28 Νοεμβρίου 2012

Αλήθεια αλήθεια ... μήτε στο Βαγγέλιο ...

Αρκετά το καθυστέρησα, το ξέρω ...
Κι είναι καιρός να σας περιγράψω πια την απαγορευμένη απόλαυση του ναργιλέ ...
Σκέφτομαι πως ίσως το καθυστέρησα κι επίτηδες ... Να ... όπως κρατάς ένα γλυκό μυστικό που στο τέλος βέβαια δεν κρατιέσαι και το ψιθυρίζεις ευτυχισμένη στην κολλητή σου ... ή σαν μια στιγμή της ζωής σου, γλυκειά, τόσο γλυκειά που δεν θες να τη μοιραστείς είτε γιατί κρατιέσαι πάνω της ... είτε γιατί φοβάσαι πως θα χάσει τη μαγεία της ...

Πίνω τη βυσσινάδα μου, ζητάω δεύτερη ...

Να σας πω ακόμη ότι έχω βγάλει τα παπούτσια μου ... τα πόδια μου πατάνε γυμνά πάνω στο ταλαίπωρο χαλάκι που καλύπτει ... το γυρτό πεζοδρόμιο... Δεν ξέρω πως αλλιώς να σας περιγράψω το σημείο που κάθομαι ... παρά μόνο σαν πεζοδρόμιο... ΄Εχω την πλάτη στον τοίχο... Περιμένω ενώ μνήμες "ναργιλέ" με κατακλύζουν ...
Ο ηλικιωμένος καφετζής μού φέρνει τη 2η βυσσινάδα ενώ ένας νεαρός-ντελικανής 16-17 χρονών, ντελικανής = τρελλοαίματος γιατί ντελί = τρελλός και καν = αίμα... τον ακολουθεί εξοπλισμένος με τα σύνεργα του ναργιλέ... Ο καφετζής ακουμπάει τη βυσσινάδα στο σοφραδάκι ενώ ο ντελικανής ακουμπά 3-4 πίπο =επιστόμια, πιπάκια πλαστικά χρωματιστά σε σακουλάκια ...



 Τον παρακολουθώ ... Εκστασιασμένη; χαζά; Είναι βλέπεις η πρώτη φορά, δεν ξέρω τι πρόκειται να επακολουθήσει ...
Στέκεται παραδίπλα, σ΄ένα τσίγκινο πιατάκι ανάβει τα κάρβουνα και περιμένει να πάρουν καλά ... βγάζει το τουμπεκί = ψιλοκομμένος καπνός ... Εγώ βλέπω να μοιάζει το τουμπεκί σαν κομμάτι χαλβάς Φαρσάλων ή σαν κομμάτι παστοκύδωνο ή σαν κομμάτι σαπούνι απ΄το Αλέπι ή μελάσσα. Πέφτω απ΄τα σύννεφα. Δηλαδή σχέση απολύτως καμία δεν έχει με ψιλοκομμένο καπνό και μ΄ότι περιμένω να δω !!! Ε, άμα δεν έχεις ιδέα ... Τον ξεφτίζει λίγο με την τσιμπίδα, τσεκάρει τα κάρβουνα, τα πιάνει με την ίδια τσιμπίδα και τα βάζει πάνω στο λουλά ... και στη συνέχεια τα σκεπάζει με αλουμινόχαρτο! Κι όταν -τότε- δεν είχαν αλουμινόχαρτο τι κάνανε; Αυτός πάντως κάνει και κάμποσες τρύπες στο αλουμινόχαρτο ... Με κοιτάζει, τον κοιτάζει (το ναργιλέ)... περιμένει ... Κι ο ναργιλές, αρχίζει να μιλάει ... δηλαδή το νερό στη γυάλα αρχίζει να "γουργουρίζει" όπως λένε οι ειδικοί ...

Μου δίνει το μαρκούτσι ενώ σκίζει το πλαστικό σακουλάκι και μου δίνει το επιστόμιο ... Το επιστόμιο, ένα κλακ και μπορώ -απίστευτο- να καπνίσω... ένομμα τον "παράνομο" ναργιλέ ...



Σίγουρα διστάζω. Το κρατάω στο χέρι και κοιτάω γύρω σαν κλέφτης ... Οι διπλανοί καπνίζουν αρειμανίως κι ούτε που μου δίνουν σημασία... Μμμ... μοσχοβολάει. Φέρνω το μαρκούτσι στο στόμα και πίνω όπως λένε εδώ, την πρώτη ρουφηξιά... Να σας πω την αλήθεια δεν καταλαβαίνω και πολλά ή καλύτερα μάλλον δεν το πιστεύω ακόμα! 2η ... Ηρεμώ. 3η ... Α-πο-λαμ-βά-νω!!!
Ξυπόλητη, στη σκιά ενός τοίχου στην άκρη ενός πεζοδρομίου που γέρνει, στο άγνωστο 4ο σοκάκι του πιο καλαμπαλίκ δρόμου της πιο γητεύτρας Πόλης ... καπνίζω τον πρώτο μου ναργιλέ! Την άλλη φορά, σίγουρα... δεν θα είμαι πρωτάρα!  Γιατί σίγουρα θα υπάρξει κι άλλη φορά ...

Διαπίστωση 1η και τελευταία. Ναργιλές = Καμία σχέση με το τσιγάρο!!!

Στάσου, τελικά δεν είναι και τόσο φοβερό! Το φοβερό είναι τα στερεότυπα που σέρνουμε στο κεφάλι! Ούτε και ξέρω καλά-καλά με τι ιδέες περίεργες περί ναργιλέ ποτίστηκα κι από ποιον.Αφού ο πατερούλης μου κάπνιζε ναργιλέ! Εντάξει, η αλήθεια είναι δεν το ΄κανε ούτε συχνά ούτε πάντα μπροστά μας ... Τώρα εγώ γιατί το είχα τελικά για τόσο φοβερό δεν μπορώ να καταλάβω ... Βολεύομαι, χαλαρώνω, ονειρεύομαι... χάνομαι ανάμεσα στον καπνό, σε σκέψεις και σ΄αρώματα ξεχασμένα... Η μια ρουφηξιά φέρνει την άλλη, η μια σκέψη την επόμενη, η μια θύμηση ... πολλές. Απολαμβάνω και δεν ξέρω τι ακριβώς ... Το χαλάρωμα, τη φυγή, τη στιγμή; Ξέρω μόνο πως θα ΄θελα ο χρόνος να σταματήσει τώρα, εδώ ... όπως σταμάτησε τότε γι΄αυτούς στην Πομπηία ... Και κάποτε να με βρουν μαρμαρωμένη ... με το χαλάρωμα αυτό που νιώθω πως με λιώνει, με το χαμόγελο στα μάτια, ανάμεσα στους καπνούς  και τις θύμησες και το ναργιλέ στο χέρι ... Κι οι αρχαιολόγοι να ψάχνουν και ν΄αναρωτιούνται γιατί ... 
 


