30 Σεπτεμβρίου 2013

Κωνσταντινούπολη - RESIST GREECE






΄Ανθρωποι σαν κι εμάς ...


Δικοί μας άνθρωποι...

24 Σεπτεμβρίου 2013

΄Οσο πιο ψηλά ανεβαίνει η μαϊμού τόσο πιο πολύ φαίνεται ο πισινός της...


Ουφ! Επιτέλους τα ζαχαρώματα τέλος! Μη φανταστείτε, μαρμελάδα δαμάσκηνα έκανα, προϊόν εγχώριο και στην εποχή του. Μια φίλη μού έδωσε κιλά μπόλικα, απ΄τον κήπο της. Ε, τί, να τα πετάξω? Ε, όχι! Αφού λοιπόν κάμποσα καταναλώθηκαν πάραυτα, κάποια στόλισαν χθες μια τάρτα που καταναλώθηκε κι αυτή πάραυτα. Τα υπόλοιπα όμως στολίζουν στα βάζα τα ράφια μου μέχρι να καταναλωθούν -εν είδει μαρμελάδας- κι  αυτά. Στη συνέχεια θ΄αντικατασταθούν μ΄ότι μου προκύψει. Και ή που θα είναι ελιές ή τουρσί ή πάλι μαρμελάδα. Ιδού, ο κόπος μου σε χρώμα βαθύ, σχεδόν ρουμπινί...
Τίποτα το πιο εύκολο - και όλα σχεδόν τα φρούτα μπορούν να γίνουν μαρμελάδα -
Συνταγή για άσχετους/τες

Μαρμελάδα δαμάσκηνα 
 (μόνο κάποια λίγα φρούτα δεν γίνονται μαρμελάδα αλλά "πηχτή" όπως έλεγε το ζελέ η γιαγιά μου)

Χρειαζούμενα

Κατσαρόλα
Κουτάλα ξύλινη
Φρούτα
Ζάχαρη
Βαζάκια

Σ΄ ένα κιλό γινωμένων, καλοπλυμένων άνευ κουκουτσιών (που συνήθως υπάρχουν) και ψιλοκομμένων φρούτων αντιστοιχεί μισό κιλό ζάχαρη - ειδική για μαρμελάδα που τη βρίσκετε στο σούπερ μάρκετ. Αυτάάάά!
Σας φαίνεται περίεργο; Και όμως, τίποτα ευκολότερο από τη μαρμελάδα σήμερα.
Κάποτε ήταν δύσκολη υπόθεση η πετυχημένη μαρμελάδα. ΄Ηθελε πολύ περισσότερο χρόνο και κυρίως ήθελε πολύ περισσότερη μαγκιά το σωστό "δέσιμο".  ΄Οπου "δέσιμο" βλ. όχι μάγια αλλά κάτι το απόλυτα μαγικό. Εκείνο το τέλειο σημείο πήξης. Αυτό το τσακ που δίνει στη μαρμελάδα την ξεχωριστή όψη και υφή και φυσικά την επιτυχία. Σήμερα λοιπόν χάρη στην "ειδική" ζάχαρη που περιέχει πηκτίνη-ζελατίνη ή όπως αλλιώς αυτό το λένε, η μαρμελάδα μας γίνεται στα γρήγορα και κυρίως στα σίγουρα!
 
