29 Δεκεμβρίου 2012

΄Αλλα βλέπει το μάτι, άλλα ο νους ...

Πάμε σαν άλλοτε ... πάμε σαν άλλοτε...
στο μακρινό τ΄ακρογιάλι...

Αν τα κατάφερα... πάτε στο άλλοτε ...

κάνοντας ένα κλικ παρακάτω ... κι ένα κλικ ακόμα ...
θα ξεκινήσετε ένα ταξίδι στις απέναντι κι αλλοτινές πατρίδες ...

https://plus.google.com/photos/112841208752632750741/albums/5826242038715746497?authkey=CO2_0_PJy9XhowE



Καλά σας βράδια

Ε.-

24 Δεκεμβρίου 2012

Καλήν εσπέραν άρχοντες ... κι αν είναι ορισμός σας ...

 
 
 








ΚΑΙ ΕΙΣ ΕΤΗ ΠΟΛΛΑ ...


Καλά σας βράδια ...

Ε.-

21 Δεκεμβρίου 2012

΄Οσο να φάει ο γέροντας δεν βάνει άλλο μπόι ...

Δεν ξέρω αν ο καιρός πέρασε αργά ή γρήγορα ή κανονικά ...
Ξέρω μόνο πως 4 μέρες μόνο απομείνανε μέχρι τη μεγάλη εορτή και πως ένα κάρο δουλειές έχω μπροστά μου ... Μου λείπει ακόμη εκείνο το κομμάτι έλατο που θα κάνει το σπίτι γιορτάσιμο ... Τα υλικά για τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες δεν με περιμένουν στην κουζίνα και το κυριότερο, τα δώρα μου παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις... 
 
Χμμμμ ... Το έλατο εύκολο, δεν με προβληματίζει ... Το παλιό μικρό ξυλοκάικο

είναι πάνω στην ντουλάπα επίσης ... Τα γλυκά μου το αυτό. Δεν με προβληματίζουν ... Τρελλαίνομαι να κουζινοζαχαρεύω ... Τα δώρα όμως τα έχω μεγάλη έννοια ... Μα όση έννοια κι αν τα ΄χω, ε δεν μπορώ να τα αγοράσω και 2 μήνες πριν όπως κάνουν μερικοί-μερικοί... Κι όσο κι αν κάποιοι μού λένε, ειδικά για τα παιδιά, δώσε ένα χαρτζιλίκι και ξεμπέρδευε ... αυτό κι αν δεν μ΄αρέσει καθόλου... Χαρτζιλίκι αγαπητοί, δίνω όλο το χρόνο... Τώρα είναι ώρα για δώρα μικρά, ίσως παράξενα, ακόμη και σημαδιακά ... Αν κι απ΄όλα, έχουμε όλοι!
 
 
"Κόρη μου, για μας ο χρόνος εκυλούσε όπως εκυλούσανε οι εορτές και τραβούσε όπως μας ετραβούσανε οι δουλειές... Ο κύρης μου έλεγε, γλέντα στον όμορφο καιρό γιάντα ο κακός δεν λείπει" ... Εσταματούσε όμως κι όλας φορές-φορές... Μα με κάνα θανατικό μα με καμιά μεγάλη αναποδιά, εσταματούσε ... Μα πάλι ήπαιρνε μπρος ... Τότες μόνο εσταμάτησε για τα καλά ... ΄Ολα εσταματήσανε σα χάσαμε τον τόπο μας ... Επερπατούσαμε, επερπατούσαμε και σταματημένοι ήμαστον... Χωρίς σημάδια μείναμε, χωρίς πιασίματα, χωρίς δουλειές, χωρίς χαρές και εορτές... Χρόνια μας ήπηρε να πάρουμε πάλι μπρος και να εορτάσουμε ... Σαν ήμασταν τον τόπο μας  όλα αλλιώτικα τα ζούσαμε...  Και τα καλά και τα κακά ... Καλό τύχαινε, όλα καλά ... Κακό τύχαινε, αναποδιά μας εσταματούσε ... τ΄αποδεχόμαστε ... Κι ήπαιρνε πάλι μπρος η ζωή μας ... για με κάνα γάμο, για με χαρά νέου παιδιού ή παιδί παιδιού, εγγόνι ντες ... σαν την αφεντιά σου ...

 Κι είχαμε τον εορταστικό καιρό, τον ιερό κι αυτόν της κάθε μέρας ... Πάντως τα σημάδια του καιρού για μας ... ήτονε το γενέθλιο του Χριστού, η Λαμπρή κι η Κοίμιση ... Μετά ήτονε το κλάδεμα, το ράντισμα, ο τρύγος, το αλώνισμα, η σπορά ... ΄Ετσι εβαδίζαμε...  Για μας τους ανθρώπους τους απλούς, τους δουλευτάδες, δε σήκωνε ο καιρός αφηρημάδες... Δεν άφηνε ο καιρός, καιρό για χάσιμο ... Πρώτα η δουλειά που ήπρεπε να γίνει. Αυτή εσημάδευε τον καιρό, το βίο, τις πράξεις, τα κουμάντα μας ... ΄Ηξερες πότες έπρεπε να γίνει το κάθε πράμα και το έκαμες ...  Και καλή χρονιά ήτανε για μας σαν οι δουλειές είχανε πάει καλά, σαν οι σοδειές είχανε δώσει καρπό, σαν τα δέντρα ήταν φορτωμένα, σαν δεν είχε αργήσει η βροχή και δεν είχαν πέσει συρτικά σ΄ανθρώπους και ζωντανά ... "


Ο φωτογράφος...
φωτογραφήθηκε
"Σημάδι του χρόνου είχαμε τους πλανόδιους, τους πραματευτάδες και την πραμάτεια τους που άλλαζε με την εποχή, τους γυρολόγους, τους τεχνίτες, τους μεταπράτηδες... Σαν μαλάκωνε ο καιρός πρώτοι εφτάνανε οι χτιστάδες,οι μερεμετατζήδες, στα πιο μετά, ο γυριτζής φωτογράφος ...

Ο μπακάλης, ο μανάβης, ο τσαγκάρης, ο φιριντζής, ο κανατάς,  εδουλεύγανε χωρίς στάσεις ...   Οι ζευγάδες τα βρίσκανε με τους γεωργούς, οι γεωργοί με τους μυλωνάδες ... Οι τσοπαναραίοι μοιράζανε τον καιρό στα δυο ... στάνη και χειμαδιό ... Στον καφενέ και στην ταβέρνα, δεν ήλειπε ποτές η δουλειά ... Ο βαριλτζής τον Αύγουστο είχε δουλειές με φούντες, ο μπολιατζής έτρεχε πέρα-δώδε την άνοιξη, ο μποσταντζής σαν ήθελε παράδες δούλευε κι αυτός όλο το χρόνο ...  Ο τελάλης κι οι νοικοκυράδες δουλειές είχανε πάντοτες, χωρίς σταματημό, συνέχεια..."

"Μα που εχάθηκα κοκόνα μου ... Εσύ άλλα μ΄ερώτηξες ... πως εορτάζαμε τα Χριστούγεννα κι εγώ άλλ΄αντ΄άλλων σου κρένω ... Μα τι άλλο να σου πω ... Τις εορτές τις έχομε πει και ματαπεί ... Ο πάππος μου έλεγε πως το καράβι το εκρατούσανε τα παιδιά που κατοικούσανε στα νησιά... Στα Βουρλά είχαμε θάλασσα μα καράβι δεν εστολίζαμε... Ούτε δέντρο εμείς βάναμε στο σπίτι...  ΄Ενα χλωρό κλαρί εβάναμε, άλλοι μυρτιά,
 άλλοι σχίνο... Και κλαρί δάφνης κι ελιάς εταίριαζε, ότι είχε ο καθένας ... Κανελόξυλα και μοσχοκάρφια βάναμε στα πιατάκια να μυρίσει το σπίτι εορτή, πορτακάλι φλούδα στη σόμπα ή στο μαγκάλι, κάστανα στη φωτιά... Και ρόγδια ... Σαν δεν είχε το σπίτι ρόγδι δεν εγινότανε... 