"Κόρη μου, για μας ο ναργιλές ήταν μαθές μες τα καθημερνά μας...
Δεν ξέρω πως και γιατί τον πέρασαν στ΄άσχημα, στα κακά ... Εδώ έγινε κακόφημος... του υποκόσμου ...
Εκεί στα μέρη μας ήταν συνήθεια ... Εδώ άρχισε το όχι, το απαγορεύεται, το δεν πρέπει ...
Ο πατέρας μου τον αγαπούσε... Τον ήναφτε σαν ήταν ήρεμος ή σαν, μερικές φορές, ήθελε να ξαποστάσει, να σταματήσει το τρέξιμο της μέρας, να στέψει μια ώρα εδική του, ήρεμη ... Και τον ήλεγε ναργκιούλ ο πάππος μου... Στην αρχή τού τον ετοίμαζε η αννέ μου, μετά όμως τού τον ετοίμαζα εγώ. Μου το ζητούσε γιατί ήξερε ότι μ΄άρεσε ν΄ανάβω τα κουμουράκια και να τα φυσάω να πάρουν... 

Ανάβουνε δύσκολα γι΄αυτό τα εφυσάς καλά... Τα κουμούρ(κάρβουνα) τα ήπαιρνε απ΄ το μαγαζί και σαν ήσαντε μεγάλα τα ΄σπαζε σε μικρά.Και δεν ήσαντε ό,τι κι ό,τι. Από ένα μαγαζί μόνο τα ΄γόραζε και ήσαντε κουμούρ μεσέ; μόνο για ναργιλέ. Από κει ήπαιρνε και το τουμπεκί... Του άρεσε αυτό το μαγαζί γιατί ο ταμπής(κόφτης καπνού) ήτανε μεγάλος μάστορας...Γέμιζα πρώτα τη σίσα  ως τα μέσα κρύο νερό, ήριχνα και δυο σταγόνες  ρογδόζουμο (χυμό από ρόδι) κι έμπηγα από πάνω το σωληνάρι. Μετά έβανα το τάσι και μετά το λουλά. Τον εγέμιζα με τα κούμουρα, τα σκέπαζα και του τον έδινα ... Μ΄άρεσε να τον εβλέπω να τον εκαπνίζει... Πλούσιοι και λιγότεροι πλούσιοι τον εκαπνίζανε...κι οι παπάδες κι οι γραμματιζούμενοι...  Κι ο ναργιλές παίρνει και θέλει την ώρα του. Δεν είναι για βιασύνες... Είναι να στέκεσαι, να σκέφτεσαι, ν΄ αναθυμάσαι τι έκαμες κι αν πρέπει να το κάμεις ή να μην το ξανακάμεις... Είναι για  να εκτιμάς τη γαλήνη... Σ΄όλους τους καφενέδες ήβρισκες ναργιλέδες και καπνιστάδες... Κι οι καπνιστάδες δεν εμιλούσανε πολύ, ήσαντε πράοι, ήρεμοι... Θες καλή παρέα για το ναργιλέ, να μην έχουνε πολλά τα νεύρα και τα λόγια... αλλιώς σου τονε χαλούνε ...΄Ετσι ήλεγε ο πάππος μου κι ο πατέρας μου ... Μερικοί σαν τον εκαπνίζανε, μπαϊλντίζανε, έλεγε ο πατέρας μου... μα αυτοί, έλεγε, πως εβάνανε αφιόνι μέσα ... Μερικοί βάνανε και κρασί... Οι περισσότεροι κρατούσανε τη στοματίδα τους μαζί . Μερικοί εφέρνανε τον καπνό... Οι παράξενοι εφέρνανε και το μαρκούτσι τους...  Ο γείτονάς μας, ο Βάρκα-Γυαλός, ψαράς ήτο, 9  παιδιά είχενε, ήπαιρνε και το μαρκούτσι του μαζί κάθε που ήθελε να πάει στον καφενέ... Κι όλοι τον εκογιονάρανε... "Δεν μας ήφερνες κανένα ψάρι παρά ήφερες το μαρκούτσι σου Αντρίκο" του ελέγανε κι εγελούσανε ... Και τους ήλεγε "Το ψάρι θέλει κόπο... ο καφενές μαρκούτσι ... μμμμ, χαρά στα μούτρα σας που θέλετε και ψάρι ..."  

Υπήρχανε και γυναίκες που τον εκαπνίζανε αλλά μόνο στα κονάκια τους ... ποτέ όξω. Οι γυναίκες δεν εβγαίνανε στον καφενέ ποτέ μόνες... Σαν εβγαίνανε, εβγαίνανε με τσου άντρηδές τους και ήτονε στις γιορτές, τις σχόλες και τις Κυριακές, σε γάμους, βαφτίσεις, παρηγοριές, πανηγύρια... Σα δεν είχανε δουλειές μασευόσαντε. Χειμώνα καιρό το συνηθίζανε πιότερο... οι άντρες στον καφενέ κι οι γυναίκες 4-5 μαζί, δικές μας και ντόπιες, μια στο κονάκι της μιας και μια στης άλλης... Επίνανε σερμπέτια, τσάγια για καφέ, τρώγανε γλυκίσματα και λουκούμια και πίνανε και ναργιλέ... ΄Οχι όλες, μερικές τον επίνανε... Ελέγανε αστεία, ανακατεύανε τα χαμπέρια... Διαβάζανε και τα χαρτιά και τα κουκιά και μελετούσανε το φλυτζάνι... ψάχνανε τα μελλούμενα γενέσθαι... κι ότι ένοιαζε τη κάθε μια τους ... Μόνο το μεγάλο κακό που μας ήβρηκε δεν το  είδε καμιά τους ... Καμιά δεν το αφουγκράστηκε, καμιά τους δεν το μάντεψε... Κι ήρθε και μας βρήκε και μας κατάφαε... Κατάφαε φαμίλιες, αγαθά, πλούτος ... Μας κατάφαε η φωτιά ... ερείπια έκαμε ψυχές και ψυχές...  Κάηκε ο κόσμος κι ο ντουνιάς και μηδέ τα κουκιά μηδέ τα χαρτιά δώκανε μήνυμα ... Δεν δεν εψάχνανε τα μελλούμενα μόνο οι δικές μας για οι ντόπιες... Αρμένισσες, Εβραίϊσσες, Φράγκες, Ολλαντέζες, Εγγλέζες, όλες ... Από πάντα του ήθελε ο άνθρωπος να κατέχει τι θα του τύχει... Μα τί θα ΄καμε και να το ΄ξερε; Αλλάζεις το γραμμένο; Αλλάζεις ότι σου ΄χει  γράψει ο Θεός; Μπορείς; Δε μπορείς κόρη μου ... Μωρ΄ναι  σου λέω ... συχνά-πυνκά βάνανε κάτω τα χαρτιά και το φλυτζάνι... Κι αυτό σου το ΄πα αυτό; Πως μερικές δεν εδιαβάζανε το φλυτζάνι μα το πιατάκι του καφέ; Μ΄αυτό το κατέχανε οι πιο παλιές... Μια ντόπια επρόλαβα εγώ στα Βουρλά που κάτεχε να διαβάζει το πιάτο. Σ΄έβανε κι ήπινες τον καφέ, μα όχι όλονε ... κι ήριχνες το τέλος του καφέ στο πιάτο. Τότε το εσήκωνε, ο πολύς καφέ ήπεφτε κι όσο έμενε έγραφε σχέδια ... Ορθό το κράταγε και το εδιάβαζε σα βιβλίο... ΄Ελεγε αλήθειες κι είχε βγάλει όνομα... Κι ερχόσαντε γυναίκες και γυναίκες να τη συμβουλευτούνε... Και πλούσιες και λιγότερο πλούσιες... Δρόμο κάνανε πολύ για να ΄ρθουνε και να τους δει το πιάτο ... Και παράδες δεν εκαταδεχότανε, γρόσσα δεν ήθελε. Ζάχαρη ναι, αυγά ναι, λάδι ναι... Παράδες όχι, ποτές. Μωρέ και να ΄τανε μόνο γυναίκες που ερχόσαντε! Ερχόσαντε και άντρες μ΄αυτοί ερχόσαντε μυστικά... Πολιτικάντηδες, γραμματιζούμενοι, μεγάλα ονόματα, μεγάλοι εμπόροι ... Δεν θέλανε να τους βλέπει ο κόσμος... Μάλλον εντρεπόσαντε λέω... ΄Αμα οι περισσότεροι άντρηδες δεν το παραδεχόσαντε το φλυτζάνι κι ελέγανε "κουτουράδες και καμώματα για φουστάνια είναι τα φλυτζάνια και τα ... πιατικά" κι εκογιονάρανε, τολμάει ο άλλος να πει πως επήγε να έβρει συμβουλή στο ... πιάτο;