Εντάξει, εντάξει, κατάλαβα. Θέλετε κι άλλες λεπτομέρειες. Ε, άλλες λεπτομέρειες δεν υπάρχουν, εκτός από μια σημαντικότατη σημείωση κι ένα σημαντικότατο κόλπο-μυστικό.
Σημείωση: Δεν χαζεύουμε, δεν μιλάμε στο τηλέφωνο, δεν κάνουμε καμιά άλλη δουλειά όταν κάνουμε μαρμελάδα παρά μόνο ανακατεύουμε συνέχεια με ξύλινη κουτάλα. Υπολογίστε λοιπόν πως  περίπου 15 με 20 λεπτά, προσοχή και μάτια θα είναι στραμμένα αποκλειστικά στην κατσαρόλα. Σε δευτερόλεπτα αρπάζει η μαρμελάδα λόγω της ζάχαρης κι αν αρπάξει, κλάφτα Χαράλαμπε. Δυστυχώς δε χάνει μόνο το λαμπερό της χρώμα αλλά χάνει και το λόγο ύπαρξής της γιατί πικρίζει! ΄Οπερ χαμένος ο κόπος. Γι΄αυτό λοιπόν, κατσαρόλα και μόνο κατσαρόλα και μαρμελάδα και μόνο μαρμελάδα!  
Μυστικό: που θα σας εξασφαλίσει τη σίγουρη επιτυχία, έχει λοιπόν να κάνει με το χρόνο βρασίματος κι εκείνο το απόλυτο σημείο "δεσίματος"-πήξης.  Γι΄αυτό υπάρχει ένα και μοναδικό κόλπο γνωστό από τους αρχαιοτάτους χρόνους. Μετά το 15λεπτο, ρίξτε μια κουταλίτσα μαρμελάδα σ΄ένα πιάτο. Και ιδού. Γέρνετε το πιατάκι κι αν σε 1 περίπου λεπτό η μαρμελάδα δεν "τρέχει" ε, τότε αποσύρουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά κι αφήνουμε να μισοκρυώσει. 


Αν όμως "τρέχει" τότε συνεχίζουμε το βράσιμο και σε λιγάκι επαναλαμβάνουμε το τεστ "πιατάκι".  Δε μένει τώρα παρά να τη βάλουμε σε ολοκάθαρο και μετά στο ράφι. Ε, και μετά ξέρετε. Την αλείφετε στο ψωμάκι αφού προηγουμένως το έχετε αλείψει με καλό βουτυράκι ή και χωρίς. Γνωστό επίσης πως ταιριάζει τέλεια με το γιαούρτι, το ότι χρησιμοποιείται ως βάση σε γλυκά διάφορα, τούρτες και τάρτες, την αλείβουμε και σε διάφορα κουλουράκια. Στολίδι γίνεται σε διάφορα γλυκάκια και την αγαπάνε και τα παιδάκια ε, και προκειμένου να τρώνε μερέντα καλύτερη δεν είναι η σπιτική μαρμελάδα;
Σας βεβαιώ, πιο κουραστικό ήταν και πιο πολύ μου πήρε το να βγάλω τα κουκούτσια!

΄Αντε, μαρμελάδα τέλος.΄Οσο περήφανη κι αν είμαι για το αποτέλεσμα, η αλήθεια είναι ότι, καλή και κάλλιστη η κουζινική και την αγαπώ αλλά λατρεύω τα ταξίδια.
Γι αυτό

βίρα για νότια...
 
Λισαβόνα
΄Εχει  ένα κάτι το ατημέλητο αυτή η πόλη. Σαν μια Αθήνα είναι. ΄Ισως λίγο πιο παρατημένη, λίγο πιο ήρεμη και ίσως λίγο πιο αργή. Ναι, αργή. ΄Οχι νωχελική. Το νωχελική ταιριάζει πιότερο στ΄ανατολικά, όπως το ΄λεγε πάντα η γιαγιά μου. Μεταξύ μας, δεν έλεγε νωχελικό ή αργό, κοιμήσικο έλεγε σαν μίλαγε για τους άλλους ντόπιους στον τόπο της, μόνο που αυτό το κοιμήσικο δεν έκρυβε κακία γιατί στο βάθος κακία δεν τους κρατούσε όσο κι αν αυτό κρύβει κάτι το πολύ-πολύ παράδοξο.

