξένα. ΄Ηξερε κι από ψέμματα! Μονάχη της, ναι, το δήλωνε. Μού ΄λεγε παραμύθια, αινίγματα, ρητά και παροιμίες. Δεν ήξερε το εξ απίνης, το φύρδην-μήγδυν, το μέα κούλπα, το βέτο, το ρεγγίνα ρόζας άματ, το μνημόνιο, τις γκρίζες ζώνες, το χρηματιστήριο, το ...  ΄Ηξερε όμως να λέει συγγνώμη, να συγχωρεί, να φέρεται ...

Κι εγώ ξέρω πως δεν της άρεσε το μαύρο χρώμα!
Καθόλου και σε τίποτα. Και το ΄χε να το λέει.
"Δεν μ΄αρέσουν κόρη μου τα μαύρα. Είτε ψέμματα είναι, είτε πουλιά, είτε γάτα ... μαύρο λουλούδι δεν υπάρχει."
"Μα γιαγιά, ο παπούς και όλοι μας έχουμε μαύρα μαλλιά και μάτια ..."
"Ο παπούς σου είχε και μαύρο μουστάκι, μαύρος όμως δεν ήταν ..
΄Αλλο το μαύρο στα μαλλιά, στα φρύδια και στα μάτια ...  Από μέσα ξεκινάει το μαύρο κόρη μου, όχι απ΄έξω. Απ ΄την ψυχή κόρη μου, απ΄την ψυχή! Να ξέρεις, πως οι μαύρες ψυχές, κρύβουν μαύρους ανθρώπους. Ούτε τα μαύρα ρούχα προτιμώ, σαν του παπά το ράσο ... Και η μαυρίλα στην καρδιά πάλι, άλλο ...

"Πολύχρωμη μαμά μου, που όλο μαύρα φοράς ... ", μου ευχήθηκε ο γιος μου ...
"Το απ΄έξω μαύρο δεν πειράζει... το μέσα να φοβάσαι αγόρι μου ...

Ανοίγοντας το μαγαζί σήμερα, πρώτη φορά για το 2012, και μ΄ευχές καθώς το πρέπει να σας γράφω, αυτή η ευχή του γιου μου μού ήρθε στο μυαλό μου...

΄Ετσι ξεκίνησε η σημερινή θύμηση της γιαγιάς, που δεν αγάπαγε το μαύρο, ούτε μέσα, ούτε καν απ΄ έξω ...

Καλά σας βράδια

Ε.-