΄Αντε κονόνα μου, ήρθ΄ ο πρώτος, ήρθ΄ο δεύτερος ... ήρθε κι ο κουκουλωμένος ... ώρα για το γιατάκι σου ... Αύριο πάλι ..."

"Καληνύχτα γιαγιά μου... Αύριο πάλι..."


Καλά σας βράδια

Ε.-

Και για να ξέρουμε τι λέμε ... Ιδού

Τα εξ ων συνετέθη ....

 












Οι φιληνάδες μου έμαθαν πολύ αργότερα για την "αταξία" του ναργιλέ ... Δεν ξέρω γιατί δε τους το είπα αμέσως... Μπορεί να πίστευα πως αν δεν την φανέρωνα, ίσως να διαρκούσε περισσότερο ...
΄Ισως να ήθελα να την κρατήσω για λίγο μόνο δική μου ...  ένα κάτι λίγο περισσότερο μόνο για μένα ... 



 



 

26 Νοεμβρίου 2012

΄Αλλα τα λεγόμενα, άλλα τα γενόμενα ...

΄Εχω αναρωτηθεί κι άλλη φορά ... γιατί τα γράφω όλα αυτά, μνήμες μου γλυκόπικρες, θύμησες μου μακρινές, στιγμές περασμένες ... προσωπικές ...  ΄Ετσι κι απόψε. Το ίδιο ερώτημα τριγυρίζει στο μυαλό μου κι αυτό από προχθές ... Αιτία, η φιληνάδα μου, το Ντινάκι ... Κάποιο σχόλια μου ΄στειλε, κι ανάμεσα στα άλλα,  έγραφε:
" ...Μωρέ κοριτσάκι, δεν μου έχεις πει για αυτή την γιαγιά πολλά...σκέτος θησαυρός έ?
Ούτε πότε και πόσων χρονών πέθανε γνωρίζω. Ας είναι..τουλάχιστον θυμάσαι καλά και μας μεταφέρεις τα θαυμάσια αρώματα μιας εποχής με πολύ ανθρωπιά!"...
 
Κι ενώ απάντησα στο Ντινάκι, αυτό το "θυμάσαι καλά" εξακολουθεί να με γαργαλάει, όπως με γαργαλάνε και δυο απ΄τις λέξεις που χρησιμοποίησε "θησαυρός" και "ανθρωπιά" ...
Για το θυμάμαι καλά, απ΄τη μια σκέφτομαι ... Εύκολο! Τα θυμάμαι καλά γιατί δεν ξεχνιούνται ! Ξεχνιούται όλα αυτά; Πώς; Απ΄την άλλη με προβληματίζει η  επιστήμη που ισχυρίζεται πως ... "όσο περνάει ο καιρός, τόσο καλύτερα θυμόμαστε τα παλιά" !!! Με την πρώτη εκδοχή ησυχάζω, με την επιστημονική όμως ... ανησυχώ ...
Για να λήξει όμως το θέμα κυρά επιστήμη, εγώ τα γράφω γιατί τ΄αγαπώ και για να μην χαθούνε σαν χαθώ ... Μεγάλος ο διαδικτυακός ιστός, ίσως κάπου σκαλώσουν κι ίσως επιβιώσουν ... 
 
΄Οσο για το "θησαυρός", θησαυρός σκέτος για όσους την γνώρισαν, την συναπάντησαν, την έζησαν ... κι άπειρες φορές έχω σκέφτει πως πρέπει να ΄χει αγιάσει η γιαγιά μου τόσο καλή που ήταν και που τόσο καλή, γλυκειά και τρυφερή έμεινε... μετά από την τόση καταστροφή που είδε, μετά τα όσα δύσκολα πέρασε και μετά το τόσο που βασανίστηκε  και πάντα μ΄ανθρωπιά, με την σκέψη στον άλλο μιλούσε μέχρι που έφυγε ... Μα κι εκεί που πήγε, έτσι πρέπει ακόμη να μιλάει ... γλυκά, τρυφερά, ήπια, ζεστά ...
 ΄Η τέλος πάντων πρέπει να είναι ανάμεσα στους πρώτους υποψήφιους ...
΄Οσο για την "ανθρωπιά" λείπει σήμερα... Κι η ανθρωπιά και τ΄ανθρώπινα ...
΄Ισως λοιπόν, να τα γράφω γι΄αυτό ...
 
Ψιλομελαγχόλησα όμως ... Γι΄αυτό λέω να το ρίξω στον ... αργιλέ ή ναργιλέ ...
Γιατί έτσι θα γυρίσω πίσω σε ζεστό τόπο, ξένοιαστες διακοπές με 2 φιληνάδες μου καλές ...
 
Ιούλιος προς το τέλος του
 
Κωνσταντινού-Πολη ή Πόλη ...
Πήρε τ΄όνομά της από Μαρμαρωμένο Βασιλιά ... Κι έτσι ονοματίζεται και Βασιλεύουσα ... 
Και βασιλεύουσα είναι! Βασιλεύει στα παραμύθια, βασιλεύει στα όνειρά μας και βασιλεύουμε στα χνάρια της...
Βασιλεύω σαν είμαι εκεί ... με βασιλεύει σαν δεν είμαι ...
Μαγεύομαι σαν είμαι... με μαγεύει σαν δεν είμαι...
 
 
΄Ετσι με μάγεψε και τότε, ο γέρος θυρωρός με το φιλικό χαμόγελο και την άδολη φιλοξενία του . ΄Οπως με μάγεψε κι ο καφές του! ΄Ασε δε το πόσο με μάγεψε το βασίλειό του!
Istiklal Καλαμπαλίκ
Κάτω από τη μισοφαγωμένη μαρμάρινη σκάλα της παλιάς πολυκατοικίας ήταν, σ΄ένα σοκάκι κάθετο στον πιο καλαμπαλίκ=πολυπληθή δρόμο της Πόλης = στην Istiklal Caddesi, καρσί=απέναντι απ΄το ξενοδοχείο "Ρίτσμοντ"...
 