 Η ζωή της αρχίζει νωρίς το πρωί με μυρωδιές κρέμας βανίλιας και ψωμιού μόνο που της λείπει ένα κάποιο κομμάτι ζωντάνιας. Σαν περάσει η ώρα, η μυρωδιά της σαρδέλας και του μπακαλιάρου θ΄αντικαταστήσει τη βανίλια και η μυρωδιά των θαλασσινών θα μπλεχτεί με τη μυρωδιά του καλαμποκόψωμου. Η ζωή της μοιάζει ζωή καθισμένη, σχεδόν πατημένη. Μια κακουχία πλανιέται στον αέρα της, η κίνησή της περιορισμένη. Το κέντρο της βαριεστημένο. Οι άνθρωποί της μοιάζουν σαστισμένοι, κεραυνοβολημένοι. Τους χαρακτηρίζει κι αυτούς μια εγκατάλειψη, κουβαλούν ίσως μια ταλαιπωρία. ΄Εχουν ύφος κατοίκων βασανισμένης πρωτεύουσας. Τα χέρια τους όμως, τα χέρια των ανθρώπων της είναι χέρια κουρασμένα, δουλεμένα χέρια  όπως τα πρόσωπά τους και η γη τους. Τίποτα όμως, δεν  εμποδίζει την ευγένειά τους ή το να σου χαμογελάσουν.  Ούτε κι αυτή η ίδια η ρημάδα η κρίση που χτυπάει και την Αθήνα. Μου μοιάζουν όλοι γνωστοί. ΄Ισως γιατί εδώ που κατοικοεδρεύω έχει πολλούς "ίδιους"! Πολλοί άνθρωποί της την έχουν εγκαταλείψει εδώ και χρόνια και έχουν πάει στα ξένα για μια καλύτερη τύχη.  ΄Η ίσως ακόμη να μου μοιάζουν γνωστοί γιατί σ΄όλα μού θυμίζουν εμάς...Τι να πιάσω και τι ν΄αφήσω! Και σε τι δεν μας μοιάζουν οι Πορτογάλοι! Να πιάσω το σήμερα ή το χθές; Ν΄αφήσω το ότι το 1950 ξενιτεύτηκαν κύμα ή να πιάσω το ότι το 1974 γλύτωσαν κι αυτοί απ΄ τη δικτατορία;
Κάποιος θαμώνας, στο διπλανό τραπέζι, λέει ότι "έπαψαν να χτυπάνε οι συναγερμοί των αυτοκινήτων ασταμάτητα" και συμπληρώνει "ή γιατί οι κάτοχοί τους παρακαλούνε να τους τα κλέψουν είτε για να μην πληρώνουν πια τέλη, ασφάλειες και βενζίνη ή για να πάρουν κάνα φράγκο απ΄τις ασφάλειες γιατί απ΄αλλού δεν βλέπουν φως για φράγκα". Η παρέα του κουνάει το κεφάλι, συμφωνεί και μένει σιωπηλή και συλλογισμένη. 

Λισαβόνα. Ο ποταμός της μοιάζει με θάλασσα και τη σώζει. Η θάλασσά της είναι μακριά. Κι είναι η Μεσόγειος θάλασσα στο νότο της, ο Ατλαντικός στ΄ανατολικά της. Κάποια στιγμή βέβαια ο ποταμός της ρίχνεται κι ενώνεται με τον ωκεανό της αλλά αυτό συμβαίνει κάμποσα χιλιόμετρα μακριά της. ΄Ετσι βολεύεται κι αυτή με τον ποταμό της και περηφανεύεται για τις υπέροχες παραλίες του ενώ διαθέτει δυο υπέροχες κρεμαστές γέφυρες. Μια απίστευτα μακριά ονόματι Ponte Vasco da Gama κι ακόμα μία ονόματι Ponte 25 de Abril. Απίστευτες και οι δύο! Λοιπόν, οι γέφυρές τους έχουν ένα κάτι από Ρίο-Αντίριο! Μμμμ, να που έχουμε κάτι ακόμα κοινό! Λέτε πως τα τόσα κοινά να μ΄έκαναν να νιώθω τόσο άνετα στη Λισαβόνα;