Να περάσει ο χειμώνας ογλήγορα εθέλανε μικροί-μεγάλοι... να μην αργήσει η άνοιξη ... ΄Ανοιξη μας ήφερνε το κλαρί κι ελπίδα ... Ξόρκι ήτο, να φύγει ο χειμώνας, το σκότος και το κρύο... να φυλλιάσουνε τα δέντρα, να βγούμε όξω, ν΄ανασάνουμε  ...  Την ελπίδα κοκόνα μου, μάς ήφερνε το κλαρί... Γούρι και τύχη στο σπιτικό... Τα παιδιά μόνο, σαν εβγαίνανε για τα κάλαντα, είχανε κάνει από πριν μια ελληνικιά εκκλησιά από χαρτί, ΄Αγια Σοφιά τη λέγανε, στολισμένη την είχανε με σημαία και κορδέλλες... ΄Ενας την εκρατούσε ... οι άλλοι βαστούσανε τα όργανα ... κι ελαλούσανε το έθιμο... Μα δεν εβγαίνανε μόνο τα παιδιά κι οι  νιοί...  μα και μεγάλοι, καλαντιστές τούς ελέγαμε ... Και δεν το εκάμανε τούτοι για την καλή χέρα (αμοιβή εις χρήμα) παρά για την παρέα και το εγλέντι που εκάμανε σαν είχανε περάσει απ΄όλα τα σπίτια κι είχανε μαζέψει όλω των ειδώ τα καλοχερίδια (αμοιβή σε καλούδια)... Σαν έβλεπες μεγάλους καλαντιστές ήξερες και παράδες δεν έδινες ... κάνα λουκάνικο ναι, κάνα μπουκάλι τσίπουρο, κάνα κομμάτι πίτα ... Τέτοια εζητούσε ο καλαντισμός τους ...  ΄Οπου μετά επηγαίνανε στον καφενέ, τα εβάνανε στη μέση και το εξενυχτούσανε ... Δηλαδή το τραβούσανε μέχρι εκεί που εβγαίνανε οι κυράδες τους και με μαλώματα τους εμαζεύανε ...

Κι εμαζώνανε όλου του κόσμου τα καλούδια τα μικρά ... Σύκα τούς εδίναμε, καρύδια, αμύγδαλα, κεράσματα, κουλούρια... Καμιά φορά τους ετύχαινε κι εμαζώνανε και μικρούς παράδες ... 

Μα το πιο πολύ ήτανε πως ότι κι αν εκάμαμε, το εκάμαμε διπλό και τριπλό... Μια για μας, μια για όσους αδυνατούσανε, μια γι΄αυτούς που τους είχε τύχει κακοτοπιά ή θάνατος ... Διπλά-τριπλά τα φαγιά, διπλά-τριπλά τα γλυκά... Διπλά-τριπλά τα φτιάναμε και τα μοιράζαμε, διπλά εορτάζαμε μαζί τους ... Ν΄αφήσεις σπίτι που δεν είχε, φτωχικό, χωρίς να δώκεις; Αμαρτία ... Να μη δώκεις σε σπίτι που μνημόνευε; Διπλή αμαρτία!  

Αχ ... μόνο τότες ... σαν τα χάσαμε όλα... δεν βρέθηκε κανείς να μας σταθεί ... Μαύρες εορτές επερνούσαμε για χρόνια ... Είδαμε και πάθαμε μέχρις που πήρε πάλι μπρος ο χρόνος κι ορθοποδήσαμε... Ανήμερα στο γενέθλιο, επηγαίναμε στην εκκλησιά και δεν ηξεύραμε ... να χαρούμε ή να κλάψωμε; Να χαρούμε το γενέθλιο και που σωθήκαμε ή να κλάψωμε τους χαμένους και που δεν χαθήκαμε μαζί τους να γλυτώσουμε την προσφυγιά; ΄Οχι κόρη μου, παράπονο έχω μόνο ένα ... Μεγάλος ο Κύριος κι επιβιώσαμε και ξαναεορτάσαμε... Μονάχα να ...  εκείνος ο κακομοίρης ο τόπος μας μού λείπει ... "


Καλά σας βράδια

Ε.-



 

17 Δεκεμβρίου 2012

΄Αλλοτε ήταν άλλοτε και τώρα είναι τώρα ...

Σήμερα κάποια στιγμή, πέρασε μια φίλη για δανεικά ...
Μη φανταστείτε ... Δανεικό φύλλο κρούστας γύρευε και ξέρει πως εδώ υπάρχει πάντα...
Χτύπησε κι ανέβηκε ... Ματς-μουτς στο έμπα. Κατεύθυνση, η κουζίνα. Για καφέ και φύλλο... What else? Και την χτυπάει κεραυνός!!!! Ουδεμία έκπληξις γιατί την ξέρω καλά... Εσείς όμως δεν την ξέρετε... Ε, λοιπόν... πριν την κουζίνα, στ΄αριστερά της πόρτας στέκεται το παλιό μπουφεδάκι της νενές μου...
  
Πάνω στο μπουφεδάκι  ένα παλιό όμορφο δαντελωτό σεμεδάκι. Και πάνω του ... να στέκονται 3 παλιές μπαμπούσκες και 3 ασπρόμαυρες φωτογραφίες ... Μέχρι εδώ καλά, τίποτα το αξιοπερίεργο, θα μου πείτε. Οι μπαμπούσκες ζωηρές, ροδομάγουλες... Στις φωτογραφίες ... η νενέ μου, η μαμά μου, ο μπαμπάς μου ...  Ναι, αλλά μπρος από τις φωτογραφίες, στέκεται το γερασμένο καντηλάκι μου. Κι είναι αναμμένο ... Ε ναι λοιπόν, αυτό την κεραυνοβόλησε! Το μικρό παλιό αναμμένο καντήλι... Την κεραυνοβόλησε τόσο που δεν άντεξε! Γυρίζει και μου λέει ... "Δεν το πιστεύω! ΄Εχεις καντήλι; Και τ΄ανάβεις; Μα τί το θέλεις; Τί σου χρειάζεται; Τί σου προσφέρει;" ...
 
"Κοκόνα μου, να τ΄ανάβεις το καντήλι σου ... και να μ΄ανάβεις και κάνα κερί όταν δεν θα ΄μαι πια εδώ... Στον τόπο μας κάθε κονάκι είχε γωνιά για το καντήλι του... Κι εδώ σαν ήρθαμε τα ίδια ... ΄Ενα πιάτο, ένα ποτήρι ήφτανε... και λίγο λάδι ..."
 

"΄Ενα κόνισμα από θύμηση, κληρονομιά, ή ένα του προστάτη άγιου του τόπου ή της φαμίλιας, τα στέφανα των νοικοκυραίων αν υπήρχανε και το καντήλι γυάλινο, τσίγκινο, μικρό ή μεγάλο... Στέφανα μπορεί και να μην υπήρχανε... Κάποιους καιρούς σαν οι άνθρωποι δεν είχανε παράδες, είχε η εκκλησία ένα ζευγάρι στέφανα και μ΄αυτά τούς πάντρευε όλους... Μα καντήλι είχανε όλοι... Κάποτε έλεγε η νενέ μου πως οι κοπελιές της παντρειάς έκαμαν τα στέφανά τους πλεχτά, πάνω σε σύρμα, με το βελόνι ... με τέχνη εβάνανε και λεμονα(ν)θούς σαν ήταν η εποχή τους κι έτοιμο το στεφάνι... Σαν δεν υπήρχανε λεμοναθοί, μόνες επλέκανε και τα άνθη ... Και με ζαχαρόνερο τα εβρέχανε για να γίνουμε στέρεα...  Τα πλέκανε και τα ετραγουδούσανε κι ευχόσαντε ... σα τη ζάχαρη του νερού η νέα τους ζωή να κυλήσει και στέρεο σαν τα στέφανα να σταθεί το νοικοκυριό τους ...  ΄Αλλες με μια σκέτη κορδέλλα άσπρη επαντρευτήκανε ... Και τα εφυλούσανε με τα κονίσματα τα στέφανα... Να τα βλέπει ο ΄Αγιος κι η Παναγιά, να στεριώνει το ζευγάρι ... Και πλάι  το καντήλι... Οι πλούσιοι είχανε καντήλες κρεμαστές ... Μα εγώ, σα να το βλέπω του σπιτιού μας ... 