Εκεί, σε 2 τετραγωνικά τόπο και με σκεπή λοξή τη σκάλα  είχε μια σόμπα=θερμάστρα, κάμποσα μιντέρια=μαξιλάρες χύμα, δυο μπατανίες=κουβέρτες, ένα μεγάλο πεσκίρι=πετσέτα μπάνιου=μπάνιο, 1 μικρό πεσκίρι προσώπου και 3 πεσκιράκια χεριών, ένα φανάρ=φανάρι, ένα φαράσ=φαράσι, μια σκούπα και ... ένα μοντέρνο μαγκάλ(ι)=γκαζάκι, ένα τ(ζ)έντζερη=κατσαρόλα, τον τσεσβέ του ή ιμπρίκ=μπρίκι, τα φιντσάν(άκια) φλυτζανάκια του, τα καναβόζ = βάζα καφέ και ζάχαρης και τη σίσε = κανάτα με το νερό. Ττην προίκα του δηλαδή, τα απαραίτητα της ζωής του και τ΄απαραίτητα του τσαγιού και του καφέ... και δυο-τρία προικιά ακόμα που δεν τα πρόσεξα συν τη γνωστή φωτογραφία του "πατέρα" του έθνους ... Ναι, εκεί ζούσε! Στα 2 τετραγωνικά. Κι ήταν ευτυχής... Εκεί η ζωή του, εκεί όλο το βιος του! Εκεί το βασίλειό του!
 
Και, το πρωί-πρωί έπινε καφέ μα όλη την υπόλοιπη μέρα έπινε τσάι ... έτσι μου ΄πε... 
 
Κι έτσι, απ΄την σίσε, ξεκίνησε η κουβέντα  και κατέληξε στο ναργιλέ ... Σίσε η μποτίλια ... σίσα ή μποτίλια του ναργιλέ ... Δεν ήθελε και πολύ το μυαλό μου να πάει στο ναργιλέ ... Ούτε κι εγώ βέβαια ήθελα πολύ ακόμα...  Η αλήθεια είναι ότι ντρεπόμουν κι ενώ έχω δει ένα σωρό καφενεδάκια εξοπλισμένα με ναργιλέδες ...τελικά -πάντα με τα άπταιστα τούρκικά μου- τόλμησα και ρώτησα. Για τους τύπους -ε, μην με πάρει και για καμιά ξετσίπωτη- πρώτα ρώτησα... που μπορώ να πιω ντο(γ)ρού (σωστή) βυσσινάδα=βίσνε (βύσσινο) σου (σε ειδικές γραμμές νερό, σε γενικές γραμμές σου=υγρό) και μετά ... γκουχ, γκουχ ...που μπορώ να πιω... νέρεντε ναργκιλέ=ναργιλές που;
Κι ενώ έχω δει ένα γύρω ένα σωρό καφενέδες και καφενεδάκια εξοπλισμένα με κάθε είδους ναργιλέ ...
΄Ενα απ΄τα πολλά ... ναργιλέ καφέ
σαλον(ού)
προτιμώ να σεβαστώ τις γνώσεις του ... Στη γειτονιά του είναι βρε αδερφέ, δεν θα ξέρει το καλύτερο στέκι; Δηλαδή το καλύτερο για τους ντόπιους γιατί αν ακόμη με περνάει για τουρίστρια ... θα την πατήσω ... βασιλικά! 
 
Με το χέρι του, μού δείχνει ένα γύρω αλλά εγώ επέμενα ... πού ακριβώς;
Ντόρτ=τέσσερα ( ντόρτια σας λέει κάτι;) σοκάκ (αυτό σίγουρα σας λέει) μου λέει ... καρσί=απέναντι και προς -δείχνει με το χέρι- τα πάνω ... Βίσνεσου λέει και ναργιλέ, στο ίδιο μαγαζί θα τα βρω... μαγαζί =μαγαζά τουρκιστί ... 
Είπαμε κι άλλα πολλά κι ήρθε η στιγμή να φύγω ... Κρίμα που δεν υπάρχει άνθρωπος στο περιτρίγυρο να μας φωτογραφίσει ... Χαράματα ακόμη για την Πόλη... Τα μαγαλά άλλωστε ανοίγουν στις 10 ... εγώ δε, ντρέπομαι να του προτείνω να τον αποθανατίσω κι έτσι τ΄αφήνω ... Ούτως ή άλλως όμως δεν πρόκειται να τον ξεχάσω όσο η μνήμη μου μού το επιτρέπει βέβαια...
 
Ευχαριστώντας τον τον φίλησα και στα δυο μάγουλα ... Μόνο να βλέπατε τα μάτια του!!! Είχαν εκείνο το φως που μου ΄λεγε ... πως χάρηκε γιατί τον καταδέχτηκα!!! Αυτό το φως που κάποιες φορές μού το περιέγραφε η νενέ μου και που δεν το είχα ματαδεί ... Και κίνησα να φύγω ...
 
(Μ)Πογάτς(α) α-πολίτικη ή αλλιώς
Υπέροχη
μπουγάτσα χωρίς τίποτα μέσα
(Μην αναρωτιέστε άλλο... Και φυσικά την άλλη μέρα ξαναπήγα. ΄Οπως παλιά ... Με μισό κιλό καφέ, 1 κιλό ζάχαρη, 1 κιλό κουλουράκια =σιμίτ κουραμπιγιέ, σιμίτ=κουλούρι και 2 πογάτς = μπουγάτσες κι ένα μπουκάλι γενί (νέα) ρακί ... Και φυσικά ξαναήπια καφέ μαζί του. Και φυσικά επειδή πήγα με δώρα μου ΄κανε κι αυτός δώρο ... ένα κιουτσούκ ιμπρίκ από τα μπρικάκια του. Από τότε, σ΄αυτό κάνω κάθε πρωί τον καφέ μου! Και και τον απολαμβάνω τα μάλα). Και πάνε, λέει, στα Σταρμπακς ... Μέγας είσαι Κύριε!!!
 
Κλασικός κι επίσημος ...
Ντόρτ (4ο) σοκάκ προς τα πάνω κι απέναντι -αφού εν τω μεταξύ στο περπατηστό έχω χτυπήσει,  απ΄τον πλανόδιο σιμιτζή=κουλουρά, 
ένα σιμίτ (ταμάμ θεσσαλονικιό) και μια πογάτς. Σημειώστε: η μπουγάτσα στην Πόλη δεν διαθέτει γέμιση, άδεια τελείως κι όμως υπέροχη) και να ΄μαι αφιχθείσα... ενώ πιθανολογώ ότι σωστά κατάλαβα και στο σωστό μέρος ...
 
Στρώνομαι στο μίνι καρεκλάκι πλάι στο σοφραδάκι, στο δροσερό κατηφορικό σοκάκι... Λίγο έγερνα αλλά μικρό το κακό... Και ζητάω, στον ηλικιωμένο καφετζή που γελαστά μου λέει ... - Εφέντ΄μ μού λέει...  - Βίσνεσου λούτφεν του λέω και ...3 λεπτά μετά μου ΄ρχεται ένα ποτήρι δροσερό νέκταρ... κι έχει το χρώμα ... μα το ωραιότερο χρώμα του κόσμου!
Και δροσίστηκε η ψυχή μου ...
 
Ούτε της γιαγιάς μου να ήταν η βυσσινάδα! Ούτε της μαμάς μου! Καλέ Θεέ μου... ένα και το αυτό με το ποτήρι που κρατώ! Θεωρώ ότι ονειρεύομαι κι αφού στα όνειρα όλα επιτρέπονται... στραβοκαταπίνω την πρώτη γουλιά της βυσσινάδας -βιάζομαι μην τυχόν χάσω το θάρρος ή μπας και ξυπνήσω; - ζητάω τον απαγορευμένο ... Επιτέλους το ξεστομίζω ... Ναργιλέ λούτφεν ελμά(λι) (μήλο) ντουμάν (καπνός, εξ ου και ... ντουμάνιασε ... ο τόπος) γιατί αν ζητήσω ... ελμαλί ταμπάκ ... θα μου δώσουν ένα μήλο σ΄ένα πιάτο = ταμπάκ ...
 
