30 Μαΐου 2013

Από μεγάλη αγάπη έρχεται ο πόνος ο μεγάλος....

                                          Κωνσταντινούπολη                         
Σαν άγγελου φτερά - φαγωμένα απ΄το χρόνο


Θα ΄θελα να ΄χω περισσότερα κέφια αλλά τίποτα δεν μ΄αφήνει...  Μια η βροχή, μια η μέρα, μια η καλή μου η φιλενάδα που βασανίζεται ανήμπορη ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα... Γμω το μου ... αυτό το τίποτα δεν είναι τίποτα! Είναι όλα αυτά μαζί! Κι είναι πολλά! Ειδικά αυτό, το τρίτο... 
Το ξέρω πως δεν μπορώ να τα βάλω με τη βροχή, το ξέρω πως δεν μπορώ να τα βάλω με τη μέρα... αλλά και με τη φιλενάδα μου, πείτε μου... πώς να τα βάλω; 

Πρόκειται για μια αγαπημένη φιλενάδα, που βρίσκεται χαμένη και να παλεύει με το κεφάλι της και το μυαλό της, που δεν ξέρω αν νιώθει και τι, που δεν ξέρει αν φεύγει ή έρχεται, που δεν μπορεί και δεν μπορώ να βοηθήσω και να τη βοηθήσω...

Μέρες τώρα θέλω ν΄ανοίξω τα πατζούρια να ΄μπει φως μόνο που η στενοχώρια δεν μ΄αφήνει...
Θα θυμάστε... ΄Οχι, πολύ, κάτι λίγες μέρες κάνει που  κατέβασα τα ρολλά αφήνοντας μόνο ένα χαρτί κολλημένο στο τζάμι ... ένα σύνδεσμο, ένα γρίφο, μια Πόλη και μια... κανέλλα! Λογάριαζα όμως, πάνω στη βδομάδα, γυρίζοντας να σας ματαβρώ και να σας πάω μια βόλτα σ΄αυτή την Πόλη και στα μυστικά της, σ΄αυτήν την Πρωτεύουσα, τη Βασιλεύουσα! Τη μόνη αυτή που πατεί σε δυο ηπείρους! Μόνο που λογάριαζα χωρίς τη στεναχώρια... Κι όχι τίποτ΄άλλο αλλά αυτή την Πόλη την είχα πρωτοδεί μαζί της ...

Τελικά λίγο με τη σκέψη ότι ανοίγοντας τα ρολά μπορεί να ξεχαστώ, λίγο με το άιντε να μην τη βαραίνω και να ξεφύγω, το πήρα απόφαση κι είνα να γυρίσω λίγο-λιγάκι το χρόνο  πίσω! Να εκεί ακριβώς παραπίσω απ΄τη στενοχώρια... ΄Ετσι τελικά σήμερα λέω να σας πάω βόλτα εκεί που πήγα. Μπορεί, εδώ, ανάμεσα στα λόγια και στις αράδες,  να μου φύγει η στενοχώρια, μια ζάλη, ένα παράπονο κι η παραζάλη... 


15 του Μάη. Προσγειώνομαι απαλά. Συγκινούμαι πάλι, ίσως λίγο λιγότερο από την πρώτη φορά αλλά με κυριεύει η ίδια έξαψη. Μια φρίκη το σύστημα και η αναμονή στον έλεγχο διαβατηρίων αλλά χαλάλι της για Πόλη! Ουφ!!! Ρότα προς...Çıkış = τουρκιστί η έξοδος... Μήπως Çıkış, τσ(ι)κ(ι)ς εκ του τσ(α)κίσ-ου.; Τι να πω; Αφού τα ι χωρίς · διαβάζονται και προφέρονται κατά τη λαρσινή λαλιά -ναι, σας βεβαιώ- γιατί όχι εκ του τσακίσ-... δηλαδής;

Ο ήλιος ζαλίζει κι επιτέλους μια ζέστη που ζεσταίνει, να, να με ζεσταίνει!

Ο κ. τακσιτζή(ς) (εκ του taksi-ci) κατόπιν ερωτήσεώς μου, μου επιτρέπει να καπνίσω εντός του αραμπά του ενώ εντός ολίγου αντιλαμβάνομαι πως δεν το κάνει γιατί είμαι μια κούκλα αλλά γιατί καπνίζει κι ο ίδιος εντός... παρά το απαγορευτικό μεγαλειώδες σήμα που στολίζει τα ενδότερα έσωθεν του αραμπά. Θα έλεγα μάλιστα πως καπνίζει... σαν Τούρκος!Κι εξαίρετος οδηγός! Πετάειιιιιιιιιιιιιιιι... σας λέω!

Το ξενοδοχείο σε κεντρικό σοκάκι και κεντρικό σημείο... Το κεντρικό σοκάκι ονοματίζεται Μπalyoz σοκάκ... το κεντρικό σημείο ονοματίζεται Μπέηογλου. Το λέω Πέραν... το έλεγαν Σταυροδρόμι και το φυλάει η Παναγιά του Σταυροδρομίου. ΄Εχει καταστραφεί δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές! Ακόμα και βόμβα τής έβαλαν το 2003, όμως Εκείνη εκεί, ορθή και να φυλάει το Σταυροδρόμι της! 

Πήγα, μπήκα στον περίβολο, έσπρωξα την πόρτα. Στα δεξιά μου το παγκάρι. Κι αυτή τη φορά όπως το συνηθίζω χρόνια τώρα, πήρα 3 μικρά κεριά. ΄Εριψα τον οβολόν μου εν τω κιβωτίω, πήρα 3, μελέτησα 3 κι άναψα 3. Κι ήταν το ένα, υπέρ υγείας για τους αγαπημένους ζώντας, ένα υπέρ αναπαύσεως για τους αγαπημένους αναχωρήσαντες κι ένα για τους ζώντες κι αναχωρήσαντες αλλά μη έχοντες,   κάποιον να τους ανάψει ένα κερί. 

 ΄Ετσι μ΄έμαθε η νενέ μου κι έτσι κάνω. Σκεφτείτε ότι θέλετε... Αν ήξερα για τη φιλενάδα μου, θ΄άναβα ένα και για κείνην... ελπίζοντας σε βοήθεια. 
Βρίσκομαι στον προθάλαμο και στον προθάλαμο θα μείνω αφού πλάι στο παγκάρι, μια βαρειά πόρτα σιδερένια και ξύλινη, κλειδαμπαρωμένη, μ΄εμποδίζει, ανάθεμα, να μπω, να προχωρήσω, να δω, να μυρίσω. Εγκαταλείπω αλλά δεν φεύγω. Χαζεύω ένα γύρω μέσα σε μια απόλυτη ησυχία  μια αναθηματική πλάκα, κάποιες μισοφαγωμένες εικόνες, μια ασημένια του Χριστού να γράφει 1 Μαρτίου 1905, τα γεμάτα λεπτοδουλεμένα όμορφα ψηφιδωτά τόξα των τρούλων με σκηνές απ΄τη ζωή της Παναγιάς και  μικραντίγραφα των ψηφιδωτών της Αχωρήτου Παναγιάς της Μονής της Χώρας... 





