31 Οκτωβρίου 2012

΄Οπως του φανεί του Λωλοστεφανή ...

΄Αφησα το παραγώνι μου κι ήρθα στο δικό σας που ήταν πολύ πιο ζεστό... εξ ου και οι απουσίες και αναρτήσεις γιοκ...
 
Κι αφού, για μήνα Οκτώβρη, κουφόβραση κι ενώ ζεστάθηκα για τα καλά κοντά σας, έριξα και στο Στρασβούργο -για δουλειά- μια γυροβολιά, με βαθμούς -5 έως -7,  να ΄μαι και πάλι πίσω στη δεύτερη γιούρτα (πατρίδα) μου και στο  κονάκι μου. Κι είναι, φτου, ακόμη πιο ψυχρή και πιο κρύα απ΄ότι την άφησα! ΄Οσο για το κονάκι μου χρήζει θέρμανσης και καλοριφέρ! Κοινώς, εδώ άρχισαν τα χοντρά ... ρούχα κι έξοδα! 
 
Και να ΄ταν μόνο αυτό; Αμ δε! Γιατί Τετάρτη σήμερα και γαλάζια μεν και με ήλιο αλλά τη Δευτέρα έσκασε μύτη η χιών! Ναι, ναι! Κουφόβραση εσείς, κουφόψυξη εμείς! Και χιονάκι τρυφερό και πάνλευκο, αλλά ευτυχώς ολίγον μας επισκέφθη την πρωίαν της Δευτέρας! Και πάλιν ευτυχώς, μετά ... εχάθη!
 
Κι ενώ το χιόνι έπιπτε εν τω μέσω του πρωινού της Δευτέρας... το καλοριφέρ πήρε μπρος!Εγώ μόνο δεν πήρα μπρος! ΄Εμεινα στο σπίτι και γραφείο γιοκ ... γιατί μαζί με το καλοριφέρ πήραν μπρος κι η μύτη μου και τα μάτια μου κι άρχισαν μια καταρροή κι ένα "παράπονο" που δεν περιγράφεται! Και βράγχνιασε και η φωνή κι έγινε σέξυ και στριγκή ...
 
Κρύωσε ο καιρός και θέλει ζέστα ...
Κι η ζέστα ζητάει χουχούλιασμα, ραχάτι και κουβέρτα. Παραμύθια και τρυφερές κουβέντες ... λουκούμια, χαμάμια και λουτρά, ξύλα στο τζάκι, πορτοπαραθυρόφυλλα κλειστά ... εγγόνια και γιαγιά ...
 
"Κόρη μου, είχαμε ΄μεις τα όμορφά μας μα είχανε κι οι Τούρκοι τα ιδικά τους. Εντάξει, εμείς είχαμε πια πολλά, μα είχαν κι αυτοί  και καλά και καλούδια ... Το λουκούμι, λοκούμ το λένε αυτοί, δικό τους καλούδι ήσανε. Το ήφτιαξε για πρώτη φορά για το Σουλτάνο, ο Χατζή Μπεκίρ. Τα λουκούμια, η αννέ μου δεν τα πολυνοιαζότανε. Τα λογάριαζε ξένα, όχι ελληνικά και έλεγε πως της επερισσεύανε μες το σπίτι.  Είχε μάθει να τα κάμει από την Εμέλ χανίμ, τη γειτόνισσα απέναντι μα αντί γι΄αυτά προτιμούσε τα ξερά σύκα, τα δαμάσκηνα, τα μήλα, τα βερύκοκα κι όλους τους ξερούς καρπούς. "΄Εχομε δικά μας, έλεγε. Δεν χρειάζεται να τρατάρω ξενικά..."

Χειμερινά καλούδια
Τα ξερά μήλα τα ΄βανε ολονυχτίς στο νερό και την άλλη μέρα τα έκαμε πίτα, με σταφίδες, καρύδια και μπόλικη κανέλλα. Εμένα όμως μ΄αρέσανε, και πιο πολύ απ΄όλα, εκείνα της μαστίχας. Μετά του μελιού, της κανέλλας και του μούστου.  Αχ, και να ΄χαμε ένα μικιό μουστολούκουμο απ΄τα Βουρλά κόρη μου, καλά που θα ΄τανε! 
  
"Εμένα μόνο της μαστίχας και του μούστου μ΄αρέσουνε γιαγιά, κι εκείνα με το σύκο στη μέση. Και μόνο οι καραμέλλες του μελιού με το σησάμι. Οι κόκκινες, καίνε πολύ!  Νενέ, αυτός ο Χατζή-Μπεκίρ που λες, ποιός είναι;" 

Ο Χατζή-Μπεκίρ
αυτοπροσώπως
Στην Πόλη, στο Μπαχτσεκαπί
απ΄την Κασταμονή

"Μπρε, ο Χατζή-Μπεκίρ, παστατζής ήτονε, μαγαζί μικρό είχε κι έφτιανε γλυκά, στην Πόλη ήτονε, όχι στη Σμύρνη για στα Βουρλά. Στην Πόλη, καραμέλλες ήκαμε, χαλβάδες και τέτοια. Ο πάππος μου έλεγε πως πρώτος, μόνος του έκαμε το πρώτο λουκούμι όταν ο Σουλτάνος έσπασε το δόντα του. Δωσ΄του και δαγκώνει μια σκληρή καραμέλλα ο Σουλτάνος, πάει το δόντι... Θυμώνει, φωνάζει, ο Σουλτάνος. Μαθαίνει ο Χατζή-Μπεκίρ το θυμό του Σουλτάνου και μια-δυο πάει και φτιάχνει το λουκούμ! Και γίνεται αρχιπαστατζής στο Παλάτι! Φτωχός ήτο, γεννημένος στην Κασταμονή κι είχε πάει στην Πόλη για προκοπή.
 
Αρώματα και χρώματα
 Ε, μ΄αυτό το λοκούμ, το μαλακό και μυρωδάτο, άνοιξε η τύχη του,  πρόκοψε. ΄Εγινε πλούσιος κι άνοιξε μαγαζιά πολλά και κόσμος πολύς δούλευε στη δούλεψή του. Κι ήκαμε μετά πολλώ λογιώ λοκούμια, με ροδόνερο, με μέντα, με πορτοκάλι, περγαμόντο, αμύγδαλο, καρύδα, φυστίκι, καρύδι, σησάμι ... Και γίνηκε τρανός.  Με μαστίχα όμως πρώτος το έκαμε ένας Σμυρνιός ή ένας Χιώτης. Και με μούστο μια νοικοκυρά βουρλιωτίνα. ΄Ετσι το λέγανε. Στη Σμύρνη, ο Χατζή-Μπεκίρ μαγαζί δεν είχε. Στη Σμύρνη, άλλοι τα κάμανε, άλλα κάμανε και Τούρκοι ήτανε. Τα φέρνανε όμως στα μαγαζιά κι ήταν τα καλύτερα. Οι ΄Ελληνες συνήθως τα αγοράζαμε, ε, και κάποιοι τα εμπορεύονταν.
Στην Πόλη, μετά την προκοπή...
Αν βρεθείτε, μη τυχόν και δεν πάτε  