 
Καλά σας βράδια

Ε.-


 

25 Νοεμβρίου 2012

Αρνί που βλέπει το ο Θιός, ο λύκος δεν το χάφτει...

Δεν ξέρω αν απόψε καταφέρω να γράψω ... 
Θα το ΄θελα μα μου φαίνεται βουνό ...
Είναι η μέρα δύσκολη, θλιμμένη, περίεργη...
Κι ενώ σας έχω υποσχεθεί να σας διηγηθώ την εμπειρία του ναργιλέ κι ενώ το είχα στο πρόγραμμα, άλλα μου ΄ρχονται στο νου κι άλλα θέλω να σας πω ...
Σκέφτομαι μόνο πως αν καταπιανόμουν να σας γράψω για το ναργιλέ πιθανόν η θλίψη να γινόταν μελαγχολία ... κι η νύχτα πιο τρυφερή ...
Σαν αύριο -της Αγίας Αικατερίνης- γιόρταζε το σπίτι μας ... γιατί γιόρταζε η μανούλα μου... Τώρα πια -σαν αύριο- δεν γιορτάζει πια... Η μανούλα μου έφυγε 7 χρόνια πριν ... την επαύριο της Αγίας Αικατερίνης ...
Το στάρι, η κανέλλα, τ΄αμύγδαλα, το ρόδι ... περιμένουν στην κουζίνα...Με περιμένουν να βάλω τα καρύδια, τις σταφίδες, τα κοπανισμένα λεμπλεμπί, σησάμι,  γαρύφαλλο, μαϊντανό και ... τη σκόνη ζάχαρης ... που θα τα γλυκάνει...




Το αγαπημένο της ... κεράκι
Αλλά αυτο θα γίνει το πρωί ...
Θα ΄ναι γλυκά σαν ενωθούν όλα μαζί ... μόνο που δεν θα ΄ναι γλυκό γιορτής ...
Θα ΄ναι μόνο μια γλυκειά σπονδή ... στις ρίζες, στη ζωή, στη μάνα, στη μανούλα μου...




"Κόρη μου, εκεί στα Βουρλά, σαν είχαμε εορτή στο σπίτι, 10 μέρες ανάστατοι είμαστε... Πέντε πριν, πάστρα, πουσουνίσματα (ψώνια), γλυκά, μαγειρέματα... και πέντε μετά ... σκουπίσματα, πλυσίματα, μαζέματα και συμμαζέματα ... Και τόσοι που είμαστε σε κάθε φαμίλια, ανάστατοι είμαστε συχνά-πυκνά. Και καλά που δε γιορτάζαμε και γενέθλια... Γενέθλιο γιορτάζαμε μόνο το γενέθλιο του Χριστού... ΄Ηταν μεγάλη εορτή, το όνομα... και διπλή... Εόρταζε ο ΄Αγιος, εόρταζες κι εσύ ... Και μαζί με σένα και τον ΄Αγιο... εόρταζε κι η εκκλησιά, κι ο θειός κι ο γείτονας κι ο φίλος ... Κι αν είχε εκκλησιά κοντά στον τόπο σου να εορτάζει ... ε τότε, είχαμε και το πανηγύρι, είχαμε και χορούς και βιολιά ... ΄Ομως χορούς και βιολιά δεν είχαμε όλες τις φορές. Μόνο στα μεγάλα ονόματα και στις μεγάλες εορτές ... και πιότερο στης Παναγιάς τη χάρη ... Τα μεγαλύτερο πανηγύρι και το μεγαλύτερο εγλέντι του χρόνου ήτανε της Χάρης της... Κάθε μέρος είχε τη δικιά του Παναγιά ... κι είχενε κι έναν άγιο προστάτη του ... ΄Ασε που και κάθε εσνάφ(συνάφι) είχε και τον προστάτη άγιό του ... ΄Αλλος άγιος παραστεκότανε τους χτιστάδες, άλλος τους γεωργούς, άλλος τους ψαράδες ... Μα δεν γινόταν βέβαια κόρη μου να εορτάζεις όλους τους αγίους και όλες τις εορτές γιατί δουλειά δεν θα ΄κανες παρά μόνο θα εόρταζες... Στα Βουρλά είχαμε τον ΄Αγιο Μιχαήλ, όχι τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που εορτάζεται εδώ... Ο ΄Αγιος Μιχαήλ


ήταν χαλκωματάς και μετά πουλητής (πωλητής) καφέ... Προστάτης των μπογιατζήδων έγινε γιατί το σώμα του τυραννισμένο το βρήκαν και το έθαψαν μπογιατζήδες και τον εορτάζαμε στα Βουρλά στις 16 του Απρίλη.

Είχαμε και τον ΄Αγιο Νεκτάριο ...  Νικόλαος ήτο βαφτισμένος και Νεκτάριος βαφτίστηκε σαν αγίασε... ΄Εγινε άγιος μετά κόπων και βασάνων γιατί έχασε ο άμοιρος τον πατέρα του σαν ήταν παιδί. Με τη ευχή τσι αννές του και για να τη συνδράμει μπήκε στη δούλεψη ενός Τούρκου Αγά σ΄άλλο χωριό γιατί αλλού δεν ήβρισκε να πάει. Κι όταν έγινε ο λοιμός και πέθανε κόσμος και κοσμάκης νόμισε πως τα Βουρλά ξεκαμωθήκανε ολόκληρα και γίνηκε τούρκος. Μα μια στιγμή έμαθε την αλήθεια και πήγε πίσω να βρει τη μάνα του που σαν τον είδε τούρκο τον ήδιωξε απ΄το σπίτι... Ο άμοιρος, ράχες και τόπους και βουνά ... γύριζε αλλά ησυχία δεν ήβρισκε οσότου πήγε στο ΄Αγιο ΄Ορος, καλογέρεψε, τον ονοματίσανε Νεκτάριο και γύρισε ησυχασμένος στη μάνα του. Μόνος του πήγε στον Τούρκο και δήλωσε χριστιανός κι όσο κι αν ο Τούρκος τον παρακάλεσε ν΄αλλάξει πίστη και του ΄ταξε και πλούτη κι αγαθά κι αξιώματα μόνο να μείνει τούρκος μα αυτός τίποτα. Στο τέλος τον ήβαλε φυλακή κι ύστερα τον πήγανε στον θάνατο με το χατζάρι. ΄Ενας, κακό χρόνο να ΄χει, ζεϊμπέκης τον ήσφαξε. Συγχώρα με κόρη μου και μη μ΄ακούς ... Γριά γυναίκα και να μιλώ έτσι, να καταριέμαι δεν κάνει ... Μ΄αγανακτώ ... Καμιά φορά σαν καταριέσαι είν΄ ανοιχτοί οι ουρανοί κι αλίμονο ... Βαρύ πράμα η κατάρα, αμαρτία ... Δεν το θέλει ο Θεός... Ποτέ να μην το κάμεις... Ακούς; Ποτέ σου! "Ναι γιαγιά, ποτέ.... Και μετά;"  "Α.... ναι, κι αφού τον θανατώσανε αγίασε ... Και προσκυνούσαμε τη χάρη του στο σπίτι του... ΄Ομως είχαμε και τον ΄Αη Γιώργη τον Αρφανό στον Κάτω Μαχαλέ. Αρφανό τον ελέγανε γιατί αρφανός από μάνα έμεινε στην κούνια ο άμοιρος. Αρφανός μεγάλωσε κι αρφανός έμεινε. Αγίασε κι αυτός σαν τους άλλους, βασανισμένος και σκοτωμένους από τους αλλόπιστους ...Κι όμως, οι γεροντότεροι λέγαε και λένε πως διαφορές δεν είχαμε μαζί τους και πως καλά επερνούσαμε.