Μπλε ψηφιδωτοί κι οι τρούλοι. Ξαναπλησιάζω στην πόρτα, την χαϊδεύω και βλακωδώς την σπρώχνω. Φυσικά και δεν ανοίγει. Υπόσχομαι να ξαναγυρίσω. Τώρα θες το κλειδαμπάρωμα κι η απαγόρευση που αποπνέει θες η περιέργεια τελικά με κάνουν και σκύβω σαν κλέφτης και κοιτάζω μέσα απ΄την κλειδαρότρυπα. Δεν μετανιώνω όμως! Το κλέφτικο μάτι μου τα καταφέρνει και βλέπει! Δακρύζει ενώ θαυμάζει, θαυμάζει ενώ δακρύζει! Μα τι έχω πάθει τελευταία; Πολύ εύκολα συγκινούμαι! Λες να μεγάλωσα ή να γέρασα; Μάλλον μεγάλωσα αρκετά!



Κάνω ένα γύρω την Παναγιά κι είναι όλα τόσο οικεία, τόσο όμορφα που ξαφνιάζομαι ενώ δεν μπροώ να σταματήσω να συγκινούμαι με όλα. ΄Ενα όμορφο φανάρι,  κόκκινα τριαντάφυλλα, εκεί οι φυλακισμένες με μούσμουλα φορτωμένες μουσμουλιές κι εκείνο το ερειπωμένο παράθυρο που το στολίζει μια αδύναμη πρασινάδα φυτρωμένη με πείσμα πάνω στον μισογκρεμισμένο καμμένο πέτρινο τοίχο...





 Τα παράθυμά της σιδηρόφραχτα...


Η Παναγιά δεν φαίνεται απ΄το δρόμο. Δεν φαίνεται από πουθενά. Δυο βήματα μακριά είναι απ΄τον πιο πολυσύχναστο δρόμο της Πόλης, την περιβόητη Ιστικλάλ Τζαντεσί, όμως ο θόρυβος του πολύχρωμου πλήθους σκάει πάνω στον τοίχο του περίβολου και σβήνει. 




΄Ισως μόνο αν κοιτάξει κανείς κατά τη μεριά της να καταφέρει να ξεχωρίσει μια σταλιά το καμπαναριό της στητό μα πνιγμένο ανάμεσα στα ψηλά κτίρια και τις παραπλαϊνές στέγες. Ούτε κι εγώ θα την έβρισκα αν δεν την έψαχνα. Θα σας γελάσω αλλά δεν θυμάμαι πως κατέληξα να την ψάχνω.  ΄Αλλο ένα δείγμα τού ότι μεγάλωσα; Προφανώς ή κάποιος μού είχε πει για την Παναγιά ή κάπου  είχα διαβάσει την ύπαρξή της. Να θυμάστε πάντως πως αν μπείτε στο Passage Hazzopoulo ή στην καθ΄ημάς τότε Στοά Χατζοπούλου φτάνοντας στο τέλος της στοάς, στ΄αριστερά σας, στο βάθος, ανάμεσα στους σοφράδες και τα καρεκλάκια των καφενέδων, δείτε τα σκαλάκια. Σας οδηγούν στη Χάρη της... 
Βγαίνω στο θόρυβο αναζητώντας μνήμες, πατήματα, καφέ και νερό. Δεν θα ΄λεγα όχι και για ένα ελαφρύ σοροπιαστό. 


Κατ΄άλλους λοιπόν, το σημείο που ο περίπατός μας ξεκίνησε, είναι το Μπέηογλου, ονομασία προερχόμενη εκ του "μπέη" + "ογλού" (= οδός του βασιλόπαιδος)  εξαιτίας του βασιλόπαιδος Αλεξίου, υιού του τελευταίου αυτοκράτορα της Τραπεζούντας που έζησε εκεί αιχμάλωτος. Ενώ κατ΄άλλους, η ονομασία προέρχεται εκ του "Μπέη" + "γιολού" (= οδός πριγκίπων) μιας και στην όμορφη αυτή μεριά ζούσαν διάφοροι επίσημοι ξένοι, πρέσβεις, γενικά πλούσιοι, στρατιωτικοί και πρόξενοι, που οι Τούρκοι τούς αποκαλούσαν και αποκαλούν μαζικά και όλους αντάμα "Μπεη-λέρ" (= Πρίγκιπ-ες). Κατ΄εμέ, εμάς και τα εμάς ... το αρχικό όνομα της όμορφης γειτονιάς ήταν Συκεαί. Και μιας και αι Συκεαί ευρίσκονταν Πέραν από την Αγιά Σοφιά και στην Πέρα Πάνω γειτονιά, "Πέραν εν Συκεαίς" την είχαν βαφτίσει οι δικοί μας... απ΄όπου ζει κι απέμεινε κι επέζησε ως σήμερα το Πέραν... 

Σε απόσταση βολής απ΄το σοκάκι μας είναι κι ο Γαλατάς με τον πύργο του. Αν κι εδώ που τα λέμε, σε απόσταση βολής είναι από παντού ο Πύργος έτσι όπως τον εβλέπεις και τον εξεχωρίζεις σχεδόν εκ πανταχόθεν της Πόλης. Επί παραδείγματι, βρίσκεσαι στο Eyup Sultan Kimdir δηλαδή μια σπιθαμή απ΄το τέρμα του Κεράτιου και τον βλέπεις με τα μάτια σου καμαρωτό καρσί κι απέναντί σου! Κι όμως είναι μακριά το Eyup... 


Καλά σας βράδια 

Ε.-

29  του Μάη, αποφράς σήμερα...
Σαν σήμερα ήταν...
Δεν χρειάζεται να σας πω πως σαν σήμερα, τότε το 1453, επί αυτοκράτορος...





Κι όπως έλεγε κι η νενέ μου ...
"Αν δεν έχεις ότι αγαπάς, αγάπα ότι έχεις ... "

Δεν  τις έχω αλλά και δεν έπαψα να τις αγαπώ, Πόλη και  Σμύρνη...
Μα και καν δεν το φαντάζομαι πως μπορεί κάποτε αυτή η αγάπη να πάψει... 
αλλά έχω μιαν Ελλάδα... που τη λατρεύω!

10 Μαΐου 2013

Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα...