Δεν έχει ζόρι το λουκούμι, εύκολο πράμα να γίνει. Νερό θέλεις, ζάχαρη, αλεύρι, ξυνό (κιτρικό οξύ ή λεμόνι) λίγο αλεύρι και ότι άρωμα σ΄αρέσει βάνεις. Θες κανέλλα, θες μέντα, ότι σ΄αρέσει... κι υπομονή. Γιατί ώρες θέλει ν΄ανακατώνεις κόρη μου, ώρες πολλές. Και σα γίνει κόλλα, το βγάνεις και τ΄απλώνεις στον πάγκο. Τον πάγκο από πριν τον έχεις αλειμμένο, όχι μ΄άλλο αλλά μ΄ αμυγδαλόλαδο, μη σου κολλήσει και σου πάει χαμένο. Περιμένεις και στεγνώνει, το κόβεις κομμάτια όπως τα θες και τα τσουλάς και τα τυλίζ(γ)εις σε σκόνη ζάχαρη. ΄Αμα σ΄αρέσει τα τυλίζεις με καρύδα, σουσάμι ή σπασμένους καρπούς.

Αγαπημένα ... και
φουλ δυναμωτικά !!!


Εμείς αν κι όταν τα κάμαμε, τα κάμαμε με σπασμένους καρπούς, καρύδι, αμύγδαλο, φουντούκι ή φυστίκι ένα γύρω ή και στη μέση ... όχι οι Τούρκοι. Αυτοί τα τυλίγανε μόνο με σκόνη ζάχαρη και καρύδα. Κι αυτά που σ΄αρέσουνε που λες, με το σύκο στη μέση, δεν τα κάμαμε τότε. Αυτά είναι καινούργια ..." 
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-
 
 
Οι κόκκινες καραμέλλες, εν τω μεταξύ, όσο κι αν δεν μου άρεσαν,  μου ΄λειψαν, χάθηκαν ...
Και κάποτε ξαναφάνηκαν! Από τότε δεν λείπουν σχεδόν ποτέ πάνω απ΄το τραπεζάκι του σαλονιού μου.
Κι ενώ καίνε, γεμίζουν γλυκά το ταπεινό τζαμένιο βαζάκι της νενές μου. Κι είναι εκείνο το ίδιο που στεκόταν πάνω στο σκεβρωμένο τραπεζάκι που εκτελούσε και χρέη κομοδίνου, δίπλα στο κρεββάτι της ... Καλή παρέα, η παρέα τους ... Γεμάτη γλύκα και θύμησες ...
Τι καλά που τις βρίσκω και πάλι!!!
 
 





Για την ιστορία: γράφουν: ο Ali Muhiddin Haci Bekir ήρθε στην Κωνσταντινούπολη από το ορεινό χωριό Kastamonu το 1777 και άνοιξε το πρώτο κατάστημα στην Παλιά Πόλη,παρασκευάζοντας νόστιμες καραμέλες και χαλβάδες σε διάφορες γεύσεις. Σήμερα, οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης αλλά και οι τουρίστες εξακολουθούν να αγοράζουν τα λουκούμια τους από το κατάστημα του Haci Bekir φτιαγμένα πάντα με την πρώτη αυθεντική συνταγή. Εκεί βρίσκουν, το πιο μαλακό και αρωματικό λουκούμι, που λιώνει πραγματικά στο στόμα και αναδύει τα πλούσια αρώματα του από τριαντάφυλλο, καϊμάκι, μαστίχα, φυστίκι αιγίνης ή καβουρντισμένο αμύγδαλο. Το κατάστημα, προπύργιο, του Αli Muhiddin HaciBekir βρίσκεται κοντά στο Μισίρ Παζάρ ή Παζάρι των Μπαχαρικών. Υπάρχουν όμως κι άλλα σε διάφορες περιοχές της Πόλης. Η ζαχαροπλαστική στην Κωνσταντινούπολη, χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν -γνωστές απ΄την αρχαιότητα-  ήταν το μέλι και το πετιμέζι ως γλυκαντικές ουσίες, ενώ για το δέσιμο των γλυκών χρησιμοποιούσαν νερό και αλεύρι . Προς το τέλος του 18ου αιώνα, κάνει την εμφάνιση της η ζάχαρη, ενώ με την ανακάλυψη του αμύλου από έναν Γερμανό επιστήμονα το 1811, ο Haci Bekir άρχισε να χρησιμοποιεί αυτό το υλικό αντί για αλεύρι. Αυτός ο συνδυασμός των νέων συστατικών, δηλ. αμύλου και ζάχαρης οδήγησε στην παραγωγή των πιο εκλεκτών λουκουμιών και αποτέλεσε την αρχή μιας παράδοσης για τον Haci Bekir που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Στις αρχές του 19ου αιώνα, τα λουκούμια του Haci Bekir, ήταν ακόμη άγνωστα στην Ευρώπη μέχρι τη στιγμή που ένας Άγγλος τουρίστας επισκέφθηκε το κατάστημα και έτυχε να πάρει για δώρο ένα πακέτο λουκούμια για τους συγγενείς του στην Αγγλία. Έτσι έφτασε στην Γηραιά ΄Ηπειρο, αυτό το παραδοσιακά τούρκικο γλυκό. Κι έγινε γνωστό κατ΄αρχήν, στους Αγγλοσάξονες και μετά στους υπόλοιπους Ευρωπαίους, ως Turkish Delight, ενώ στα "Βαλκάνια" το αγαπήσαμε ως lokoum ή λουκούμι ... 


9 Οκτωβρίου 2012

΄Αλλο θωριά, άλλο καρδιά ...

"Κόρη μου οι Βουρλιώτες ήταν αρχοντάδες, εργατικοί, αξιοπρεπείς άνθρωποι, λίγο τζαναμπέτηδες και πολύ παλικάρια... Το λέει και το τραγούδι ...
 
«στά Σάλωνα σφάζουν ἀρνιά καί στόν Βουτζά γελάδια, στά παινεμένα τά Βουρλά σφάζονται παλικάρια» ...
 
΄Ολος ο ντουνιάς είχε να το κάνει με τη νοικοκυροσύνη τους, τη λεβεντιά τους, την  και το χορό τους ... Περήφανοι με τις μαύρες βράκες τους, γιλέκο, πουκάμισο και ζωνάρι... Και στο ζωνάρι μαχαίρι ... Σεβνταλήδες με τα όμορφα, γελαστοί άνθρωποι, χαρούμενος τόπος... Τις βράκες τις άλλαξαν γρήγορα με τα φράγκικα, πρώτα οι εμπορευάμενοι ... Λίγοι γεροντότεροι τις φορούσαν ακόμα ... Κι ήταν το χρώμα της βράκας, μαύρο, μαβί (μπλέ) ή γεσιλί (πράσινο), που έδειχνε τη σχόλη ή την καθημερνή ... Και  μουστάκι  παχύ και φέσι μαύρο τις καθημερνές, κιρμιζί (κόκκινο) στις σκόλες ... Σκληρά τα ρούχα της δουλειάς, απαλά της σκόλης ...
 