Λισαβόνα. ΄Εχει και κάτι από Σμύρνη, ίσως και κάτι από Πόλη. Μήπως λέω βλακείες; Μπορεί γιατί φέτος μου έλειψε και η Αθήνα και η Σμύρνη και η Πόλη αφού καμιά τους δεν "είδα" το καλοκαίρι. 
 Δεν ξέρω αν φταίει για την εγκατάλειψη που αποπνέει η γνωστή κρίση ή τα κτίριά της, κτίρια που φανερώνουν περασμένα μεγαλεία, περασμένα πλούτη και περασμένα χρόνια. 
Κτίρια πολυκαιρισμένα, παρακαιρισμένα, φθαρμένα, σαν εγκαταλελειμμένα μόνο και μόνο στη χρήση του χρόνου...

΄Εχει κάτι από Αθήνα, από Σμύρνη κι από Πόλη αυτή η πόλη...
και για του λόγου το αληθές, δεν έχετε παρά να ρίξετε μια ματιά στις παρακάτω φωτογραφίες και να μαντέψετε ποια σε ποια πόλη αντιστοιχεί... εύκολο; Δε νόμιζω αλλά ίσως και να γελιέμαι...

Καλό σας φθινόπωρο και














Καλά σας βράδια
Ε.-

Αν κάποτε θελήσετε να ταξιδέψετε, η Λισαβόνα, θα σας ανταμείψει με όλους τους απίθανους και πιθανούς τρόπους! Με ιστορία, φύση, ομορφιά μεγαλόπρεπη ή λιτή, χαμόγελο, ευγένεια, ταπεινοφροσύνη, κουζίνα, γλυκά! Οι κάτοικοί της είναι άνθρωποι, απλοί κι όχι βουτηγμένοι στην τρέλλα του μεγαλείου περασμένων καιρών όπως οι γείτονές τους. Και όλα, σε λογικότατες τιμές!
Κι ακόμα κάτι που θα σας εκπλήξει, όσο κι εμένα. ΄Ενα κάτι ακόμα, που την κάνει να ξεχωρίζει! Αυτό το κάτι, είναι ο φελλός!!! ΄Ενα απίστευτο υλικό-προϊόν με το οποίο φτιάχνουν σχεδόν τα πάντα! 




15 Σεπτεμβρίου 2013

Μεγάλη μπουκουνιά κάμε, μεγάλη κουβέντα μη λες...

Φωτογραφία... μοναδικής φωτογραφίας



Την έλεγα "νενέ μου" σαν της εμιλούσα...
Την έλεγα "γιαγιά μου" σαν εμιλούσα γι΄αυτήν...
Τι γιαγιά, τι νενέ... Και γιαγιά και νενέ ήταν και γιαγιά και νενέ -ήταν- κι έμεινε... 
Αυτά! 
Ελπίζοντας πως απάντησα στην ερώτηση που μου τέθηκε...



Γύρισα! Ναι!
Λισ-μπόα όπως τη λένε οι δικοί της
Σαν σε όνειρο...
Ζεστός ο νότος, φωτεινός η ήλιος, καταγάλανος ο ουρανός, γλυκειά η Πορτογαλία, μες το χρώμα η Λισαβόνα, σούπερ-ύπερ συμπαθέστατοι οι άνθρωποί της, τρυφερός ο γάμος, όμορφη η παρέα, σύννεφο ο χορός, τέλειο το φαγητό, άψογο το πήγαιν΄ έλα! Δηλαδή, σχεδόν όλα καλά και σχεδόν τέλεια! Το σχεδόν παρεισφρύει γιατί τελικά ο διαθέσιμος χρόνος ήταν πολύ λίγος και η επιστροφή στη ρουτίνα, παρόλο το σύντομο του χρόνου, αποδείχτηκε τελικά λίαν δύσκολη!