Μαυρισμένο, τσίγκινο, αναμμένο ... Πότε η αννέ μου, πότε η νενέ μου, πότε εγώ... αναμμένο νύχτα-μέρα... Αναμμένο ήτο πάντοτε και το καντήλι των αποθαμένων... εκτός από το χειμώνα που εφυσούσε κι ήβρεχε κι ήτο δύσκολο να πάει κανείς μέχρι το κοιμητήρι ... Από μικρή έμαθα ν΄ανάβω το καντηλάκι μας ... ΄Ολοι από μικροί το μαθαίναμε ... Θες στο σπίτι, θες στο σχολειό, θες στην εκκλησιά... μικροί μαθαίναμε να το ανάβουμε ... Κι όλοι το ίδιο μας ελέγανε ... Το καντήλι είναι θύμηση, τιμή, σεβασμός... Θύμηση του Θεού και της Παναγιάς ... να περπατάμε στον ίσιο δρόμο, στο δρόμο τους, τιμή στους Αγίους και ζήτηση προστασίας, σεβασμός  στους αποθαμένους ... Φωτεινή ζωή μάς λέει να ζήσουμε... Τα καντήλια εφωτίζανε πάντα τους ανθρώπους... Αυτό το φως είχανε... Το πρώτο φως του ανθρώπου ο ήλιος, μετά το φεγγάρι... μετά το καντήλι ... Σαν δεν έχει ήλιο και φεγγάρι, το καντήλι σού μένει ... Καίει το καντήλι και καίεται το θέλημά μας στη χάρη και στο θέλημα του Θεού ... Πίστη και φως είναι ... και το λάδι του τα δάκρυα του Χριστού μας... Θυμάσαι που στον ελαιώνα ήκλαιε... Μια ελιά πότισε πριν τη σταύρωσή Του ... Τα κεριά και τα καντήλια μάς εβοηθούσαν πάντοτες... Σαν εφοβόμαστε το καντήλι ανάβουμε... σαν θυμόμαστε με το καντήλι  το δείχνουμε, σαν ευχαριστούμε το ίδιο ... σαν χαιρόμαστε πάλι το καντήλι ... Φως θέλει η ζωή κόρη μου ... Φως να βλέπεις που πας ... Και το κεράκι το ίδιο είναι ... φως κι αυτό... Γεννιέσαι, βγαίνεις ... βλέπεις το φως ... Σαν ξυπνάς κάθε μέρα, το φως είναι το πρώτο που βλέπεις ...
Η πρώτη χαρά της μέρας είναι το άνοιγμα των ματιών κόρη μου ... γι΄αυτό να γελάς ...  Αφού ανοίγεις τα μάτια, καλά αρχίζει η μέρα... Αυτή είναι η ευτυχία της κάθε μέρας ... γιατί κάποιοι τη στιγμή που εσύ ξυπνάς ... αυτοί κοιμούνται για πάντα ...
 
Κι ανάβεις ένα κερί σ΄αυτούς που κοιμούνται στα σκοτάδια ... Τους θυμάσαι, κι εκεί που είναι ... τους χαρίζεις ένα κομμάτι φως ... μα καντήλι μα κερί είναι ..  Πώς αλλιώς θα τους δείξεις πως δεν τους εξέχασες, μου λες; Δεν χρειάζεται κόρη μου να παίρνεις ένα μάτσο κεριά στην εκκλησιά και ν΄αρχίζεις να τα ανάβεις, ένα για τον έναν, ένα για τον άλλο... κι ώρες να ονοματίζεις ... Τρία κεριά ανάβουμε έλεγε η νενέ μου ... Τρία άναβε η αννέ μου ... ΄Ενα θ΄ανάβεις, υπέρ υγείας των ζωντανών... ένα περί θύμησης των αποθαμένων ... κι ένα, γι΄αυτούς που δεν έχουν άνθρωπο να τους ανάψει ένα κερί ...
 
Σαν εφύγαμε απ΄τον τόπο μας, σαν αφήσαμε τόσους δικούς μας πίσω μας ... πως θα τους εδείχναμε πως δεν του εξεχάσαμε; Τους εξεχνούσαμε κόρη μου,  όλη τη μέρα σαν τρέχαμε να προλάβουμε τη ζήση, σαν ψάχναμε το ψωμί ... Μα σαν ερχότανε η νύχτα, έρχονταν κι η έλλειψή τους, η θλίψη κι οι θύμησες... Κι όσο κι αν η φωτιά μάς τρόμαζε, μάς φόβιζε κι όσο κι αν μας εθύμιζε τη φωτιά που ΄φαγε τους ανθρώπους μας και ον τόπο μας ... Στη θύμησή τους τ΄ανάβαμε ...
 
 
Μα να θυμάσαι κόρη μου ... Δε φτάνει ν΄ανάβεις ένα κερί και το καντήλι για να ΄σαι καλός άνθρωπος, καλός χριστιανός ... Πρέπει να κάνεις πολλά καλά ... Να βοηθάς, να συχωράς, να ΄σαι φιλεύσπλαχνη ... καταδεχτικιά... ό,τι καλό μπορείς να το κάμεις ... Να μην ξεχνάς το καλό, τη βοήθεια και τη συγχώρεση ... Και να μ΄ανάβεις ένα κερί που και που ... ΄Ενα κερί είμαστε κι εμείς στον άνεμο ... Μια πνοή του πιο ζόρικη φτάνει και παραφτάνει για να σβήσουμε έξαφνα ... Ν΄ανάβεις και το καντήλι ... για φώτιση ...
 
 
Μόνο ο κύρης σου μου έβαλε τις φωνές μια φορά σαν άναψα το καντήλι... στο ονταδάκι σου ...Είχα έρθει να σας δω και ξόμεινα το βράδυ στο κονάκι σας ... Βράδυ ήτονε και πήγαινες για ύπνο ... Το άναψα και στο ΄φερα για παρέα... παιδί πράμα, μη ξυπνήσεις και  φοβηθείς το σκοτάδι... Εφώνιαξε και το ήσβησα... Σαν, μετά, τον ερώτηξα γιατί, μου ΄πε ...
 
"- Μάνα η φλόγα του κεριού τρέμει ακόμα και με την ανάσα ... Και σαν τρέμει σκορπάει σκιές ... Μια ανάσα αέρα να περάσει ... κι οι σκιές θα φοβίσουν το παιδί, περισσότερο απ΄το σκοτάδι ... "
 
 
"Είχε δίκιο ... Γύρισα το καντήλι στα κονίσματα ... και τ΄άναψα μπρος τους ..."
 
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-



14 Δεκεμβρίου 2012

Δυό μαλώνουν; Δυό φταίνε ... (Μονός καυγάς δε γίνεται...)

Του Δεκέμβρη 9

Ο μπογιατζής τρελλάθηκε και βάφει νύχτα-μέρα ..΄Ασπρα μάς τα κατάντησε τα δώθε και τα πέρα ...Το ίδιο κάνει σήμερα ... κι άιντε να δούμε τελικά ... πως θα κυλήσει η μέρα ...

΄Οσο για τη νύχτα ούτε που θέλω να το σκέφτομαι ...
Δεν θα ΄ναι μόνο άσπρη αλλά και παγωμένη ... κι αύριο πάω στα "ξένα"... Εντάξει δυο ώρες δρόμο έχω αλλά άλλο πράγμα το χιόνι απ' το παράθυρο κι άλλο το χιόνι στο δρόμο ...
Τι πιο μαγικό απ΄το χιόνι ... να πέφτει τόσο πράμα κι εσύ ν΄ακούς την ησυχία του... 


"Οι δρόμοι κόρη μου ήσαντε τότε δύσκολοι ... Καρόδρομοι οι περισσότεροι, χώμα ... πέτρες και λάκκοι ... Και σαν έβρεχε κι έπαιρνε το χώμα ... εμέναμε μόνο οι πέτρες και μόνο τα κάρα αντέχανε να τους διαβούνε και να τους εταξιδέψουμε... Γι΄αυτό κι ο κόσμος εταξίδευε στην ανάγκη ... στο κακό -κούφια η ώρα- και στις χαρές ... Εγώ ήμουνα τυχερή... ήμουν η πιο μεγάλη και πρόφταξα να δω κάμποσους τόπους, όχι μακρινούς, μα όμορφους σαν τα Βουρλά μας... Αχ ...μέρη, τόποι δικοί μας οι περισσότερα... με τρανές εκκλησιές ορθόδοξες ...  με σχολειά γεμάτα, εμιλούσανε τη λαλιά μας, ετρώγανε τα φαγιά μας, εγλεντούσανε όπως εμείς, είχονε τα χούγια μας...  "
 
Κι απ΄τις 9 του μήνα,  13 σήμερα ...
Μπήκαμε στο δωδεκαήμερο!!! Και πάμε για το γενέθλιο ...
Καλά πήγα, καλά ήρθα. Το χιόνι απόν. Ο πάγος όμως, πανταχού παρών!!! Κι αν δεν ήμουν με το τιμόνι στο χέρι και με τα μάτια δεκατέσσερα στο δρόμο, θα έβγαζα κάτι φωτογραφίες μούρλια και σήμερα θα σας τις έδειχνα. ΄Ετσι για να δείτε τι σημαίνει πάγος και ... ξενητειά! Καλά τη βγάζετε εσείς εκεί ... στα νότια!  Στους - 9 κατέβηκε χτες το πρωί το θερμόμετρο και στους -2 ανέβηκε το μεσημέρι κατά την επιστροφή. Πάντως δε λέω, καλά τη βολέψαμε.  Χωρίς προβλήματα γυρίσαμε ... Και σπίτι μου, σπιτάκι μου σήμερα πια και με χαρά σας ματαβρίσκω ... 

