11 Νοεμβρίου 2013

Φάσκελά της που αγαπά... παντρεμένο ή παπά...

Ας το καλό! Γέρασα! ΄Οχι πως δεν έχω άλλες ενδείξεις περί του θέματος, αλλά και με το παραμικρό κλαίω! Δεν κλαίω βέβαια και με λυγμούς αλλά μεταξύ μας, δεν θολώνει απλώς και γυαλίζει το μάτι μου. Τα καταφέρνω κάπως καλύτερα! Και τώρα μόλις, πάλι τα ίδια! Τελειώνει μια εκπομπή στην Τι βι που τη λένε "όλοι μαζί",  κλαίνε αυτοί όλοι μαζί γιατί έχουν τους λόγους τους, κλαίω κι εγώ μαζί τους χωρίς κανένα λόγο. Ευτυχώς κλαίω εκτός Τι βις! 
Κι αν δεν γέρασα, γερνάω! Κι αν δεν γερνάω... Στοοοοοπ! Δεν γερνάω, δεν έχει! ΄Ισως όμως, να μην είναι καλά το "παραμέσα" μου! ΄Ετσι έλεγε η νενέ μου και συνόδευε πάντα αυτό το παραμέσα μ΄ένα βαθύ και μακρόσυρτο... Αχ! Λες κι αυτό το Αχ μπορούσε ν΄αδειάσει το "παραμέσα" της...

"Αχ, μπρε κόρη μου, ώρες-ώρες δεν είναι καλά το παραμέσα μου... και σαν δεν είναι καλά αυτό, τίποτα δεν πάει καλά... σούρνω τα πόδια μου, σούρνω τα χέρια μου... σα να μην έχω δύναμη... σα να παράδωκα... "
" Τί είναι το παραμέσα νενέ; Δεν καταλαβαίνω."
"Πως να στο είπω κόρη μου...  ο άθρωπος έχει το έξω, έχει και το μέσα... έχει και ψυχή ... το παραμέσα δεν είναι η ψυχή γιατί η ψυχή ανήκει στον Κύριο μας... ούτε και η συνείδηση είναι... οι κακοί δεν έχουν συνείδηση αλλιώς δεν θα ήταν κακοί... οι καλοί έχουν γι΄αυτό είναι καλοί... είναι ένα άλλο πράμα το παραμέσα...  οι γραμματιζούμενοι πάντως θα ξέρουν τι είναι αυτό το παραμέσα... εγώ γραμματιζούμενη κόρη μου, δεν είμαι... τα πρώτα γράμματα έμαθα κι αυτά είναι λίγα... δεν μπορώ να σου το δώκω να το καταλάβεις αλλιώς... δεν έχω τις κουβέντες... κοίτα εσύ να τελειώσεις το σχολειό, να κάμεις σπουδές μεγάλες, ν΄ανοίξει το μυαλό σου... και τότενες θα ξέρεις να μιλείς σωστά, θα κατέχεις και το παραμέσα...

"Εγώ θα μάθω και θα σου πω να ξέρεις κι εσύ νενέ. Μη στεναχωριέσαι. Θα ρωτήσω και το δάσκαλο, μετά τις διακοπές. Τώρα πες μου για τους αρραβώνες στα Βουρλά. Μου το υποσχέθηκες. Και θα μου πεις και για τους γάμους."

"Εσένα το μυαλουδάκι σου κοπελούδα μ΄, τρέχει σε γάμους και σ΄αρραβώνες... αμ, το δικό μου θα ΄τρέχει... ΄Αιντε, πιάσε το τεψί... εκωλόκοψα τα κάστανα, άιντε να τα βάνουμε στην πυρά να γίνονται... κι άκουε..."

"Απ΄τον  Πάνω Μαχαλά μέχρι το Παραλλέλι, κυνήγησα μια όμορφη μα κείνη δε με θέλει..." 

