10 Μαρτίου 2013

Γυναίκα και γυαλί σπάνε εύκολα...


Κοριτσάκια, ώρα να σας ευχηθώ κι εγώ, με τη σειρά μου, για χθες... Εξεπίτηδες πάντως άργησα...

Μια ευχή σας εύχομαι ...

Να σας γιορτάζουν! Να σας τιμούν, να σας σέβονται, να σας σκέφτονται, να σας αγαπούν χωρίς σταματημό! Να σας γιορτάζουν γιατί είσαστε μάνες, γυναίκες, θηλυκά όλο το χρόνο!

΄Οσο για τις 8 του Μάρτη, δεν πειράζει. Μια φορά, μια μέρα το χρόνο, ας ξεκουράζονται. Μια μέρα το χρόνο, ελεύθεροι είναι να μας ξεχάσουν!

Κι εσείς κορίτσια να γιορτάζετε! Να γιορτάζετε από σήμερα μέχρι του χρόνου, στου Μάρτη τις 7! Να γιορτάζετε ολοχρονίς κι όχι μόνο μια μέρα του γιατί έτσι το "κανόνισαν" κάποιοι. Να γιορτάζετε κάθε μέρα, όλη μέρα κι όλη νύχτα, όλες τις μέρες κι όλες τις νύχτες, γιορτές, καθημερνές και σκόλες! Και κυρίως να το ...γιορτάζετε!
 
"Κοκόνα μου, ο προπάππος σου ήλεγε πως" η γυναίκα είναι σαν το ρόγδι... σα να τον ακούω να μιλεί στο Γιώργη μας... "σαν το ρόγδι είναι γιε μου... "πάρε" το πάνω που ροδίζει... ούτε πράσινο, ούτε ώριμο... άνοιξέ το και ξεκούκισέ το... αλί στον άντρα που δεν κατέχει να ξεκουκίσει τη γυναίκα... απαλά θέλει... ναι, μπρε, όλο και κάνα θολό και κάνα ανάποδο σπυρί θα 'βρεις... μονάχα διώξε το... είναι πολλά τα καλά που σου απομένουν... σκέτο πλούτος...  σάμπως τις έμαθε ποτέ κανείς τις γυναίκες... "

"Αλί κανακάρη μου σ΄αυτόν που θα την αψηφίσει κι αλί ακόμα σ΄αυτόν που δεν θα την τιμήσει... σαν το ρόγδι να την εξεκουκίζεις... απαλά..."

"΄Ωρες-ώρες κόρη μου, νομίζεις πως είν΄αερικό... δεν την επρολαβαίνεις... κι όλα τα προλαβαίνει... ΄Ωρες, νομίζεις πως έχει 8 χέρια κι 8 καρδιές... ΄Ωρες, αναρωτιέσαι πως τα τα έχει όλα στο μυαλό... άλλες, τη βλέπεις σαν παραθύρι, σαν φως...  

 Τις περισσότερες όμως, νομίζεις πως είναι η μόνη που νοιώθει, που γνοιάζεται, που καταλαβαίνει... Κάποτες-κάποτες... τη μισείς... μα στο βάθος, το κατέχεις, πως κάμεις λάθος... 
 ΄Οχι πως οι άντρηδες δεν έχουν τις χάρες τους, δεν έχουν όμως τις εδικές της... 
΄Οσα κι αν της καταλογίζουν, σαν κοιτάξεις μ΄ανοιχτά μάτια γύρω σου, το καταλαβαίνεις... ΄Ολα τριγυρίζουν γύρω της... Στα δυο και τα πέντε κόβεται... τριγυρίζει, πετά... δίνει ζωή, ξαναπετά... δύσκολα σταματά για κατακαθίζει... Ακόμη και σα τη βλέπεις να σκληραίνει ... σκληρή δεν είναι... σκληρή να δείχνει την εμάθανε  ή την εκάμανε...

Σκληρή δεν ήταν η νενέ μου, ούτε η αννέ μου ... μα το προσπαθούσανε ...  δασκαλεμένες τις είχανε να κάμουνε τις σκληρές... 
΄Ετσι κι αυτές με τη σειρά τους εδασκαλεύανε κι εμένα... 

"Να μην σου πάρουν τα παιδιά τον αέρα... να μην τ΄ αφήνεις να δουν την καρδιά σου... 
Να μη ξεσφίγγεις... μη νομίσουν πως λυγάς, πως κλαίεις, πως δεν μπορείς... θα λυγίσουν, θα κλάψουν κι αυτά... ΄Οσο για τις άλλοι... για που θα χαρούν για που θα σε πατήσουν ... Να μη σε βλέπει αποκαρδιωμένη ο κύρης σου... να μην αποκαρδιώνεται κι εκείνος... Να μη σε θωρεί αποκαμωμένη κι αποκαμώνεται... ΄Οτι έχεις να το λες ντόμπρα... να μη δείχνεις φόβο... να ΄σαι αυστηρή με τα κοπέλια σου μα μετά να ΄σαι γενναιόδωρη... Να ΄σαι αυστηρή για να γίνεσαι σεβαστή... Μη λες και ξελές... θα σε κογιονάρουν τα μικιά... θα σε παίζουν οι πιο μεγάλοι... Σα σου ζητούν συγγνώμη να τη δίνεις... σαν κάνουν λάθος πες το τους μια και δυο και τρεις... μα  όχι τέσσερεις... κοπέλια είναι μα αφτιά έχουν... κράτα τη θέση σου ντούρα... Δίνε χάδι στο παιδί σου σαν κοιμάται... ξύλιζέ το στον ξύπνιο του... να το θυμάται ...  

 Μην παραδίνεις... Μη δακρύζεις ομπρός τους ... Το κλάημα κάμει καλό μα άμε στις φιληνάδες σου να κλάψεις... οι καλές φιληνάδες δεν πειράζει να σε ειδούν στο δάκρυ... Τι να πουν κι οι άντρηδες... Αυτοί εμεγαλώνανε με τη ντροπή του κλάηματος ... από παιδιά τούς δασκαλεύανε... οι άντρες δεν κλαίνε... Και μια ζωής μετά ... δεν έκαμε να κλάψουν... ούτε στους φίλους τους ομπρός... ούτε στα κακά, ούτε στα δύσκολα, ούτε στα χειρότερα... οι άνδρες δεν πρέπει ... Κανείς δεν τους ερώτησε... "μπας και θέλετε να κλαίτε μπρέ; ... Κανείς δεν τους είπεν... κλάψτε μπρε ν΄αλαφρώσει η καρδιά σας... δακρύστε μπρε, δειχτείτε πως σιδερένιοι δεν είστε... Καταφύγετε στους καρντάσηδες, στον αδερφό, στην κυρά σας... "

