30 Οκτωβρίου 2014

Εκεί που σταμάτησε ο χρόνος .... Τα σπίτια που κλαίνε (ΙΙ) ...



ένας αξεπέραστος τόπος...







ένας αξεπέραστος πόνος...



Καλά σας βράδια

Ε.-

23 Οκτωβρίου 2014

Τα σπίτια που κλαίνε...

Δημοπρασία πρώην Ελληνικού χωριού


LEVISI13

Οι μεγαλύτερες ανταλλαγές πληθυσμών στον κόσμο έχουν γίνει στα Βαλκάνια. Κι αυτό κατ’ επανάληψη κυρίως κατά τη δεκαετία μεταξύ του 1913 και 1923. Όταν έγιναν αυτές οι ανταλλαγές η ζητούμενη συμφωνία ήταν να μεταφερθούν ολόκληρα χωριά από μια χώρα σε μια άλλη για λόγους άρνησης των κατοίκων αυτών να ασπαστούν τις φυλλετικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές προτιμήσεις του κράτους.

Μια τέτοια περίπτωση ήταν και το χωριό Λεβίσι, ένα χωριό που βρίσκεται περίπου οκτώ χιλιόμετρα νοτιότερα της Μάκρης στη νοτιοδυτική Τουρκία. Το χωριό αυτό κατοικούνταν κατά το πλείστον από Έλληνες της Ανατολίας μέχρι το 1923 όταν αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν.
Το χωριό Λεβίσι έμεινε έκτοτε άδειο από κατοίκους στο μεγαλύτερο τμήμα του και ως αποτέλεσμα τα περισσότερα κτίσματα κατέρευσαν ή κατέληξαν επικίνδυνα να καταρεύσουν, οπότε δεν μπορούν να είναι κατοικίσημα.

Σήμερα το Υπουργείο Πολιτισμού στην Τουρκία βγάζει το χωριό αυτό στη δημοπρασία αναζητώντας επενδυτή που θα το αναστηλώσει και θα το εκμεταλευτεί τουριστικά.

Όπως προειπώθηκε το Λεβίσι αποτελείται από εκατοντάδες ερειπωμένες κατοικίες και δύο εκκλησίες, που απλώνονται σε μία βουνοπλαγιά. Συχνά, οι τουρίστες που επισκέπτονται το γειτονικό παραθαλάσσιο θέρετρο Φετιγέ (τη Μάκρη) το χρησιμοποιούν ως πάρκινγκ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις Τούρκων αξιωματούχων, το κόστος είναι περίπου 10.5 εκατομμύρια ευρώ και δύο εταιρείες έχουν ήδη δείξει ενδιαφέρον.

Το χωριό Λεβίσι άδειασε οριστικά στις 30 Ιουνίου 1923, με την ανταλλαγή πληθυσμών και τη συνθήκη της Λωζάνης, όταν περίπου 2.000 άμαχοι έφυγαν από την Τουρκία, με πολλούς από αυτούς να καταλήγουν στη Νέα Μάκρη της Αττικής και το χωριό Φαράκλα, στη βόρεια Εύβοια. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία προσπαθεί να βγάλει στο σφυρί το Λεβίσι. Σε παλιότερη δημοπρασία, που δεν είχε αποτέλεσμα, μία ομάδα πολιτών είχε δημιουργήσει στο Facebook σελίδα με τίτλο «Σώστε το Λεβίσι», προτρέποντας οι τυχόν αποκαταστάσεις στο χωριό να γίνουν μελλοντικά σε συντονισμό με αρμόδιους φορείς από την Ελλάδα.

Η δημοπρασία γίνεται στις 23 Οκτωβρίου 2014 και ο πλειοδότης θα αναλάβει την ενοικίαση για 49 χρόνια, με αντάλλαγμα την αποκατάσταση και τουριστική εκμετάλλευση του χωριού. Θα πρέπει να συντηρήσει μεγάλο μέρος του χωριού και να φτιάξει εγκαταστάσεις (ενοικιαζόμενα δωμάτια, καταστήματα, κοινόχρηστα κτίρια) στο ένα τρίτο επί του συνόλου του οικισμού. Επίσης καλείται να χρηματοδοτήσει τη μερική αποκατάσταση και λειτουργία παρακείμενου αρχαιολογικού χώρου, με ευρήματα που χρονολογούνται από το 3.000 π.Χ.