Τα Θείρα στο χάρτη ...
Tire
"Μια φορά κόρη μου, θυμούμαι πως επήγα και στα Θείρα ... Κάμποσο μακριά ήτανε μα  δεν εκουραστήκαμε να φτάξωμε... Με το τρένο πήγαμε κι ήτο η πρώτη φορά που εμπήκα μέσα... Απ΄όξω το ΄χα ειδεί μόνο, κάνα 2 φορές...  Από τη Σμύρνη το επήραμε, με τον κύρη και την θειά μου την Καλομοίρα, την αμπλά (μεγάλη αδερφή) της αννές μου επήγα και τα 5 εξαδέρφια μου... τον Κωνσταντή, την Ελέγκω, τη Νέλλη, το Στρατή και το Ματινάκι ... Μα πως κι επήγα μαζί τους δεν θυμούμαι ... Μ΄αλισβερίσια είχε να κάμει ο μπάρμπας μου, έμπορος, συχνά ταξιδολόγαγε... Για εορτές μέρες τώρα ήτανε, γιατί για να πάμε όλοι μας μαζί πα ΄να πει πως σχολειό δεν είχαμε, για καλοκαίρι... Ενθυμούμαι τον καλό τον καιρό ... Παιχνίδι το κάμαμε να περάσει η ώρα και 14 σταματήματα μετρήσαμε και μετά εφτάξαμε και εκατεβήκαμε... ΄Ενα όμορφο μέρος να ειδείς που ήτανε ... ένας τόπος αγιασμένος... Εβγήκαμε από το σταθμό και σε μια μεγάλη πλατεία εβρεθήκαμε, με γύρω-γύρω γκιουμούς (ασήμι) οι λεύκες... ο πέτρινος τσεσμές (βρύση, κρήνη)  να τρέχει κι ένας καφενές καθαρός, φροντισμένος... Εκεί εμείναμε για λίγο, εφρεσκαριστήκαμε και κινήσαμε για την αγορά...  Με το πόδι φτάσαμε στον ρωμέικο μαχαλά περπατώντας όλο το μεγάλο δρόμο με τα παλιά πλούσια πλατάνια... Σ΄αυτό το δρόμο εκάμανε οι δικοί μας τις Κυριακές τον περίπατό τους κι εχαριεντιζόσαντε...
Ρωμέικο κονάκι...
Το ρωμέικο κονάκι ...
που βάφτηκε κόκκινο...

Επεράσαμε κι απ΄τα Εισόδια της Παναγιάς, η μεγάλη εκκλησιά του τόπου ήτονε, η Μητρόπολη δηλαδή κι απ΄τα σχολειά ομπρός... Γέμιζε η πλατεία μπρος τον καφενέ Ρωμιούς στις σκόλες και στις δικές μας εορτές, τις χριστιανικές ... Ποιος ξέρει... θα ερήμαξε κι αυτή όπως ερημάξανε όλοι οι τόποι σαν εφύγαμε κυνηγημένοι ... Εμείς τότε που επήγαμε δεν ήτο εορτή μεγάλη... Δεν ενθυμούμαι όργανα και πανη(γ)ύρι... Κι απ΄το σταθμό μέχρι τα ρωμέικα σπίτι, μόνο ρωμέικα άκουες ... Εκατοικούσανε κι Εβραίοι κάμποσοι και πολλοί ήσαν οι Τούρκοι στα Θείρα, μα σ΄άλλη μεριά ... Μεγάλη πόλη... 5 εκκλησιές είχε και φαρμακεία και γιατρούς και ταβέρνες και ξενοδοχεία και χάνια... Ο μπάρμπας μου γνώριζε κόσμο πολύ εκεί και το΄ξερε το μέρος καλά ...  Μόνο Ρωμιούς δικηγόρους λέει δεν είχενε, ο τόπος εκεί γιατί οι ΄Ελληνες τα κανονίζανε όλα στη Δημογεροντία κι όχι στα δικαστήριο ΄Ενα τρένο έφτανε λέει, απ΄τη Σμύρνη το πρωί κι ένα έφευγε το βράδυ για πίσω ... Εύκολο το ταξίδι για τους εμπορευάμενους ... Δυο νύχτες εξεμείναμε μα στο χάνι εκοιμηθήκαμε... Κοκόνα μου, το ξενοδοχείο ήτο ακριβό για τόσους νοματαίους ... Σταφίδες και σύκα, καλά τα εμπορευότανε ο μπάρμπας μου μα είχε και τόσα στόματα να θρέψει ... Να δεις ... που ενθυμούμαι πως ελέγανε τις 5 μεγάλες εκκλησιές ... Μία, ήτο η Παναγία... η Πάνω Παναγιά ... της Κοίμισης, σαν την εδική μας στα Βουρλά... οι Ταξιάρχες, ο ΄Αη Χαράλαμπος, η Μητρόπολη στη Χάρη της κι αυτή και, η Αγιά Κυριακή... Μα στα ΄χω πει και ξαναπεί ... κι οι Εβραίοι κι οι ντόπιοι, στα δύσκολα στην Παναγιά μας τρέχανε κι αυτοί ... Και άντε οι Εβραίοι καλώς έχει ... Μα και οι ντόπιοι... εκεί να τους ειδείς! Μεριέμ Ανά (Μητέρα Μαρία)  και Μεριέμ Ανά ήσαντε συνέχεια ... και το λάδι της τής το εφέρνανε και τα ταξίματά της ... Και ο ΄Αη Χαράλαμπος είχε το παλιό σπιτάλι στον κήπο του όπου εμένανε οι άποροι ξένοι... όπως ο άλλος, ο συνονόματός του στη Σμύρνη ... και τη Μανησιά ... Μανισαλής ήτανε ο ΄Αγιος Χαραλάμπης, το εθυμάσαι; Στη Μανησιά εγεννήθηκε κι ασπάστηκε τα ιερατικά ... Και τη Μητρόπολη στα Θείρα τη ελέγανε Κάτω Παναγιά μα να σου ειπώ γιατί ... Την είπανε Κάτω γιατί ήτο χαμηλή... ΄Ησαντε πολλοί οι Τούρκοι στα Θείρα ... Δεν τους επολυθέλανε τους δικούς μας... Για να τους αφήσουνε το ελοιπόν να χτίσουνε της εκκλησιά τους απαιτήσανε να είναι η εκκλησιά σαν ένα μπόι μόνο ψηλή... όχι τρανή... ΄Οχι ψηλότερη από έναν άντρα, ούτε κι απ΄τα τζαμιά τους ... Κι οι δικοί μας, επειδή δεν εθέλανε να τους κεντρίζουνε, κοντούλα την εχτίσανε... και Κάτω την λέγανε... Μισή κάτω απ΄τη γη και μισή από κάτω την εχτίσανε ... Κι είχε τοίχο ψηλό ολόγυρα που την επροστάτευε και την έφερνε όλη βόλτα δυο φορές... Κι είχε αυλόγυρο μεγάλο με πορτοκαλιές κι ελιές γεμάτο ... Και πήγαμε όλοι μαζί στη λειτουργιά της Κυριακής... Α να ΄σου ... Γι΄αυτό ξομείναμε δυο βραδυές εκεί... η μία ήτο Κυριακή που δε δουλεύει ο κόσμος ... και τη δεύτερη εκανόνιστηκαν τ΄αλισβερίσια του μπάρμπα μου ... Την τρίτη μέρα επήραμε το δρόμο προς τα πίσω... ΄Αιντε ... να να σου πω και για την Αγιά Κυριακή... και μετά να πας για ύπνο...  Στην άκρη της πόλης είχανε χτίσει το εκκλησάκι της... στη γαλήνη μέσα κα στη δροσιά, δίπλα στο ποτάμι ... στο πλάι της χαράδρας...  Επήγαμε και προσκυνήσαμε τη χάρη της ...  
Κι είχενε πάντα κόσμο ο περίβολός της ... η συντροφιά δεν τής ήλειπε γιατί έρρεε αγίασμα απ΄την Ωραία της Πύλη ... Κι ήλεγε ο κόσμος πως ήτο θαυματουργό το αγίασμα ... κι ήτρεχε κι ήπινε κι εγέμιζε τσότρες και κανάτια και το εγύριζε μαζί του για φυλαχτό κι ώρα ανάγκης ... Το κουβαλούσε σπίτι του ... μα το εμοίραζε κιόλας στους ανήμπορους να πάνε ... Επήρα κι εγώ μαζί μου κάμποσο και το εγύρισα στην αννέ μου... Σαν της το έδωκα, εκείνη σταυροκοπήθηκε και ήπιε... Μετά έδωκε στον κύρη της και μετά σε όλους μας και ήπιαμε ... κι εράντισε όλο το σπίτι μας και τα αμπέλια μας και τα ζωντανά μας ... ΄Εδωσε και στις φιληνάδες της και στις γειτόνισσες ... και το λίγο που απέμεινε τ΄απόθεσε μπρος το εικονοστάσι, πλάι στα στέφανά της ... Δεν έσωσε το σπίτι μας το αγίασμα... μπορεί όμως πρόσφυγες να σωθήκαμε χάρη σ΄αυτό ... ΄Ακουε τώρα ... Οι Τούρκοι κάποτε θελήσανε να χτίσουνε τζαμί πάνω στο εκκλησάκι γιατί τους ενοχλούσε τα μάτια ... δε θέλαν να το βλέπουν να στέκει εκεί στο ψήλωμα ολόασπρο, μονάχο... 
Τους προκαλούσε τα θρησκευτικά τους αισθήματα έλεγε ο μπάρμπας μου ... Και δώστου πάνε μια και δυο να χτίσουν πάνω του μιναρέ... Μα μιναρές δε στέριωσε ποτές επάνω του όσες φορές κι αν το προσπαθήσανε ... Αυτοί τον εχτίζανε, αυτός τη νύχτα ... εγκρεμιζόταν και κανείς δεν κάτεχε το πως ... Το παραφυλάξανε κάμποσες νύχτες μα εξήγηση για το γκρέμισμα δεν βρήκανε... Μέχρι που εφοβηθήκανε και τα επαρατήσανε ... Μόνο βάλανε Τούρκο φύλακα να το φυλάει κάθε νύχτα ... Μα ο φύλακας αυτός συχνά-πυκνά άναφτε το καντήλι της Αγίας που την είχε πάντοτε γεμάτη λάδι... γιατί όπως έλεγε, σαν άφηνε την καντήλα άδεια ... μια ξανθή κυρά τον εμάλωνε  και του εβασάνιζε όλη τη νύχτα τ΄ όνειρο ... Ο ίδιος έλεγε πως ο γιος του ήταν αρρωστάρης του θανάτου και τού τον έσωσε η Αγία που του είπε να δώσει στο παιδί να πιει απ΄ το αγίασμά της ... ΄Ασε που ο κόσμος, ελέγανε πως συχνά μια ξανθή κυρά εχτενιζότανε εκεί ένα γύρω ανάμεσα στ΄αγριολούλουδα στα γύρω περιβόλια ... Και της ετάσανε κι εδένανε φιτιλάκια απ΄ τα ρούχα των αρρώστων στα κάγκελα του παραθυριού της και την επαρακαλούσανε για γιατρειά και ίαση ... "
Τα Θείρα ... σήμερα ... Tire
"Καλή σου νύχτα κόρη μου ..."
"Καλή σου νύχτα νενέ ..."