Οι απίστευτοι "παρεισφρήσαντες"
καλεσμένοι.κι ακάλεστοι στο γάμο
Σύμβολο της Πορτογαλίας, o Gallo ή κόκκοκας
ή πετεινός
Χαρακτηριστικά: Περήφανος-μαχητικός


Της άξιζε πολύ περισσότερος χρόνος της Λισαβόνας! ΄Εφυγα με κάμποσες ελλείψεις. Αλλά όπως το λέω πάντα, καλύτερα να ΄χεις κάποια κενά ώστε, λόγο να ΄χεις να ξαναπάς... να τα γεμίσεις!


Πασχαλίτσα Πορτογαλίας -παράδοξη-
στο χρώμα της άμμου!!!


Καλώς σας βρίσκω!
Δεν ξέρω τι να σας πρωτογράψω! Σίγουρο το πως θέλω να σας γράψω για τη Λισαβόνα. Απ΄την άλλη όμως, μια μικρούλα τυχαία μα πολύ συγκινητική ανακάλυψη και μια μικρή παλιά  ιστορία απ΄τα χείλη της νενές μου, με γαργαλάνε τα μάλα και υπερβαίνουν την Λισαβόνα και τα διάφορα! Μένουν λοιπόν, τα παλιά...

Η ιστορία 
Αλώπηξ και καρκίνος

Αν σας κάνει εντύπωση ο τίτλος, το καταλαβαίνω απόλυτα. Λέξεις της καθαρεύουσας, λέξεις πομπώδεις και δη βγαλμένες απ΄το στόμα της γιαγιάς μου, ακατανόητο! ΄Οσο κι αν είμαι -λόγω ηλικίας- της καθαρεύουσας και της απλής καθαρεύουσας ποτέ δεν κατάλαβα πως η γιαγιά μου τις είχε εν χρήσει! Κι ήταν ο μπαμπάς μου εκείνος που πρώτος μου εξήγησε -πολύ πριν τα βιβλία- πως καρκίνος είναι το καβουράκι και αλώπηξ η αλεπού. Κι ήρθε σχετικά πολύ νωρίς η εξήγηση εξαιτίας της ξαδέρφης μου. Μεγαλύτερή μου -εγώ θα ήμουν τότε 4- κατά 3 χρόνια ήρθε και πολύ περήφανα μου ανακοίνωσε, πως εκείνη γεννήθηκε στα ψαράκια! Τόσο πολύ μου άρεσε η ιδέα, το να γεννηθεί κανείς στα ψαράκια, που την υιοθέτησα πάραυτα κι άρχισα να τριγυρίζω και να λέω πως κι εγώ γεννήθηκα στα ψαράκια. Τότε ήταν που ανέλαβε ο μπαμπάς μου! "Βρε μουσίτσα, σταμάτα πια, ψαράκια και ψαράκια! Δεν γεννήθηκες στα ψαράκια εσύ. Στο καβουράκι γεννήθηκες!" και μου εξήγησε πως δεν γεννήιθηκα στους/στα ιχθείς-ψαράκια, αλλά στο/στον καβουράκι-καρκίνος!  Κι ήταν αυτή νομίζω, η πρώτη και καλύτερη επαφή που είχα ποτέ με τα ζώδια!
Στις καλές του με φώναζε μουτίτσα ή κουκούτσι, ή σουσουράδα ή μαϊμού, ακόμα και τσαπερδόνα. 
Στις κακές του, στα νεύρα του, δεν με φώναζε, μάλλον γρύλιζε ένα κοφτό  "Ελένη" και κοκκάλωνα! Ε, ναι!
Στις καλές του, τον έπαιρνε χαμπάρι όλη η γειτονιά, ειδικά σαν έφτανε το μεσημέρι! (Μας) Σφύριζε, ειδοποίηση ότι φτάνει! Κι είχε ένα δικό του μοναδικό τρόπο να σφυρίζει! Τρόπος αναγνωρίσιμος από όλους κι από μακριά. Σφύριζε γλυκά, καλλιτεχνικά... έναν απόλυτα δικό του σκοπό!