"Κοίταε μπρε τι κατέβασε ο καφάς μου... τραγούδι από τα μέρη μας ... ήρεσε του πάππου σου κι εσφύριζε το σκοπό για να με πειράξει ... σα να μου ήλεγε πως Σμυρνιά ήθελε να πάρει... αλλά βλέπεις, πήρε Βουρλιωτίνα... χωρίς χρυσάφι... καλά-καλά χωρίς βρακί, χωρίς τίποτα... "
"Αμ πως, ήθελε χρυσάφι πολύ ο αρραβώνας κόρη μου...  τ΄αρραβωνιάσμα γινόσαντε πριν το γέννος (Χριστούγεννα) και πριν τις ελιές... γινόσαντε συνήθως Οκτώβρη ή Νοέμπρη και Νοέμπρη πριν το λιομάζωμα... τον Αύγουστο και τον Σεπτέμπρη δεν αφήνανε οι σοδειές... σύκα, σταφίδες, τιμές, παζαρέματα, φορτώματα... ο κόσμος είχενε δουλειές με φούντες... σαν όμως επωλούνταν η σοδειά, είχανε παράδες και τότες ορίζανε τους αρραβώνες... ήθελε παρά ο εορτασμός, είχενε έξοδα, χρυσαφικά, δώρα, τραπεζώματα... συνήθως Σάββατο εορταζόντανε... ΄Ηφτανε ο γαμπρός με τους γονέους του, στολισμένοι, στο σπιτικό της νύφης όπου τους περίμενε ολοφώτιστο... όλο το χωριό ήξερε για τον αρραβώνα μα ο αρραβώνας ήτονε κλειστός... μικρή εορτή... μόνο οι δυο φαμίλιες, ο ιερέας, οι ανάδοχοι... φορές-φορές πήγαινε και λίγο σόι, αυτό που έμενε κοντά... το σόι που εβρίσκετο μακριά περίμενε το γάμο... ολάκερο το σόι κι ολάκερο το χωριό παρουσιάζετο στα στέφανα...  στη σάλα επερνούσανε κι εκαθόσαντε γύρω απ΄το μεγάλο τραπέζι... στην πάνω κορφή του τραπεζιού, ήστεκε σε κόκκινο μαντήλι πάνω, ακουμπισμένος δίσκος μεγάλος σκαλιστός, ξύλινος ή αργυρός... κι είχενε μέσα λούλουδα κι ανθοπέταλα... λίγες κουφέτες και πάνω δεμένους με κορδέλα τους δυο χαλκάδες... τις βέρες... πάνω απ΄όλα αναπαυότανε το Βαγγέλιο... χαιρεντιόσαντε, φιλιόσαντε τα συμπεθέρια κι εκαθίζανε... στην κορφή ο ιερέας... όλα όσα κάμαμε στον τόπο μας γινόσαντε σύμφωνα με την πίστη μας κόρη μου... εδώ σαν ήρθαμε ήταν αλλιώς...ας έχει... στα ζερβόδεξά του το ζευγάρι, μετά οι γονέοι τους κι οι υποδέλοιποι... τα λόγια και τα προικώα δεν είχαν θέση... αυτά είχανε κανονιστεί στα λογοστέματα... αρχίναγε ο ιερέας... εδιάβαζε την ευχή, εσταύρωνε τους χαλκάδες και τους ήδινε στους πατεράδες του ζευγαριού... κι οι δυο συμπεθέροι μαζί τους επερνούσαν στο ζευγάρι, το εφιλούσαν, έδιναν την ευχή τους και το λόγο ήπαιρναν οι συμπεθέρες, οι ανάδοχοι, οι μεγάλοι αδερφοί και μετά οι υποδέλοιποι... ορίζανε και τη μέρα για τα στεφανώματα κι ετέλευε ο αρραβώνας... σειρά είχε το τραπέζι και το γλέντι... χαρούμενος κι ευτυχισμένος ήταν ο κύρης της νύφης... μα ΄γω νομίζω πως πιότερο χαρούμενος ήτο ο μεγάλος αδερφός... αν υπήρχε... στον καιρό μας κόρη μου, αν υπήρχαν ανύπαντρες στο σπίτι ο μεγάλος αδερφός δεν επροχώραγε σε γάμο... σαν έβλεπε λοιπόν τις αδερφές του να νοικοκυρεύονται, εχαιρόταν γιατί πλησίαζε η ώρα  η καλή και για κείνον... κι αν είχε και καμιά στο μάτι, χαιρότανε διπλά... Α, όλα κι όλα...  οι χαλκάδες δεν ήτονε ότι κι ότι ... ήτονε καινούργιοι κι αγορασμένοι στη Σμύρνη... κι όχι όπου κι όπου αλλά στου Παπάζογλου... δηλαδής είχενε κι άλλους καλούς τεχνίτες το χρυσάφι αλλά αυτόν ενθυμούμαι τώρα... όμως το σημάδεμα, δαχτυλίδι ήτο... μπορεί όμως κι άλλο χρυσαφικό, αυτό που προσφερότανε στη νύφη ήτονε συνήθως παλιό, καλοδουλεμένο, περασμένο από γενιά σε γενιά... κειμήλιο σεβάσιμο... Ο γαμπρός συνήθως ελάβαινε καλό ρολόι... και μια ζωή το ΄σερνε στην τσέπη... ελάβαινε τσαπράζ, άσπρη καλή πουκαμίσα, κεντισμένο γελέκο, ζωνάρι φαρδύ, μάλλινο ή μεταξένιο... θα τα εφορούσε σαν επήγαινε επίσκεψη στου πεθερού και στα στέφανα... Κυριακές πήγαινε στου πεθερού... κι ήβλεπε τη νύφη από μακρά και λίγο... η κυρά νύφη ελάβαινε το καλό-καλό δαχτυλίδι, σίγουρα μια λίρα... μπορεί και πεντόλιρο... σκουλαρίκια, βραχιόλια, σταυρουλάκι ή άλλο κρεμαστό του λαιμού... ελάβαινε κι ενδύματα και πασούμια... φορές-φορές αντί όλ΄ αυτά εμάζωνε κάμποσες λιρίτσες για την καλή αρχή... οι συμπεθέρες εφεύγανε με κάνα φόρεμα ή παρασόλια, οι συμπέθεροι με πουκαμίσες... οι υποδέλοιποι εφεύγανε με διάφορα φιλέματα μικρά ή μεγάλα... αυτά τα εκάμανε όσοι είχανε πολλούς παράδες... όσοι είχανε λιγότερους προσφέρανε λιγότερα... πιο ταπεινά... μα η χαρά ήτονε το ίδιο μεγάλη για έχοντες και μη έχοντες... Ε, μετά το ευχομάνι, επίνανε τη σουμάδα τους κι εκουβεντιάζανε χαρούμενα μέχρις να καθίσουνε στο τραπέζι... κι εκεί σ΄έχω, να ειδείς ομορφιές... λαλαδιές και τσακαρμάδες, γιαπράκια, λαχανοντολμάδες... και...   "
 