Καλά σας βράδια
Ε.-




Στα Θείρα ... σήμερα ...
ένας τσαγκάρης... σαν απ' το χθες ...














 

6 Δεκεμβρίου 2012

Ο άνθρωπος, λύκος για τον άνθρωπο ...

Στα Μύρα ...
Του ΄Αη Νικόλα σήμερα ... και περιμένουμε χιονοθύελλα ...

 Χρόνια καλά και πολλά σ΄όλους τους εορτάζοντες ... που ως γνωστόν, δεν είναι και λίγοι ...
 
΄Εχουν βουήξει  και μας έχουν τρελλάνει τα ράδια, τα δελτία ειδήσεων, η τι βί κι οι εφημερίδες ... Και θα μας έρθει λέει μεσάνυχτα και θα κρατήσει όλη τη νύχτα ... και θα φυσάει γερά και το πρωί ... να είμαστε προσεκτικοί, μα πολύ προσεκτικοί ...
Είδομεν ... ας ξημερώσει πρώτα με το καλό και μετά ... ο Θεός βοηθός ...
 
 
"Κι ήταν ο ΄Αη Νικόλας, κόρη μου, δικός μας ... γραικός... Κάτω χαμηλά, μακριά πέρα απ΄ τη Σμύρνη είχε γεννηθεί, στα Πάταρα ... από καλούς ανθρώπους, πλούσιους, ευσεβείς... Χριστιανοί ταγμένοι ήτονε οι γονέοι του και χριστιανό τον εμεγαλώσανε... Μα δεν προλάβανε να τον εχαρούνε... Από μεγάλο συρτικό φύγανε κι αρφανό τον αφήσανε νωρίς... Τότες αυτός πούλησε όλα του τα υπάρχοντα κι υπακούοντας στο Θεό και στην καρδιά του, όλους τους παράδες του τούς έδωκε στους άρρωστους, στους φτωχούς και στους υστερημένους ... Τίποτα δεν κράτησε για τον εαυτό του... ΄Εγινε κι ιερώμενος και παπάς και μετά επίσκοπος ... Στην εποχή του, κακή εποχή, δεν τους εθέλανε τους χριστιανούς ... Τους εκυνηγούσανε και τους εβάνανε στη φυλακή... Πιο πολλούς χριστιανούς και παπάδες είχανε μέσα τότε οι φυλακές κόρη μου, παρά κακοποιούς και παλιάνθρωπους... Και τον εκυνηγήσανε και τον εφυλακίσανε κι αυτόν ...
Μ΄αυτός εκεί ... ΄Εδωκε, έδωκε, όλα τα έδωκε στους ανθρώπους ... Παράδες, ανθρωπιά, αγάπη ... Αγαπούσε τον άνθρωπο! Τους ναυτικούς, τα καράβια και τα παιδιά ...  Την πιο πολλή αγάπη την είχε στα παιδιά ... στ΄αθώα πλάσματα. Κι οι ανθρώποι τον αγαπήσανε πολύ ... Μεγάλη γιορτή η χάρη του .... Στις 6 του Δεκέμβρη έφυγε για το Θεό του κι από τότες τη μέρα που έφυγε, στις 6 του χειμώνα τον ετιμούμε ... ΄Εχει ιστορίες η χάρη του ...  Οι ναυτικοί τον εκάνανε άγιό τους και προστάτη τους ... κατέχεις γιατί; Αχ ... όλες αυτές τις ιστορίες τις έλεγε ο πάππος μου ... Και τι γλυκά που τις ανιστορούσε δεν ξέρεις ... ΄Ελεγε ο πάππος μου πως είχενε πάει στην εκκλησιά του και τον επροσκύνησε ...Εγώ δεν επήγα ποτές...  Κάτω, μακριά απ΄τη Σμύρνη με καράβι είχενε φτάσει για δουλειά, γι΄αλισβερίσι χειμώνα καιρό και κάποιος είπε ... "Δεν επάμε και μέχρι τον ΄Αη Νικόλα, ταξίδι μεγάλο έχουμε μπρος μας, χειμώνας και καράβι, άιντε να πάμε, βοήθειά μας να τον έχουμε στον γυρισμό..." ΄Ετσι γίνηκε και πήγανε ... και καλά γυρίσανε. Μεγάλη εκκλησιά, λέει είχε ... γεμάτη τάματα ... Κι οι άνθρωποι τού επηγαίνανε τα άρρωστα παιδιά τους, να κάμει το θαύμα του, να τα γιατρέψει ... ΄Ακουε τώρα το στόρημα... Λέει, πως ο ΄Αη Νικόλας κάποτε, μια φορά, επήγε στους ΄Αγιους Τόπους ... ΄Ηθελε κι επήγε κι επερπάτησε πάνω στα χνάρια του Χριστού, επροσευχήθηκε, εσυλλογίστηκε... και μετά εγύριζε στον τόπο του με το καράβι... Στα μέσα του ταξιδιού και της θάλασσας έπιασε φουρτούνα μεγάλη που τέτοια, ούτε οι παλιοί θαλασσινοί του καραβιού δεν είχανε ξαναδεί... Ετρέχανε εδώ, εκεί, λωλοί, φοβισμένοι... Τότε ο ΄Αη Νικόλας ατάραχτος, ήρεμος...  έπεσε στα γόνατα κι άρχισε την προσευχή...
 
Μάταια τον επαρακαλάγανε να χωστεί, να προφυλαχτεί ... Αυτός εκεί! Μέχρι που μετά από κάμποση ώρα, ξεμαύρισε ο ουρανός, ξεψύχισε ο αέρας και καταλάγιασε η θάλασσα ... Τότες εκείνος εσηκώθηκε  γαλήνιος, τους εκοίταξε και με τη χέρα του τούς ευλόγησε ... Το ταξίδι τέλειωσε καλά. Φτάσανε απείραχτοι, ζωντανοί στον τόπο τους, εβγήκανε στη στεριά κι είπανε για την προσευχή, το θαύμα ... Το ΄μαθε ο κόσμος κι τότες, τον ονομάτισε άγιο των θαλασσινών και των καραβιών ... προστάτη των. Και τον αγαπήσανε και τον αγαπούνε πολύ και τον σεβάζοντε και τον τιμούνε ...
 