Κρυμμένα μυστικά Κωνσταντινούπολης


Τα δισκοπότηρα της Αγίας Σοφίας

Την ώρα που ακούονται έξω από την Αγία Σοφία φωνές «οι Τούρκοι! – οι Τούρκοι!», ο πρωτόπαπας βγαίνει από την στοά της εξομολογήσεως. Αποβραδίς κοινώνησε τον Αυτοκράτορα κι ως το πρωί εξομολογούσε. Όπως βγήκε ψηλός, ηλιοκαμένος, μ’ άσπρα γένια και φρύδια παχιά, νόμιζες πως ένας άγιος ξεκόλλησε από τον τοίχο. Και για μια στιγμή, όταν είδε το πλήθος γονατιστό να τρέμει, κιτρίνισε σαν το φλουρί, σαν να τον κτύπησε βόλι. Κοντοστάθηκε, σφόγγισε τα δάκρυα και προχώρησε στην εκκλησία. Ο ναός, ο άμβωνας, ο σωλέας και τα περιστύλια ήταν γεμάτα κόσμο. Τα φώτα, οι πολυέλαιοι, οι κανδήλες ήταν αναμμένα…

Για τελευταία φορά έλαμπε στην Ανατολή το μεγαλείο της Χριστιανοσύνης. Έλαμπε η θαυμάσια αρχιτεκτονική του Ανθέμιου και Ισιδώρου. Έλαμπε ο αφάνταστος πλούτος, που εσκόρπισεν ο Ιουστινιανός, για να νικήσει τον Σολομώντα. Κι από μακριά έφταναν του τρόμου οι φωνές:

«Οι Τούρκοι! Οι Τούρκοι!»…

Οι πολυέλαιοι από κρύσταλλα ασημοδεμένα, τα πελώρια μανουάλια, σαν γίγαντες φωτοβόλοι, οι ποικιλόχρωμες κολόνες, τα χρυσά μωσαϊκά, όλα έλαμπαν για τελευταία φορά. Και ψηλά οι ελαφρύτατες γραμμές, γεμάτες ευγένεια, γεμάτες χάρη, αγκάλιαζαν, σαν σχέδιο ενάερης κολόνας, τον πελώριο τρούλο. Ω! όπως ήταν ο τρούλος θαυμάσιος στους γύρους, νόμιζες πως ζητούσε να πλανέψει σ’ έναν άλλο κόσμο τους χριστιανούς την ώρα της θυσίας!

Ο πρωτόπαπας έκαμε τρεις σταυρούς και μπήκε στο ιερό. Επάνω στην Αγία Τράπεζα, σα να ήταν κρεμαστός ουράνιος θόλος, το Κιβώτιο. Στήριζε τα τέσσερα χρυσά του πόδια στις τέσσερις γωνίες και απ’ εμπρός πρόβαλε ένα ωραίο τόξο. Ένας σταυρός χρύσιζε στην κορυφή του και μέσα από τον θόλο του κατέβαινε άσπρο περιστέρι, η Περιστερά του Αγίου Πνεύματος. Ο πρωτόπαπας βγάζει από τα σπλάχνα της Περιστεράς τα Δισκοπότηρα, τα σκέπασε με μεταξωτό, που λέγεται Αέρας, τα πήρε κι έφυγε. «Μη δότε τα Άγια τοις κυσίν», σκέφτηκε…

Σαν αρχαίο ελληνικό αγγείο, όλο από χρυσάφι, λίγο κοντό, με δυο όμορφα χερούλια και με πλευρές καμπύλες, τέτοιο ήταν το Ιερόν Ποτήριον. Το στόμα του τριγύριζε διπλή γραμμή σε ρυθμό μαιάντρου. Και στην πρόσοψη είχε το Χριστό σε κολυμπήθρα, από παράσταση αρχαία.

Ο ιερός Δίσκος ήταν από χρυσάφια καλοδουλεμένο. Στο κέντρο ο Μυστικός Δείπνος του Κυρίου. Και γύρω πολύτιμα πετράδια. Ο πρωτόπαπας έριξε μια ματιά στη θάλασσα, ανασκουμπώθηκε κι έσπρωξε με τέτοια δύναμη το καραβάκι, που γλίστρησε ως τον γιαλό. Μπήκε μέσα, άνοιξε πανί και κράτησε το τιμόνι γραμμή για την Βιθυνική παραλία. Ο αντίλαλος της Πόλης εξακολουθούσε…

«Οι Τούρκοι! Οι Τούρκοι!… ».

Μια τρικυμία σηκώθηκε τρανή. Το καραβάκι σαν τσόφλι χοροπηδούσε στα κύματα επάνω. Στην Πόλη φλόγες και καπνοί παντού. Στ’ αυτιά ο αέρας έφερνε μια άγρια αντήχηση από τρόμο, από δαρμούς, από παρακάλια, από ξεψυχημό, από βογκητά θανάτου…

Ω! Πόλη, με τα βασιλικά σου, με τους ιπποδρόμους σου, με τις ακαδημίες των τεχνών σου! Χριστιανοσύνη που εδίδαξες στον κόσμο την αλήθεια. Χιλιόχρονη ιστορία του πολιτισμού που σβήνεις. Εργάτες του νου που γενήκατε φυγάδες και δούλοι.

Ανθρώπινα έργα, που ζηλέψατε αθανασία και γενήκατε ερείπια. Μεγαλεία περασμένα. Αρματα νίκης που περνούσατε την Χρυσόπορτα. Βασιλείς με τις χρυσές κορόνες. Γεννήσεις και θάνατοι σβησμένοι για την πρόοδο. Μνημεία, που μέσα στην καταστροφή εμείνατε χωρίς μορφή, χωρίς όνομα. Άπειρες μέρες εκμηδενισμένες. Να! παίρνει τη σκόνης σας ένας ανθρώπινος ανεμοστρόβιλος και την σκορπίζει στους τέσσερις ανέμους!

Η Δύση του ηλίου χρωμάτισε τον ουρανό κόκκινο, σαν αίμα. Σημάδι της φρίκης. Ο άνεμος εξακολουθούσε να φυσά κι ο ανεμοστρόβιλος σάρωνε την Προποντίδα.

Σκοτείνιασε. Το σκοτάδι σκέπασε τον ουρανό, την Πόλη. Κι από τη θάλασσα μακριά ανέβαινε αιμοσταγμένος του φεγγαριού ο δίσκος. Κόκκινος, σαν τα μάτια του φονιά.

Ολόρθος στο καράβι ο πρωτόπαπας κάρφωσε στον ουρανό τα μάτια του και είδε – ω φρίκη! – το φονικό φεγγάρι να στέκεται ακίνητο στον τρούλο της Αγίας Σοφίας. Και είδε να μαυρίζει, να μαυρίζει ο μισός δίσκος. Αρχαία προφητεία έλεγε: «θα είναι πανσέληνος. Έκλειψη θα γίνει. Και η Πόλη θα πέσει!»…

Ο πρωτόπαπας περιχύθηκε με κρύο ιδρώτα. Έβλεπε μια τον σταυρό στον τρούλο της Αγίας Σοφίας και μια το μισοφέγγαρο. Το καραβάκι χοροπηδούσε στα κύματα της θάλασσας. Χίλια κομμάτια έγινε το μικρό πανί του. Κι ο αέρας βούιζε σα θρήνος στο κατάρτι του. Ο πρωτόπαπας έβαλε τις τελευταίες του προσπάθειες. Στο στήθος του κρατούσε σφιχτά τα Δισκοπότηρα. Κι ενώ θωρούσε πέρα την Αγία Σοφία, δε βλέπει το σταυρό… Βλέπει μισοφέγγαρο…

Αμέσως άνοιξαν τα μεσουράνια. Ένα φως γλυκύτατο απλώθηκε. Άγγελος Κυρίου φάνηκε κι άρπαξε τα Δισκοπότηρα.