"Μοναχά κόρη μου, τότε στη φωτιά, στη σφαγή και στο διωγμό εσπάσαμε όλοι ... κι εκλάψαμε ... άντρες, γυναίκες, για μέρες και νύχτες, παιδιά... ομπρός σε γνωστούς κι αγνώστους... εκλαίγαμε για μας, για όλα...  για δικούς, σπίτια, χωριά, εκκλησιές, σχολειά, εικόνες, ζωντανά, αγαθά, δεντρά... δεν εκατέχαμε για τι να πρωτοκλάψουμε... ούτε για ποιον... Εμπόραγες να μην κλάψεις; Δεν θα ΄σουν άνθρωπος...  Μας εσκέπασε η καταστροφή κι εξεχάσαμε τα μαθημένα ... μην κλαις, δεν πρέπει, κρατήσου, μην παραδίνεις... Κι έγινε το κλάημα και το δάκρυ, η γνωριμιά μας, το σημάδι μας... κι συνεχίστηκε το κλάημα και στην προσφυγιά... στα κρυφά όμως... Σκεπάσαμε το κλάημα με τσίγκους, το κλείσαμε στις παράγκες... Και πάλι εσταματήσαμε να κλαίμε ομπρός στα παιδιά... μόνο εκλαίγαμε τη νύχτα με το καντήλι... κι μπρος στις φιληνάδες, στο κοιμητήρι... Κάποτες-κάποτες εκλαίγαμε κι από χαρά... σαν εμαθαίναμε πως κάποιος "δικός" ματαφάνηκε για βρέθηκε κάπου... "Δικοί" είχαν γενεί όλοι όσοι είχαν χαθεί στο χαμό, διπλοδικοί σαν εμφανιζόντανε αναπάντεχα... δική μας είχε γίνει η χαρά τού κάθε πρόσφυγα που χαίρονταν... εζωντάνευε την ελπίδα των υπόλοιπων... καντήλι στο σκοτάδι...

"Βλέπεις τα; Πάλι το ο χαμός εμπέρδεψε στα λόγια μου... Για τις γυναίκες δεν ελέγαμε κοκόνα μου; Λοιπόν... συνέχεια μας εδασκαλεύανε... να τούτο ... να κείνο... να προσέχεις ήπρεπε πως εκάθιζες, πως ήστεκες, πως εμίλαγες, πως επερπάτιες, πως εκοίταες...  Δασκαλέματα, λόγια... τρόποι, ρούχα, όλα επερνάγανε από το στόμα τους... Για όλα είχανε να πούνε... τις ήκουες, ήκουες, άκουες... εμάθαινες... και τούτο και κείνο... Φημίζονται οι Σμυρνιές κόρη μου για τους τρόπους, τη νοικοκύρωσυνη, τη μόρφωση... πολλά τα χαρίσματά τους... Ξέρεις πως κάποτες στην εδώ Ελλάδα τις είπανε παστρικές; Αχ... απ΄την πολλή την πάστρα τις είπανε έτσι... Τους τσίγκους τρίβανε κι ασπρίζανε... τα πορτοπαράθυρα δεν τους εγλύτωνε κανένα... τενεκέδες, γλάστρες, αυλές... όλ΄άσπρα... πλύστρες γίνανε, περήφανες μείνανε... Πεινασμένες, φτωχές μα καθαρές πάντοτες...  Απ΄τις Σμυρνιές γνωρίσανε την πάστρα οι εδώ άντρηδες... Μαθημένοι σε τόση πάστρα δεν ήσαντε ... είδαν τη, εχτιμήσανε την... Εζουρλαθήκανε κι εκυνηγούσανε τις προσφυγοπούλες... Τις εζηλέψανε οι άλλες... έβλεπαν πως τους έπαιρναν και τους γαμπρούς κι αρχίσανε... παστρικές τις ανεβάζανε, παστρικές τις κατεβάζανε... για τους γαμπρούς μαραίνονταν... τη βρώμα τους δεν την έβλεπαν...

Τι άλλο να σου ειπώ κοκόνα μου... 
Να μόνο τούτο...
Τα νάζια και τα τσαλίμια κράτα τα για τον κύρη σου... Για τούτον μόνο να ντύνεσαι και να στολίζεσαι... για τους άλλους κυρά να ΄σαι κι αφέντρα... Κοκέτα περιποιημένη έξω απ΄το κονάκι σου... κοκέτα και μέσα... να μη σε θωρεί ο κύρης σου παρατημένη... για θα κοιτάξει αλλού... Λέγε του λόγια γλυκά στ΄αφτί... μίλα του ήσυχα μπρος στους άλλους... μην του υψώνεις τη φωνή και κερδισμένη θα ΄σαι ... Μην του ειπείς ποτέ πως δεν ξέρει... μόν΄ πες του ήσυχα τη γνώμη σου... Σαν κάνεις λάθος λέγε το, ζήτα συγγνώμη... δίνε συγγνώμη... Μια φορά συγχωράμε το κάθε λάθος στους μεγάλους... γι΄αυτό συγχώρα μετά από σκέψη πολλή...

Ο έξυπνος άντρας αυτά ζητά κι αυτά θα εχτιμήσει...
Η έξυπνη γυναίκα... αφήνει τον άντρα να θωρεί πως περνά πάντοτες το δικό του...


Καλά σας βράδυα

Ε.- 


Κάπου διάβασα πως απότιση τιμής είναι προς τις γυναίκες, ο "εορτασμός" τους, στις  8 του Μάρτη...

Σκέφτομαι μήπως κάποιοι, μπερδεύτηκαν ή ξέχασαν, πως δεν είμαστε γυναίκες μια μέρα το χρόνο! Ούτε μάνες είμαστε μια φορά το χρόνο! Μ΄αγαπητοί ... αν με βλέπετε γυναίκα και μάνα μια φορά το χρόνο... μου λέτε, μ΄άλλα λόγια πως κάτι δεν πάει καλά με μένα! ΄Ετσι δεν είναι; Ε, λοιπόν όχι ... Λοιπόν, ξεκάθαρα πράγματα... Είμαι και θέλω να με βλέπουν γυναίκα και μάνα όλο το χρόνο! Δεν είμαστε καλά! Να με σέβονται δηλαδή οι γιοί μου μόνο μια μέρα το χρόνο!  Αυτό κι αν δεν μου αρέσει κι αν δεν θα μου άρεσε κι ούτε ποτέ θα μ΄αρέσει...  και μάλιστα... καθόλου μα καθόλου!



2 Μαρτίου 2013

΄Οποιος πάει στο χαμάμ(ι) ιδρώνει


Μήπως ξεχάσατε να φορέσετε το μαρτάκι σας;
Εγώ όμως όχι! ΄Οσο κι αν σας φαίνεται απίστευτο και όσο κι αν δεν υπάρχει περίπτωση να με κάψει ο ήλιος. ΄Αλλωστε, όσο κι αν το θέλω, δεν γελιέμαι! Σϊγουρα θα του πάρει πολύ καιρό ακόμα για να μας θυμηθεί και να μας επισκεφτεί.  Σε όλους, γνωστό, πως προτιμάει τα νότια! Α, κι εδώ σε μας, έρχεται και μένει, πάντα κύριος! Ποτέ δεν ξεπέφτει σε αρμένικη βίζιτα...

"΄Ελα κοκόνα μου ... ίδε πως γίνεται ...

Πιάνεις δυο κλωστές του πλεχτού ή του κεντήματος... μια άσπρη μια κιρμιζί κόκκινη... 3 πιθαμές μακρές... τις κομποδένεις αναμεταξύ τους στη μιά τους άκρια... Κρατάς γερά τις κομποδεμένες άκριες με το ΄να σου χεράκι, τεντώνεις καλά και στρουφίζεις πολύ τις άδετες προς τα δεξά... Χωρίς ν΄αμολήσεις τις άκριες, λασκάρεις το τέντωμα... Θωρείς; Οι δυο κλωστές έγιναν μια... στρουφιχτή δίχρωμη ... Τυλίζεις τη δίχρωμη στο χεράκι σου, τη κάμεις κόμπο να μη σου βγαίνει, κόβεις το περίσσεμα... και να ΄σου ...  το στολίδι του Μάρτη στο χεράκι σου ... να μη σε κάψει ο ήλιος... Ε, τώρα ... σα δε μπορείς να τα καταφέρεις μονάχη σου... φωνάζεις μια φιληνάδα σου και το κάμετε παρέα... Τη στερνή μέρα του Φλεβάρη το φτιάνεις... το πρώτο πρωί του Μάρτη το φορείς...