"Νενέ μου ... πες μου τώρα για τα παιδάκια. Πώς ξέρεις πως τα προστάτευε και τ΄αγαπούσε πολύ; Τα γιάτρευε; Πες μου."
 
"Λένε πολλές ιστορίες κόρη μου για τη χάρη του... Κι ο πάππος μου τις ήξερε όλες... Μα εγώ θα σου πω μια... αυτή που ζήταγα πάντα απ΄τον πάππο μου να μου την επεί καληώρα ... την ομορφότερη... Μον΄ ανήμενε να κάμω να πιούμε ένα τσάι... στέγνωσε ο στόμας μου ... "Το δικό μας ε γιαγιά; Με κανέλλα και μοσχοκάρφι... " "Ναι, κόρη μου ... το δικό μας..."
 
Η προίκα...
"΄Ητανε λέει μια φτωχειά μάνα που είχενε τρεις "άμοιρες" θυγατέρες... Δεν είχανε καλή μοίρα γιατί τότες η κοπέλλα που ήτανε φτωχειά δεν γινότανε να παντρευτεί ... Ο γαμπρός και το σόι του ζητούσανε λεφτά για να κάμουμε το γάμο και να την επάρει.. εζήτανε δηλαδής απαραίτητα προίκα... κι ας ήταν όμορφη η νύφη και νοικοκυρά ... Η μάνα αυτή εστενοχωριότανε, το εσκεφτότανε συνέχεια και μαράζωνε... κι ήκλαιγε -για τη φτώχεια τους- κρυφά απ΄τα κορίτσια της ... ΄Ητανε καλή γυναίκα, τίμια... και τα κορίτσια της άξια και πονετικά. Την εβοηθούσανε κι όπου υπήρχε χρεία, εβοηθούσανε κι εκεί ... Μα είχανε μεγάλη φτώχεια ... ΄Εφτασε και η πρώτη της η κόρη σε ώρα γάμου κι η κακομοίρα η μάνα έσκαγε... Παντρευόσαντε και μια-μια οι άλλες κοπελούδες του χωριού ... Μαθαίνει το αυτό ο ΄Αη Νικόλας για τα άμοιρα κορίτσια και -χειμώνας βαρύς ήτανε- πάει νύχτα στα σκοτάδια κι αφήνει πάνω στο χιόνι μπρος απ΄την πόρτα ένα σακκούλι με φλουριά... Το βρίσκει η πρώτη κόρη το πρωί σαν πάτηξε το ζουμπερέκι ν΄ανοίξει το πορτόφυλλο ... ανοίγει τοκαι βάνει τις φωνές ... Βγαίνει η μάνα, βλέπει τα και σκέφτεται το πρώτο-πρώτο να παντρέψει το κορίτσι της ... ΄Ετσι κι έγινε! Δεν εκράτησε για εκείνηνε και τσ΄άλλες κόρες παρά 2 φλουριά μόνο και τ΄άλλα τα ΄δωκε προίκα στην πρώτη κόρη της ... Μα τίνος να ΄ναι τα φλουριά ; Ρώτησε εδώ κι εκεί, άνθρωπος δεν βρέθηκε να πει πως είχε χάσει παράδες ... Παντρεύτηκε λοιπόν η καλή κοπέλα, ευχαρίστησε η μάνα το Θεό ... ΄Εκαμε μόνο καιρό να κοιμηθεί... γιατί κάθε νύχτα σαν έπεφτε στο γιατάκι της απάντηστη δεν ήβρισκε για τα φλουριά ... Πέρασαν 2-3 χρόνια κι ήταν ώρα να παντρευτεί η δεύτερη ... Πάλι στεναχώρια η μάνα ... Πάλι το έμαθε ο ΄Αη Νικόλας, πάλι νύχτα επήγε κι άφησε ένα σακκούλι φλουριά ... Μ΄αυτή τη φορά, το χιόνι ήταν περισσότερο απ΄την πρώτη και δεν εμπόρεσε να πλησιάσει στην πόρτα του σπιτιού ... Επήγε λοιπόν γύρω-γύρω κι άφησε το σακκούλι μπρος απ΄στο κλειστό πατζούρι...  Ανοίγει το πρωί η κόρη το παράθυρο, ακούει ντουπ .... βγαίνει και βρίσκει το γεμάτο σακκούλι ... Πάλι τα ίδια η μάνα, σκέφτεται το γάμο, ρωτάει τίνος είναι οι παράδες, ανθρώπου δεν είναι ... δίνει τα προίκα, παντρεύει και  τη δεύτερη.
 
 
Δοξάζει πάλι το Θεό ... ΄Ερχεται κι η σειρά της τρίτης ... κι ήταν ο χειρότερος χειμώνας που είχε δει ποτέ ο τόπος ...΄Εννοια μεγάλη πάλι η μάνα ... Εσκεφτότανε την τύχη των άλλων 2 κι ήλπιζε μα εφοβότανε κιόλας ... 2 φορές καλά έτυχε ... μα 3; ΄Αντε πάλι ο ΄Αη Νικόλας μας πως να πάει ν΄αφήσει το σακκούλι ... που το χιόνι τα είχε σκεπάσει όλα ... Σκέφτεται απ΄δω, σκέφτεται απ΄κει ... και νύχτα δένει σανίδες κάτω απ΄τα παπούτσια του και ξεκινάει ... Φτάνει στο σπίτι, ψάχνει ένα γύρω μια μεριά ν΄αφήσει το σακκούλι, τίποτα! Η πόρτα χαμένη, τα παραθύρια φραγμένα ... Βλέπει τότες την καμινάδα, άκαπνη... Που ξύλα οι φτωχειές... Μια και δυο με προσπάθεια, πιάνεται κι από ένα δέντρο, πλησιάζει την καμινάδα και ρίχνει το σακκούλι μέσα... Ξεπαγιασμένη η κοπελιά πάει το πρωί να ανάψει ένα ξύλο, βρίσκει το σακκούλι, βάνει τις φωνές ... Ξεκουκουλώνεται η μάνα, τρέχει, βλέπει το σακκούλι και δεν πιστεύει στα μάτια της ... ΄Ετσι παντρεύει και την τρίτη ...

κι ησυχάζει .. και μονάχη της πια, ευχαριστεί κάθε μέρα της ζωής της το Θεό ... Κι έλεγε την ιστορία κι ο κόσμος δεν την πίστευε ...  Χρόνια πολλά μετά και σαν είχε πεθάνει ο ΄Αη Νικόλας πια ... Ξέρεις πως ο ΄Αη Νικόλας πέθανε χειμώνα καιρό ολόφτωχος; ΄Εναν παρά δεν είχε κι ένα ράσο κατατρύπητο φορούσε συνέχεια ... Μ΄αυτό έφυγε ... Α, μετά που πέθανε ο ΄Αγιος ... είπανε πως αυτός ήτο που άφηνε τα φλουριά... ΄Αλλη εξήγηση δεν ήβρηκε ο κόσμος ... Είχανε δει και τα καλά που έκανε και τ΄αγαθά του που όλα τα ΄δινε και τα θαύματα... Ποιός άλλος εκτός τούτου; Κι όταν πέθανε και τον εθάψανε ... απ΄το κιβούρι του ήρχισε να τρέχει μύρο που σε εζάλιζε η μοσχοβολιά του ... και γιάτρευε τους αρρώστους ...  Μπρεεεε ... δεν τον ελένε ΄Αη Νικόλα των Μύρων εξαιτίας του μύρου ... Στα Μύρα ήτο επίσκοπος ...

Μόνο εμάς δε γιάτρεψε κόρη μου, γιατί μας έχασε... Μας εδιώξανε από τον τόπο μας και μας ήψαχνε... Εσκορπίσαμε ... μας εσκορπίσανε... Λίγους εδώ, άλλοι  εκεί ... Σ΄άλλα μέρη πήαινε, σ΄άλλα μας είχανε ρίξει ... Του επήρε καιρό να μας έβρει, και πάλι, άγιος και δεν τα κατάφερε να μας γιατρέψει...  Δεν εγινήκαμε ποτέ καλά σαν όπως ήμαστε πριν...  Κάποτε σαν μας ήβρηκε, κοίταξε τις πληγές μας, μας νοιάστηκε βοήθηκε ... Μα τα σημάδια δεν τα ΄σβησε ... Χρόνια πέρασαν και τα σημάδια εκεί, σημάδια ... Κι η πληγή μας, ο πόνος του τόπου μας, πληγή απόμεινε ... και σημάδι ...
 