Μην ήταν θαύμα; Η θάλασσα άνοιξε στόμια και κατάπιε τον πρωτόπαπα. Γαλήνη! Το τρομερό στοιχείο ησύχασε. Και σαν να ήταν Φώτα κι άγιασε την θάλασσα σταυρός…

Το ποτάμι που σταμάτησε να κυλάει

Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μια αντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι, Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος…

Οι Κρητικοί πολεμιστές

Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.

Οι εικόνες που δεν καταστρέφονταν

Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη ξεκίνησαν να καταστρέφουν τις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Στην Αγία Σοφιά είχε καταφύγει πολύ λαός, κυρίως γυναικόπαιδα, για να αποφύγουν τον θάνατο. Όμως η παρουσία τους εκεί δεν τους έσωσε, καθώς φανατισμένοι από τους δερβίσηδες μωαμεθανοί μπήκαν στην εκκλησία και άρχισαν να σφάζουν αδιακρίτως όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ο σωρός των πτωμάτων έφτασε τα δέκα μέτρα. Όταν μάλιστα ο Σουλτάνος Μωάμεθ προσπάθησε να μπει στο ναό το άλογο του σκόνταψε πάνω στα πτώματα, Με την οπλή του το άλογο άφησε ένα σημάδι στην κορυφή ενός στύλου, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα. Τις πιο πολλές εικόνες και τοιχογραφίες της Αγία Σοφιάς τις κατέστρεψαν οι Τούρκοι. Όταν, όμως, οι άπιστοι εισβολείς έφτασαν στον εξώστη – γυναικωνίτη και ένας τσαούσης (Τούρκος αξιωματικός) προσπάθησε με έναν πέλεκυ να καταστρέψει μια τοιχογραφία της Παναγίας που κρατά στα χέρια της τον Ιησού μωρό, έγινε το θαύμα ! Τη στιγμή που ο Τούρκος προσπάθησε να καταφέρει το πρώτο χτύπημα στην τοιχογραφία κεραυνοβολήθηκε κι έπεσε νεκρός. Τη θέση του πήρε ένας άλλος Τούρκος, αλλά την ίδια στιγμή κι εκείνος είχε την ίδια τύχη. Οι υπόλοιποι βάρβαροι πανικοβλήθηκαν απ’ το πρωτόγνωρο γι’ αυτούς θαύμα και γεμάτοι τρόμο, αλλά και σεβασμό εγκατέλειψαν την ανόσια προσπάθεια τους. Η συγκεκριμένη τοιχογραφία σώζεται μέχρι σήμερα στον δεξιό εξώστη της Αγία Σοφιάς.

Η τελευταία λειτουργία στην Αγία Σοφία

Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Βασιλική Εκκλησία, ένας ιερέας τελούσε τη θεία Λειτουργία. Βλέποντας τους άπιστους να μπαίνουν, δε σκεπτόταν παρά πώς να σώσει από τη βεβήλωση τον ιερό άρτο και το πολύτιμο Αίμα του Χριστού. Ανέβηκε, λοιπόν, βιαστικός στον Άμβωνα, κρατώντας τ’ Άγιο Δισκοπότηρο κι εξαφανίστηκε σε μια μικρή πόρτα. Την έκλεισε πίσω του, μα δυστυχώς οι Τούρκοι τον είχαν δει κι έτρεξαν να τον προφτάσουν. Όταν όμως έφθασαν στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται η πόρτα, ξαφνιάστηκαν γιατί δεν είδαν παρά μόνο μια γυμνή, λεία επιφάνεια χωρίς το παραμικρό σημάδι ανοίγματος. Αγριεμένοι, προσπάθησαν να γκρεμίσουν τον τοίχο, αλλά έσπασαν τα όπλα τους, χωρίς να καταφέρουν τίποτε! -Ας φέρουν τους χτίστες του στρατού μας, αποφάσισε ο Σουλτάνος. Έτσι θα δούμε τι είναι πίσω απ’ αυτόν τον τοίχο. Οι χτίστες ήρθαν με τα εργαλεία τους κι άρχισαν να χτυπούν τον τοίχο. Παρ’ όλες τους τις προσπάθειες όμως, δεν μπόρεσαν ούτε να τον τρυπήσουν κι ομολόγησαν πως σίγουρα υπήρχε κάποιο τεχνικό μέσο, που τους ήταν άγνωστο. -Είστε ανίκανοι, φώναξε καταθυμωμένος ο Σουλτάνος και θα τιμωρηθείτε! Να φέρουν βυζαντινούς χτίστες! Τότε έφεραν βιαστικά όσους μπόρεσαν και απειλώντας τους με θάνατο, τους πρόσταζαν να ρίξουν αυτόν τον τοίχο! Μα, ούτε κι αυτοί δεν τα κατάφεραν! Γιατί, το θέλημα του θεού, πιο δυνατό από κάθε ανθρώπινη δύναμη, κρατούσε αυτές τις πέτρες δεμένες γερά, για να προστατεύει τον ιερέα. Όλους αυτούς τους αιώνες, ο ιερέας αγρυπνεί, σφίγγοντας το δισκοπότηρο, που προστάτευσε από τους άπιστους! Μα, όταν θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η πόρτα θα ξανανοίξει μόνη της, ο ιερέας θα βγει, θα ξαναμπεί στο ιερό και θα συνεχίσει τα λόγια της λειτουργίας, από κει ακριβώς που είχε σταματήσει!



Καλά σας βράδια

Ε.-

4 Μαΐου 2013

΄Οποιος έχει τα γρόσσα κάνει Πάσχα...

"Λέγε κοκόνα μου... μετά από μένα...

"Μεγάλη Δευτέρα ο Χριστός στη Μαχαίρα...
Μεγάλη Τρίτη ο Χριστός εκρίθη...
Μεγάλη Τετάρτη ο Χριστός εχάθη...
Μεγάλη Πέμπτη ο Χριστός ευρέθη...
Μεγάλη Παρασκευή ο Χριστός στο καρφί...
Μεγάλο Σάββατο ο Χριστός στο θάνατο...
Κυριακή... τρώμε το παχύ τ΄αρνί....