"Οπόχει κόρη ακριβή, το Μάρτη ήλιος μη τη δει" ... τούτα τα λόγια εσιγοτραγουδούσε η νενέ μου σαν μας εφόραγε το μάρτη... μμμ... και τ΄αγόρια εζηλεύγανε κι ηθέλανε κι αυτά... έβανε και σε κείνα... αλλά χωρίς να τραγουδεί λόγια... Σύμφωνα με τη νενέ μου, του Μάρτη ο ήλιος είναι σκληρός και καίει τα πρόσωπα των κοπελιών γι΄αυτό εφορούσανε το μαρτάκι... για προστασία απ΄τον πρώτο ήλιο της ΄Ανοιξης... Απ΄τα χρόνια τα πολύ παλιά έρχεται αυτό αντέτι... Ο κυρ Φίλιππος ο δάσκαλος του πρώτου σχολειού ήλεγε πως και οι αρχαίοι το συνηθίζανε το βραχιόλι του Μάρτη όχι όμως για να μην τους κάψει ο κυρ ήλιος... αλλά γιατί το φορούσανε δεν το θυμάμαι...Θυμούμαι ακόμα πως το ίδιο κάμανε και κάποιοι, όχι γραικοί, μα, νομίζω, Βούργαροι... που ξεπορτισμένοι κι αυτοί από φτώχεια, είχανε έρθει στα χώματά μας...

Δεν τον αγαπούσε το Μάρτη η νενέ μου ... Με το που ξεκίναγε ο μήνας, εξεκίναγε κι η μουρμούρα της... Μάρτη, γδάρτη τον ανέβαζε, παλουκοκάφτη τον κατέβαζε... κι όλο έλεγε πως κρυώνει...  ΄Ελεγε και τ΄άλλο... "όξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα οι νοικοκυροί... " ... Πολύ αργότερα τα εκατάλαβα όλα αυτά... Τον εφοβόντουσαν το Μάρτη τότες... μια ο ήλιος έβγαινε κι ο καιρός εγέλανε, μια ο ήλιος χανότανε και σκυθρωπούσε ο καιρός κι  εμούχλιαζε κι έκαμε κρύο...  Ξέρεις γιατί τα ΄καμε αυτά ο Μάρτης κοκόνα μου; Γιατί ο άτιμος... έχει δυο γυναίκες... μια όμορφη και φτωχή και μια άσκημη μα πλούσια... και κάθε βράδυ ο δίγνωμος, θέτει και με τις δυο τους .. Το πρωί σαν ανοίξει το μάτι του και δει την άσχημη, τον επιάνουνε τα νεύρα του  και κάμει κακό καιρό... άμα όμως ξυπνήσει απ΄τη μεριά της όμορφης... την εβλέπει, ευχαριστιέται... και κάμει καιρό ευχάριστο... Σαν την άκουε ο πάππος μου να λέει για τις δυο γυναίκες... εγέλανε και την εκογιονάριζε... "Ας είχα εγώ δυο γυναίκες και θα εγέλανα συνέχεια... Εκείνη έκαμε πως θύμωνε και του αντέλεγε... "Μωρέ ιδέ μούτρα για δυο γυναίκες... καλά-καλά δεν τα βγάνεις πέρα με τη μια, η δεύτερη σε μάρανε..."  Κι εκείνος έφευγε μουρμουρίζοντας "Αχ βρε Μάρτη και ίντα μου ΄καμες πάλι..." ΄Οσα χρόνια τούς ενθυμούμαι, θυμούμαι να λένε κάθε φορά τα ίδια λόγια, να κοιτιούνται και να κρυφογελούνε... Μετά χάσαμε τον παππού κι η νενέ σταμάτησε να κρυφογελά το Μάρτη... ΄Υστερα χάσαμε τον τόπο μας... κι η νενέ μαράζωσε για τα καλά... δεν σταμάτησε όμως ποτέ να κρυώνει το Μάρτη... 

Ο μπαμπάς μου πάλι, μάς ήλεγε μια άλλη ιστορία για το Μάρτη... μάς ήλεγε για τις μέρες της γριάς... Μια γριά λέει είχε ένα αρνάκι... με τον κακό καιρό του Μάρτη το αρνάκι κόντευε να τα κακαρώσει κι η γριά στεναχωρούντο... Παρακάλεσε τότε το Μάρτη να μην κάνει κακό καιρό και να τη γλυτώσει το δύστυχο... Ο Μάρτης ελυπήθηκε το κακόμοιρο το χαϊβάνι κι εμαλάκωσε... Εκεί όμως στις τελευταίες του μέρες κοντά, η γριά που νόμισε πως την εσκαπουλάρησε το ζωντανό της, κλέφτη είπενε το Μάρτη που ήπηρε μέρες απ΄το Φλεβάρη κι ο Μάρτης θύμωσε κι έβαλε κρύο για να παγώσει τη γριά... ΄Ετσι στο τέλος του Μάρτη κάμει πάντα κρύο κι οι τελευταίες κρύες του μέρες λέγονται οι μέρες της γριάς... Παράξενος, σκληρός μήνας ο Μάρτης κόρη μου, μα πιο χειρότερος απ΄το Σεπτέμβρη δεν υπάρχει... Σεπτέμβρη κατακαήκαμε και προσφυγέψαμε κι εμείς κι οι Σταμπουλίτες... λες και το ΄χει ο Σεπτέμβρης να μας κυνηγά... Τι να το κάμεις... Μάη μήνα χάσαμε τη Βασιλεύουσα... μα γω για πιο κακό έχω το Σεπτέμβρη... Να τα πάλι... που το πάω, που το γυρίζω... στον τόπο μου καταλήγω... ΄Αστα να πάνε...
Λοιπόν, όλο το μήνα το φορούσαμε το μαρτάκι μας... το βγάναμε μόνο τη στερνή μέρα του μήνα και το ακουμπούσαμε πάνω στ΄ανθισμένα δεντρά... να περάσουν τα χελιδόνια να το δουν, να το πάρουν για να κάμουν τη φωλιά τους...

Κι είχε δουλειές για να γίνουν το Μάρτη πολλές... Στα Βουρλά η μεγαλύτερη δουλειά ήταν το ξελάκκισμα των αμπελιών... κι είχαμε αμπέλια έναν ορίζοντα στα Βουρλά... ξελάκκισμα ήτανε το καθάρισμα ένα γύρω από τη ρίζα της κουρμούλας... μετά είχε σειρά ο μπαχτσές και το μποστάνι... Μάρτη φυτεύγεις τους βολβούς κι όλα σχεδόν τα λούλουδα... Μάρτη τα μπαχτσεβανικά και τις πατάτες και τις ντομάτες... Στο σπίτι αρχίζανε άλλες δουλειές... Κι επειδή δε λείπει ο Μάρτης απ΄τη Σαρακοστή... είχαν ήδη αρχίσει οι προετοιμασίες της Λαμπρής... Απόκριες και μέσα νηστείας... αλλά το μυαλό στη Λαμπρή... ΄Ετσι, στις πρώτες έγνοιες μέσα ...  ο ασβέστης... όλα ήπρεπε να΄αστράφτουν τη Λαμπρή... πάστρα κι ανάστα ο Κύριος για την Ανάσταση...