"Μπρε, τώρα που το θυμούμαι... έχω πει σου γιατί και πως επροκόψανε και γίνανε μεγάλοι και τρανοί οι Γραικοί, στον τόπο μας; Λοιπόν άκου... οι ξένοι ελέγανε πως, τόσο έξυπνοι και καπάτσοι, σαν τους Γραικούς, άλλοι δεν ήσαντε... τους είχε κάμει ξύπνιους η πείνα ή η χρεία, ποιος ξέρει... ελέγανε πάντως -κι ήτονε αλήθεια- πως ο Γραικός ήφτανε φτωχός, ξεβράκωτος...  ήμπαινε όμως αμέσως στη δουλειά... αν είχενε καμιά γνωριμιά, κάνα φίλο ή κάνα συγγενή ντουγρού πήγαινε σ΄αυτούς... κι εβοηθιότανε... γι΄αρχή, σίγουρα θα τον κονέβγανε... μετά, με το κατά δύναμη του καθενός αρχίναε... αν δεν είχενε όμως στήριγμα, πήγαινε όπου να ΄ναι... του ΄καμε δεν του ΄καμε το γιατάκι, η δουλειά ή ο εφέντης... δεν εδιάλεγε και δεν εμίλαγε... μόνο εστρωνότανε γερά... δεν εφοβότανε τη δουλειά... μωρ, σα σκύλος εδούλευγε.... γιοκ παράπονα, γιοκ τσιριμόνιες... ήτρεχε, εμάθαινε την πραμάτεια, τ΄αλισβερίσι, τη μηχανή, την αγορά, τους εμπόρους, τη φορτωτική, το συμβόλαιο... γρήγορα ήξερε πολλά... εκουμαντάριζε τα δύσκολα... γινόταν χρειαζούμενος στον εφέντη, το δεξί του χέρι... ήφερνε τα όλα βόλτα, εγύριζε κι εμύριζε... αυτή ήτο η εξυπνάδα του... εμάζευε με το μάζι, εμάζευε και τον κόπο του... και με τους παράδες του αργότερα, ήβανε μπρος τη δική του φάμπρικα... μα γης, μα κι όπως ήξερε όλα τα κόλπα, σύντομα επρόκοβε κι εγινόντανε καλύτερος από τα αφεντικά του... αυτό ήτονε το μυστικό τους κόρη μου... η πολλή δουλειά, το καλό κουμάντο και τ΄ανοιχτό μάτι ...αμ, πως... και γινήκανε νοικοκύρηδες κόρη μου... ακόμη και οι ψαράδες... Αμέ γιατί νομίζεις ότι μας αφήσανε να χαθούμε τότες - κακό χρόνο να ΄χουνε για γάλλοι, ολλαντέζοι, γερμανοί κι οβραίοι ... όλοι τους... μας εζηλέψανε βαθιά κόρη μου... πιότερο κι απ΄τους ντόπιους... χορεύανε σαν επνιγόμαστε... γελούσανε σαν πεθαίναμε... τρώγανε κι επίνανε σαν καιγόμαστε... κακό χρόνο να ΄χουνε... κακό... πάλι κάκιωσα... ανάθεμά τους... γριά γυναίκα και να με κάνουν να καταριέμαι... μη μ΄ακούς κόρη μου... μη μ΄ακούς... άιντε και βγάλε το τεψί απ΄τη φωτιά... επάψανε να σφυρίζουνε... μοσχοβολάνε τ΄άτιμα... δίπλωσ΄τα στο πεσκιράκι σου, σπάστα με τα δαχτύλια σου... και τρώγε... να φάγω κι εγώ να στείλω το φαρμάκι κάτω... να σταματήσω και τις κατάρες, νύχτα ώρα... "

"Πολύ σπέσιαλ νενέ, πολύ σπέσιαλ τα κάστανα!"