"Να σου ειπώ... εμείς ... παιδιά τότες στα Βουρλά ελέγαμε ...
Κυριακή... μπουμ εδώ, μπαμ εκεί ... μπαμ και στην Εβραϊκή...
μα μας εμαλώνανε ... ήτονε κακό... μα η αλήθεια είναι πως οι Οβριοί δεν ήτονε καλοί μαζί μας... καλύτερα τα είχανε με τους Τούρκους ... δεν μας ενοχλούσανε ... μόνο μας εζηλεύανε... και πολλές φορές μας "εκάψανε"... Η νενέ μου τούς ήλεγε τσιφούτηδες κι υποκριτές... και πως μας εκάνανε κακό πισώπλατα... είχανε μια παραξενιά κι ήτονε κλειστοί ... άνθρωπος που δε γελά, γερνά ογρήγορα... έτσι ήτονε... σουφρωμένοι και με μια υπουλία... Μα τι λέω η γυναίκα σε μικρό παιδί... να, εκολάστηκα πάλι σήμερις... Κοκόνα μου πάει η νόνα σου ... ήρχισε τις μουρλαμάρες... " 

ΜεγάληΤετάρτη
το Μέγα Ευχέλαιο ...
ότι απαιτεί η παράδοση...

Μεγάλη Πέμπτη
ότι απαιτεί η παράδοση...
και το βάψιμο των αβγών
Φρεσκοβαμμένα κόκκινα λαχταριστά

Μεγάλη Τετάρτη
Στα του φούρνου δρώμενα
βρέθηκα παρέα με μια ανέλπιστη παρέα



 Πρωί
Κουλουράκια σμυρνέικα του βουτύρου

Προ του φουρνίσματος - Σμυρνέικα και βουτυράτα
Το καραβάκι της Σμύρνης
Το μόνο αυθεντικό παραδοσιακό σμυρνέικο σχέδιο



 Μεγάλη Τετάρτη απόγευμα
Σμυρνέικα τσουρέκια με σησάμι

Πριν 

Και του χρόνου
Καλή επιτυχία

Λίγο πριν το φούρνισμα

Μετά το φούρνισμα




Οσκέλντινιζ και μπούγιουρουν
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ να ΄χουμε
και μια ΛΑΜΠΡΗ ΛΑΜΠΡΗ 



και μια ΚΑΛΗ ΑΝΑΤΑΣΗ στη συνέχεια...
σε όλους και σε όλα ...

Ε.- 




Σμύρνη 1875 - Ανάσταση στην Αγία Φωτεινή



3 Μαΐου 2013

Δεν πειράζει να θυμώνεις με το Θεό... το αντέχει...

Βρέχει για τα καλά... Τ΄ακούω ξεκάθαρα!
 "Κοκόνα μου πως να ΄χει καλό καιρό σήμερα; Μεγάλη Παρασκευή είναι ... κλαίει ο Θεός...  κλαίει κι ο καιρός... "

Πρώιμο καλοκαίρι εσείς ε; Κοντομάνικα, τραπεζάκια έξω και γελάτε! Να σας δω τι θα κάνετε στο όψιμο! Μη μ΄ακούτε. Απλά ζηλεύω!

Θέλω να ξυπνήσω, να τεντωθώ ή να χουζουρέψω, μακάρι να ΄ξερα. Σίγουρα όμως ονειρευόμουν πασχαλιές και δεν ήθελα τ΄όνειρο να ΄χει τελειωμό. Φτου! ΄Ενα λίγο, ένα λεπτό και θα τις μύριζα! Λοιπόν, άνθισαν ακριβώς στην "ώρα" τους. 2-3 μέρες έχουν, 2-3 πριν τη Λαμπρή! Σας φαίνεται περίεργο που το λέω; Μα το λέω γιατί δεν είμαι εκεί στα νότια, αλλά εδώ, στα βόρεια, στα πάνω! Για εκεί κάτω στα νότια, δεν είναι περίεργο, συμφωνώ. Για εδώ όμως είναι... Τελικά ο Θεός... είναι ορθόδοξος!


"-Καλά ξυπνητούρια κοκόνα μου... "
"-Καλημέρα νενέ μου..."

"- Εξεκουράστηκες;"

"΄Αιντες και σήμερα έχουμε κάμποση ώρα για ξεκούραση... μέχρι το μεσημέρι... ΄Αιντες σηκώσου να πάμε μέχρι το ναό... Κατεβάζουν το Χριστό απ΄το σταυρό σήμερα... άιντες και να περάσεις και κάτω απ΄τον Επιτάφιο... να πάρεις τη χάρη του... Παρώρησες πολύ χτες στο στόλισμα κι εδά ζορίζεσαι...  σήμερα όμως θα εδείς καλά τα έργα σας και θα τον εκαμαρώσεις... ΄Αιντες κόρη τ΄ουρανού... της μάνας σου αστέρι... του μαχαλά γαρύφαλλο και του έρωτα μαχαίρι... ΄Αιντες κοκόνα μου... άιντες... "

"΄Αιντες κι η Μεγάλη Βδομάδα δυο φορές μεγάλη είναι για μας τις νοικοκυράδες κοκόνα μου... όχι και τόσο για μένα πια... μα για τις πιο νιές, διπλή κούραση... Κάποτε στον τόπο μας τα ΄καμα κι εγώ όλα αυτά... συντροφιά με τις φιληνάδες μου, τη νενέ μου, την αννέ μου, τσι αδερφάδες μου... Οι άντρηδες και τότε και τώρα, δυο έγνοιες μονάχα είχανε τη Λαμπρή... το αρνί και τους παράδες... Το αρνί ήτονε κι εύκολο... Τρίτη, Τετάρτη το εφέρνανε στο σπίτι... παραγγελία το είχανε κάμει από πρότερα... σύρμα, σούβλες, σακοράφες, κάρβουνα, λάδια, ξύδια υπήρχανε εσαεί στο σπίτι ... Ε, αφήνανε και τους παράδες κι εφεύγανε ήσυχοι από το σπίτι... Εβγαίνανε το πρωί για τη δουλειά και γυρίζανε το σπέρας... μμμ... μισοφαγωμένοι... Εξεστρατίζανε βλέπεις, μετά το μεροκάματο στην τσικουδιά... και με μεζεκλίκια μισογεμάτο το στομάχι... ερχόσαντε... ηπλύνοντο και βουρ όξω κι άιντες για το ναό... "  

 "Οι νοικοκυράδες όμως... να η λάτρα η πασχαλινή, να τα εορταστικά... ούλα ήπρεπε να λάμπουνε τη Λαμπρή... μέσα-όξω... να τα ασπρίσματα... να τα καθημερνά, να τα ψώνια και τα καλέσματα... ούλα απ΄αυτές επερνάγανε... Βάλε πως δυο και βδομάδες πριν τα εξεκινούσανε, μια βδομάδα ύστερις κι ακόμη εκεί αυτές... να συμμαζεύουνε...  Τα καλέσματα ήτονε το εύκολο... στον εμεγαλύτερο, ήθελε το αντέτι κι εκεί επηγαίναμε... ή σ΄αυτόν που είχε το κολάι και τα πιο πολλά... Τα καθημερνά τα βολεύανε... με τη νηστεία λίγο το μαγείρεμα... με την εκκλησία νωρίς το σκόλασμα απ΄τα εορταστικά... μόνο που μετά την εκκλησιά πάλι ανασκουμπώνονταν... Τσοοοκ μεγάλο το τραπέζωμα του Πάσχα... πολύ μεγαλύτερο από το χριστούγεννο... Λιγότεροι ήσαντε οι μουσαφίρηδες το χριστούγεννο γιατί θέλεις ήβρεχε, θέλεις κρύο κι εχιόνιζε... ταμάμ λιγότεροι..."