 Τα σπίτια μας πετρόχτιστα, ο ασβέστης τα ομόρφαινε, τα στραφτάλιζε, τα προστάτευε, τα γιατρικούλευε ... Φάρμακο ήταν τότες ο ασβέστης κόρη μου ... ΄Αλλοτε άσπρος κι άλλοτε μ΄ ότι χρώμα ήθελες, ήκαμε θαύματα...
Παράσιτα, μυγιαλούδια, μαϊμούνια κι αράχνες τ΄αφάνιζε... τρούπωνε τους ποντικούς... Βασίλευε το άσπρο στον τόπο μας... έξω απ΄το σπίτι, γύρω απ΄το σπίτι, μέσα στο σπίτι ... γύρω απ΄το τζάκι, στα μιντέρια, στα σκαλούνια... οι φράχτες, οι ταράτσες, οι γλάστρες, οι ντενεκέδες, τα πιθάρια... όλα ομορφοδείχνανε ασπρισμένα... 
Ακόμα και την καρβουναποθήκη, εκεί όπου βασίλευε το μαύρο, εμείς δώστου... και την ασβεστώναμε... Ασπρίζαμε και  τ΄αχούρι... ασπρίζαμε και τα παλιά ξύλινα βαρέλια μας σαν είχαν παραχρησιμοποιηθεί... να διώξουμε τη μυρωδιά και το σαράκι να μη βλαφτεί ότι καινούργιο θα βάναμε μέσα... και στα λούκια και στις σχάρες ασβέστη ρίχναμε, να κατακάτσει η μυρωδιά και να  σκοτωθούν τ΄άχρηστα... 
 

Και το μελιτζανάκι και το καϊσι και τη φράγκολα και το κεράσι, κι όλα τα επίφοβα... σαν τα κάναμε γλυκά του κουταλιού, στ΄ασβεστόνερο τα βουτούσαμε να μείνουν τραγανά, λιώμα να νη γενούνε... Κι οι εκκλησιές μας και τα ξωκλήσια μας ασπρισμένα πάντα, λαμπυρίζανε κάτω απ΄τον ήλιο μας ΄Ισως αυτό να ΄φταιξε... ο ασβέστης... τους εμπήκαν στο μάτι ...  έπεσε  η ασπράδα κι η ομορφάδα του στο μάτι των φθονερών ντόπιων... 
Καίει ο ασβέστης κόρη μου... καίει το μάτι, το πετσί ... Μια τόση δα σταγόνα του φτάνει... Ο πάππος μου,  το ΄λεγε συχνά... χτίστης ήταν ... είχενε δει πολλά ανάποδα να συμβαίνουν και μάτια να χάνονται εξαιτίας του ασβέστη...

"Κάναμε όμως κι εμείς λάθη κόρη μου, λέω, χωρίς όμως να το θέλουμε... έτσι μου το λέει το φτωχό μου το μυαλό σαν σκέφτομαι τη φωτιά, τη δυστυχία και τα βάσανα που σύραμε... όλα τα κάμαμε τρανά, μεγάλα... ΄Οχι όλοι μας, μα πολλοί δικοί μας... κονάκια μεγάλα, τσιφτλίκια, φάμπρικες, εκκλησιές αμέτρητες κι αμέτρητα ψηλές και μεγάλες... τους κεντρίζαμε μ΄όσα πετυχαίναμε... τους το δείχναμε... τους αγαπούσαμε, δεν θέλαμε το κακό τους μα δεν τους εμετρούσαμε ίσους μας... λίγο πιο κάτω από μας τους υπολογίζαμε... εξεχαστήκαμε, παρασυρθήκαμε, πολυκαμαρώναμε... ετραβήξαμε πολύ το σκοινί... Κι ο Θεός το λέει... να είμαστε  ταπεινοί... 


΄Ισως όλα αυτά να φταίξανε..."


Καλά σας βράδια...

Ε.- 


Ο Μάρτης, Μάρτης μίλησε και είπε πως θα αργήσει
έχει ακόμα δυο βροχές και μία να χιονίσει.
Ένα δεντράκι τ' άκουσε και πήγε να λυγίσει
του είπα να' χει υπομονή, το φόβο να νικήσει.
Ό,τι αργεί κι ό,τι στη Γη είναι βαθιά κρυμμένο.
πάλι στο φως θα βαφτιστεί και θα' ρθει ευλογημένο...
Ο Μάρτης χείλη έσκασε, στον ήλιο να γελάσει
είπε θ' αργήσει, μα θα' ρθεί ο κόσμος να χαλάσει.
Θα βάλει τ' Ανοιξιάτικα να ομορφύνει η πλάση,
στα μπλε και στα κατάλευκα θα βγει να παρελάσει.
Ό,τι αργεί κι ό,τι στη Γη είναι βαθιά κρυμμένο,
πάλι στο φως θα βαφτιστεί και θα’ ρθεί ευλογημένο...
Παντελής Θαλασσινός

1 Μαρτίου 2013

Επειδή βρήκαμε νερό, δεν πιάσαμε και ψάρια ...



"Κοκόνα μου, κοκονίτσα μου ... με μπερδουκλώνεις... ΄Ολα μπρε θες να στα πω με μιάς; Δε γίνεται αυτό μωρ΄κόρη μου... ΄Ενα-ένα να τα λέμε ...΄Ενα σήμερα, ένα αύριο... ΄Ενα μυαλό το ΄χω ...παλιό κι αυτό, κοντά κουρκούτι πια... παιδεμένο και τυραννισμένο... πως να ενθυμούμαι τι έχουμε πει και τι έχουμ΄ αφήσει χωρίς να το ανασκαλέψουμε ... Βρες εσύ για τι να πούμε σήμερα ... γιατί εμένα θα μου πάρει ώρα... "
"Μμμμ... Δίκιο το ΄χεις... Στη μέση τ΄αφήσαμε...
Λοιπόν...
΄Ολα τα εμαγειρεύαμε κι όλα τα ετρώγαμε στον τόπο μας... ποδαράκια, τζιγέρια, ζαρζαβατικά και χορταράκια ήμερα και άγρια, καρπουλάκια, τραχανάδες, μακαρούνια, ξερά και φρέσκα τυριά, όσπρια, ψαράκια... ότι υπήρχε στο τραπέζι το σεβόμαστε... Δεν είχενε ... δεν μ΄αρέσει ... δεν ετόλμαες... Μαθημένοι στο σέβας, σεβόμαστε αυτό που είχαμε πολύ ή λίγο, αρεστό μας ή μη αρεστό μας ... σεβόμαστε τον ίδρω και τον κόπο του πατέρα... που ΄χε χυθεί για να γεμίσει το τραπέζι ... μα και τον κόπο της μάνας και την έννοια της να μας ταΐσει... κόπο είχενε κάμει για να το ψήσει... όπως και να ΄ταν μαγειρεμένο... ανάμεσα στα χίλια-δυο που ΄καμε...όλη τη μέρα έτρεχε... δεν είχε μόνο αυτό να κάμει... δεν είχε μόνο το φαΐ να φροντίσει και μας να εταΐσει... 

