16 Μαΐου 2014

Δεν ξυπνάει το χωριό... αν δεν κράξει πετεινός







Ο καθένας στο σπίτι του, ο Θεός σε όλα...

΄Εφτιαξε ο καιρός σήμερα. Τόσες μέρες έβρεχε...

Και πέρασε το Πάσχα κι η Λαμπρή, πέρασε και μια βδομάδα ακόμα και μια μισή και κάτι ακόμα και να ΄μαι πίσω πάλι στην οικία του σπιτιού μου. Πολλά έγιναν και κύλησαν στο ενδιάμεσο, αλλά κράτησα τα της αρχής και τα του τέλους τους των απρογραμμάτιστων διακοπών μου!

Κι ήταν η αρχή όμορφη. Πρώτον γιατί στο τελείως έξαφνο βούτηξα ένα αερόπλανο κι εκεί που δεν το περίμενε κανείς -ούτε κι εγώ- την έκανα για τα πάτρια. Μα μου την έδωσε που ΄φυγαν όλοι οι καλοί κι αγαπημένοι κι έμεινα ολότελα μόνη στην ξενητειά! Πώς να γιορτάσεις ολομόναχος το Πάσχα μού λες; Δεύτερον γιατί στα πάτρια θα γιόρταζα επιτέλους Λαμπρή μετά από πολλά χρόνια! Και τρίτον γιατί είδα πάλι όλα αυτά τα όμορφα κι αγαπημένα "πάτρια"! Στο ενδιάμεσο είδα και κάμποσες -αναπόφευκτο- ασχημοσύνες, που προς το παρόν τις αφήνω στην άκρη. Προς το παρόν, είπα! 

΄Αφιξη κι εγκαταλείπω το αεροπλάνο πλήρης ανησυχιών με κυριοτέρα αυτή της συκωταριάς για την μελλούμενη μαγειρίτσα! Αμ πως! Με το κλείσιμο του εισιτηρίου, έφυγε μέιλ με τίτλο "αδερφέ φτάνω", συνημμένο το εισιτήριο και στο κυρίως κείμενο, βεβαίως-βεβαίως, τα χρειαζούμενα για τον λαμπριάτικο τέντζερη! Ο Ελ Βενιζέλ, στη θέση του, σχεδόν άδειος - Μεγάλο Σάββατο γαρ- ο αδερφός μου, στη θέση του κι αυτός και τα χρειαζούμενα εν αναμονή στο σπίτι, σχεδόν έτοιμα! 

Σίγουρα δεν θα είχαμε σπιτικά κόκκινα αβγουλάκια αλλά του εμπορίου, σίγουρα γιοκ σπιτικά κουλουράκια και τσουρέκια σμυρνέικα, ε, να μην έχουμε και μαγειρίτσα; Η γειτονιά άδεια, δίχως κίνηση, θόρυβο, αυτοκίνητα, μού μοιάζει εγκαταλειμμένη. Από προκατάληψη δεν θα πω, πεθαμένη. Μπαίνουμε σπίτι, παρατάω τη βαλίτσα, πετάω τα παπούτσια και τίθεμαι επί του έργου. Σε λίγο το σπίτι μοσχοβολάει "σπίτι"! Σπίτι που δεν στέλνει αρώματα κουζίνας, τσιγαρισμένο κρεμμύδι, ψάρι τηγανητό, βανίλια, κανέλα ή μαχλέπι ή ρίγανη ακόμη κι απορρυπαντικό ή μαλακτικό, σαπούνι, λίγη χλωρίνη βρε αδερφέ, κάτι δεν πάει καλά! Κάτι του λείπει, δεν ζει, δεν γιορτάζει!  Η ώρα περνάει χωρίς να το καταλάβω παρά μόνο τη στιγμή που ο αδερφός μου ρωτάει: "Θα πάμε εκκλησία;". "Εγώ θα πάω!"