"Το Πάσχα με τον καλό καιρό, άσπριζες γλάστρες, τοιχεία... ξεχορτάριαζες αυλές... εμέτρανες καρέκλες και τραπέζια και τα έβγανες απ΄το σπίτι... κοντά μετακόμιση...  χώρια οι γείτονες και οι περαστικοί... καλεσμένοι ακάλεστοι ήσαντε... κάτεχες; δεν κάτεχες... θα ΄ρτουνε.. δεν θα ΄ρτουνε... ποιοί θα ΄ρτουνε και πόσοι ... τσι μουρλής... Κι άμα είχενες και μουσαφίρηδες από μακριά, ξενοχωρίτες...  να τα άσπρα, να τα πεσκίρια, να τα χιράμια κι οι μπατανίες... να λέγεται όμως, όλοι προσκομίζανε το κατιτίς τους...άθρωπος δεν ήρχετο με κρεμασμένα τα χέρια... μεγάλη η χαρά αλλά μεγάλος κι ο κάματος..."

"΄Αιντες μαχμουρλού ... τ΄απόγιομα θα πιάσω την κουλούρα και το ψωμί ... 5 κουλούρες θα κάμομε και 12 ψωμιά... μαζευτήκαμε πάλι κάμποσοι... θυμάσαι αυτά που ΄χομε ειπωμένα για το ψωμί και ότι έχει να κάμει με θρησκευτικό αντέτι; Πριν αρχίσομε το ζύμωμα σταυρώνουμε το ζυμάρι... σαν το κόψουμε, τη κομμένη όψη να βλέπει τη μέση της τράπεζας... σαν σου πέσει κομμάτι κάτω τ΄ανασηκώνεις, το φιλείς και το βάνεις πάλι πάνω...  τα ψίχουλα είναι για τα πετεινά τ΄ουρανού... το παλιό ψωμί, για το κάνεις παξιμάδι για το μουλιάζεις για τα πετεινά τσ΄αυλής... ούτε ψίχουλο του ψωμιού δεν επετούμε... μάνα είναι το ψωμί... του ντουνιά και τ΄ουρανού... ΄Ετοιμη;  ΄Αιντες...     ένα προσκύνημα στον τάφο Του θα κάνομε... θ΄ανάψομε κι ένα κερί στους αποθαμένους... θα περάσομε, πρέπει, κι απ΄το μεζαρλίκι... να ανάψομε το καντηλάκι των, ν΄ απιθώσουμε τ΄αβγά και τα τσουρέκια τους... στην άσπρη πλάκα... η μέρα τους είναι σήμερα... "



Απομεινάρι στα πέρα χώματατου νεκροταφείου της Σμύρνης



"΄Αιντες καλό μου... κι ούλα τ΄ άλλα είναι έτοιμα... ένα ζόρι βάλε..."


Καλή Ανάσταση και Λαμπρή Λαμπρή

Ε.-

Ναι, όλα έτοιμα είναι νενέ μου ...
Κουλούρια, τσουρέκια, αβγά...
Πάω ν΄ανάψω ένα κερί, να προσκυνήσω κι έρχομαι...
 ΄Αναψα και το καντήλι ...
 
Μέρα των αναχωρησάντων σήμερα...

Πήγα και στην περιφορά νενέ ...
και γύρισα όπως πάντα μ΄αυτό το άφατο συναίσθημα συγκίνησης...  

΄Αγιος Νικόλαος εκ Μύρων, ο θαυματουργός












1 Μαΐου 2013

Κάλλιο γεννήσου τυχερός παρά μες τους παράδες...

Πέρασαν οι μέρες και δεν τις κατάλαβα. Μια το ένα, μια το άλλο, φτάσαμε αισίως και στη Μεγάλη Βδομάδα! Ας είναι ...

Και καλά που χθες, πάνω στον καφέ και στην κουβέντα, μια από τις φιληνάδες έφερε το θέμα στις μπογιές.


 "-΄Εχετε καμιά μπογιά περίσσεμα να μου δώσετε; Θα ΄χει λέτε ο ΄Ελληνας; " 


Εμ ναι! Εδώ στα μακρινά που κατοικοεδρεύουμε -εύκολο δεν είναι- χάνονται λίγο οι μέρες, λίγο οι γιορτές, λίγο οι μπογιές. Κι έτσι και δεν τύχει να πιάσεις κουβέντα για τα "τακτά δρώμενα" ξεχνάς ακόμη και τις γιορτές και του χρόνου τα πιο σοβαρά, αντέτια και παραδοσιακά και τα κάθε χρόνο επίσημα επαναλαμβανόμενα! 

Τι κι αν δεν βρούμε όμως βαφές! Εμείς και θα βάψουμε και θα στολίσουμε. Θα βάψουμε, όπως τότε παλιά γιατί δόξα σοι ο Θεός... κρεμμύδια και κρεμμυδόφυλλα βρίσκονται παντού! Και φύλλα και φυλλαράκια το ίδιο.

 "Τι σου είναι μωρ΄κόρη μου το μυαλό του ανθρώπου ... 
Κάμε μου ένα καϊφέ με τα χεράκια σου κοκόνα μου ... λίγο μεγάλος να ΄ναι... και γερά σεκερλής... να τον εφχαριστηθώ...


΄Ιδε... Η Τεσσαρακοστή επέρασε, το μεγαλοβδόμαδο ήφταξε... Σε καλό μας... Το ταχίνι ματασκέφτηκα εδάς και γέμισε ο στόμας μου σάλια... και θύμησες  ο καφάς μου... ΄Ολο το χρόνο στην κουζίνα ετριγύριζε και στο τραπέζι σε πρώτη παράταξη εβρισκότανε το ταχίνι αλλά την Τεσσαρακοστή είχενε τη μεγάλη τιμητική του... Το πρωί στον καϊφέ και στο κουλούρι, το μεσημέρι στη σαλάτα ... για στην πίτα και τους κεφτέδες, το απόγιομα στη φέτα το ψωμί... το βράδυ στον τσορμπά... Με όλα κάμει ταίρι το άτιμο... ακόμα και με τον καϊφέ... "


"Βάλε του 2 γερές κουταλιές ταχίνι, πιάνε κι ένα κομμάτι  παλιό ψωμί... ότι πρέπει για την ώρα... Αρέσει σου ε; Αλλιώτικος που γίνεται ... γλύκισμα, καντιφές που κολλάει στο στόμα... ΄Οποιος το εσκέφτηκε και το πρωτόκαμε το ταχίνι ήτονε μεγάλος μάστορας... ευεργέτης... ΄Ολοι μας τ΄ αγαπούσαμε και το ετρώγαμε... ακόμη κι ο Μήτσος που ήτονε παράξενος στο φαΐ του χωρίς να το λέει φωναχτά... Κατέχε όμως η μάνα πως ήτονε κακόφαγος... 