Δεν τη θυμάμαι άρρωστη την αννέ μου ... Πάντα όρθια, σβούρα, ούτε στιγμή να μη στέκει ... με την μπροστοποδιά και με τα μανίκια ανασκουμπωμένα... Τις πιο πολλές φορές, σοβαρή... Μας εκοιτούσε κι εκατέχαμε τα κέφια της... Μα εκείνο το φως που είχε στα μάτια, δεν το ξεχνώ... Είτε άγρια μας εκοιτούσε, είτε με γέλιο... πάντα ένα φως τα φώτιζε! ΄Ολα μάς τα εμαγείρευε ...  Φαγάκια, ψωμιά, κουλούρια, ροσόλια, γλυκά... όλα στο σπίτι με τα χέρια καμωμένα... μ΄αγάπη, με κόπο, με έννοια... Σχεδόν πάντα, καμωμένα μάνι-μάνι για να προλάβει... Μόνο στις γιορτάδες άλλαζε, μαλάκωνε κι ημέρωνε ο τρόπος της στο μαγερειό... Τότες έπαιρνε το χρόνο της και στολίδια ζηλευτά έβγαιναν όλα απ΄τα χεράκια της... Ουυυυ μέρες πριν εμάζευε τα υλικά... χώρια αυτά που πάντα υπήρχανε στο σπίτι... πρώτο-πρώτο αναζήταε το πιο καλό βούτυρο... ύστερις παραγγελιά τα δυσεύρετα μπαχαράτ και φυσικά το καϊμάκι... Εμέτρανε με το μάτι τα ξύλα και τις βέργες, το κάρβουνο... Συγύριζε το μαγερειό, στίβιαζε σε πρώτη θέση τα τζετζερέδια και τα τεψιά... Μετά έστρωνε κι εμάς... θέλανε ξελίκισμα οι σταφίδες, σπάσιμο τα καρύδια και τα μύγδαλα... Δεν μας πολυήρεσε ο στρίμωγμα μα εκεί αναλάμβανε η νενέ μου... εμείς ξελικίζαμε κι εκείνη ανιστορούσε... παλιά και διάφορα... απ΄άλλους τόπους, περίεργα... που άλλα τα είχαμε ακούσει κι άλλα όχι... Η μάνα πάντως, μέρες ασχολιότανε και μέρες πέρναγε στο μαγερειό ... και μέρες εμοσχοβόλανε το σπίτι ... ΄Ηθελαν χρόνο πολύ για να φτιαχτούν τα γιορτινά φαγιά και τα γλυκά... Είχε να κάμει όχι ένα και δυο τεψιά... μα πάμπολα... Να για το σπίτι, να για τους άπορους, να για τους άτυχους που είχαν πένθος, να για τις θειάδες, να για τις γιαγιάδες, να για τις γειτόνισσες... Μέρες ήκαιγε ο φούρνος...

"Κι εσύ να είσαι στη νηστεία... Α, βέβαια! Πάντα πριν τις μεγάλες γιορτάδες είχε νηστεία... Τότε παιδιά, δεν εκαταλαβαίναμε γιατί ήπρεπε να περιμένουμε για να φάμε τα καλούδια που μέρες μας εσπάγανε τη μύτη... ΄Ετσι κι εγώ, μια φορά ερώτησα τη νενέ μου ...

"- Γιατί νενέ δεν μπορούμε να φάμε όπως θέλουμε κι ότι θέλουμε ... γιατί  νηστεύουμε πάντα πριν τις γιορτές;"

"Κόρη μου, πρώτ΄απ΄όλα... νηστεύουμε για να νιώσουμε την πείνα που νιώθει αυτός που δεν έχει να φάει ... Νηστεύουμε για να νιώσουμε την έλλειψη και να σεβαστούμε μιας το Θεό που μας δίνει τόσα καλά, μιας τον κόπο της γης να τα μεγαλώσει, μιας τον κόπο του πατέρα που μοχθεί και μιας της μάνας που μας φροντίζει... Νηστεύουμε και για να τα λαχταρίσουμε... Σίγουρα είναι νόστιμα μα πρέπει και να τα εχτιμήσουμε... Σαν τα ΄χεις κάθε μέρα, δεν τα εχτιμάς το ίδιο ... Νηστεύουμε και για να ξεχωρίσουμε τις γιορτές και τις σχόλες απ΄ τις καθημερνές... Δεν είναι βλέπεις όλες οι μέρες το ίδιο... Υπάρχουν οι κακές μέρες... να, σαν κάποιος φεύγει για τα καλά ή για τα μακριά... υπάρχουν οι καλές, να, σαν κάποιος γυρίζει απ΄τα μακριά ή σαν έχεις καιρό να τον ειδείς ... Κι είναι οι καλές σα γιορτές... χωρίς προτινή νηστεία... Υπάρχουν όμως και οι κακές... Κι οι κακές ακόμα, το εξέρεις πως έχουν τα δικά τους φαγιά κι αντέτια... 

Νηστεύουμε κόρη μου γιατί σαν κάτι το έχεις κάθε μέρα, το βαριέσαι... Σαν σου λείψει, τότες ναι... το εχτιμάς περισσότερο ...Σαν κάτι το τρως μια-δυο φορές το χρόνο, περιμένεις με λαχτάρα τον καιρό για να το φας... Είναι βέβαια κι άλλη η ώρα ... χειμώνα έχουμε στο γενέθλιο του Χριστού, άνοιξη στην ανάστασή Του... Τα φαγάκια είναι άλλα ... μα η νηστεία είναι μια... η ίδια πάντα...  "

"Νηστεύεις για το Θεό... νηστεύεις για τα θεία... νηστεύεις για υγεία... ΄Ετσι είχαμε μάθει εμείς... Αλλά, κόρη μου,  σαν είσαι κοπέλι βλέπεις τη νηστεία βάσανο... μετά τη βλέπεις υγεία...  κι αργότερα ακόμα, στα γερατειά γίνεται υποχρέωση... 

Εζαλιζόσουν πάντως στις γιορτές με τις μυρουδιές... βανίλιες, μαχλέπια, μοσχοκάρφια, κανέλλες... κι εσύ να μυρίζεις ... μόνο να μυρίζεις και σα το χαϊβάνι, να λιγώνεσαι... Αλυσίβα, πετιμέζι, κρασί... αλεύρι, μέλι, ζάχαρη... σε πρώτη διάταξη... Το στόμα νηστεία, το μάτι  γεμάτο... Μωρ΄όλος ο μαχαλάς εμοσχοβόλανε ... Το σχολειό κλειστό ... ελυσσούσανε έξω τα κοπέλια στο παιχνίδι... να ξεχνιούνται να μη λιγουρεύονται ... Οι μεγαλύτεροι έκαμαν υπομονή, οι γεροντότεροι, παρά δεν έδιναν... ΄Ενα φιντσάνι τσάι ή γάλα κι ένα παξιμάδι έχεις ανάγκη στα γηρατειά... η νηστεία θα σε πειράξει; "


Μια ακόμη ... άλλη άποψη ...
"Πάρε το χαλβά και άιντες πάμε να τα πούμε...
κι άκουε τώρα να δεις, πως και τι για τα μπαχαρατί ...