Μεγάλη τάξη στα σπίτια τους  και στ΄αμπέλια τους είχαν σειρά... νοικοκυροσύνη σε όλα... Ειδικά στ΄αμπέλια τους, ολόκληρη επιστήμη ήταν για τους Βουρλιώτες τ΄αμπέλι κι η σταφίδα!  Μεγάλα και τρανά τ΄αμπέλια τους, περιβόητη η σταφίδα τους ... Μόνο στον καφά (κεφάλι) τους δεν είχαν τάξη ... ΄Ετσι έλεγα του πάππου σου κι αναψοκοκκίνιζε και μ΄αγριοκοίταζε. Και κάθε φορά που του ΄λεγα ... Μουρλά ήταν τ΄όνομα παλιά και κάποιοι Μουρλοί, τα ΄πανε Βουρλά γιατί το Μουρλά δεν τους ήρεσε ... από τότενες ήμεινε το Βουρλά... μα Μουρλά θα ήτο πιο σωστό ...  Και κάθε φορά, 1 μόνο λεπτό μετά, το καταλάβαινε πως τον επειράζω πάλι και μου ΄κανε τον βαριά θυμωμένο, μέχρι που τον επιάνανε τα γέλια ... "Πάλι μου την έφερες Μουρλιωτίνα" μου ΄λεγε ...
 
Για να ξέρεις κόρη μου ... Τ΄όνομα Βουρλά έμεινε στον τόπο από μια οικογένεια αρχοντάδων ... Βρουλλάδες ή Βουρλάδες τους ελέγανε κι ήταν στον τόπο από το Βυζάντιο... ΄Ηταν πάντα όμορφος τόπος, χαρούμενος ... 40 χλμ. απ΄τη Σμύρνη, απέναντι απ΄τη Χίο ... Απ΄τη Σκάλα στην αρχή, 3 φορές τη βδομάδα έφευγε το καΐκι για τη Σμύρνη. Μετά άρχισαν να πηγαινοέρχονται συχνά-πυκνά τα βαποράκια. Οι Βουρλιώτες ήταν μουρλοί με τη σταφίδα, ροζακιά και σουλτανίνα. Σ΄ όλο τον ντουνιά την έστελναν και καμάρωναν πολύ γι΄αυτό. Σαν ήταν η ώρα της εξαγωγής και 2 και 3 φορές τη βδομάδα έρχονταν μεγάλα ξενικά πλοία φορτηγά και φόρτωναν την περιβόητη σταφίδα για να πάει παντού στον κόσμο...  Ο πατέρας μου ήλεγε πως, μόνο στην Αυστρία, μια φορά είχαν στείλει 80000 καντάρια σταφίδα (1 καντάρι = 50 κιλά)! Κι ήταν όλοι χαρούμενοι εκείνες τις μέρες. Γέλια και πειράγματα αντηχούσε η Σκάλα όλη μέρα ... και παντού κιβώτια γεμάτα σταφίδα... Και τα βράδυα η "τσικουδιά του Ξύστρη" κοντά στη φάμπρικα γεμάτη ... Και το εκκλησάκι του ΄Αη Νεκτάριου φωτισμένο κάθε νύχτα ... όσο κράταγε το αλισβερίσι ... Εκεί στη Σκάλα ήταν κι όλο και κάποιος για εργάτης για αφεντικό, τις μέρες της φόρτωσης, άναβε ένα κερί, το καντήλι... σ΄ευχαριστία ... Οι μεγάλες γιορτές όμως γίνονταν όλες στη μεγάλη εκκλησιά της Παναγιάς ... Αυτή που χτίστηκε εξαρχής χάρη στον τσομπάνη που βρήκε το εικόνισμα ανάμεσα στις βουρλιές ... Τίποτα δεν είχε τριγύρω, μήτε σπίτι, μήτε μετόχι ... Κι έβλεπε ο τσομπάνης το φως τη νύχτα και νόμιζε πως γυάλιζε το έλος ... Κι είχε κι ένα πρόβατο που κάθε μέρα χανόταν για κάμποση ώρα και μετά γύριζε ... Κι ανησύχησε για το ζωντανό του και μια φορά το ακολούθησε ... Κι είδε πως πήγαινε εκεί που τη νύχτα έβλεπε το φως ... ΄Ετσι το αποφάσισε να πάει κοντύτερα ... Κι εκεί που ήβλεπε το φως βρήκε την εικόνα και το αγίασμα. Πήρε την εικόντα και την  έφερε στο χωριό κι οι Ναξιώτες,  γιατί ναξιώτες ήσαν σχεδόν όλοι και σχεδόν τότε όλοι χτίστες, που δουλεύαν εργάτες στα χτήματα του Αγά της περιοχής ...  Κι ο Αγάς τους άφησε και χτίσανε μια παράγκα στην αρχή -το εκκλησάκι τους- για να προσεύχονται γιατί ήταν πρώτοι στη δουλειά τους και δουλευταράδες γεροί κι ήθελε να τους κρατήσει στη δούλεψή του. Γι΄αυτό είχανε φέρει και τις οικογένειές τους ... Παράγκα στην αρχή, εκκλησάκι μετά και μετά η Μεγάλη Παναγιά... Το εκκλησάκι έλεγε ο πάππος μου πως ήτο πίσω απ΄το ιερό ... και το ονομάτιζε Εύρεση. Ο  Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια ή έτσι το θέλει ο θρύλος ... Κι οι Ναξιώτες έφεραν και παπά ... ΄Ηταν οι μικρασιάτες καλοί χριστιανοί κόρη μου. Πάντα πίστευαν στη βοήθεια του Θεού κι όλοι κατά τη δύναμή τους πάντα πρόσφεραν στην εκκλησιά τους..  άλλος κατιτίς άλλος πολλά ...Και λέει πως κάποτε, τότε στα παλιά,  μετά που είχενε πάει ο παπάς ... πήγε ο Μητροπολίτης απ΄την ΄Εφεσο, επίσκεψη στη Βουρλιωτίνα Παναγιά ... Και ζήτησε από τον Αγά την άδεια, η παράγκα να γίνει εκκλησίτσα, μικρή μα κανονική ... Κι ο Αγάς συμφώνησε γιατί είχε ευγνωμοσύνη στους κτιστάδες γιατί είχαν κάμει γιοφυράκι να περάσει η "χανούμισσά του"  που είχε αποκλειστεί απ΄τα νερά ... Ο πάππος μου έλεγε και πως οι χτιστάδες, σαν έχτιζαν την εκκλησιά, είχαν βάλει δέρματα στα σφυριά τους  να μην ενοχλούνε τον Αγά ...  Τρεις φορές χτίστηκε και ξαναχτίστηκε η Παναγιά μας ... Μια φορά την πρώτη, μια μετά που τη χάλασε ο σεισμός και μια άλλη σαν πήραν την άδεια να την κάμουν μεγάλη... Κι ήταν την ίδια χρονιά που δώσανε την άδεια και στους Σμυρνιούς ... και χτίστηκε η Αγιά Φωτεινή ..."
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-
 
 
 
 
 

5 Οκτωβρίου 2012

Υπάρχουν δάκρυα που γελούν, χαμόγελα που κλαίνε ...