"Κόρη μου, φορές και φορές στο ΄χω επεί πως αχρείαστες ολοσδιόλου είναι οι μεγάλες κουβέντες... Μη λες, κάμε... κάμε μεγάλα, λέγε μικρά... έτσι ήλεγε ο πάππος μου, έτσι κι ο κύρης μου και πατέρας μου, έτσι κι ο κύρης μου ο καλός... Ο πάππος μου, μας το ήλεγε σαν παραμύθι... μας εμάζωνε και μας το ήλεγε, σαν είμαστε παιδιά... κι εμείς εγελούσαμε γιατί μας το ήλεγε και μας το ξαναήλεγε κι ελέγαμε πως δεν εθυμότανε διόλου καλά και για τούτο μας ήλεγε τα ίδια και τα ίδια... είδε κι ας αναπαύεται μ΄όλους τους άλλους... ήκουε δα κι εσύ την ιστορία..."

" Μια φορά κι έναν καιρό, ένας καρκίνος μικρός σαν εξεχύλησε το ρυάκι βρέθηκε στο λειβάδι να ψάχνει και να στραβοπερπατεί δώθε-κει. Την ίδια ώρα, κατά τύχη, μια αλεπού εδιάβαινε και είδενε τον καρκίνο περπατεί στραβά κι αργά-αργά... τον επλησίασε και γελώντας τον περιέπαιξε... "Γιατί μπρε, του είπε, πας τόσο στραβά κι αργά-αργά;  Και για πες... πως πας... προς τα οπίσω ή προς τα εμπρός για προς τα δεξά ή προς τα ζερβά, ξέρεις"; Ο καρκίνος όμως ήτο αργός αλλά όχι ανόητος... και ευθύς της απεκρίθη... "τι σε νοιάζει εσένα... δεν με γνωρίζεις... δεν γνωρίζεις τη φύση μου... είμαι ευγενής κι αξιοπρεπής και τρέχω όταν θέλω... κι από σένα ακόμα κι απ΄όλους τους ομοίους σου τρέχω γρηγορότερα... ακόμα και στοίχημα βάνω με σένα ότι μπορώ να σε ξεπεράσω... αν το δέχεσαι"... "Και γιατί να μην το δέχομαι;" είπενε τότες η αλεπού... "Θέλεις να τρέξωμεν από Σμύρνης εις Αϊδίνιον ή από Μαγνησίας εις Πέργαμον;" " Α όχι", απεκρίθη ο καρκίνος... "ο δρόμος που λέγεις είναι μακρύς κι εγώ είμαι πολύ μικρός... αρκεί να τρέξομε κατά μήκος του λειβαδιού... μέχρι του άκρου αυτού..." . Η αλεπού βεβαίως κόρη μου συμφώνησε γελώντας κι ετοιμάστηκε και πήρε θέση και λέει του καρκίνου "άιντες... έλα δίπλα μου να ξεκινήσωμε στο εμπρός...".  Τότες ήταν που ο καρκίνος ματαμίλησε και της ελέει... "σου χαρίζω και προδρομή αλεπού... κι αν δεν το δεχτείς, τότες δεν καταδέχομαι κι εγώ να παραβγώ μαζί σου..." 

"Τί είναι η προδρομή νενέ;"

"Η προδρομή κόρη μου είναι το χάρισμα που κάνεις στον άλλο να μπει στο δρόμο πριν από εσένα... πως να στο είπω τώρα... να, ή  του χαρίζεις να σταθεί έναν πήχυ πριν από σένα ή τον αφήνεις να ξεκινήσει και μετά ξεκινάς εσύ... κατάλαβές το;" 

"Κατάλαβα νενέ... "

"Τί έλεγα μπρε μου... το ξέχασα..."

"΄Ελεγες πως ο καρκίνος είπε στην αλεπού πως θα της δώσει προδρομή...