Βασίλισσα όλων των μπαχαρατί, είναι μία κι είναι η μαστίχα, κόρη μου... και σ΄όλες τις γιορτές κυρά μονάχη... Για σκόνη, για κόμποι, για δάκρυ...όλες οι νοικοκυράδες πρώτη και καλύτερη την είχανε... Κι όλα όμως τα μπαχαρατί την εζηλεύγουνε... Η μαστίχα έχει εκείνο το ένα άρωμα που σαν το γευτείς ή το μυρίσεις, δεν το εξεχνάς ποτέ σου... Δίνει και ξέχωρο άρωμα μα και μια γεύση πανώρια... Γλυκάκια, λοκούμια, καφές, ρακί, νερό, κρασί, ψωμάκι, φαγάκι, παξιμαδάκια, ... με μια στάξη μαστίχα γίνονται άλλο πράμα... Βάρσαμο είναι για το στόμα... καταπραϋνει τις άφτες, ανεβάζει αίμα στα ούλα, λάμπει τα δόντια, κάμει την ανάσα για φιλί... Και φάρμακο πρώτο είναι για το στομάχι... χωνευτική πολύ...  Ο πάππος μου ήλεγε πως ο μεγαλύτερος, εκείνος που εδοκίμαζε  τα φαγιά του Σουλτάνου... πετυχημένα να δει αν είναι κι άξια για την αφεντιά του και δηλητηριασμένα μην τύχει και είναι, ο Τσεσνιτζί Μπέης, είχε βρει κι επαρασκεύαζε ψωμί με μαστίχα που επροκαλούσε ρέψιμο στην αφεντομουτσουνάρα του Σουλτάνου και του εξεφούσκωνε τη στομάχα... και τον ήκαμε τον μπουνταλά... τσαχπίνη κι έτοιμο για το βράδυ... 

 
Δεύτερη στη σειρά κι αρχόντισσα, η κανέλα... Μια φλούδα δεντρού είναι και δεν σου εγεμίζει το μάτι μα θαματουργή  ΄ναι! Ταιριάζει σε γλυκάκια, φαγάκια, ψωμάκια, σε φρούτα, σε ροσόλια, σε ποτά, κατημέρια...  ΄Ολα όμως τα μπαχαρατί θέλουν μέτρο... Δεν βάνεις όσο να ΄ναι κι όπου να ΄ναι... χάνει τη χάρη του έτσι και το μπαχαράτ... και το φαγάκι. Η νενέ μου έλεγε πως σε πρώτη χρήση την είχανε πάντα ... οι φαρμακοτρίφτες, οι μάγισσες κι οι γητεύτρες ... Σε πονηρή χρήση ... ήταν για τους άντρηδες... τους τραβάει λέει και τους λιγώνει... για τούτο και την εβάνανε στ΄αρώματα των γυναικών... Σίγουρα πάντως το κάμει αλλιώτικο το φαγάκι... το ίδιο και τα γλυκάκια... Το μήλο και τ΄απίδι πασπαλισμένα με κανέλα και γλυκό κρασί,  εσυνηθίζαμε και τα εγευόμαστε συχνά... τα επροσφέραμε και κέρασμα -κι ήταν εκτιμητέα- σαν δεν υπήρχε άλλο κάτι στο σπίτι... Και στο χαλβά, η κανέλα πρώτη... παρέα με σησαμάκι μπόλικο... Η κανέλα αγαπάει το μέλι ... να θυμάσαι... όπου υπάρχει μέλι, η κανέλα πρώτη ...


Μετά, έρχεται η βανίλια... Το νου σου... βανίλια κι αλάτι χωριό δεν κάμουν... Ανάρμοστη είν΄ ετούτη με τα φαγάκια... όμως είναι απαραίτητη στα ροσόλια, στις μαρμελάδες, στα γλυκίσματα και στα γλυκάκια. Μερικοί την εχρησιμοποιούσανε και στα τσάγια και τ΄ αφεψήματα... Τα μεγάλα πασταχανέ... της Σμύρνης μας, έκαιγαν βούτυρο με βανίλια και ζάχαρη για να αναστατώνουν τις γειτονιές... το κάμανε δηλαδής για να τραβούνε πελάτες... όπως σε τραβά και πεινάς κι ας είσαι και χορτάτος, η μυρουδιά απ΄το ψωμί που ψήνεται ...Τα κοπέλια ετρελαινόντουσαν...  κι εγυρεύανε παράδες, σε παπούδες και νενέδες... για ντοντουρμάδες, ζαχαρωτά και υποβρύχιο...





Το μαχλέπι, αυτό κι αν έχει ευωδιά... η ψυχίτσα απ΄τα τοσα δα να κουκουτσάκια της αγριοκερασίτσας είναι... Εγώ, σαν το έμαθα, θάμαξα... δεν το επίστευα... Το βράζαμε, φάρμακο για το βήχα... τον ήκοβε κι εξεκόλαε το φλέμμα απ΄το λαιμό ... Δεν το ξεχνώ... το βάναμε μόνο στα τσουρέκια και σε κάνα κουλουράκι... αντάμα με το φρέσκο το βούτυρο...

Το γραικόχορτο (μοσχοσίταρο)  τρανό... νοστιμιά πρώτη... το βάναμε πρωτίστως στο ψωμάκι... έδινε ένα ψωμάκι απαλό... Δηλαδή εκοπανούσαμε τους σπόρους του, αλευράκι τούς εκάμαμε κι εζυμώναμε... Τους εβάναμε πολύ στους τσορμπάδες, στα βραστά κρεατικά και στη σαλάτα... Στη σαλάτα το βάναμε και πράσινο, φρέσκο ... Κι εκεί που πλούτιζε μ΄άρωμα τον κόσμο ήταν στον παστουρμά... στο τσιμένι... το κόκκινο ρούχο που ντύνει τον παστουρμά είναι... όλο από μπαχαρατί φτιαγμένο και δίχως γραικόχορτο, τσιμένι δε νοείται ... γνωστό απ΄τα παλιά χρόνια, το ξέρανε οι ΄Ελληνες οι αρχαίοι... το εβράζανε και το πίνανε κι ονειρευόντουσαν άλλους κόσμους, ξωτικά και νεράιδες... τροφή ήταν για τα ζωντανά ... κι οι μάγισσες το δίνανε στους μπουνταλάδες άντρες για να ζωντανέψουν...

Την πιπερόριζα, άσε την για τις σάλτσες ... 
τις αρωματίζει, τις ζωντανεύει, τις κάμει 
πικάντικες... Στον τόπο μας... εκεί απέναντι... 
με πιπερόριζα αρωμάτιζαν το σαλέπι ... 
και το νεράκι το καλοκαίρι...






 
Το μοσχοκάρφι και το μοσχοκάρυδο, το βάνεις στα κοκκινιστά φαγάκια σου... μα βάνεις λίγο... σαν σου πέσει περισσότερο το δηλητηριάζεις το φαΐ... και πικρό σού γίνεται και βαρύ βγαίνει... Με γαρουφαλόλαδο εγιατρεύαμε τον πονόδοντο... και το μοσχοκάρφι πάνω στον μπακλαβάκι και στ΄αμυγδαλωτό δεν ήλειπε ποτέ... και  το πορτοκάλι πάνω στο τραπέζι για πάνω στη σόμπα, μοσχοκαρφωμένο, αρωμάτιζε τη σάλα τους χειμώνες...


Η μπάχαρη, είναι σα δυο μπαχαράτ μαζί... ζευγάρι... κάτι από κανέλα έχει και κάτι από μοσχοκάρφι... Λίγους κόκκους βάνεις κάθε φορά... ταιριάζει σε φαγάκια μαγειρεμένα με κρασί ή ξύδι... και στο κυνήγι όπου πρέπει να μαρινάρεις το κρεατικό για να μαλακώσει... τ΄αρωματίζει και το κάμει πικάντικο...