"Τί είν΄αυτό το σπέσιαλ που μου τσαμπουνάς μπρε; Τι πάει να πει σπέσιαλ;"
"΄Ετσι λέμε εμείς νενέ, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι είναι πολύ πολύ καλό!"

"Μάλιστα, σπέσιαλ... σπέσιαλ τα κάστανα κόρη μου ... καλά το λέω;"
"Ναι νενέ μου, καλά το λες!"

"΄Αιντε μουρλό-βουρλιωτάκι..."
"Νενέ, λέγε τώρα τί είναι η σουμάδα;"

"Λοιπόν... ο αρραβώνας αλλιώς λεγόταν σουμάδ΄ ή σουμάδεμαν, που πάει να πει σημάδι... τα δαχτυλίδια του αρραβώνα ήτονε το σημάδι... είχανε δηλαδή σημαδέψει ποιος νιος θα στεφανωθεί ποια θυγατέρα... άλλοι έλεγαν τον αρραβώνα μικροστεφάνωμα... και δεν χαλνούσε ο αρραβώνας σχεδόν ποτέ ... ήτο μεγάλη ντροπή... για να χαλάσει ήπρεπε να μεσολαβήσει φυλακή, φονικό ή το μεγάλο κακό αλλιώς χάλασμα δεν γινόταν... όχι όπως σήμερα... 
το ποτό που εσερβίραμε στο σημάδι, ήταν η σουμάδα... αρραβώνας χωρίς σουμάδα δεν λογίζονταν αρραβώνας... ένα ποτό ροσόλι ήτο... αμύγδαλα και πικραμύγδαλα κοπανισμένα, με ροδόνερο και ζάχαρη..."

"Νενέ, στη Σμύρνη την αγοράζατε;"

"Ποιά αγοράζαμε στη Σμύρνη, τη σουμάδα; ΄Οχι κόρη μου τη σουμάδα δεν την αγοράζαμε... την εφτιάχναμε στο σπίτι... εύκολο πράμα ήτο... ασπρίζαμε τ΄αμύγδαλα και τα πικραμύγδαλα... τα κοπανίζαμε γερά-γερά στο γουδί... τα κάναμε χυλό βάνοντάς τους νερό... βάναμε στον τέντζερη το ψιλό σουρωτήρι ... κι απάνω τού βάναμε  ένα κομμάτι τουλουπάνι κι εσουρώναμε το χυλό... εβγάναμε το τουλουπάνι κι εκρατούσαμε τ΄αποκάτω τ΄απόσταγμα... μετά του βάναμε αρκετό νερό, λίγο ροδόνερο και  κάμποση ζάχαρη...  εβράζαμε μέχρις ότου γινότανε ροσόλι... ύστερις, στον αρραβώνα δηλαδή, το αραιώναμε βάνοντάς του δροσερό νερό κι ολίγη κανέλλα... οινοπνεύματα και τέτοια δεν είχενε η σουμάδα... δεν ήτονε πιοτί ... τη φιλεύαμε για να φέρει ευτυχία και πολλά παιδιά και μετά στο τραπέζι, εκερνούσαμε κρασί... άιντε... και στους αρραβώνες σου θα σου φκιάξω εγώ μια σουμάδα σπέσιαλ ... να γλύφεις τα δαχτύλια σου... αν ζω ακόμα... σμυρνέικη σουμάδα, σπιτική και σπέσιαλ ... καλά το είπα αυτό το τελευταίο μπρε;"

"Καλά το είπες νενέ μου..." 

Καλά σας βράδια

Ε.-


Στους αρραβώνες μου, έλειπες νενέ... 
κι έλειψε κι η σουμάδα... 
έλειψαν κι έλειπαν, πολλοι και πολλά...
όμως από δικό μου λάθος...





5 Νοεμβρίου 2013

Της καλομάνας το παιδί το πρώτο είναι κορίτσι...