΄Ετσι τα ενθυμούμαι κι εγώ... Καλά περνούσαμε, ήσυχα. Σα θέλανε τίμιους στα οικονομικά, γραικούς έπαιρναν... Σαν ήθελαν εργατικούς, πάλι γραικούς αναζητούσανε... ΄Αλλο που εμείς προοδέψαμε πιότερο τους και τους βάναμε μετά στη δούλεψή μας. Προοδέψαμε πολύ και μας εζηλέψανε... Το μάτι σκάνει, η γλωσσοφαγιά θερίζει, έλεγε η νενέ μου... Μας εζηλέψανε και πάει... Που λες, η Παναγιά μας ήτο στο Μαχαλέ τον Πάνω. Στο σχολειό της Παναγιάς πήγαινα ξέρεις το, στο Μεγάλο ... Και στο μεζαρλίκι μας (νεκροταφείο) την Αγιά Παρασκευή είχαμε χτισμένη... Δηλαδή στο δικό μας το μεζαρλίκι, το γραικικό. Στην αρχή δεν είχαμε ξέχωρο μεζαρλίκι. Τους αποθαμένους μας τους απιθώναμε γύρω στον ΄Αη Γιώργη και γύρω στην Παναγιά... Η φωτιά θα τις ήφαγε κι αυτές... σκόνη θα γινήκανε Παναγιά, ΄Αη Γιώργης... όλες οι εκκλησιές μας κόρη μου, σκόνη... Καλά που οι αγίοι μας βολεύονται όπου να ΄ναι ... Κάπου θα βολευτήκανε κι αυτοί όπως εμείς ... Θα ξεσκαφτήκανε τα μεζαρλίκια μας ... αχ... κι οι ψυχούλες τους άραγε; Πετάξανε γι΄αλλού όπως μείς για εξεμείνανε; Νιώθω πως εξεμείνανε εκεί ... στον τόπο τους ... Ξεσκαφτήκανε όλα! Τα σπιτικά μας, τ΄αμπέλια μας... οι καρδιές μας... Ποιος να το ΄ξερε... Μα και να το ξέραμε... Εδώ οι Τσέτες είχονε φτάξει τότες στην πόρτα μας και δεν το πιστεύαμε... Πιστεύαμε στον Θεό και του είχαμε ελπίδα ... Λέγαμε πως δεν θα τους άφηνε, πως θα τους σταματούσε τους λύκους και δεν θα μας χάφτανε ... Δεν μας χάψανε όλους ... μα χάψανε πολλούς ... Δεν ήταν οι γείτονές μας ... αυτοί ερχόσαντε μαζί μας στις εορτές των αγίων μας ... κι ανάβανε κερί ... Ερχόσαντε και στις βαφτίσεις και στους γάμους...
Γάμος στα Βουρλά 1902
Στην Παναγιά
Μόνο στο κακό, δεν ερχόσαντε, σεβόντανε το θάνατο, τη λύπη, τον αποθαμένο... Τρεις μέρε μετά ερχόσαντε και, προσφέρανε παρηγοριά, βοήθεια και ότι είδους στήριγμαα...
Στις 15 του Αυγούστου μαζί τους επαίρναμε στη χάρη της ... κι εκάμανε ότι εκάμαμε ... Την προσκυνούσανε, της τάζανε, την αγαπούσανε, την παρακαλούσανε, λούλουδα της δωρίζανε ... Σ΄όλες τις Παναγιές πηγαίνανε, όχι μόνο στην εδική μας, κι όλες τις αγαπούσανε... Κι ερωτούσανε για το Χριστό και την Παναγιά μας, αν ήσαντε φιλέσπλαχνοι, καλοί, δίκαιοι. Μας ακούανε και μας ελέγανε πως κι ο εδικός τους καλός ήτανε. ΄Ελεγε κι αυτός να δίνουνε, να μοιράζουντε ... να νηστεύουνε, να προσεύχονται. Λέγανε πως δεν ήθελε κακίες, σπιουνιές, κλεψιές, θανάτους... Εμείς τους πιστεύαμε και δεν τους πιστεύαμε... Ο πάππος μου έλεγε "φύλατται"  μα σαν τον ερώτησα δεν είχε και πολλές κουβέντες. Μόνο μου είπε: "΄Ασε τις λωλάδες. ΄Αλλος ο εδικός τους κι άλλος ο εδικός μας... ΄Αμα δεν είχαμε εδικό μας, μπορεί να ΄χαμε τον εδικό τους...  Τώρα έχομε και σώνει ...  Κάνε μου τη χάρη κόρη μου κι άσε τον εδικό τους στην ησυχία του και κοίταε μόνο το δικό μας ...τον Πανάγαθο"... Εορτάζανε τα Μπαϊράμια τους, εορτάζαμε την Λαμπρή μας... 
Καλά σας βράδια
Ε.-  
"Μόνο στην ιωνική Ερυθραία, υπήρχαν ως το 1922, εξήντα εννά (69) ενοριακές εκκλησίες και  254 παρεκκλήσια. Παραμένουν όρθιες σήμερα πέντε (5) όλες κι όλες: ο Άη-Χαράλαμπος του Τσεσμέ (‘’πολιτιστικό’’ κέντρο), η Παναγιά η Γουρνά στην Αγιά-Παρασκευή (τζαμί), ο Άη-Γιώργης στον Γκιούλμπαξε (τζαμί), ο Άης Γιώργης ο Αρφανός στα Βουρλά (αποθήκη) και η Αλατσατιανή Παναγιά, που τις ξεπερνά όλες στη λαμπρότητα και στην καλλιτεχνία.


Το μυστικό της γιαγιάς για τη γλωσσοφαγιά ήταν ...
ή λίγη σκορπισμένη ριγανίτσα στο κατώφλι ή στην εμπατή (σημερινή εξώπορτα) του σπιτιού ψιθυρίζοντας "όπως σκορπάται η ρίγανη έτσι να σκορπιστούν τα λόγια τους στους 4 ανέμους"
ή ένα μαντήλι (τουρκιστί μεντίλ) της τσέπης (τουρκιστί τσεπ), του ίδρου ή της μύτης, δεμένο  σε 3 σημεία κόμπο ... ΄Οπου σε κάθε δέσιμο κόμπου, μουρμουράς το ξόρκι ... "όπως δένεται αυτός ο κόμπος έτσι να δεθούν οι γλώσσες τους" ... ΄Υστερις καταχώνουμε το μεντήλι σ΄ένα συρτάρι και τ΄αφήνουμε να "δράσει" ...

΄Οσο για τη βασκανία-μάτι, το μυστικό ήταν το τροπάριο των Αγίων Θεοδώρων των Θαυματουργών σταυρώντας  τρις τον υποφέροντα  ή το μυστικό τροπάριο που "χορηγείται" όπως έλεγε μόνο  Μεγάλη Παρασκευή κι μόνο από άντρα σε γυναίκα με τρις σταυροκόπημα του ματιασμένου... ειδάλλως χάνει και χάνεται η γητειά του ...