Τού έδωνε μια φέτα ψωμί με ταχίνι μια με ζάχαρη μια με μέλι κι ησύχαζε για ώρες...  Τού το έδωνε με λεμόνι κι αλάτι και τον ήχανες απ΄τα μάτια σου... Δεν εγλώσσιζε τα ροβύθια παρά μόνο σαν τα ήκαμες πολτό με ταχίνι... Μωρέ κάθε μέρα να του ΄δωνες τα ίδια, δεν έλεγε όχι ... 

Μόνο σαν τα εχάσαμε ούλα, ήτρωγε και τα ροβύθια σκέτα, νερόβραστα... καλή κι άγια η Τεσσαρακοστή κόρη μου... βαλμένη σωστά μες στο χρόνο... ώρα να καταλύεις όλα τα φυλαμένα όσπρια γιατί έρχονται τα καινούργια... σώνει, δεν τα κρατείς άλλο... έρχεται η καινούργια σοδειά... αν εμείνουνε για τον άλλο χρόνο γίνονται κακόβραστα... θέλουνε πολύ βράσιμο, χάνουνε τη νοστιμιά τους... κι ασύφορα... θέλεις πολύ ξύλο και πολύ κάρβουνο, πολλή ώρα... εξεμπερδεύεις τα την Τεσσαρακοστή... άμα το ίδιο κάμεις και με το μπουλγούρ, τ΄αλεύρι, το τραχανό και τις μακαρούνες... μαζί με τις εγκινάρες και τα χόρτα κάμεις τα καλύτερα φαΐτά... κι ας ελείπει το κρέας, τα βούτυρα και το ψάρι... Η αννέ μου πάντως ήκουε τη μάνα της και εξόν από το μεγαλοβδόμαδο, όλο τον άλλο καιρό της νηστείας μάς ήδινε και γάλα και γιαούρτι κι αϊράν... Εμένα πιο πολύ ηρέσανέ μου τα γλυκά τα καμωμένα με ταχίνι... τα σιμίτια ήτονε τ΄αγαπημένα μου... 

Σα σαλίγκαροι ήτονε, από μια ζύμη απαλή... μιας παλάμης μεγάλοι, απαλειμμένοι με μέλι και λίγο ταχίνι... πασπαλισμένοι με κανέλλα και μπόλιμο σησάμι, 2 ειδώ ανάκατο... πολύ άσπρο, λίγο μαύρο... σ΄ ετραβούσανε απ΄τη μύτη τα γενί μπαχάρ που μοσκοβολούσανε σαν εψηνόσαντε και ζεστά σ΄ελιγώνανε κι ετρέχανε τα σάλια σου... ήτρωγα 3-4-5 μονομιάς... Εφώναζε η αννέ μου ... "άσε και κανένα ευλογημένη..." ... "Εφημίζετο ο τόπος μας  για τα σιμίτια του ... και πιότερο γι΄αυτά της τεχίνας... "

 "Στη Μανισιά ήβγαινε πάντως το καλύτερο σησάμι ... με τα καντάρια... μεγάλο αγαθό... εκάμανέ το  τεχίν πολτό... εστέλναν το κι το ήτρωγε όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς ... ή του αποστάζανε το λάδι...   και τ΄ αποστέλνανε καλλωπιστικό στη Φραγκιά... εκεί  το εβάνανε μέσα στα φτιασίδια  των γυναικώνε... Αυτές το εχρυσοπληρώνανε... Τ¨ αλείβανε στα μούτρα τους για μποτέ... άμα κάποτες το εμάθαμε κι εμείς εξεκινήσαμε κι εκάμαμε τα ίδια... Σησαμόλαδο, μελισσόχορτο, αρισμαρί, κυπαρίσσι, μυγδαλόσκονη καλά λιωτή... τ΄ αλείβαμε τη νύχτα στα μούτρα... μόνο τη νύχτα... άμα το ήβανες μέρα εγυάλιζες σα το σαγάνι .... το ΄χαμε μεταξύ μας μυστικό... "νυχτικό" ελέγαμε και καταλαβαινόμαστε... γιατρικό για φρέσκια μούρη... πιότερο γι΄αυτές που κοιμόσαντε δίχως άντρα... και δίχως αγκαλιά να τις ζεσταίνει ... ΄Οσες δεν είχαν άντρα τα βράδια... είχαν το "νυχτικό"... Μια μας, η Μαρίτσα της Καλομοίρας θαρρώ πως ήτονε...  πρώτη το εσκέφτηκε κι ήβαλε μέσα και κάμποσες στάλες ροδόνερο... ουυυυ να ιδείς τη χάρη του ... εμουρλαθήκαμε όλες... Μετά εμάθαμε πως δεν ήτονε δική της αξυπνάδα... κάποιος τής το είχε σφυρίξει... και μας έκαμε την καμπόση... Ο Θεός ας την αναπαύει...   "



"-Σαν την κρέμα πικραμύγδαλου ήταν το νυχτικό, ε, νενέ; Νυχτικό με στέλνει η μαμά μου και της αγοράζω απ΄τον μπακάλη τον κυρ-Χαρίλαο, εδώ πιο πάνω. Μου λέει και πάω και μου γεμίζει όλο εκείνο το βαζάκι με 10 δραχμές. Μια κρέμα γυαλιστερή είναι, έχει φούσκες και μυρίζει αμύγδαλο ."