΄Αιντε κόρη μου ... τ΄άλλα τα ξέρεις ... Ε ναι, απ΄αυτά κι αυτά κι απ΄τα θαύματα που έκαμε για τα παιδιά, τον επήρανε και οι Φράγκοι και τον εορτάζουνε στις 6 του Δεκέμβρη και μοιράζει δώρα στα υπάκουα παιδιά... Κι εμείς τον έχομε προστάτη των παιδιών μα έχομε τον ΄Αη Βασίλη μας  που φέρνει δώρα στα καλόπαιδα ... Και να προσέχεις, κόρη μου ... όσο πιο γνωστική και ζάντζες δεν κάνεις ... τόσο πιο μεγάλο κι όμορφο δώρο θα σου φέρει ..Και σα μεγαλώσεις κι έρθει η ώρα προίκα να ΄χεις τους καλούς σου τρόπους και τη σύνεσή σου "
"΄Αιντε ... σύρε τώρα σαν καλό παιδί  να θέσεις ...
Επαραξεχαστήκαμε με τις κουβέντες κοκόνα μου... "
 
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-
 
 
Πήγα εγώ νενέ μου για σένα στον ΄Αη Νικόλα των Μύρων ...
Κι είναι μια όμορφη, ζωγραφιστή μεριά το τόπος του ...
Μακριά απ΄τη Σμύρνη κι απ΄τα Βουρλά, κάπου 500 χλμ. παρακάτω ... σχεδόν απέναντι απ΄τη Ρόδο ...
 
Τα σημάδια νενέ του Αγίου, είναι πάντα εκεί ...
 
Κι η εκκλησιά του εκεί ....
σημαδεμένη μόνο απ΄το χρόνο κι απ΄τους τουρίστες ...
Θύμωσα πολύ ...
 
 
 
 
Τα Μύρα σήμερα τα λένε Ντέμρε ...
Τα Πάταρα Καλκάν ...
  
 

 

3 Δεκεμβρίου 2012

Ο καιρός, καιρό δε δίνει ...

 30 του Νοέμβρη...
κι εν αναμονή ... Δεκέμβρη
Προχθές πρωί-πρωί φάνηκε επιτέλους ο μπογιατζής (μπογιά=βαφή, μπογιατζής=βαφέας)! Κάτι μέρες μάς είχε στημένους εν αναμονή ...
Ξυπνώντας και βλέποντας το ένα γύρω, στ΄ άσπρα,  είπα ... Α, να τον ήρθε! Μπαα, τον έπιασε κι αυτόν η κρίση; Λες μωρε η μπας κι είναι φουλ ερωτευμένος και ξέχασε ο άτιμος να φέρει τα τις μπογιές του; Πού είναι τα χρώματα; Αντε και ποιός ξέρει πόσα θα ζητήσει μετά για τα χρώματα !!!Μ όνο ένα άσπρο έβλεπα να έχει περάσει το ένα γύρω.. κάτι σαν τ΄ αστάρι, το πρώτο χέρι δηλαδή ...
Μετά θυμήθηκα ... αφού βρε πέρασε του ΄Αη Αντρέα που το κρύο αντρειεύει  ... οι 30 του Νοέμβρη της χάρης του είναι ... ήδη πίσω ... 
΄Οχι  ο μπογιατζής μας δεν ξέχασε τις μπογιές του!!!
Ούτε η κρίση τον έπιασε ... μήτε ο έρωτας!
Γιατί εμάς, τον μπογιατζή μας τον λένε Δεκέμβρη...
Κι ο Δεκέμβρης "μας" φημίζεται για το κρύο του, τα δώρα του, τα Χριστούγεννά του και το άσπρο του... το χιόνι ...

Καλό καλό σας μήνα ...
Και σήμερα, 3 του Δεκέμβρη κι ενώ, ξημέρωσε μες το χρώμα, να έτσι ...

 Ο ήλιος ξυπνάει και τα χρωματίζει, να  έτσι ...

Κι η  μέρα σηκώνεται απαλά, να κάπως έτσι ...
Κι ενώ απλώνεται...  έτσι ...
Και κυλάει ... να κάπως έτσι ...
  
                           Φυσικά, καταλήγει, στα άσπρα... να έτσι ...





 Μπήκαμε με φόρα στο Δεκέμβρη και πάει κιόλας το 1ο του Σαββατοκύριακο ...
Και δεν τα είπαμε γιατί είχα άλλα να κάνω ...
Κι ήταν  αυτά τ΄άλλα κάτι σαν αναφορά, σα θύμηση... σαν μνημόσυνο...
Αναφορά στη φιλανθρωπία ...
"Κόρη μου, σαν μπαίνει ο Οχτώβρης πιάνουν οι βροχές... Σαν δεν έχει βρέξει μέχρι του ΄Αη Δημήτρη... δύσκολα τα πράγματα... Κάθε πράμα χρεία και πρέπει να ΄ρχεται στον καιρό του ... Κι η βροχή είναι του Οχτώβρη δουλειά... Ο Νοέμβρης φέρνει πιο γρήγορα τη νύχτα, χαμηλώνουνε τα σύννεφα, βαραίνει ο ουρανός... Η μέρα σηκώνεται δύσκολα και σέρνει κρύο,  μαζί κι αέρα ... Ο ΄Αης Αντρέας έφτασε, το κρύο αντρειεύει ... Ξέρανε αυτοί που το ΄πανε... Στην εμπατή ο Δεκέμβρης, στην πόρτα ο χειμώνας ... Κι είναι δύσκολος ο χειμώνας... ΄Οχι γι΄αυτούς που έχουν μα γι΄αυτούς που δεν έχουν ... Κι αν τους λείπει το κρέας ίσως να υπάρχει ψωμί, κι αν δεν υπάρχει ψωμί ίσως να υπάρχει παξιμάδι κι αν λείπει  το παξιμάδι, ίσως να υπάρχει κάποιος να το δώσει ... Μόνο σα λείπει άνθρωπος, παιδί, μάνα, πατέρας ... τότε δεν γίνεται να δώσεις! Τότε κι εσύ φτωχός κι ο φτωχός φτωχύτερος. Κι  εσύ φτωχός που δε μπορείς να δώσεις ... κι ο φτωχός, που άνθρωπος δεν μπορεί να του δώσει, φτωχύτερος. Σπίτι χωρίς μάνα χάσκει, σπίτι δίχως πατέρα δυστυχεί, σπίτι με παιδί που λείπει, στεναχώρια και με παιδί που χάθηκε ... τάρταρα και κατάρα! ΄Ετσι έλεγε η νενέ μου, έτσι κι η αννέ μου ... ΄Ετσι κι εγώ! Κι από τότες που έφυγε ο Γιώργη μας για να γλυτώσει το στρατό, τα Χριστούγεννα δεν ήταν ποτές πια τα ίδια ... Κι ήταν η αννέ μου που ΄λεγε μετά ... "Καλά ήτονε τότε στα Βουρλά... ήλειπε ο Γιώργης μας μα είχαμε το σπιτικό μας, ήμαστον στον τόπο μας... Μας τον ήφαγε η ξενητειά, μα κάλλιο... γλύτωσε τ΄αμελέ ταμπουρού ... "! Κι έγιναν τα Χριστούγεννα ακόμα πιο πικρά κι ακόμα πιο δύσκολα αφότου πέσαμε στην προσφυγιά... Κι αν δεν υπήρχε η φιλανθρωπία και το να δίνουμε όπως είχαμεν μάθει στα Βουρλά, όλα ακόμη χειρότερα θα ήταν, και  ζωή και ζήση... Στον τόπο μας σεβόμαστε. Σεβόμαστε το Θεό, την Παναγιά, την εκκλησιά, τους γεροντότερους. Κ εσπλαχνιζόμαστε  τους αδύναμους, τους ορφανεμένους, τους φτωχούς  και τούς είχαμεν στην έννοια μας όλο τον καιρό. Και πιότερο το χειμώνα. Στα δύσκολα και στις εορτές... Κι είν΄ ο Δεκέμβρης γεμάτος εορτές μεγάλες... Με πιο μεγάλη εορτή το γενέθλιο του Χριστού μας... Εσύ να εορτάζεις κι άλλος να τουρτουλίζει και να πεινά; Πώς να το σηκώσει αυτό η καρδιά σου; Τον αφήνεις δύστυχο κι ανήμπορο να τρέμει ενώ τρως και πίνεις; Δεν ήτο αυτά τα πράματα για μας ... Εφροντίζαμε τους όλους ... Κι η πρώτη του χρόνου; Το σκέβεσαι; Πώς ν΄αρχίσεις το νέο χρόνο μη έχοντας; Πώς να τονε αρχίσεις μη δίνοντας; Κακομοιριά και γρουσουζά θα σου πάει ο χρόνος όλος. Χωρίς να δώσεις; Μα σα δε δώσεις πώς θ΄αναπληρώσεις; Πώς θα σου δώσει ο Θεός άλλα και καινούργια; Γι΄αυτό κόρη μου, έπρεπε να φροντίζεις να ΄χεις για να ΄χεις και για... να δίνεις... για να σου ΄ρθουνε άλλα καινούργια και καλύτερα ... ΄Ολοι δίναμε... ΄Αλλοι απ΄τα πολλά τους κι άλλοι απ΄το υστέρημά τους ... Κανείς μας δε φτώχεψε μ΄ένα ψωμί κι ένα παξιμάδι λιγότερο... ΄Ετσι τα είχαμε κάμει όλα στα Βουρλά... Και τα σχολειά μας από δοσίματα, και το αναγνωστήριο και το σπιτάλι. Κι η Λέσχη κι οι Μουσικάντηδες... και το ορφανείο μας και τα γηροκομειό μας  από προσφορές...  Ακόμη και τους ρομά, τους κατσίβελους (κυρίως γύφτοι ή ξένοι) σπλαχνιζόμαστε... Τους εξεχώριζες αμέσως από το μαυριδερό δέρμα, τις τρίχες και ... τα ρούχα... ΄Απλυτοι, πολλοί μαζί, σέρνανε κάρα, σύρανε παράξενες καρότσες...
 Απλώνανε το χέρι φανερά, τ΄απλώνανε και κρυφά ... Σε όλα!  Δεν τους εθέλαμε... μα και τους εδίναμε. Να μην αφανίζουν ζαρζαβατικά, να μην χάνονται τα ζωντανά... να μην κλέβουν ... Μπρε κόρη μου αυτούς δεν τους ένοιαζε το σχολειό, μήτε η μόρφωση, μήτε το σωστό σπιτικό... βρώμικοι κι άπλυτοι εγυρίζανε με τα κάρα κι όπου τους έβγανε ο δρόμος... Στήνανε τα τσαντήρια τους, τους τεντζερέδες τους, χωρίς νερό, χωρίς πάστρα...
Μερικοί δικοί μας  τους εδίνανε μεροκάματο... Κάνανε κάμποσα...  βγάνανε τίποτα παράδες και μετά που τους ήχανες που τους ήβρισκες ... στο εγλέντι και στο κρασί. Τραγουδούσανε, χορέβγανε, πίνανε, καυγαδίζαν, μαχαιρώνονταν ... Δεν στέκονταν πολύ στον ίδιο τόπο... Στα Βουρλά ερχόσαντε τα καλοκαίρια... Μερικοί εμιλούσανε τα ρωμέικα... Μα σα θέλανε να μην τους καταλάβεις, εμιλούσανε τα δικά τους ... Ερχόσαντε για τ΄αμπέλια και τη σταφίδα... Στήνανε τις γιούρτες τους πέρα, έξω απ΄τους μαχαλάδες, πέρα απ΄τις εκκλησιές... Κι όμως επιστεύανε το Θεό! Θυμάμαι πως ο πάππος μου έλεγε πως είχαν και Παναγία γιατί είχε δει την εικόνα της ... Την εσέρνανε παντού μαζί τους και την εόρταζαν... Στόλιζαν την εικόνα της με λουλούδια μα ήταν μαυριδερή λέει,  σαν κι αυτούς... 
Οι μανάδες δεν αφήνανε τα παιδιά τους να πλησιάσουν στις μεριές τους... Φοβόσαντε ότι θα τους τ΄αρπάξουν και θα τα χάσουν... Λέγανε πως τ΄αρπάσανε και τα δίνανε για σκλαβάκια και δουλικά με μακρινά μέρη, σε Τούρκους...   Μα τα κοπέλια περίεργα, φοβόσαντε μα και θέλανε και να δούνε τις γύφτισσες και τα γυφτόπουλα από κοντά...
Πες σε κοπέλι όχι... και θα στο κάμει αυτό ... ναι...  "
Καλά σας βράδια
Ε.-
  