Ε νενέ, εσύ δεν έλεγες πως...
"Σαν ο καιρός κόρη μου είναι λίγο γκρίζος, λίγο ψυχρός, λίγο βροχερός ... χουχουλόκαιρος είναι ... Να μείνεις μέσα θέλεις, να χαμηλώσεις, να σκεφτείς, να αναθυμηθείς, να γείρεις ... Που όρεξη για σχολειό, που για χωράφι, που για δουλειά ...  Χαμηλώνει ο καιρός ... όλα  κατακάθονται... Και το μυαλό και το κέφι κι η όρεξη... "
αμηλό βαρομετρικό δηλαδή, ε γιαγιά;"
 
Λοιπόν νενέ, σήμερα εδώ έχουμε χουχουλόκαιρο... Λίγο γκρίζος, λίγο ψυχρός, λίγο βροχερός κι όλα προς τα κάτω ...  Χαμηλωμένα τα κέφια, χαμηλωμένη η όρεξη (αυτό δεν είναι κακό)... Μόνο η διάθεση, στο ζενίθ για χουχούλιασμα. Και το χουχούλιασμα μου ΄φερε στο νου τις βεγγέρες που τόσο αγαπούσε η νενέ μου ...
 
 
"Κι οι βεγγέρες πάνε πια πολύ του χειμώνα ... Κι ήταν οι βεγγέρες μας όμορφες... και στο κρύος ακόμα ομορφότερες ...  2-3 φορές η βδομάδα, απαραίτητα, αμέ. Γυναίκες οι πιο πολλές. Ειδικά σα δε χρειαζόταν να δουλέψουν έξω απ΄το σπίτι τους. ΄Ολη τη μέρα πλύσιμο, μαγείρεμα, πάστρα ... περίμεναν τη βεγγέρα να χαμηλώσουν ... Πότε δω, πότε στου γείτονα, πότε στη θεια Καλομοίρα... Μόλις καθόντανε η μέρα, καθόμαστε στο τραπέζι, με τον πατέρα. ΄Ολην την άλλη ώρα ήταν στις δουλειές έξω απ΄το σπίτι ... Στο σπερινό τραπέζι ήταν η ώρα να τονέ δούμε, να μας εδεί, να μας ερωτήσει, να μας κανακέψει...  Σαν τρώγαμε τον επιούσιο, μετά ο καθείς στη δουλειά του. Ο πατέρας στο καφενέ για τα νέα, κουβέντα και συμφωνίες... Τα παιδιά, τα πιο μικρά με τη μάνα, ή στο διάβασμα τα μεγάλα... Η μάνα πότε δεχότανε, πότε ξεπόρτιζε... Με τον τσεβρέ, τις βελόνες ή το βελονάκι και το μαλλί ή το νήμα στη μεγάλη τσέπη της ποδιάς το φανάρι σβηστό για την ώρα, και τα μικρά απ΄το χέρι, ευχαριστημένη μάνα και κυρά ή πήγαινε να βεγγερίσει ή που δεχόταν φιληνάδες, ξαδέρφες, γειτόνισσες, στο κονάκι της... 
 
Φτάναμε, κρούαμε στην πόρτα, μας ήνοιγον. Κάτω στο χαγιάτι, αφήναμε το φανάρι, βγάναμε καπότα και  γαλότσες κάτω κι ανεβαίναμε στον πάνω όροφο, στη σάλα. Γύρω-γύρω σοφάδες (καναπέδες), στη μέση σοφραδάκια (χαμηλά στρογγυλά τραπεζάκια), στην άκρη το μεγάλο τραπέζι φορτωμένο κεράσματα.
 
Στους σοφάδες οι μεγάλοι, τα μικρά χάμω στα μιντέρια (μαξιλάρια). Σαν οι άντρες ήταν εκεί κάθονταν στη σάλα, οι γυναίκες σε διπλανό δωμάτιο, κουσκουσάκι, γελάκια και πλέξιμο. Οι σόμπες τίγκα στα ξύλα μπουμπούνιζαν γερά... Σπιτικά ροσόλια φτιαγμένα το καλοκαίρι, τσάι ή βραστάρια για τις γυναίκες. Τσικουδιά ή κονιάκ για τους άντρες...  Καρύδια, σύκα, μύγδαλα, χαλβάς,  κάστανα, φυστίκια, κουλουράκια, γλυκοσούτζουκο, λουκούμια, πιταράκια, για όλους ...
Σοφραδάκι ...


΄Ολα κι όλα ... το καλύτερο ροσόλι το ΄καμε η αννέ μου ...και το ΄λεγα και ζήλεια στη γειτονιά...  Ρόδι, ζάχαρη και κανέλλα. Και το ΄κρυβε γιατί ήξερε πως τ΄αγαπώ πολύ-πολύ ... Ούτε και το πως έδινε... Δηλαδή πόσο ρόδι, πόση ζάχαρη και πόση κανέλλα ήβανε κανένας δεν ήξερε ... Και το στερνό το ΄καμε στα Βουρλά ... Της το ζήτησα κάποτε μια φορά να το κάμει . Κι αρνήθηκε. ΄Ηταν για κείνη δέσιμο με τον τόπο μας, με τη χαρά ... Δεν το ξανάκαμε ποτέ κι άς έφυγε στα 100... Ναι, στα 100 έφυγε κοκόνα μου, στα 100... Βασανισμένη, πρόσφυγας μα στα 100! Κι εσύ εκατό να τα φτάσεις κοκόνα μου, σαν εκείνη. Ποτέ ξανά δεν το ΄καμε σου λέω! ΄Ηταν, είμαστε πρόσφυγες... Της το ζήτησα... αρνήθηκε ... "Ερείπια είμαστε εδώ ... το ρόδι με την κανέλλα μάς ελείπει ..."
 