Το κάρδαμο, για καλύτερα το βάνεις στις σαλατίτσες, φρέσκο... Γαργαλάει τη μύτη, ανοίγει την όρεξη, αρωματίζει το στόμα... καρδαμώνει... στο Μισίρι, φρέσκους κόκους βάνουνε στον καφέ τους... τους ξερούς σπόρους εμείς τούς εκοπανούσαμε, εκάναμε τον κακουλέ κι αρωματίζαμε τα κουλουράκια, πιτίτσες και γλυκάκια...




Το σαφράνι, κρόκο το λένε αλλιώς...  αρωματίζει και χρωματίζει... Είδες ποτέ σου σαφρανολούλουδο κόρη μου; Σα ζωγραφιά είναι... κι απ΄ το μέσα της χύνονται κλωτσίτσες κόκκινες... Με αυτές τις κλωστίτσες βάφεται το πιλάφ...  χρυσαφένιο γίνεται ... το εβάναμε και σε ποτά και σε γλυκά... 7-8 κλωστίτσες βάνεις μέσα στο νερό αποβραδίς, το πρωί το πίνεις... καθαρίζει το αίμα σου και παίρνει τα δηλητήρια απ΄όλο σου το κορμί... Εμείς αγοράζαμε το ελληνικό σαφράνι... κι ας ήταν ακριβό! Τον καλύτερο  κρόκο τον βγάνει η ελληνική γη... στα βορινά, ψηλά στην Κοζάνη...  ΄Ολοι τον εξέρανε και τον επροτιμούσανε... 

Ο γλυκάνισος αρωματίζει πιότερο ψωμάκια και κουλούρια... μα τον εβάνεις, μόνο όχι συχνά, και σε σάλτσες και στα πιοτά... Μερικοί τον εβάζανε και στο ρύζι... μόνο εμείς... δεν το ΄χαμε συνήθεια... Βοηθά στη χώνεψη... και πιότερο απ΄όλα, να το θυμάσαι, βοηθά τα μωρά να καλοκοιμούνται... καταπραΰνει   τους πόνους στο κοιλιδάκι των... κι έχουν πολλούς... Να ξέρεις... σαν τον εβράσεις και τον επιείς απαλαίνει τους πόνους της κοιλιάς, όχι μόνο των μωρών, όλων εμεγάλων κι εμικρών... 

Και τι να ειπείς για το σησαμάκι και μαυροσήσαμο ... δυο ίδιω ειδώ χάρη... άσπρο το ΄να, μαύρο τ΄άλλο ... μυρωδάτα και τα δυο... σταλαματίτσες που ταιριάζουν με όλα... σε ψωμάκια, γλυκάκια, φαγάκια, κατημέρια, λουκούμια, τηγανίτες, λουκουμάδες, τυριά, σαλατίτσες... δαγκώνεις τ΄άσπρο και γλυκαίνεσαι... δαγκώνεις το μαύρο και μπερδεύεσαι... γεύση σού φέρνει σε κίμινο και σε κάνει ν΄αναρωτιέσαι... 

  

Κι έχομε και τη δάφνη, φύλλα ξερά την έχουμε και τη φυλάμε στα σκοτεινά ... τη βάνουμε σα μαγειρεύουμε φακή, στιφαδάκι, κρεατικά, κυνήγι... ετούτη δα πάει με το μπαχάρι ... τη βάνουμε στις πιταρίδες και στις ξερές σταφίδες... τις κρατεί μαλακές, τις απαλαίνει ... Στον τόπο μας την εβάναμε με ζάχαρη στο βάζο... κι έπαιρνε η ζάχαρη μια ωραία απαλή μυρωδιά ... με τη δαφνένια ζάχαρη κάναμε γλυκά... τη βάνανε και στ΄αρώματα και να ξέρεις πως δυναμώνει και σκουραίνει τα μαλλιά... ή τη βράζεις και πλένεις με το νερό τα μαλλιά σου ή με το λάδι της, το δαφνόλαδο... παστώνεις τα μαλλιά σου, τα τυλίζεις με πεσκίρι όση ώρα σού βολεύει ή όσο νοικοκυρεύεις... μετά τα πλένεις και με ξύδι, τελευταίο χέρι, τα ξεβγάνεις ...για να μείνουν αιώνια μαύρα... Κι οι άγριες οι δάφνες εστολίζανε δρόμους κι αυλές...  στο Μπουρνόβα, στο Μπουτζά και στα Βουρλά ... τον τόπο μας ... 

Τ΄αρισμαρί (δενδρολίβανο) μυρίζει γερά-καλά και το βάνεις στις πατάτες του φούρνου και στο σαβόρο... μ΄αρέσει και δεν μ΄αρέσει... σαβόρο ψάρι ετρώγαμε στις μέρες τις άσχημες, στις παρηγοριές ... γι΄αυτό και δεν το θέλω πολύ ... η μυρουδιά του με βαραίνει με κακές μνήμες... Στον τόπο μας ελέγανε πως τ΄αρισμαρί είναι δυναμωτικό για τα μαλλιά ... δυναμώνει τα ριζά τους και δεν τ΄αφήνει να ξεκολλούν, να πέφτουν... Πολλοί το εκάμανε στεφάνια και τα εκρεμούσανε στις πόρτες τους στολίδι ...
Το βασιλάκι πάλι ... ναι, μπρε ο βασιλικός- η νενέ μου τον έλεγε βασιλάκι- είτε μακρόφυλλος, είτε κατσαρός, είτε πλατύφυλλος, είτε μαβής είναι ... βασιλιάς της ευωδιάς είναι ... γι΄αυτό και τον ελένε βασιλικό, αμέ ... Αρωματίζει μακαρούνια, σάλτσες, κιμάδες, πιτίτσες, ελίτσες, ελιές... Τον εφυλούσαμε, στο λάδι, φύλλα... το μύρωνε... και το εβάναμε στα φαγάκια το χειμώνα... Ελέγανε  πως βοηθάει και το μνημονικό και πως... Ελέγανε και κάτι άλλο μα δεν ενθυμούμαι τι ... Στολίδι μονάχο... βολικός... παντού φυτρώνει, όπου και να τον εβάλεις... και φουντώνει ... κι ευωδιάζει απλόχερα σ΄αυλές, περβάζια, παραθύρια... Τον κάμει μάτσο κι ο παπάς κι αγιάζει τα νερά... και
τα σπίτια και τις κεφαλές μας ...

Αμέσως μετά το βασιλάκι, σειρά έχει ο βάρσαμος... και δυόσμο τον ελέμε... κι είν΄η δεύτερη ευωδιά του κόσμου αυτός... κι αυτός φουντωνει, πράσινος, βολικός... κι απλόχερα φυτρώνει παντού... και στολίζει κι ευωδιάζει κι αρωματίζει έμορφα τα φαγάκια, τα ψωμάκια, τις πιτίτσες, τις σαλάτες, τις σάλτσες... Δυναμωτικός είναι, χωνευτικός είναι... πολεμάει τον κεφαλόπονο, ηρεμεί το έντερο... Και καλός για τις γυναίκες που πονάνε στα έμμηνα...



Κοντά στο βάρσαμο πάει ο άνηθος ... τα ίδια χαρίσματα με το δυόσμο έχει ... ντολμάδες δίχως άνιθο, δε νοούνται ...άνηθος και μάραθος πάνε παρέα... μοσχομυρίζουν τις χορτόπιτες, τις ελιές και τις ελιόπιτες, τα τουρσού, τα ψαρικά... στολίδι στις σαλάτες...