Μην ξεχνάτε ... από καιρού εις καιρόν, ξεκαταχώνουμε το μεντήλι, λύουμε έναν-έναν τους κόμπους ... Λύοντάς τους λέμε "αν ξελύθηκαν οι γλώσσες τους όπως αυτός ο κόμπος πάλι να ξαναδεθούν" και δένουμε τον κόμπο μουρμουρίζοντας το ξόρκι του δεσίματος ...

22 Νοεμβρίου 2012

Ο παπουτσής ξυπόλητος κι ο ράφτης μπαλωμένος ...

Βροχή, κρύο, παγωνιά...
θέλω τζάκι και ... γιαγιά ...

Στην προηγούμενή μου ανάρτηση δεν έγραψα πολλά ... Δηλαδή δεν έγραψα τίποτα!
Χωρίς να σημαίνει πως δεν σκέφτηκα, πως δεν ήθελα ή πως δεν ασχολήθηκα κατά πως τα πρέπει ...
Ασχολήθηκα και παρασχολήθηκα μόνο που σαν δεν είμαι στο γιατάκι μου και στο κονάκι μου και σαν δεν είμαι κει...  δεν ημπορώ, δεν δύναμαι να κάτσω και να γράψω! Βάλε και το ότι, αν την σήμερον ημέραν, δεν ξέρεις από νέες τεχνολογίες ... άστα να πάνε!!! Κι εγώ επί του θέματος ν.τ. ... προσωπικώς ... κουτσαίνω !!!
Κυρίως όμως ... σαν δεν χρειάζονται λόγια ...  
Χρειάζονται  άραγες λόγια για να δει κανείς την ομορφιά;
Σίγουρα κάποιες φορές όχι ...  
Και σαν πρόκειται για τη Σμύρνη ... λόγια δεν χρειάζονται ...

Χωρίς λόγια λοιπόν η προηγούμενή μου ανάρτηση ... μόνο φωτογραφίες -όσες βρήκα αναζητώντας τη- και μόνοι, σας άφησα να δείτε την ομορφιά ...
Το Οσπιτάλι ... πριν

"Αχ κόρη μου ... και που να ΄σουν εκεί! Μωρέ να δεις ... θα ΄μουν δεν θα ΄μουν  6, 7 χρονώ , δε ενθυμούμαι και καλά δα ... Και με ήπηρε τότες ο κύρης μου -στο γιατρό πήγαμε γι΄αρχής και στο παζάρι μετά ... Πρώτη φορά μαζί του πήγα στη Σμύρνα ... Σμύρνα την έλεγε ο κύρης μου κι ήταν σα να μιλούσε για ξελογιάστρα γυναίκα σα μιλούσε γι΄αυτή ... Και παιδάκι τότες, μετά από τόσα και τόσα που λεγόσαντε για τη Σμύρνα, περίμενα κι εγώ τι να δω δεν ξέρω...  Στο γιατρό πήγαμε πρώτα ... για τα μάτια γιατρός ήτανε... Η αννέ μου το ΄θελε σώνει και καλά να πάω να με ιδεί μα δεν ενθυμούμαι το γιατί  ...  Και πήγα εγώ κι ο Γιώργης... ο μεγάλος μας ... Οι δυο μας, οι δυο πιο μεγάλοι δηλαδή ... Τα μάτια μου πάντως δεν είχανε τίποτες τελικά γιατί δεν ούτε γιατροσόφια ούτε γιατρικά θυμούμαι μετά. Με την άμαξα πήγαμε, πρωί-πρωί φύγαμε, με άλλους μαζί... Και πρωτίστως στο γιατρό, δηλαδής στο Οσπιταλι (νοσοκομείο) πήγαμε... Κι από τους άλλους που ήσαντε μαζί μας, κάποιοι στο Οσπιτάλι πηγαίνανε ... Δεν είχα ξαναδεί Οσπιτάλι. Μεγάλο ήταν, άσπρο ήταν και καθαρό, περιποιημένο, με κήπο εμπρός του. Πλούσιοι το είχανε καμωμένο, μα κι αυτοί άρρωστοι, μα κι οι λιγότερο πλούσιοι, όλοι οι άρρωστοι σ΄αυτό πηγαίναμε ... Είχενε καλούς ανθρώπους, επιστήμονες! ΄Ολα τα ηξεύρανε κι όλα τα χειριζόντανε! Δύσκολες αρρώστιες, κακές αρρώστιες, γέννες, συρτικά (επιδημίες), γατρειές, φάρμακα, όλα! Και για τα γερόντους χωριστή μεριά είχε και τους βάνανε και τους προσέχανε και για τους λωλούς και για ΄κεινες τις κοπέλλες ... ξέρεις δα... εκείνες τις άμοιρες ... 

Εμβολιασμός στο Οσπιτάλι της Σμύρνης
Επιδημία πανούκλας

Απ΄ολούθε ερχόσαντε... Κι όλους τους δεχόσαντε... Γραικούς, Φράγκους, Αρμένηδες, Εβραίους, ντόπιους ... ΄Αμα είσαι άρρωστος ένας είναι ο Θεός ... άμα είσαι άνθρωπος όλους τους καταδέχεσαι. Γραικικό το είπανε μετά το Νοσοκομείο, Οσπιτάλι το λέγαμε τότες κι ΄Αγιος Χαράλαμπος ήταν  ο άγιός του ... Είχε μεγάλη ιστορία το Οσπιτάλι μας... την έλεγε και την ξανάλεγε ο πάππος μου και καμάρωνε γιατί είχε βοηθήσει κι αυτός  στη φτιαξιά του, στα κασαλίκια του... Κι όχι μια, μα δυο φορές βοήθηκε... μια σαν πρωτοφτιαχνόντανε και μια σαν ξαναστήθηκε μετά μια μεγάλη πυρά ... Και μεγάλη πυρά το ΄φαγε και χάθηκε για τα καλά πια ... τότε στο μεγάλο διωγμό, στην καταστροφή ...
Το Οσπιτάλι ... μετά ...