 
Α ναι! Σαν τέλειωναν τα τραταρίσματα, τα νέα απ΄τον κόσμο, οι κουβέντες για δουλειές και σοδειές, τα θέματα της Δημογεροντίας, του καζά και της εκκλησίας... ε, τότε άρχιζε η πιο ωραία ώρα ... ΄Ερχονταν από δίπλα κι οι γυναίκες... άφηναν το παιγνίδι και μαζεύονταν τα παιδιά σιμά ... Τότε, οι άντρες με τη σειρά -πρώτοι οι γεροντότεροι- άρχιζαν τη διδαχή, την ιστορία, τις ιστορίες... Για χώρες άλλες, μακρινές, που άλλοι τις είχαν δει κι άλλοι όχι ... Διδαχή για το Χριστό, πως να φέρεσαι ... Ιστορία για το 21 και το Βυζάντιο... Για τον Καραϊσκάκη, τον Κανάρη, το Διγενή ... για τη Νιόβη, τη Μάρμω, την Αθηνά, το Δία... Τα ελληνικά μεγαλεία, τα γράμματα ...  Μα και βρίσκανε την ώρα, να φεύγωμε την ώρα που δεν θέλαμε να κουνήσουμε! Κοντά μεσάνυχτα πάντα μα σαν είχαν αρχίσει τα γέλια με τα καμώματα του Ξύστρη, του Σταρένιου, του Βάρκα-Γιαλός, του Νταντά ... της Βασίλαινας... Κάποτε- κάποτε κάνας γεροντότερος ξεφυσούσε και κάνα τραγούδι ... για, μας δοκίμαζε στον εθνικό ύμνο ... πάντα στα ψιθυριστά ... Κι εγώ που τον ήξευρα ολόκληρο, έκαμα την καμπόση... Και στα περασμένα πια μεσάνυχτα, μπροστά με το φανάρι ο πατέρας, βάρδα γρήγορα στο καλντερίμι, δεξά στο σοκάκι, στο χαγιάτι καπότα και γαλότσες... ΄Ενα τρέξιμο στις σκάλες, ένα σσςςςςς η μάνα... ΄Ενα χάδι του πατέρα στο κεφάλι ... και πάνω στον οντά. Καληνύχτες, θροΐσματα ρούχων και στο γιατάκι του ο καθένας... ΄Ετσι τέλειωναν οι βεγγέρες μας ... Κουκούλωμα μέχρι το κεφάλι και όνειρα γλυκά ...
 
Μ΄αρέσανε κόρη μου κι οι ιστορίες με τις όμορφες τις νεράιδες και τ΄αερικά και τα ξωτικά και τα φαντάσματα... μα δεν λέγανε συχνά τέτοιες ... για να μην μας εφοβίσουνε ...
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-
 
Χουχουλόκαιρο καιρό μ΄άρεσε να χουχουλίζω με τη νενέ μου ...
΄Αλλες φορές με το κεφάλι μου στα γόνατά της, άλλες στο σκαμνάκι μπρος στα πόδια της, άλλες στο κρεββάτι της χωσμένη... Και πάνω απ΄το κρεββάτι της η φωτογραφία του παππού μου, του κύρη της ... ΄Ετσι τον γνώρισα. Απ΄αυτή τη φωτογραφία μόνο... Εκεί πάνω απ΄το κρεββάτι και μέσα στα λόγια και τις θύμησες της γιαγιάς μου να αιωρείται ... Και μέσα απ΄τα λόγια και τις θύμησες της μανούλας μου... Να τον μελετάει και να λάμπει ...
 
 
4 εποχές και βεγγέρες 4
 
" Κοκόνα μου, κάθε εποχή είχε τη δική της βεγγέρα. Την άνοιξη ήταν λιγότερες ...
Το καλοκαίρι ήταν έξω απ΄το σπίτι, στη δροσιά της μέσα αυλής, περπάτημα στη Σκάλα, στις τσικουδιές με όργανα και τραγούδια ...
Το φθινόπωρο 1-2 φορές την εβδομάδα... οι δουλειές πολλές κι οι ετοιμασίες για το χειμώνα πάμπολλες ...
Το χειμώνα ν΄ αρχίζουν πιο νωρίς και σα δεν έβρεχε τουλούμια... 
 
Την άνοιξη πάλι οι ετοιμασίες πολλές. Οι τσομπαναραίοι στο φευγιό για τη στάνη ... 
Οι γεωργοί στις αποθήκες καθάρισμα, στα εργαλεία για το κλάδεμα και το θέρος...
Οι έμποροι στις συμφωνίες ...
Το καλοκαίρι ήσαν αργατινές ... μακριές βλέπεις οι μέρες, πιο ζέστη, πιο φως ... 
 
Ρόδι με κανέλλα
Σαν καμιά φορά φτιάξετε χαλβά, μαζί με τ΄αλλα, αμύγδαλα, σταφίδες, σησάμι και κανέλλα... προσθέστε, όπως έκανε η νενέ μου, κάμποσα ρουμπίνια ρόδι ...
Θα με θυμηθείτε ...
 

3 Οκτωβρίου 2012

΄Ολα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη

Με την άδειά σας, αφιερώνω την παροιμία του τίτλου, στους πολιτικούς της Ελλάδας.
Τους μισώ εδώ και χρόνια. ΄Ισως να είναι κι από τότε που ήμουν μαθήτρια... Μισώ, είναι μια λέξη που δεν την χρησιμοποιώ, δεν μ΄αρέσει, είναι βαρειά... ΄Οπως δεν μ΄αρέσει κι ο φανατισμός. ΄Εμαθα να καταλαβαίνω, να αποδέχομαι. Κι όταν καταλάβεις κι αποδεχτείς, συγχωρείς. Κι εγώ συγχωρώ. Συγχωρώ, δεν σημαίνει πως είμαι χαζή. Συγχωρώ χωρίς να νιώθω ότι πιάνομαι κορόιδο... απλά συγχωρώ.  Κι έμαθα να συγχωρώ απ΄τη νενέ μου... Εκείνη μ΄έμαθε ν΄ακούω, να νιώθω τον άλλο ... Μ΄έμαθε να σκέφτομαι πιο πλατειά, πιο ανοιχτά ... Να μπαίνω στη θέση του άλλου. Αυτό ήταν το μυστικό...
Αλλά τους πολιτικούς τούς μισώ, τελεία και -.
 