Μπρρρρρ... Νοέμβρης! Με φόρα μάς μπήκε ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου! Από 
 θερμοκρασίες πάμε δράμα κι από την πρώτη του, βρέχει. ΄Ασε τον αέρα! Δεν παραπονιέμαι όμως γιατί  μέχρι προχθές, έξω τρώγαμε και πίναμε τα βράδια! Και καπνίζαμε! Κοινώς, συμμαζεμό δεν είχαμε και το μυαλό μας στο γυρίσι! Γλυκός ο καιρός και οι κοντινές βόλτες που έκοψα σκέτη κι ανέλπιστη ευχαρίστηση. Tο Στρασβούργο ένα όνειρο, αλλά και το χωριό της πορσελάνης μια κούκλα(βλ.παρακάτω)!
Από προχθές όμως -τα κεφάλια και όχι μόνο- μέσα για τα καλά.



Κι ούτε θα παραπονεθώ. Απλώς σχολιάζω. Βλέπεις, ο προηγούμενός του, σχεδόν φωτεινός, σχεδόν στεγνός και σχεδόν ζεστός μάς κανάκεψε τα μάλα! Κι η φύση ένα γύρω, όνειρο σε τόνο κόκκινου κίτρινου χρυσού! Θα ήταν αχαριστία να μην του το αναγνωρίσω πως ήταν εξαιρετικός!  Αλήθεια, ήταν κάτι, σαν ο Οκτώβρης να τα είχε βάλει με τον  Σεπτέμβρη κι ήθελε να βγει πριν απ΄αυτόν, πρώτος και καλύτερος!
Μας κακοσυνήθισε όμως και μας κακόμαθε κι άντε να δω πως θα μπούμε ξανά στη βαρειά χειμωνιάτικη ρουτίνα. Μια ρουτίνα με άλλες, τις δικές της άλλες ομορφιές...

Με τέτοιο αέρα και τέτοια βροχή απόψε, το βραδινό μου δεν μπορεί παρά να είναι  χειμωνιάτικο και μάλιστα το πιο αγαπημένο μου! Μάσαλα τσάι, παξιμαδάκια, ελιές θρούμπες, φέτα και φρέσκο βούτυρο!

"Κόρη μου, έχω μόνο τσάι γι΄απόψε ... εξέμεινες εδώ κι εγώ έχω μονάχα τσάι και παξιμάδι να σε φιλέψω ... και να σε χορτάσω..."
"Νενέ μου, νενέ μου... σαν το τσάι σου δεν υπάρχει άλλο στον κόσμο! Και σαν τα κουκιά σου! Αφού το ξέρεις!" 

 " Είσαι συ μια γαλίφω... σιγά να μη δεν υπάρχει σαν το τσάι μου άλλο στον κόσμο...  μπρε ξέρεις πως έτσι ήρεσε και στον παππού σου; ... χειμώνα καιρό μου το εζήταε κι εκείνος συχνά-πυκνά... φορές-φορές τού έλεγα "φάε κάτιτις να σε πιάσει" μα εκείνος επίμενε ... το ΄καμα και το επίναμε συντροφιά... με τα παιδιά να κοιμούνται χορτάτα, μόνο που εκείνος... αχ... σαν το ήπινε εσταμάταε να μιλάει... εγυάλιζαν τα μάτια του σαν τα κάρβουνα, τον ήβλεπα... εθλιβότανε κι αυτό γιατί εθυμότανε... εθυμότανε τα πίσω, τον άλλο τόπο... εκείνο τον όμορφο τόπο μας...   άιντες μπρε... πάλι στενοχωρία με ήπιασε... άιντες, κάμε το καλό τώρα και πετάξου μέχρι τον κυρ-Γιάννη... πάλι καλά που απόψε δεν βρέχει... στάσου μπρε να σου δώκω λεφτά... ελιές και τυρί θερμιώτικο πε του... πάρε και βούτυρο... απ΄τον καλό... μερικά δράμια μοναχά για σένα ... σκοτείνιασε... τι ώρα να ΄ναι άραγε... αν δεν ιδείς φως στο μαγαζί χτύπα στο πορτί... στο πάνω  σιδηρόφυλλο... πε του πρώτα απ΄όξω γνώρισμα ποια είσαι και μετά πε του τι θέλεις... σε ξέρει καλά και θα σου δώκει τα ζητούμενα... αν έχει πάρε και κάνα κάστανο... να μυρίσει ο τόπος... και πως τ΄αγαπώ τ΄άτιμα...   καλά να ΄ναι ο κύρης σου που μου ΄στειλε πάλι το κουμάντο μου... στάσου... αν είναι λίγος ο παράς, πε του να σου κάνει μια νύχτα βερεσέ... πε του μπρε πως εγώ θα του δώκω τα υπόλοιπα αύριο το πρωί... χύσου αστραπή... μια γωνιά είναι μα θα σ΄έχω ένοια... χάιντε...ανάβω το γκαζερικό και βάνω τον τέντζερη... σε 2 ανάσες να ΄σαι πίσω, ακούς; "
"Απ΄τ΄άλλα έχεις νενέ;"
"Τ΄άλλα τα ΄χω τα... χειμώνιασε κόρη μου... άμε... και βάνω το νερό..."