"-Τι να σου πω κόρη μου... Τώρα υπάρχουνε πολλά ... εγεμίσανε τα μαγαζιά βάζα και βαζάκια μποτέ... άμα το βάνει στα μούτρα της τη νύχτα ένα νυχτικό θα ΄ναι κι αυτό... απ΄το μπακάλη γι΄αυτές που δεν τα έχουνε πολλά-πολλά... όπως τότες εμείς... λίγα είχαμε, μόνες το παρασκευάζαμε... αυτό είχαμε... Στη Σμύρνης όμως τα μαγαζιά είχενε διάφορα... έφευγε το σησαμόλαδο λάδι στον τενεκέ, εγύριζε στο βάζο... Είχανε και πούντρες και σαπούνια μυρωδάτα που τα εζήλευα... και πάρφουμα... κι ένα σωρό άλλα ... ότι γύρευε η ψυχούλα σου, το ΄βρισκες στα εμπορικά της ... Για τους άντρηδες δεν είχενε και πολλά-πολλά... ξουράφια,  κολόνιες, σαπούνια... λίγα πράματα...  "

"Δεν εγύρισε ακόμα η αννέ σου κοκόνα μου; ΄Ολες οι αχαΐρευτες εδώθε μαζευτήκανε; Μοναχές τους δεν μπορούνε να ζυμώσουνε; Αμ΄ δεν μπορείς άμ΄τσουρέκια θέλεις... Μην τα κάμεις κυρά μου ... δεν κατέχεις, δεν κάμεις... μα το Θεό ... δεν έχουν διόλου τσίπα... πως καταδέχονται και τη φωνάζουνε να τους τα κάμει ... Η γυναίκα έχει τα δικά της... νοικοκυριό, σπίτι, άντρα, παιδιά... άστε τη στην ησυχία της... Αμέ κι εκείνη... τα θέλει ο απαυτός της... αλλά τι να της επείς... τής αρέσει... δεν βαριέται, δεν κουράζεται... κάθε χρόνο τα ίδια... ΄Αιντες κι έγινα κακιά... άιντες κοκόνα μου ... πάμε να βάλουμε το τζέτζερη... ένα μπουρανί πιλάφ έχω στο μυαλό μου... ότι πρέπει είναι μέρα που είναι σήμερα..."

Καλά σας βράδια
και καλό καλό σας μήνας

Ε.-


Ταχινοκούλουρα ή ταχινοκουλούρα


Υπολογίστε πως το όλον θέμα θέλει καμιά 80αριά λεπτά
και κάνα μισάωρο τα προκαταρκτικά και η πράξη. Αυτό βέβαια, εξαρτάται από σας κι από τη σχέση σας την οργάνωσή σας στην κουζίνα.
Βάλτε και καμιά 50αριά λεπτά το ψήσιμο, πράγμα βέβαια, που εξαρτάται από το φούρνο σας. Γνωστό πως ο αέρας ψήνει πολύ γρηγορότερα. Βέβαια το ψήσιμο λογικά προπορεύεται των προκαταρκτικών αλλά... αν το όλον θέμα θέλει όπως είπαμε, 80 λεπτά... καμία σχέση δεν έχει το όλον με το άλλον ... 



Πάμε...
Για για 1 μεγάααλη κουλούρα ή 4 μεγάλα πεντανόστιμα ταχινοκούλουρα ή ... 6-8 μικρά (για τις πιο προκομένες) 

Χρειαζούμενα

5 γραμ. μαγιά 

6-8 γραμ. (1 κουτ. γλ.) ζάχαρη
150 γραμ.  γάλα με τα όλα του, δηλ. πλήρες
1/4 κουτ. γλ. αλάτι
2 κουτ. σούπας σησαμέλαιο - εξίσου καλό  το ελαιόλαδο, αν το προτιμάτε
2 φλιτζ.τσ. περίπου αλεύρι ... έξω 2 κουτ. σούπας που θα το χρησιμοποιήσετε για το άνοιγμα του φύλλου,  το πλάσιμο και το στρίψιμο

 1 φλιτζάνι ταχίνι, το πιο πηχτό που θα βρείτε
1/2 φλιτζάνι ζάχαρη

Επί τω έργω:


Ζεσταίνετε ελαφρά το γάλα. Βάλτε το στο σκεύος που θα χρησιμοποιήσετε σε λίγο για τη ζύμη σας.  το σκεύος που , προσθέτετε τη μαγιά και 1 κουτ. γλ. ζάχαρη και τα ανακατεύετε μέχρι το μείγμα να γίνει όσον το δυνατόν πιο ομοιόμορφο. Σκεπάστε το μείγμα με μια πετσέτα και αφήστε το 5-6 λεπτά μέχρι να δείτε φουσκάλες στην επιφάνεια του. Ε, όταν τις δείτε είναι έτοιμο προς χρήση.

Κάντε τη ζύμη:  Προσθέστε το λάδι στο ανωτέρω μείγμα, το αλάτι και σταδιακά προσθέστε το αλεύρι εκτός από κάνα 2 κουτ. σούπας που θα το χρησιμοποιήσετε για να τρίψετε τα χέρια σας για να τα καθαρίσετε και να μην κολλάνε. Ζυμώστε τη ζύμη κι όταν γίνει λεία και απαλή και δεν κολλάει στα τοιχώματα του σκεύους είναι έτοιμη. Αφήστε τη 5 λεπτά να ξεκουραστεί. Ζυμώστε τη ακόμα λίγο και ξαναφήστε τη σχεδόν μέχρι να διπλασιαστεί σε όγκο. Ρίξτε λίγο αλεύρι στην επιφάνεια του πάγκου κι ανοίξτε τη ζύμη σε δύο λεπτά φύλλα. Απλώστε ένα γερό στρώμα ταχίνι σε κάθε φύλλο και πασαλίστε το με ζάχαρη. Αντί ζάχαρη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ταχίνι με μέλι του εμπορίου ή δικής σας ανάμειξης. Δεν ξεχνάμε τις άκρες. Αν σας αρέσει προσθέστε και ψιλοκομμένα καρύδια ή φουντούκια ή αμύγδαλα. 


Κάντε το φύλλο ρολό και στρίψτε το -όπως στρίβουμε με τα δάχτυλα ένα νήμα - ενώ συγχρόνως, το γυρίζετε ώστε να σχηματίσει σαλιγκάρι. Αφήστε το λίγο ήσυχο να φουσκώσει, αλείψτε το με αραιωμένο ταχίνι ή και αραιωμένο μέλι και πασπαλίστε με μπόλικο σουσάμι. Ψήστε στους 180 βαθμούς καμιά 45αριά λεπτά ή ... με το μάτι για τις έμπειρες.





Φάτε το το συντομότερο ή τουλάχιστον την ίδια μέρα.
Τώρα αν προτιμάτε τα αλμυρά, αντί ζάχαρη βάλτε φέτα και μυρωδικά της προτίμησή σας και συνεχίστε ως ανωτέρω. Η αλμυρή παραλλαγή, δεν είναι και πολύ σαρακοστιανή αλλά πιστεύω πως ούτε κι εσείς είστε τόσο της Σαρακοστής. Ο χρόνος άλλωστε έχει 365 μέρες, ενώ η Σαρακοστή 40. Φυσικά αλείβετε το φύλλο με ταχίνι και μετά βάζετε τη φέτα και τα μυρωδικά και μετά συνεχίζετε ως ανωτέρω... και φυσικά αλείβετε και πασπαλίζετε κι απ΄έξω με σουσάμι. Και φυσικά ψήνετε και τρώτε.
Καλοφάγωτο