"Κόρη μου, να συγχωρείς. Μη φανταστείς πως όλα τελειώνουν σαν συγχωρήσεις τον άλλο. ΄Οχι ... όσο κι αν τον συγχωρήσεις η πίκρα μένει ... Μα πίκρα, όχι μίσος. Το μίσος είναι βαρύ. Φέρνει κακά, σου κάνει κακό. Βασανίζεσαι, υποφέρεις. Μ΄αν βάλεις τα πράγματα στη θέση τους, αν μπεις στη θέση του άλλου ... Αχ, αν δεν υπήρχε το μίσος, αλλιώς θα ΄ ταν ο κόσμος κι ο ντουνιάς... "Μικροί" (φτωχοί) είμαστε. Γι΄αυτό και πήγαμε στα ξένα μέρη. Πλούσια μέρη! Γινήκαμε "μεγάλοι" με ίδρω πολύ μα δεν μείναμε ταπεινοί ... Τα σκέφτομαι όλα αυτά καμιά φορά κι άλλοτε λέω "να τους κάψει ο Θεός τους φονιάδες" ... Μα σα λέω "να τους κάψει ο Θεός"  νιώθω πως φτάνω στο μίσος και δεν το θέλω ... Μα και σα λέω πως δεν μείναμε ταπεινοί, αμέσως μετανιώνω. Δουλεύαμε, δουλέψαμε σκληρά... κι ότι αποχτήσαμε με τον ίδρω μας ήταν αποκτημένο ... Απ΄την άλλη, φτωχοί ήτο κι αυτοί, κι αθρώποι σαν κι εμάς. Πώς βρεθήκαμε στα μέρη τους; Η φτώχεια μας μάς έσπρωξε εκεί ...  Και τους είχαμε γι΄αγράμματους, αχαΐρευτους, άχρηστους. Μα δεν ήπρεπε. Γιατί εμείς είμαστε όλοι γραμματιζούμενοι; Οι περισσότεροι όχι. Μια τέχνη ξέρανε κάμποσοι κι αυτό ήταν όλο... ΄Ηρθανε και γραμματιζούμενοι και κάποιοι με λεφτά. Κι αυτοί με τα λεφτά πουθενά δεν έχουν πρόβλημα. Οι λεφτάδες ήρθαν για να τ΄αυγατίσουνε και τα διπλοτριπλαυγατίσανε. ΄Ολοι οι άλλοι, στην αρχή με το μεροκάματο και μετά με τον ίδρω τους τα ποτίσανε αμπέλια, χωράφια, κήπους, μπαχτσέδες ... Μετά είχαμε όλοι σχεδόν το κονάκι μας, μικρό ή μεγάλο, τ΄αμπέλι μας, ζωντανά, ελιές, καπνά... Θα μου πεις, εμείς δουλέψαμε και τ΄αποκτήσαμε ... ας δουλεύανε σαν κι εμάς κι οι ντόπιοι να ΄χουν κι αυτοί αγαθά ... Τι να πω ... Τα σκέφτομαι κι έτσι, τα σκέφτομαι κι αλλιώς...ένα, πάντα το ίδιο κουβάρι έχω στο μυαλό μου ...
 
Εγώ γεννήθηκα εκεί, σε σπιτικό. Τα πράγματα τα βρήκα έτοιμα, στρωμένα απ΄τον πατέρα μου. Δεν έφτασα ξεβράκωτη, όπως οι πρώτοι δικοί μας ... όπως ο πρώτος (Ι)καριώτης ... Αυτοί πρέπει να πέρασαν από πολλά κύματα, οι πρώτοι. Μεγάλωνα κι αγαπούσα. Τον ήλιο, το νερό, τον τόπο, τους ανθρώπους του. Είχανε τους δικούς τους μαχαλάδες, τα σχολειά τους, τα τζαμιά τους ... Φτωχοί οι περισσότεροι. Καταπιεσμένοι  απ΄τους μπέηδες και τους αγάδες... υποτακτικοί. Εμείς, δηλαδή στου κυρού μου, τούς είχαμε και γείτονες... ΄Ησυχοι άνθρωποι, πονετικοί, με υπομονή, πράοι ... Πώς φτάσανε τα πράγματα εκεί που φτάσανε, ποιος Θεός το ξέρει, Ο δικός μας για ο δικός τους;  Οι "Μεγάλοι" φταίξανε, τα γκοβέρνα και τα οφίκια... όχι οι μικροί ... ΄Οχι ο γείτονας, όχι ο καφετζής, ουδέ ο ψωμάς... Τόσα χρόνια μαζί και κυλούσε ο βίος και η ζωή... με τα καλά της και τα κακά της. Μα ήτονε μικρά τα κακά... Παππούδες και προπαππούδες κακό δεν ιστορούσανε ...  Χώρια η Πόλη και το '21 ... μα τότενες ήσαντε πολέμοι. Για χρόνια και χρόνια μεγάλο κακό δεν είχε τύχει μεταξύ μας ... Αχ, έτυχε μια και καλή και για πάντα... Το ΄ζησα κόρη μου, στο ιστορώ και δεν το πιστεύω αυτό που μας έτυχε ... Τέτοια καταστροφή, τέτοιος ξεριζωμός, ποτέ στα χρονικά... Δεν είχα ακούσει, δεν είχα διαβάσει, δεν πήγαινε το μυαλό μου ... σε τέτοιο αίμα ...
 
Γεμάτη ήτανε η Σμύρνη με Φράγκους, Ιταλιάνους, Εγγλέζους, Ολλαντέζους ... ΄Ολοι μαζεμένοι στον πλούσιο τόπο ... να τρώνε, να πίνουν, να κανονίζουν ... να πλουτίζουν. ΄Αμα δεν ήτο άγιος τόπος νομίζεις πως θα μαζευόντουσαν εκεί; Τους καλύτερους τόπους είχανε πιάσει και δικούς τους θέλανε να τους κάνουν, να τους διαφεντεύουν, να τους ρουφούν ... Προκόβαμε κι εμείς πλάι σ΄αυτούς. Ε, κι εδώ σ΄έχω, εκεί σ΄έχω μας εζηλέψανε κι αυτοί κι οι ντόπιοι ... Είχαμε και τις διαφορές μας από παλιά ... να ΄σου και τα καινούργια! Μεγάλα σχολειά, μεγάλες εκκλησιές, αρχοντικά, μέγαρα... πολύ λες θέλει ο άλλος ... ΄Ολοι κακοί, φθονεροί αποδειχτήκανε... απαξάπαντες φονιάδες Φράγκοι κι Εβραίοι, Εγγλέζοι, Γερμανοί, Ολλαντοί, Ρώσσοι... ο καθένας με τον τρόπο του ... Βρέθηκε κι αυτός ο κακόψυχος ο Κεμάλ, βρήκε και κάμποσα άλλα τομάρια ... Αχ κόρη μου, τι σε κάμω κι ακούς ... μα με πονάει η καρδιά μου σαν τα σκέφτομαι... Τότενες στο κακό, έβλεπα το αίμα, τα φονικά, το δόλο, και δεν ήξερα... Τα ΄βλεπα κι άγγιξε το μυαλό μου την τρέλλα απ΄τον πόνο ... Μετά μετρούσε το ψωμί. Το μυαλό έβαλε στην άκρη τη φρίκη και τον πόνο, έπρεπε να ζήσεις ... και σε λέγανε και τυχερό που ξέφυγες απ΄τη φωτιά και το μαχαίρι ... Πρόσφυγας και τυχερός γίνεται; 
Δε ζούσες, μόνο σε τράβαγε η μέρα να ζήσεις. ΄Εψαχνες το ψωμί, κουβαλούσες το νερό ...
Μετά σαν όλα κατακάθησαν κι έγινε η ζωή πια ζωή, σαν μπήκε στο αυλάκι τότε τα ΄μαθα. Τα ΄λεγε ο κόσμος, τα ΄λεγαν οι εφημερίδες, τα ΄λεγαν οι γραμματιζούμενοι, τα ΄λεγαν κι οι δικοί μας που τα ΄ζησαν και τα ΄δαν ... Λέγαν για τα καμώματα των Γάλλων και των Εγγλέζων και όλων των άλλων που δεν λυπήθηκαν μήτε γυναίκες, μήτε μωρά παιδιά ... Δεν κούνησαν απ΄τη θέση τους, ένα χέρι δεν άπλωσαν ... Μόνο τους δικούς τους μάζεψαν μήπως τυχόν πάθουν κακό ... Κι ας μην καιγόντουσαν τα σπίτια τους κι ας ξέραν πως δεν ήταν γι΄αυτούς το μαχαίρι ... Και το θανατικό που μας έτρωγε, κάναν -εκεί μπροστά στα μάτια τους- πως δεν το ΄βλεπαν ...
 