Βγαίνω απ΄την κλειδωμένη εξώπορτα στο δρόμο όπου δεν υπάρχει ψυχή. Αναρωτιέμαι αν είναι καλή ιδέα να πάω μόνη μου αλλά δεν το βάζω κάτω. Μετά τα πρώτα βήματα ακούω κάποιες πόρτες που ανοίγουν,  ομιλίες μεγάλων χαμηλόφωνες κι ανυπόμονες παιδικές φωνούλες. Η γειτονιά ζωντανεύει και σαλεύει απαλά. Στο δρόμο, μπρος-πίσω μου, χύνονται σιωπηλές σκιές. Είναι όλοι αυτοί που δεν έφυγαν και που δεν είδα φτάνοντας και που περίμεναν πίσω από τις κλειστές πόρτες να κυλήσει η ώρα και να φτάσει η στιγμή!

Ο αέρας -χωρίς τ΄αυτοκίνητα- μοσχοβολά νεράντζι, μαγειρίτσα και ελαφρώς αρνάκι ψητό!
Περπατάω αργά-αργά απολαμβάνοντας τις στιγμές. Μου λείπουν πολλοί. Η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, η νενέ μου, οι γιοι μου. Αγοράζω λαμπάδα από την παρακείμενη "γύφτισσα" και πλησιάζω στην εκκλησία. Σκέτη απόλαυση οι ανήσυχες σκιές στο σκοτάδι, στιγμές πριν το "Λάβετε φως". Σκέτη απόλαυση οι καμπάνες που τρελαίνονται, το "Χριστός Ανέστη", τα φιλιά που ανταλλάσσει ο κόσμος, οι στρακαστρούκες, τα χρωματιστά πυροτεχνήματα! Μου λείπουν πολλοί!

Χριστός Ανέστη!



"Κόρη μου, καλά ΄ναι όσα λένε οι γραμματιζούμενοι μα πιο καλός ακόμα ο ΄Υψιστος... Αν δεν ήτονε κι αυτός να μας κρατά... σκληρή θα ήτονε η ζωή κι άγριος ο ντουνιάς... ο παππούλης μου ήλεγε πως όπου κι αν είχενε πάει... κι είχενε φτάσει σε κάμποσα μέρη... ολούθε οι αθρώποι επιστέβγανε στο Θεό... ο καθένας βέβαια επίστεβγε στο δικό του Θεό μα όλοι επιστέβγανε κάπου... κι ο διδάσκαλός μας στο σχολειό τα ίδια μάς ήλεγε... ήλεγε πως ο άθρωπος πάντοτε πίστεβγε στους θεούς... και τους εφοβότανε και τους υπηρετούσε... "εκ της αρχαιότητος" έτσι ήλεγε... μας ήλεγε ακόμα πως ο δικός μας Θεός ήτονε ο πιότερα καλύτερος... τώρα γιατί ήτονε ο δικός μας ο καλύτερος δεν το εκατάλαβα ποτέ καλά... κάλλιο να ΄λεγε πως ο Θεός είναι ένας... δηλαδή το ΄λεγε μα το ΄λεγε αλλιώς... μα για όλους-όλους τους αθρώπους ένας είναι βρε άθρωπε... του καθενός ο εδικός του... γραμματιζούμενος ήτονε, αλλιώς ήπρεπε να μας το λέει... ένας χωρίς όνομα... κι άμα ήτονε ένας θα ήντονε όλοι ευχαριστημένοι ... άμα το ελέγανε έτσι οι γραμματιζούμενοι δε θα τσακωνόσαντε αναμετάξυ τους ούτε αυτοί ούτε οι αθρώποι του κόσμου... για όλους ένας είναι ο Θεός... ίδιος για όλους... ε και... ας τον ελατρεύαμε διαφορετικά κι αλλιώτικα κι όπως δύναται ο καθείς..."