Αντιγράφω ...
 
Τσιγγάνοι ή Γύφτοι ή Αθίγγανοι ...
Τ΄όνομά τους το οφείλουν...

Οι ίδιοι οι Τσιγγάνοι αυτοαποκαλούνται Ρομ ή Σίντι. Το ρομ παραπέμπει στην ομώνυμη ινδική λέξη που σημαίνει  "άνδρας" και αποτελούσε την ονομασία από τις κατώτερες κ¨αστες (ρ¨ομνι σημαίνει γυναίκα). Σίντι σημαίνει στην γλώσσα τους σύντροφος. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί εδώ πως ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε μια φυλή Σιγύννων που κατοικούσε στην ανατολική άκρη της Μικράς Ασίας και των οποίων η περιγραφή μοιάζει πολύ μ΄αυτή των Τσιγγάνων!

 

Μια άλλη ονομασία που δίνουν οι ίδιοι στον εαυτό τους είναι "καλό" ή "καλέ" (μαύρος) σε αντιπαράθεση με τους υπόλοιπους που ονομάζονται "παρνό" (λευκοί). Οι ξένοι αποκαλούνται "γκάτζο" (χωριάτες) και στην Ελλάδα "μπαλαμό" (΄Ελληνες έμποροι), λέξη που έχει περάσει στην ελληνική αργκό. Σήμερα οι Τσιγγάνοι, στα Αγγλικά ονομάζονται "τζίπσις" (προφανώς από παραφθορά του "Αιγύπτιοι" όπως και το Ελληνικό "Γύφτοι". Στα Γαλλικά ονομάζονται "Μποέμ", επειδή πέρασαν στη Γαλλία από την περιοχή της Βοημίας. Για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, έχουμε "Τζιγκενερ" (Γερμανια), "Γκιτάνος" (Ισπανία), "Τζιγκάναρι" (Ιταλία) και Τζιγκάν (Σερβία, Βουλγαρία, Τουρκία). ΄Ολες αυτές οι ονομασίες όπως και η ελληνική Τσιγγάνοι, ή Ατσίγγανοι ή Αθίγγανοι πιστεύεται πως προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη " αθίγγανοι ". Η λέξη παράγεται, από το στερητικό α και το θιγω, δηλαδή, αυτοί που κανείς δεν πρέπει να τους αγγίζει, οι παρίες.

Η καταγωγή τους

Κανείς δεν είναι απολύτως βέβαιος για το από που προέρχονται οι Τσιγγάνοι και ποια είναι τελικά η πατρίδα τους. Οι ιστορικοί και οι ανθρωπολόγοι φαίνεται να συμφωνούν πως είναι μάλλον ένα παρακλάδι της ινδικής φυλής, αλλά είναι εντελώς ασαδές το πότε εγκατέλειψαν τη γη της Ινδικής (Ινδίας) για να εξαπλωθούν κυριολεκτικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Κάποιοι ερευνητές ισχυρίζονται, ίσωε με αρκετή δόση φαντασίας, πως οι Τσιγγάνοι ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι τους ανά τον κόσμο την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κάποιοι άλλοι πιστεύουν πως αρχικά ήταν σκλαβωμένοι πληθυσμοί που ξεριζώθηκαν από τις πατρίδες τους στη Δυτική Ινδία κατά τις επιδρομές του  Μαχμο¨θντ Γκαζνεβί (967-1030), ενός σημαντικού μουσουλμάνου ηγεμόνα της Κεντρικής Ασίας που επιχείρησε πολλές φορές να υποτάξει την Ινδία. Επί της βασιλείας του, ο διασημος ποιητής Φαρναούσι, έγραψε το Σάχναμε, το Βιβλίο των Βασιλέων όπου εκεί δίνει μια πολύ πιο ποιητική και ρομαντική παραλλαγή της καταγωγής των Τσιγγάνων.

Σύμφωνα πάντα με το βιβλίο, ο Πέρσης βασιλιάς Μπεχράμ Γκορθ, ζήτησε από το βασιλιά της Ινδίας, Σανκαλά, να του στείλει 20.000 μουσικούς για μια γιορτή που ήθελε να κάνει. Οι μουσικοί ήταν εξαιρετικοί και του έκαναν τόση εντύπωση που τελικά ο Πέρσης βασιλιάς, θέλησε να τους κρατήσει στη χώρα του και τους παραχώρησε χωράφια, σπόρους και ζώα ...
Ωστόσο, οι μουσικοί εκείνοι, οι πρόγονοι ίσως των σημερινών Τσιγγάνων, δεν είχαν καμιά διάθεση να γίνουν γεωργοί και κτηνοτρόφοι. ΄Ετσι πολύ σύντομα έφαγαν τα ζώα, τους σπόρους και τα σιτηρά που τους είχε δώσει ο βασιλιάς για να ζήσουν και να σπείρουν. Ο βασιλιάς τότε εξοργίστηκε και τους έδιωξε από τη χώρα του ... κι από τότε, οι ανέμελοι νομάδες μουσικοί τράβηξαν, άλλοι για την Αίγυπτο και άλλοι για το Ιράκ. Στη συνέχεια πέρασαν στην Ευρώπη ...