Κόρη μου, δεν εμίσησα άθρωπο εξόν ... μα και χωρίς να ξέρεις κάποιον πως να τονέ μισήσεις; Μόνο, χωρίς να τους εξέρω, νομίζω πως μίσησα τους Φράγκους και τους Εγγλέζους και τον Κεμάλ ... ΄Ισως και κάποιους Τούρκους ... Μα τί βγαίνει;
 
Κόρη μου παρωρίσαμε ... Πνίγομαι, βάρυνα, σκεπάστηκα ...
΄Αμε για ύπνο ..."
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-
 
 
 Ναι γιαγιά μου, όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη ...
Οι "μεγάλοι" ... Γκοβέρνα και οφίκια, πολιτικοί και πολιτικάντηδες ... ίδια μούρη ...
 
 

2 Οκτωβρίου 2012

΄Ακουε γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώση ...



Αρχαίες Κλαζομενές -
Ανασκαφές στο Λιμάν Τεπέ
"Ξέρεις κόρη μου, τα Βουρλά οι γραμματιζούμενοι τα λέγανε Αρχαίαι Κλαζομεναί γιατί στο χιλιόμετρο μόλις απ΄τη Σκάλα είχανε βρει τα ερείπια (ν)των. 
 
 
 Η Σκάλα μας λέει ήταν το λιμάνι εκείνων των αρχαίων ... Τα ερείπια αυτά τα ξέραμε όλοι, ήτανε κοντά στην παραλία κι ο πατέρας μου ιστορούσε πως μπορεί να ήτανε 5000 χρονώ και βάλε. Ακούς 5000 χρονώ ... κι ήταν εκεί ακόμα. Δηλαδή είχαμε κι εμείς την "Ακρόπολη" μας, αρχαία παλιά σαν αυτή της Αθήνας ... ΄Ηταν όμορφος ο τόπος μας ... Ζωγραφιά. Ο δάσκαλός μου μια φορά μάς ήλεγε πως ο Μιχαήλ ο ο αυτοκράτορας, ο Παλαιολόγος, αγαπούσε τα Βουρλά για τους επτά τους λόφους και για την ομορφιά τους. Γι΄αυτό και ήκαμε παλάτι κι ερχότανε στα ιαματικά κι ήκαμε τα λουτρά του στο Γριλιμάνι! Κι εθωρούσαμε καρσί τα Εγγλεζονήσια και πηγαίναμε και με το καΐκι βόλτες και όταν ήταν η χάρη τους, μια στον ΄Αι Γιάννη, μια στην Αγία Μαρκέλλα...

 "Εγκλαζομενήσια" έλεγε ο δάσκαλος, πρέπει "να τα λέτε. Από το  Κλαζομενές προέρχεται η ονομασία τους, όχι Εγγλεζονήσια... Εγγλέζοι και κουραφέξαλα. Κανένας Εγγλέζος δεν τα βάφτισε, ούτε τ΄αγόρασε, ούτε τα νοίκιασε. ΄Ακου εκεί Εγγλεζονήσια! Κι έχουν και το καθένα τ΄όνομά τους. Δρυμούσα, Μαραθούσσα ..."  Χάθηκαν κι από κει όλοι, κοντά 3000 ψυχές ήτο έλεγε ο Καρατζάς σαν βρεθήκαμε εδώ ... Κυνηγήθηκαν, εγκατέλειψαν τα νησιά τους, τον τόπο τους, την ψυχή τους ... ΄Ησαντε αλήθεια όμορφες οι εκκλησιές τους, μα όχι σαν την Παναγιά μας ... Αγία Μαρκέλλα , προσφυγοπούλα κι αυτή σαν τον ΄Αγιο μας (Πολύκαρπο) .... 
Η Δωδεκάπολη Ιωνία
η Σμύρνη προστέθηκε μετά ...
έγινε η 13η ...
 
Ερχόντανε  ξένοι γραμματιζούμενοι και τα ψάχνανε και μας ρωτούσανε. Κι άμα τα βρίσκανε ώρες κάθονταν και βγάνανε φωτογραφίες και κάνανε ζωγραφιές τις παλιές πέτρες... Κι ΄Ελληνες καθηγητάδες ήρθανε με εργάτες και κάνανε ανασκαφές. Υπομονή να δεις! Μ΄ένα σκαλιδάκι τόσο δα μικρό σκαλίζανε και με  βούρτσες και παρασύρες καθαρίζανε τον τόπο προσεκτικά προσεκτικά... Βουρλιώτης ήταν κι ένας σοφός, Αναξαγόρα τονέ λέγανε και μεγάλος και τρανός ήταν, γι΄αυτό και το Μεγάλο Σχολειό είχε τ΄όνομά του. Μα ήτονε και μεγάλο και λαμπρό! Και όμορφο... να δεις ... Κι έβγανε παιδαγωγούς τους καλύτερους και δάσκαλους άξιους για να μαθαίνουν τα παιδιά τα ελληνικά γράμματα... Δίπλα στην Παναγιά ήταν ... Και τα παιδιά ερχόσαντε στο Μεγάλο Σχολειό απ΄όλους τους μαχαλάδες. Κι απ΄το Σερέ μαχαλά κι απ΄το Μπαξελή κι απ΄το Μπαχαλάκη κι απ΄το Γιαλού και το Γενή Ντουνιά και το Γιακά...

Βουρλά τότε - ΄Αποψη από το λόφο Γιακά
Κόρη μου, ξέρεις, έχει Κλαζομενές στην Κρήτη ... Εκεί πήγανε οι υπόλοιποι Καρατζάδες. Τους εβρήκαμε με τις αναζητήσεις. Καλά τα πήγανε, προκόψαν ... ΄Ολο δικοί μας είναι εκεί. Και στη Σάμο έχει ένα ολάκερο χωριό Βουρλιώτες... μόνο που θωρούνε τη θάλασσα απ΄τα ψηλά. Ενώ τα Βουρλά μας ήταν θαλασσοχώρι... Και τα Καμένα Βούρλα, από μας, απ΄τους καμένους Βουρλιώτες που πήγαν εκεί, πήραν τ΄όνομά τους. Μα γιατί τα λένε Βούρλα; Εμείς λέγαμε Βουρλά ή Βρύουλα, Βούρλα όμως δεν το λέγαμε....  Τα Βούρλα ήταν κακόφημα, κακή μεριά του Πειραιά... Τί δουλειά είχαν τα Βούρλα με τα Βουρλά μας; Καμιά! Κάμποσοι πρόσφυγες ρίζωσαν εκεί παραδίπλα, στη Δραπετσώνα, βασανισμένοι άνθρωποι, μα και δίχως να έχουν να κάνουν με τα κακόφημα...   
 