Α ... ναι, ...
Περιμέναμε σειρά κάμποση ώρα, ο γιατρός με κοίταξε και είπε εντάξει είναι το τσουπί (κοριτσάκι) και ηφύγαμε μα όχι επιτόπου για τα οπίσω, για τα Βουρλά μας ... Ω/φου ...Θιος σχωρέσει του πατέρα μου, στο τσαρσί (στοά/σκεπαστή αγορά) μάς επήγε ... Με το πόδι πήραμε το δρόμο για τα κάτω, για τη θάλασσα. Στη θάλασσα δεν μας ήπηγε. Θάλασσα είχαμεν δική μας και στα Βουρλά... Η ίδια με της Σμύρνης ήτο και τη γνωρίζαμε ...Μπρε χαβανό (χαϊδευτικά ζωντανό) (εκ του γνωστού χαϊβάν=ζώο) προς τη θάλασσα ήπρεπε να βαδίσουμε για να πέσουμε στο τσαρσί...  ειδάλλως ο δρόμος για κατά των Καραβανιών την πόρτα σ΄έβγανε που ήβγανε όξω μακριά απ΄ το σεχίρι (πόλη)... για κατά τον  Πάγο (το βουνό  της Σμύρνης) που δεν θέλαμε να ηπάγωμε... Και τότες κόρη μου... την είδα την πρωτεύουσά μας για τα καλά... και τη θάμαξα! Με θάμπωξε σου λέω... ΄Ηθελα να ΄χω κι άλλα μάτια για να βλέπω τα καλά της και τ΄αγαθά της γιατί τα δυο που είχα δε φτάνανε... δεν προλάβαινα... Να μη σου πω για τις μαντάμες και τις κοκόνες με τσι απαλές φουστάνες και τα νταντελέ (δαντελλένια) παρασόλια (ομπρέλες για τον ήλιο) ... Αμέ εμένα η αννέ μου χοντρά και σκούρα φόραε... Είχε κι ένα-δυο καλά ... ένα γυαλάτο πράσινο με λίγη μαύρη δαντέλα που το φόραε στην εκκλησιά κι ένα σαν της θάλασσας το σκούρο με άσπρη, που το ΄χε της Λαμπρής ... Αμέ για τους φράγκους μουσιούδες (κυρίους) με τα καπέλα νααααα ψηλά κι ένα γυαλάκι στο ένα μάτι να σου πω ... που ήφερε γέλια σε μένα και στο Γιώργη μας ή για του κόσμου τ΄αγαθά που δεν τα είχα ματαδεί ... Και τα κοιτούσα και δεν κάτεχα τι πράμα είναι... Αμέ τα μαγαζιά μεγάλα σα δυο-τρία σπίτια μαζί;;; Καιρό ήκαμε η αννέ μου να πάψει να με μαλώνει για δε σταματούσα να μιλάω για τα θαμαστά της Σμύρνης ... ε και πόσο καιρό ήκαμα κι εγώ να κοιμηθώ ήσυχη μετά απ΄όσα είχανε δει τα μάτια μου, δεν ξέρω ... Και τζοβαερικά (κοσμήματα, χρυσοχοεία) και ωρολογάδικα ένα σωρό! Και μαγέρικα για την αριστοκρατία και προυκιά και στόφες κεντητές και μεταξένιες κι επιπλάδικα με καθρέφτες πελώριους ολόχρυσους... Ούτε που το φανταζόμουν πως έχει ο ντουνιάς τόσα άλλα καλά... Αμ, ολάκερου του ντουνιά τ΄αγαθά μαζεμένα εκεί ήταν και όλα τα είδα με μιας! Τα καλύτερα...  Κι αγιακαμπί αστραφταλιστά... Ναι, κόρη μου αγιακαμπί λέγαμε τα  παπούτσια. Πάλι το ρωτάς; Είδα κιτάπια (βιβλία) με ζωγραφιές και περίεργα γράμματα και παιγνίδια φιαγμένα από ξύλο κι εκείνη την πρώτη κούκλα εκεί την είδα ...
 
Με αληθινά μάτια κι αληθινά μαλλιά σαν τα εδικά μου! Κι είχα, δεν είχα; Δυο είχα δικές μου τότες και τις αγάπανα πολύ. Μα ήσαντε πάνινες με ζωγραφιστά τα μούτρα! Και τσεμπέρι... Μετά την κούκλα εκείνηνε με τα αληθινά μάτια, μμμ .... οι δικές μου φαντάσανε άσημες,  παρακατιανές... κι ούτε τις ήθελα κι  ούτε τις ήπαιζα πια. Μόνο μετά τις ήπαιξα, σα δεν γινόταν αλλιώς...  Και τα ΄λεγα τούτα και τ΄άλλα της Σμύρνης ... και δώστου τα ξανάλεγα οσότου με βαρεθήκανε όλοι ... Μον΄ κόρη μου εσύ δεν εβαρέθηκες να μ΄ακούς ... Για μήπως βαρέθηκες; "Και τί αλλο είδες στη Σμύρνη γιαγιά μου;" 

"Είδα ... Μωρ΄κόρη μου, μετά, εγώ, εκείνη την πρώτη φορά, δεν είχα μάτια παρά μόνο για την κούκλα ... εκεί είχανε μείνει τα μάτια μου... Τ΄άνοιγα, τα ΄κλεινα ... την κούκλα έβλεπα μπρος μου ... Είχε κι άλλα ωραία το τσαρσί αλλά εγώ εκεί ...Τέλος πάντων... θυμάμαι ακόμα πως αγόρασε ο πατέρας μου ένα καπέλλο για κείνον, μια μαντήλα για την αννέ μου και λουκουμάκια και μπομπόνια  (καραμέλλες) για τα μικρά ... 
΄Αντε κόρη μου ... νύσταξες... σύρε για ύπνο κι αύριο θα σου πω μια άλλη ιστορία"
"Και θα ΄ναι για τον τόπο σου γιαγιά; Για τα Βουρλά;"
"Ναι κόρη μου ... θα ΄ναι για τον τόπο μου ... για τα Βουρλά και τη Σμύρνη"

Καλά σας βράδια

Ε.-

Ιστορικά ...
Το Οσπιτάλι της Σμύρνης ...

Αγοράσθηκε με χρήματα της Κοινότητος, αρχικά ονομάστηκε «Οσπιτάλιον», αλλά και «Πανδοχείον», μετά την αγορά του οικοπέδου στην αγορά του Νέου Μαχαλά από τη χήρα του Ολλανδού Προξένου, Βαρώνη Κλάρας ντε Χόστιγιε, που ήταν γνωστή με το όνομα η «Μαντάμα». Το 1745 ο Μητροπολίτης Σμύρνης Νεόφυτος κάλεσε τους χριστιανούς να συνδράμουν στη λειτουργία του Νοσοκομείου. Χάρη στις γενναίες εισφορές του Παντελή (Πανταλέοντα) Σεβαστόπουλου, που ονομάστηκε «Μέγας Ευεργέτης», και του Ιωάννη Μαυροκορδάτου, και οι δύο από τη Χίο, έγινε επέκταση και πλήρης ανακαίνιση, πήρε δε το όνομα Γραικικόν Νοσοκομείο, απ’ όπου πέρασαν οι κορυφαίοι Σμυρναίοι ιατροί ως διευθυντές...

Τα κλειδιά που κλείδωσαν για πάντα ...
΄Ενωση Σμυρναίων 
Το τέλος του Γραικικού Νοσοκομείου ήρθε: «Τον τραγικό και μοιραίο για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας Αύγουστο του 1922, όταν τα στίφη των εξαγριωμένων Τούρκων μπήκαν στη Σμύρνη, ο διευθυντής Μιχαήλ Ησαΐας μερίμνησε για την ασφαλή μεταφορά των ασθενών του Γραικικού Νοσοκομείου στο ολλανδικό. Κλείδωσε το ίδρυμα, το οποίο, με την τραγική όσο και συμβολική πράξη του διευθυντή του, σφράγισε μια πολιτιστική παρουσία δύο αιώνων, παρουσία που προσέφερε πολλαπλές υπηρεσίες σε όλο τον πολυφυλετικό πληθυσμό της Σμύρνης» ...

Το κλειδί του νοσοκομείου, τελευταίο λείψανο του ιδρύματος, παραδόθηκε στο Σμυρναίο γιατρό Απόστολο Ψαλτώφ, τότε Γενικό Διοικητή Χίου, και φυλάσσεται στην Ένωση Σμυρναίων.


21 Νοεμβρίου 2012

Ένα Τότε μοιραίο με ... θραύσματα απ΄ το χθες και το σήμερα




Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό
Φωτό