"΄Ολοι κι ολούθε τα ίδια λέμε... πως Εκείνος τα ορίζει, πως Εκείνος τα ξέρει όλα, πως Εκείνος  τα κάμει... πως μας εβλέπει και μας εδοκιμάζει μα και πως μας συχωρεί και μας βοηθά... μωρέ άκου που σου λέω... ακόμα κι αυτοί που λένε άλλα... πως δεν υπάρχει, πως δεν ακού και πως δεν θωρεί, σ΄Αυτόν προστρέχουν... όλοι σ΄Αυτόν προστρέχουμε σαν τα ΄βρουμε ζόρικα και σαν γυρίσουν τ΄ανάποδα... σε αρρώστιες τον επαρακαλούμε... σε δυστυχίες τον εφωνάζουμε...  και σαν περνούμε καλά τον εξεχνούμε...  δε σου λέω εγώ να τρέχει ο καθείς συνέχεια στις εκκλησιές και στις εικόνες... έχει και δουλειές ο άθρωπος που τρέχουνε και τον ετρέχουνε και τον εδιαφεντεύουν... για να τα παρατεί και να γονυπετεί μονάχα... πρέπει να ΄χει πολλούς παράδες ή μεγάλη λόλα... άμα έχεις χέρια, πόδια, μάτια και μυαλό και δουλεύουν σωστά... καλά ΄ναι να τον τιμάς με μέτρο... σα τρέχεις συνέχεια είναι σα να Τον κοροϊδεύεις... κι αυτόν και τους αθρώπους...  μα και να τα περιμένεις όλα από κείνον δεν είναι πρέπον... ούτε πολλές-πολλές γονυκλισιές χρειάζονται, ούτε πολλές-πολλές μετάνοιες... μα όχι και καθόλου... πάντως άμα συμπονάς, συγχωράς και δίνεις είναι σαν να επήγες στην εκκλησιά και καλύτερα ακόμα και... φτάνει Του... Τον υπηρέτησες κι είναι ευχαριστημένος... κι είσαι κι εσύ κι αυτός που έλαβε από σε κι ο κόσμος όλος... έχε το Θεό εκεί στα ψηλά κόρη μου... δεν πιάνει χώρο... δε σε ζορίζει, δε σε στεναχωρεί... άλλοι απ΄τα χαμηλά σε στεναχωρούν και σε ζορίζουν... αφ΄ τον να βρίσκεται γιατί βάρδα μην τον χρειαστείς και δεν είναι εκεί...""  

"Σε απαλαίνει ο Θεός κόρη μου... σε κάνει άθρωπο... σου δίνει για να δίνεις... δίνεις για να σου δίνει... αγαπάς για να σ΄αγαπά... σ΄αγαπά για ν΄αγαπάς... συγχωρείς για να σε συγχωρέσει... σε συγχωρεί για να συγχωρείς... ένα πράμα είμαστε με το Θεό... μα Εκείνος είναι απάνω κι εμείς κάτω... το κάτω είναι αλλιώς βλέπεις... άλλες φορές οι κάτω δε δύνανται ή δεν θέλουνε... δύνανται... ε, τότε είναι που θέμε έναν από τα πάνω... για να μας βοηθά... " 
"Κι εγώ σου λέω πως δεν είναι επάνω ... και δεν είναι εκεί για μας...  μα και να μην έχεις κάπου να πιάνεσαι σαν ζορίζεσαι πως γίνεται; ή σαν έρχονται τα πάνω κάτω τί κάμεις; άγριο πράμα να μην υπάρχει άθρωπος να σε συμπονέσει και να σ΄ελεήσει... απελπισία σε πιάνει χωρίς την ελπίδα πως κάποιος θα σε εισακούσει... ως δεν έχεις κάπου να στραφείς... εγώ κόρη μου, ήκουα τον παππούλη μου κι εσκεφτόμουνα πως είχενε δίκιο... δεν ήτρεχε στις εκκλησιές και στα ξωκλήσια μα ήκαμε το σταυρό του... επήγαινε στον Επιτάφιο και την Ανάσταση, στις παρηγόριες και στις κηδείες -εξ΄ από δω- και τις Κυριακές ακολούθανε τους άλλους γιατί έτσι ήπρεπε...έτσι το εζητούσε τότες η ζωή... μα την προσευχή του, ήλεγε, την έκαμε μόνος του... κι έτυχε φορές να τον ειδώ, να σταυροκοπιέται νύχτα στη μέση απ΄το μποστάνι...  σταυροκοπιότανε ως ετέλειωνε ο τρύγος και ως ερίχνανε σκαρί στη θάλασσα... ήτονε παράξενος άθρωπος μα και τον αγαπούσαν κι όλοι... "
"Σαν αφήσαμε πυροκαμένοι και χαροκαμένοι τον τόπο μας... ένας Θεός μάς ήσωσε; μας εβοήθησε; ... πως  να το πω αλλιώς... τον εχρειαζόμαστε το Θεό τότες... κι όλους τους αγίους... ο Θεός έδωκε να ορθοποδήσουμε γιατί αν εσκεφτώ όσα μας εσύρανε οι άθρωποι και οι κείθε μα κι οι δώθε... θα παγώσει το αίμα μου... άθρωποι σου λέει ο άλλος... αν δεν ήτονε ο Θεός, Εκείνος, η ελπίδα... δεν ηξεύρω αν θα εβρίσκαμε το κουράγιο να ζήσουμε... ούτε εκκλησιά τότες, ούτε κερί να του ανάψουμε είχαμε... ούτε καντήλι... μα Εκείνος ήτονε εκεί για μας... κερί και καντήλι λόγιαζα τότες τη λάμπα μας...  καντήλι για Κείνον... κερί και καντήλι για τους χαμένους... ξωκλήσι η παράγκα μας κι Εκείνος, λαμπάδα κι ελπίδα στο μαύρο σκοτάδι μας και στον ξεριζωμό... παιδιά είχανε μείνει ολάρφανα, μανάδες δίχως έστω ένα μονάχα σπλάχνο... φαμίλιες δίχως πατέρα στήριγμα και δίχως χέρια για δουλειά... κι ο ξένος τόπος να σε διώχνει... τί κάμεις τότε; ελπίζεις κόρη μου, ελπίζεις... ο Θεός είναι ελπίδα... "  