"Κόπιασε κόρη μου..."
"΄Ετσι εκαθόμαστε και στον τόπο μας... ήβρεχε κι εφύσανε... όλοι μας ένα γύρω... ένας, δυο στην κασέλα... ένας, δυο χάμω στις μαξιλάρες... η νενέ κι ο πάππος πλάι στη στια... η αννέ κι ο κύρης ακουμπισμένοι στο τραπέζι... μάσαλα τσάι το ήλεγε ο πάππος μου... ο τέντζερης εκοχλάκανε... ανακάτωνε η νενέ μου... στον τέντζερη το εβάναμε αμέ, γιατί ήμαστον μπόλικοι... δεν μας ήφτανε ο τζεζβές... εμοσχοβόλαε ο τόπος τσάι... μοσχοκάρφι και κανέλλα... άμα έτσι το επίναμε εμείς... με κάμποσα μοσχοκάρφια κι ένα ξύλο κανέλλας...μωρέ πιο μοσχομυριστή από κείνη της Σμύρνης δεν ήβρηκα και δεν εμύρισα ποτέ μου μετά... και πόσο μας ήρεσε... ν΄αγοράζουμε τα πιπέρια μας και τα μπαχάρια μας στη μεγάλη της  αγορά... γιορτή το είχαμε τον πηγαιμό στη Σμύρνη... δεν ήταν αγορά εκείνη... ένα πλούτος ήτο... όλοι το ελέγανε κι όλοι την εζηλεύγανε... δεν υπήρχανε πιο ζωντανά μπαχάρια, πιο μυρωδάτα πιπέρια απ΄τα δικά της... μια πρέζα από το κάτιτις ήβανες κι ήλλαζε το φαΐ... ήλλαζε και το τατλί... Κανέλλα εβάναμε στο τσάι μας... ήφερνες το φιντσάν στο στόμα σου κι αναγάλλιαζε η καρδιά σου... μοσχοκάρφια βάναμε και  σε πήγαινε το άρωμά τους στα πέρατα του κόσμου και του ντουνιά... τώρα σαν το μυρίζω... όσο κι αν δεν εμυρίζει όπως τότες,  η καρδιά μου δεν με εταξιδεύει... μόνο βαλαντώνει... δε με πάει πια στ΄όνειρο, δε με γυρίζει στο ντουνιά μόνο κλαίει... μόνο χρόνια πίσω με γυρίζει... κει πίσω στον τόπο μας, στα καλά μας, στ΄αγαθά μας και στα μπερεκέτια μας... στη μεγάλη κουζίνα του πατρικού μου, στο μεγάλο τζάκι και στους αγαπημένους μου...   "

"Πιάσε τα παξιμάδια απ΄το φανάρι... να ο βούτυρος... η κακομοίρα η μάνα μου τρεις μπουκουνιές μάς ήλεγε πως πρέπει να κάνουμε την ελιά... μ΄αυτό σαν ήρθαμε εδώ... στον τόπο μας το εσεβόμαστε το φαΐ μας μα δεν το εμετρούσαμε... μόνο σαν ήρθαμε εδώ αρχίσαμε το μέτρημα ... εμετρούσαμε τα ψίχουλα... γιατί φαΐ δεν υπήρχε... Μπρε, φάε την ελιά σου όπως σ΄αρέσει... μ΄ακούς να παραμιλώ και την κάμεις κι εσύ τρεις μπουκουνιές; Καλά είμαστε τώρα... όχι πως τρέχει ο παράς απ΄τις τσέπες μας μόνο καλά είμαστε..."

"Αχ νενέ μου, νενέ μου, ρελαίνομαι! Πιο ωραίο τσάι δεν υπάρχει στον κόσμο! Αλήθεια σού λέω! Να σου φιλήσω τα χεράκια σου! Κι αύριο θα μαγειρέψεις κουκιά, ναι;"

"Μπρε φαΐ που το εζήλεψες! Χάιντε μουρλοβουρλιωτάκι... μωρ΄ και κουκιά να σου κάμω κι ότι θέλεις... γιαχνιστά γιατί μόνο έτσι τα εμαγειρεύγαμε εμείς... δεν είναι δα και σπουδαίο πράμα... και το τσάι... δεν το ήβρηκα εγώ το μυστικό για το τσάι... κάποιος άλλος το ήβρηκε, το είπενε, μαθεύτηκε... το εμάθαμε κι εμείς...μα όποιος κι αν ήτονε αυτός πρέπει να ήτονε μερακλής από τους λίγους... μερακλής σαν τον κύρη σου... χρυσάφι τα χέρια του... ωσάν τα τουρσού