Το θυμάρι τώρα, το βάνουμε και στο κρέας και στο ψάρι ... στα σουτζούκια, στη σάλτσα της ντομάτας και στα τουρσού και στις ελιές ... κάμει καλό στο κρύωμα... μαλακώνει το βήχα, ανακουφίζει το στομάχι, αποκόβει το τσιρλί... το λάδι του, άξιο φάρμακο για μας τους γεροντότερους που υποφέρουμε από γεροντικά... ρευματικά κι αρθριτικά... σαθρά πια τα κόκκαλα μα βοηθάει... 
Τη χρυσή ρίζα, την ελέγαμε κουρκουμά (κιτρινόριζα)... ξεραίνεις τη ρίζα, τη φουρνίζεις, την κοπανάς... σκόνη γίνεται, της ζωντανής όχρας το χρώμα έχει... λαμπερό...  τον μαγειρεύεις με το λίπος και με το λάδι ... τ΄αρωματίζει ... αρωματίζει τα κρέατα ... μαζί με το σινάπι κάμει τη μουστάρδα που ταιριάζει κι αυτή με τα κρέατα... Αρωματίζει τα όσπρια, τις σάλτσες και τις σαλάτες... 

Το κόλιανδρο (κορίανδρος) φρέσκο μοιάζει με τον μαϊντανό... έχει άρωμα και γεύση δυνατή κι όλα τα φαγάκια τ΄αρωματίζει και τα νοστιμίζει ... Το βάνουν και στ΄αρώματα και  κάτω στο Μισίρι (Αίγυπτος) βάνουνε σπόρους του στον τσάι και στον καφέ τους ... Το κατέχουν και το μαλάζουν κι οι μάγισσες σαν κάμουν γητειές με φίλτρα...







Το κύμινο, πάει με τους κιμάδες... με τα όσπρια, στις χορτόσουπες... ανοίγει την όρεξη... βραστάρι το δίνουμε στις λεχώνες για να κατεβάσουν γάλα ...




Στον τόπο μας, βασιλεύαν όμως τα πιπέρια... μαύρα, άσπρα, κόκκινα, πράσινα ... ανοίγουν την όρεξη, δυναμώνουν τη γεύση, βοηθούν στη χώνεψη... πολεμούν τα μικρόβια... συνοδεύουν τα μεζεκλίκια... τραβάνε κρασάκι, φέρνουν γέλιο... και φτάρνισμα... Κοπέλια το είχαμε παιχνίδι... λίγο πιπέρι στο χέρι κι εμετρούσαμε πόσες φορές εφταρνίζονταν ο καθένας μας...
 Στο σπιτικό μας, αγαπούσαμε το μπούκοβο... μόνοι μας το εφτιάναμε απ΄τα τουρκάκια που στολίζανε τις γλάστρες μας... τα μαζεύαμε, τα επερνούσαμε σε κλωστή, τα ξεραίναμε στον ήλιο και τα εκοπανίζαμε στο χαβάνι... Μπουλουγούρ ή τραχανάς κόκκινος με μπούκοβο το χειμώνα το φχαριστιόμαστε όλοι μας... ΄Αλλο πράμα η σάλτσα με το μπούκοβο, άλλο πράμα ο καυτερός τσορμπάς (σούπα)... Ο πάππος μου το ΄τρωγε με τις φούχτες... Θυμάμαι τη νενέ μου να του μουρμουρίζει -μόνο εσύ θα φας χριστιανέ μου; θα φάνε κι άλλοι που δεν το θέλουν με τη φούχτα...- γιατί έβανε μπούκοβο πάντα και παντού...

 
 Δώρο της φύσης η ρίγανη... ξορκίζει το χοιρινό... πάει και σ΄άλλα πολλά... πάει και στα ψάρια... μα το χοιρινό τη χρειάζεται περισσότερο απ΄όλα ... Κι αυτή είναι φάρμακο για τα έμμηνα... βοηθά το αίμα να φύγει, να κυλήσει εύκολα, να μην πονάς... Η νενέ μου έλεγε πως οι πλούσιες κυράδες την έβαναν στο ζεστό νερό σαν έπαιρναν το μπάνιο τους όχι για κοκεταρία κι άρωμα αλλά και γιατί κάτι έκαμε κι άρεσε πολύ στους άντρες τους...


Το σκορδάκι ... τώρα πως να το πω... μπαχαράτ ή βότανο ή ζαρζαβατικό... ΄Αιντες... ας το πω κηπευτικό ... Ξερό μπορείς να το ειπείς και μπαχαράτ... Και που δεν πάει και με τι δεν ταιριάζει... καρντές με το κρεμμύδι μ΄ακόμα πιο δυνατό... φρέσκο για ξερό, έχει γεύση κι άρωμα... δυνατό... άρωμα γι΄αυτούς που τους αρέσει και μυρουδιά γι΄αυτούς που δεν αρέσει ... στους περισσότερους αρέσει ...  κι είναι φάρμακο...  οι γεροντότεροι το έτρωγαν ωμό για να μην τους κατέβει ο κουσουράς τους ... νεότεροι το αποφεύγαμε σαν πεταροογαμπρίζαμε... Αμέσως σε καταλάβαινε η μάνα σου, πως κάτι τρέχει, σαν ήλεγες πως δε θέλεις σκόρδο να φας... Φάρμακο στη μυρωδιά του είναι όμως ο μαϊντανός... σαν δεν θέλεις να μυρίζεις, μάσα 2 κλαράκια φρέσκο μαϊντανό ... κι ένα κουταλάκι ζάχαρη σαν μασήσεις χάνεται η μυρουδιά του... Στο λάδι το φυλάς και το ΄χεις καιρό... και σαν δεν θέλεις να το φας... χρησιμοποιείς το λάδι ... Στο ξύδι το φυλάς τουρσού ... κι ο πατσάς χωρίς σκορδο-στούμπι, έναν παρά δεν κάμει ...

Κόρη μου, η κουζίνα θέλει αγάπη ... μαγείρευέ τα όλα τα φαγάκια μ΄ αγάπη και θα ειδείς... οι αγαπημένοι σου θα τα ευχαριστιούνται... οι υπόλοιποι θα σε θαυμάζουν.... σαν τα μαγειρεύεις με αγάπη κι έγνοια ... θα ΄ναι πετυχημένα... και σαν προσέχεις τη στάξη και τη μίξη των μπαχαράτ της Ανατολής θα σε θαυμάζει η Δύση...

Τί λες... δεν πάμε δα να φάμε μια ακόμη κουταλιά  χαλβά να ματαγλυκαθούμε λίγο... Μάλλιασε η γλώσσα μου μα κι άνοιξε η όρεξη μου μ΄ όλα αυτά που μελετήσαμε... πες-πες όμως παρωρίσαμε... και δεν είναι ώρα για φαγιά..."


Καλά σας βράδια


Ε.-

"Σου λέω κόρη μου, βότανα και μπαχαρατί είναι σχεδόν το ίδιο... Δεν έχει άδικο ο κόσμος που τα μπερδεύει ...
Τα χλωρά τα λες βότανα, αρωματικά... τα ξερά, τη σκόνη, τους καρπούς ... τα λες μπαχαρατί ...
ο βασιλικός,  τί θα ειπείς πως είναι ... μπαχαράτ ή βότανο; " 


1η του Μάρτη αύριο ...
Παρακαλώ, θυμηθείτε να βάλετε στο χεράκι σας το ασπροκόκκινό του δέσιμο ...

Καλό σας μήνα