"Εδώ που τα λέμε σου ζητά τί; αγάπη, ένα κερί, μια προσευχή... και τις 10 εντολές... τις ξέρεις μπρε τις 10 εντολές;
"- Τις ξέρω γιαγιά."
" Α, μπράβο! Κακές είναι; Τι ΄ναι δα... μη κλέψεις, μη σκοτώσεις, μη ψευδομαρτυρήσεις, μην πατήσεις το στεφάνι σου... τίμα τη μάνα σου και τον πατέρα σου, μη ζηλέψεις το συνάθρωπό σου και τα υπάρχοντά του... κάτσε μια μέρα -Σάββατο- να ξεκουραστείς... ένας Θεός υπάρχει... δεν υπάρχουν πολλοί... μη με ξεχνάς, μην ορκίζεσαι στ΄όνομά μου... ε, δύσκολα είναι αυτά; ... εγώ σου λέω δεν είναι... σωστά και δίκαια είναι... εντάξει, αυτά τα είπε ο δικός μας Θεός... αλλά είμαι σίγουρη πως κι όλοι οι άλλοι θεοί συφωνούνε μαζί του ...

Αχ... είμαστε και πολλοί εδώ κάτω... κι όλο Του εζητούμε...  και που να βρει τον καιρό και που να προλάβει να μας εισακούσει όλους... είναι πολλή η δουλειά γι΄αυτό και ήβρηκε βοηθούς και την εμοιράστηκε... έβανε τους αγίους στο πόδι του και βολευτήκαμε όλοι μας... Εκείνος είναι για τα πανδύσκολα κι οι άγιοι για τα λιανά... γι΄αυτό κι ο καθείς έχει το Θεό μα και τον άγιό του... κι είναι άλλος ο άγιος για σένα κι άλλος για μένα... κι είναι άλλος ο άγιος για τον μπογιατζή κι άλλος για τον αμπελά..... κι είναι άλλος ο άγιος για τη μάνα, άλλος για τη βαρuμένη (εγκυμονούσα), άλλος για τη λεχώνα κι άλλος για το μωρουδέλι... κι είναι πολλοί οι άγιοι μα κι αυτοί ακόμη δεν φτάνουν... για τη μάνα είναι η Παναγιά, για τη βαρuμένη ο ΄Αγιος Τρύφωνας, για το άρρωστο το μωρουδέλι ο ΄Αγιος Θεόδωρος... και τα μάτια έχουν τον άγιο τους... και η κάθε αρρώστια τον εδικό της... "