και τις ελιές που κάμει δεν υπάρχουν άλλα...  καλά να ΄ναι πάντα... και δεν με ξεχνάει και ποτές... πάντα έχω απ΄τα καλούδια του  στο σπίτι... την αννέ σου να την ακούς στα φαγιά και στα γλυκά και τον κύρη σου στα μεζεκλίδια... εγέρασα και δεν μπορώ να τα τρώγω όλα πια αλλά σαν τα εδικά του άλλος όχι... μη σου πω πως είναι καλύτερα κι από κείνα του τόπου μας... μα πού τα ήμαθε να τα κάμει όλ΄αυτά; γιατί οι αδερφές του και θειές, αμαρτία ξομολογημένη, παρότι θηλυκά... δεν μπορώ να είπω πως τα μαγεροτσουκαλιάσματά του τα ζηλεύγω...  αυτός δα, 7 χρονώ παιδίο ήτονε σαν ήφυγε με τους εδικούς του... μισοκαμμένοι και κυνηγημένοι κι αυτοί... μυστήριο πως τα κατέχει και τα κάμει... τσίροι, λακέρδες, κολιοί, χαμσί, παστιρμάς, γιαουρλού, εζμέ, τζιγέρια, παστά, τουρσού, λουκάνικα, καπαμάδες... τίποτα δεν του ξεφεύγει... τυριά κάμει, τραχανάδες... χρυσάφι τα χέρια του... Ε μπρε, το΄παμε ε; μπροστοποδιά, κατσαρόλα και τσεμπέρι πάνε αντάμα... την εβλέπεις την αννέ σου... αλί σα δε μαζεύεις το μαλλί... έτσι δα αρχίζει το μαγέρεμα κόρη μου... με το τσεμπέρι..."


"Τσεμπέρια, μπροστοποδιές, νοικοκυριά, κουμάντα και μαγερέματα, εμείς τα εμαθαίναμε από μικρές-μικρές... πότε θα τα εμάθαινες; σαν ήρχετο η ώρα να παντρευτείς; ΄Aσε που ήπρεπε να σε ξέρουνε γι΄άξια γιατί αλλιώς... σιγά μη σου ετύχαινε στεφάνι... ανοικοκύρευτη, μόνο με κάνα παλαβό θα ευρισκόσουνα... Mωρέ και τι δεν ήπρεπε να ξέρουμε... γάμος σήμαινε να κουμαντάρεις σπιτικό και σπιτικό σήμαινε χίλια-μύρια πράματα μαζί... να κρατάς φαμίλια, σήμαινε άλλα τόσα ... το πρώτο χέρι ήσουν μέσα στο σπίτι ... αμ κι απέξω απ΄το σπίτι ήσουν το δεύτερο... κηπουλάκι, μπαχτσές, μποστάνι, της νοικοκυράς μέρη ήτονε... βάλε πως ήπρεπε να είσαι και το δεύτερο χέρι του κυρού σου; ΄Hπρεπε να μπορείς να σταθείς στο ποδάρι του σαν εκείνος δεν εμπόρειε... αυτά κι αυτά εμαθαίναμε εμείς... αυτά μας εκάνανε νύφες άξιες... ήθελες, δεν ήθελες, όλα δαύτα τα εμάθαινες... στα 12 τα ήξερες σχεδόν όλα... είχενες αναθρέψει και κάνα δυο αδέρφια... "

"΄Αιντε και να σε ειδώ νυφούλα... θα ζω άραγες να σε ειδώ, ποιος ξέρει...  μπρε, τα μυαλά σου μαζί σου να τα΄χεις ακούς; να μην μας εφέρεις κάνα παραδόπιστο για κάνα παραδομένο... Ζω δε ζω, εσύ, τα μυαλά σου μαζί σου... αχ--- άλλαξαν οι εποχές κόρη μου... αλλιώς ήταν στον καιρό μου...  είσαι κι όμορφη... πολλοί λεγάμενοι θα σε πλευρίσουν, μόνο να προσέχεις... τότες, ποιος να σε πλευρίσει τότες... για όλα ήτονε ήδη κανονισμένα από τους γονέους σου, για -σαν ήσουνα τυχερή- ήπαιρνες αυτόν που ετυραννούσε την καρδιά σου... πιότερο ήτονε τα κανονισμένα... από μικρή-μικρή σε βάνανε στον τροχό... σαν ήφτανε η προξενήτρα με το προξενιό στο σπίτι ήτονε ήδη αργά... είχενε κανονιστεί το ζήτημα και λόγος ουδείς δεν σου ήπεφτε... το λογοστέσιμο ήτονε συμβόλαιο... κι είχενε γίνει... το προξενιό ήτονε για τους τύπους... μια στιγμή τον ήβλεπες από τα πέρα κι αυτό ήτο... τον εκέρναες κι ένα γλυκό του κουταλιού χωρίς να υψώσεις διόλου το μάτι για να τον καλοειδείς και τέλος... Μπορεί μπρε, να τον είχενες δει κι όξω κάπου - ειδικά άμα ήτο συγχωριανός- μα δεν τον ήξερες... δεν ήξερες πως δρα και πως σκέφτεται... ούτε τις χάρες του, ούτε τα χούγια του ήξερες... ήκουες ότι ελέγετο γι΄αυτόν και τη φαμίλια του κι ήλπιζες να βγει καλός άντρας και καλός πατέρας... Ν΄αφήσουμε την κουβέντα κόρη μου;  Παρωρίσαμε... ήρθ΄ ο πρώτος... χασμουρίζεσαι... "