Είμαστε ΄Ελληνες στα Βουρλά, μαζεμένοι απ΄όλη την Ελλάδα ... κι έτσι σ΄όλη την Ελλάδα σκορπίσαμε σα γυρίσαμε γδυτοί και καμμένοι ... ΄Αλλος εδώ, άλλος εκεί ... Διάλυσαν και χάθηκαν οι οικογένειες. Μερικοί βρήκαν κάπου κάποιους δικούς τους και βολεύτηκαν και βοηθήθηκαν. Οι περισσότεροι όμως όπως-όπως τρυπώξαμε όπου μας έβγαλε η ζωή ... Στα Βουρλά ο Ντερές (ποταμός) πότιζε τα Τσαΐρια (πεδιάδα), ήφτανε στη θάλασσα και μας χώριζε απ΄τους τούρκικους μαχαλάδες. Ξέρεις πως στο Μανιάτ Μαχαλά ήσαντε οι Μανιάτες; Παλιοί στα Βουρλά, τους είχε διώξει απ΄τη Μάνη ο Πασάς και βρήκαν καταφύγιο πού; Σε τούρκικη μεριά μα κοντά σε΄Ελληνες ... στα Βουρλά μας .  Μα  και περισσότεροι απ΄όλους μας ήταν Αξιώτες (Ναξιώτες). Κι ο παππούς σου Αξιώτης ήταν... Οι προπάπποι σου απ΄το Φιλότι, Κρασσάδες στ΄όνομα και στη χάρη. Αμπελουργοί και κρασάδες ικανοί στα Βουρλά...  Βρεθήκαμε στην Αθήνα, κάμποσοι Αξιώτες στο Βοτανικό και στηρίξαμε ο ένας τον άλλο όπως μπορούσαμε. Ο παππούς σου χωρίς γη πια, έγινε χασάπης στην αγορά της Αθήνας. Στην αρχή ένας πάγκος, δυο σφαχτά, λίγα πράγματα. Μετά όμως το πρώτο "τσιγκέλι" στην Αγορά έγινε και τον πρώτο καφενέ, εκείνος τον χειρίστηκε... Μόνο που έφυγε νέος ο κύρης μου, πολύ νέος, άξαφνα. Κυριακή μέρα, σκόλη, πρωί... Στο μαγαζί απ΄έξω, κουβεντιάζοντας...  Πάνω που στρώνανε τα πράγματα, πάνω που θα χαιρόταν... Θέλημα Θεού...Κι έμεινα μόνη με 6 παιδιά... Καλά που η μάνα μου "κράταγε" ακόμα. Και σαν είδε πως δεν  έπαιρνε άλλο, τι να σου κάμω, χήρα μ΄έξι παιδιά; Μεγαλύτερη απ΄όλους ήταν η αννέ σου. Στα 17 ήταν όταν ορφάνεψε -τα άλλα όλα μικρότερα- μας πήρε όλους μας κοντά της. Δικό της το σπιτάκι στο Βοτανικό, στη Στρυμώνος... Το δικό μου και του κύρη μου πάνω απ΄τις γραμμές (του τραίνου), της γιαγιάς Κανέλλας από κάτω... Αλλιώς θα μας έτρωγε πάλι ο δρόμος... Τι τα θες.  Στα 17 είχα ορφανέψει κι εγώ ... Κι από τόπο κι από αφέντη-πατέρα!

Δύσκολες ζωές ... Πολλοί πρόσφυγες δεν άφησαν ποτέ την Αθήνα... Κάποιοι μόνο έφυγαν για τα μέρη τους, κάποιοι για την Αμερική... Και κάποιους τους έφαγε το σαράκι... Ε, αυτοί έφυγαν για τα "καλά... Μεγάλο κακό ο ξεριζωμός, κακό πράγμα ο φθόνος... Οι Βουρλιώτες κάλιο είχαν τον κλέφτη, παρά τον τεμπέλη. Είχαν βάλει μεγάλο κόπο, πολλή δούλεψη, πολύ μεράκι κι είχανε κάμει τα Βουρλά ακόμα πιο όμορφο τόπο, πλούσιο, ζωντανό. Οι Βουρλιώτες είχαν ξεράνει το υγρό λιβάδι (βάλτο), το είχαν κάνει γη γεννήτρα, αμπέλια πράσινα γεμάτο κι αυτό χάρις στον κόπο και στο ινάτι τους. Μόνο πως οι αχαΐρευτοι δεν το έβλεπαν έτσι... Η ομορφιά φέρνει φθόνο και το πλούτος το ίδιο... Να προσέχεις κοκόνα μου. Ποτέ να μη ζηλέψεις άξια αγαθά. Να σκέφτεσαι πρώτα ... "
 
 
Καλά σας βράδια
Ε.-
  
Κλαζομενές φαίνεται να παίρνουν το όνομά τους κατά την αρχαιότητα από τους έποικους Ίωνες εξ αιτίας της παρουσίας πολλών «κλάζουσων» υδρόβιων πτηνών (κύρια χήνες) που αποδημούσαν μετά το ξεχειμώνιασμά τους στους βάλτους της περιοχής...
 
Το Εγγλεζονήσι ή Μακρονήσι (Uzunada) είναι νησί τουρκικής κατοχής που βρίσκεται στον κόλπο του ΄Ερμου όπου ήταν χτισμένη η Σμύρνη και οι Κλαζομενές. Είναι το μεγαλύτερο απ΄τα νησιά της συστάδας των "Εγγλεζονησίων", με έκταση 25,4 τ.χλμ. Η πιθανότερη εκδοχή για την ονομασία του νησιού και της ομώνυμης συστάδας είναι πως προέρχεται από παραφθορά του «Εγκλαζομενήσια», ονομασία που σχετίζεται με τις αρχαίες Κλαζομενές που βρίσκονταν στην απέναντι ακτή. Κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Δρυμούσα. Αναφέρεται από τον ιστορικό Πολύβιο, σύμφωνα με τον οποίο το νησί δόθηκε στους Κλαζομένιους, με την συνθήκη της Απάμειας, το 188 π.Χ.

Το Εγκλαζονήσι ...
ή Αρχαία Δρυμούσα
Το νησί κατά το παρελθόν είχε κυρίως ελληνικό πληθυσμό που ζούσε στους τρεις οικισμούς του νησιού. Ο μεγαλύτερος οικισμός ήταν ο Θόλος που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του. Οι άλλοι δύο μικρότεροι ήταν η Αγία Παρασκευή στα δυτικά και ο Άγιος Παντελεήμονας στα βορειοανατολικά. Πριν την Μικρασιατική καταστροφή ο πληθυσμός του νησιού έφτανε τους 2500 κατοίκους. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών που προέβλεπε η συνθήκη της Λωζάνης οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Νέα Ιωνία Μαγνησίας.