"Στα Βουρλά μας, τιμούσαμε την Παναγιά, τον ΄Αη Γιώργη, τον ΄Αγιο Τρύφωνα οι αμπελάδες, τον Ταξιάρχη Μιχαήλ οι μπογιατζήδες...  είχαμε εκκλησιά και του ΄Αη Στράτη, προστάτης είναι αυτός όσων είναι στη στράτα, μακριά απ΄τα σπίτια τους... τιμούσαμε και και τον  ΄Αι-Γιάννη και τον ΄Αι-Χαράλαμπο που είναι για την πανούκλα... σ΄αυτόν λένε πως τάζανε οι Σμυρναίοι τάματα σαν η πανούκλα έπεσε στην πόλη τους... είχαμε και ξωκλήσια πολλά... του άι-Λια, του Αρφανού, του ΄Αι-Γιάννη Μπαμπατζάνη (γιάννη); .. και το πιο καλό ήταν τα όμορφα πανηγύρια που στήνονταν στη χάρη τους... εμείς τα παιδιά, τα επεριμέναμε πως και τι... ερχόσαντε οι πραματευτάδες κι οι γυρολόγοι φορτωμένοι θάματα... ένα κόσμο θησαυρούς εφέρνανε... τους εβλέπαμε εμείς τα παιδιά κι εγυάλιζε το μάτι μας...  σβούρες, κουρσούμια, βόλους, ψιμυθεφτές; κουτσούνες, πιάστρες, κορδέλες... κι όλοι μας ελπίζαμε σ΄ένα δώρο... τσαπράζια, χαβάνια, μπομπόνια, ντέφια, τουμπελέκια, τέντζερες, πιατοπότηρα ανάκατα με κλουβιά, παπαγάλους, μαντολάτα, καλέμια, λάμπες, μέλια, κουρούκαρπούς, χτένες, χρωματιστά κιτάπια... λατέρνες και μουσικάντηδες κοντά σε κουνουνάρες, σε νταρί και ψάρια που εψηνόντουσαν στο κάρβουνο... οι Βουρλιώτες εχορέβγανε πολύ... εχορέβγανε την εσπερινή κι ανήμερα... εχόρεβγε ο παπάς κι ο ζαπτιές... εμείς, οι ντόπιοι, οι μουσαφίρηδες, οι ξένοι, οι περατζάρηδες... ηγαπούσανε το χορό οι Βουρλιώτες... μακρινοί χρόνοι... οι νιοί εκοιτούσανε τις κοπελιές... εκείνες εκοιτούσανε στο χώμα κι  εκρυφογελούσανε... όμορφοι χρόνοι τότες κι ευτυχισμένοι...  "

"Σε λίγες μέρες είναι η εορτή σου κοκόνα μου... στα Βουρλά, θα σ΄ονομάτιζαν για Λέγκω για Ελεγκάκι... Ελένη θα σ΄ονομάτιζε μοναχά ο παπάς..." 
"Είναι κι η δική σου γιαγιά..."
"Ναι κόρη μου κι η δική μου... είχα μεγάλη χαρά κάποτες σαν έφτανε η μέρα της εορτής μου... τώρα πια... "
"Γιατί γιαγιά αφού και τώρα γιορτάζεις."
"Εορτάζω κόρη μου αλλά δεν χαίρομαι το ίδιο... τώρα χαίρομαι που εορτάζουν οι εγγόνες μου..."
"Εμένα δεν μ΄αρέσει που γιορτάζω γιαγιά..."
"Γιατί μπρε κόρη μου... χαρά στο σπίτι  φέρνει η εορτή του ονόματος... "
"Δεν μ΄αρέσει που γιορτάζω  με τον Κωνσταντίνο. ΄Ηθελα να γιορτάζω μόνη μου, όπως οι άλλες!"

Καλά σας βράδια
Ε.-

Κανένας άγιος προστάτης των εκλογών; των εκλογέων; υπάρχει; 


Είχα ξεχάσει πόσο γλυκά μοσχοβολούν οι νεραντζιές και πόσο όμορφο είναι ν΄απλώνεις τη μπουγάδα σου στον ήλιο...

Είχα ξεχάσει ακόμα πόσο απλά και σε πόσο απλά πράγματα πίστευε, ζούσε κι άναβε το κερί και το καντήλι της η γιαγιά μου...