"Α... "έστω ... και πόση θα είναι η προδρομή;" του λέει η αλεπού γελώντας... "θα είναι το μάκρος της ουράς σου" της απαντά σοβαρός-σοβαρός ο καρκίνος... "εσύ θα σταθείς μπροστά μου, θα τεντώσεις την ουρά σου κι εγώ θα σταθώ στην άκρη της... κι όταν φωνάξω εμπρός θ΄αρχίσομε το δρόμο..." "Είμαι σύμφωνη καθ΄όλα" είπε η αλεπού κι έστριψε στον καρκίνο τα νώτα της τεντώνοντας την ουρά της... απλώνει τη χηλή του αυτός κι αρπά μαλακά την ουρά της αλεπούς και φωνάζει "εμπρός".... Παρευθύς η αλεπού αρχινά το τρέξιμο και τρέχει όπως δεν είχενε τρέξει ποτές στη ζωή της... επαιζότανε η τιμή της βλέπεις και δεν ήθελε να διακι(ν)δυνέψει το παραμικρό... τρέχει, τρέχει... φτάνει στο ορισμένο σημείο και στρέφεται να ιδεί που είναι ο στραβοπάτης... "Πού είσαι λοιιπόν, καρκίνε; πολύ βραδύνεις πτωχέ... δεν σε βλέπω..."Τί σημαίνει τούτος ο λόγος αλώπηξ; Εσύ είσαι η βραδυκίνητος... Εγώ στέκομαι ακριβώς στο όριον που εβάλαμε... και σε περιμένω προ πολλού..." Η αλεπού ετρελλάθηκε... στρέφει και βλέπει τον καρκίνο να στέκεται πίσω της... δεν πιστεύει στα μάτια της κι αρχινά  να βλαστημά... "ο σατανάς άθλιε καρκίνε σ΄ήφερε εδώ... εσύ αλλού πατείς κι αλλού βαδίζεις... δεν ημπορεί, δεν γίνεται... μόνος σου παλιοχαϊβάνι να με εξεπέρασες... Χτυπά το πόδι, χτυπά την ουρά... "΄Αστα αυτά αλεπού και πλέρωνε..." της ελέει απτόητος ο καρκίνος...  κι η αλώπηξ τι να κάμει... πλερώνει το τίμημα, μαζώνει την ουρά στα σκέλια και φεύγει κατασυγχισμένη..."

"Βλέπεις ο βραδύς ο καρκίνος κόρη μου... δεν είπε, ήκαμε...  και βέβαια ήφταξε πρώτη η αλεπού αλλά όπως ήστρεψε τη μούρη της να ιδεί τον καρκίνο, να τον κοροϊδέψει... μα ήστρεψε κι η ουρά της... κι ήρθε η ουρά κοντύτερα στο όριο... αμ πως... έτσι βρέθηκε ο καρκίνος κοντύτερα στο τέρμινο... μωρέ εκέρδισε και ήτο και ξεκούραστος... η αλεπού τζάμπα ήτρεχε τόση ώρα... και τζάμπα στην ουρά τον ήτρεχε..." 


Καλά σας βράδια
Ε.-

Χωρίς λόγια
Ιδού λοιπόν! Αυτή η μικρή χιλιοειπωμένη ιστορία, δεν είναι καθόλου μα καθόλου καινούργια. Στο μυαλό μου κάπου χωσμένη, είχε χρόνια και καιρούς να φανεί, προχθές όμως την ανακάλυψα στο βιβλίο που βλέπετε στις φωτογραφίες. ΄Ενα βιβλίο που έφερε ένα τρέμουλο στα χέρια μου κι  έκανε τα μάτια μου να δακρύσουν...  Βιβλίο για το δάσκαλο, παιδαγωγικό... Βιβλίο μνήμη, από τον αξέχαστο πολυαγαπημένο τόπο τους... 





Αλώπηξ και καρκίνος
Αυτή είναι η μικρούλα ανακάλυψη που με γύρισε πίσω στα περασμένα! Η ιστοριούλα της γιαγιάς μου με τις περίεργες λέξεις περιλαμβάνεται στο παλιό αυτό βιβλίο από εκείνους τους άλλους όμορφους χαμένους τόπους...