"Νωρίς είναι ακόμη νενέ μου. Διακοπές έχω, δεν θα ξυπνήσω πρωί. Πες λίγο ακόμη, λίγο, έλα..."

"Τι να σου πω ακόμα κόρη μου... Είχαμε όμορφες συνήθειες στον τόπο μας... όλα ακολουθούσανε το έθιμο, τ΄αντέτι... Και τ΄αντέτι  τότες πρόβλεπε υπακοή στους γονέους... κι αν το λογοστέσιμο μεταξύ γονέων είχενε γίνει χρόνια πριν, πολλά εμένανε ακόμα να γίνουν μέχρι να βγεις την πόρτα του πατρικού σου νύφη... τα  ήθελε τ΄αντέτι και τα ήθελε και με τη σειρά... δεν έκαμε κανείς του κεφαλιού του... Μετά το λογοστέσιμο και την προξενήτρα που ερχότανε για το επίσημο, ερχότανε η μέρα του λόγου... κι ήτο ο λόγος σαν αρραβώνας χωρίς πανηγύρι... στο λόγο ερχόσαντε ο γαμπρός με τους γονέους του και τον παερή του (νονός) μαζί με κάνα δυο ακόμα πολύ στενούς κι αγαπημένους τους συγγενείς κι εζητούσαν το χέρι της κοπέλλας... Συμφωνούσε ο πατέρας της, εδίνανε τα χέρια... το λογοστέσιμο γύριζε σε λογοδόσιμο... κι επαίρναγαν στα ξεχωρίσματα που ήτονε της προίκας τα διάφορα... τόσα δίνω, τόσα παίρνεις... βλέπεις, ηθέλανε να μην έχει διαφορές αργότερα το αντρόγυνο κι εφροντίζανε να τα ξεκαθαρίσουν όσο πιο καλά εγινότανε... Σαν ετέλειωνε το διάφορο, ορίζονταν η μέρα του αρραβώνα κι ύστερα ο γαμπρός κι η νύφη μπορούσαν να μιλήσουν, μόνο που πρώτα πλησίαζαν στα πεθερικά τους και τους εφιλούσαν το χέρι... απόμενε να εορταστεί ο αρραβώνας και μετά έμενε να μπούνε σε σειρά οι προετοιμασίες του γάμου... "


"Κι είχε κι ο αρραβώνας το αντέτι του και σαν ήφτανε η ώρα του...
Μπρε, μπρε, μπρε... τι έχω πάθει με σένα... λιγώνομαι ΄γω να σου μιλώ, λιγώνεσαι ΄συ ν΄ μ΄ακούεις... ΄Aιντε κόρη μου... ώρα ν΄αφήσουμε τους αρραβώνες και να θέσουμε... κι αύριο μέρα του Θεού είναι ... αύριο θα πούμε για τους αρραβώνες... βασιλέψαν για τα καλά τα ματάκια σου... ήρθε κι ο δεύτερος, ήρθε κι ο κουκουλωμένος..."

"΄Εχεις δίκιο νενέ μου, ήρθε κι ο κουκουλωμένος!
Καληνύχτα νενέ..."

"Καληνύχτα κόρη μου... Τατλί ρουγιαλάρ..."

 Καλά σας βράδια

Ε.-

 Αχ νενέ μου, και που ΄σαι! Αχ και να γινόταν και να σε είχα μαζί μου στην Πόλη να ΄βλεπες όλα τα καλά της, να ΄βλεπες και τα τουρσού της! ΄Ασε, τα είδα και δάκρυσαν τα μάτια μου! Θυμήθηκα τον πατερούλη μου και τα δικά του! Δάκρυσαν τα μάτια μου μα μου ΄τρεξαν και τα σάλια!