Καλά σας βράδια

Ε.-

Γιαγιά μπορεί να μην τα κατάφερες να τους μισήσεις ποτέ ολοσδιόλου, 
ούτε κι εγώ τους μισώ, 
αλλά ώρες-ώρες, μου ΄ρχεται να τους θανατώσω... 

δεν το αντέχω...



17 Οκτωβρίου 2014

Μικρά Ασία, Ιωνία, ΣΜΥΡΝΗ... αλησμόνητη... Βουρλά αγαπημένα...









Καλά σας βράδια

Ε.-

11 Οκτωβρίου 2014

Τα τρένα που ΄φύγαν... αγάπες μού πήρανε...


Και μετά τον Αύγουστο, ο Σεπτέμβρης!

Θα μου πείτε, σιγά το νέο κι ότι, έχουμε μπει ήδη στον Οκτώβρη κι ότι έχουμε ήδη "φάει" τον μισό. Το ξέρω, αλλά, εμείς εδώ και ειδικά εγώ  συμμαζεμό δεν είχα όσο κι αν η φθινοπωρινή κολεξιόν έχει αρχίσει ήδη τις εμφανίσεις της! Βλέπετε, μας έκανε έναν Σεπτέμβρη σαν Αύγουστο ενώ ο Αύγουστός μας ήταν σχεδόν Νοέμβρης. Οπότε... Οπότε που να μαζευτώ και που να μαζευτούμε και που να συμμαζευτούμε όλοι μας. Μαζεύτηκαν βέβαια κάποιοι υποχρεωτικά, βλ. παιδιά στα σχολειά, μαζεύτηκαν υποχρεωτικά κι όλοι αυτοί που διαθέτουν παιδιά στα σχολειά αλλά οι υπόλοιποι, όπως εγώ δηλαδή που δεν έχω πια τέτοιες υποχρεώσεις, ούτε μαζεύτηκα, ούτε συμμαζεύτηκα, ούτε να γράψω ορέχτηκα, τουλάχιστον μέχρι πριν... από λίγο!

΄Εκοβα που  λέτε τις βόλτες μου εδώ κι εκεί, έριχνα τις ματιές μου εκεί κι εδώ αλλά για γράψιμο μέχρι τις σήμερις, γιοκ διάθεση, γιοκ όρεξη και γιοκ κέντρισμα μέχρι πριν λίγο που χτύπησε το τηλέφωνο. Και να ΄σου, στο βάθος της ανοικτής του γραμμής, να ακούγεται, εκτός από τη φωνή της φιλενάδας μου, ένας ήχος παράξενος! Δεν σ΄ακούω της λέω κι εκείνη ξελαρυγγιάζεται! "Είμαι στο σταθμό. ΄Εφτασα Παρίσι!"...

Ε, λοιπόν ο παράξενος ήχος που σκέπαζε τη φωνή της, δεν ήταν παρά ο ήχος ενός τρένου στο σταθμό! ΄Ηχος μακρινός κι ολότελα ξεχασμένος πια! ΄Εχοντας τον ξεχάσει,  ο αχός αυτός που έφτασε στ΄αφτιά μου μού ΄φερε ξαφνικά στο νου, κεντημένα μαντηλάκια, στρατιώτες, βαλίτσες πάνινες καρό, ακόμα  και καλάθια με κότες. Μου ΄φερε ακόμα στο νου, χωρισμούς και σμιξίματα, ήχους και λησμονημένους στίχους, παλιά τραγούδια, μελαγχολικά ποιήματα και μια διάθεση, κάτι ανάμεσα σε  ρομάντζο και  νοσταλγία! Και,  μνήμες και ξενητειά... 


΄Εχοντας τα ξεχάσει όλα αυτά είχα ξεχάσει και τη γνωριμία μου με το τρένο εκείνο το καλοκαίρι. Πρέπει να ήταν κάπου περίπου στα 10 μου. Αναχώρηση, σταθμός Πελοποννήσου με τη γιαγιά, άφιξη Κόρινθος.

"΄Αντε γιαγιά, σήκω, φεύγουμε! Φεεεεύγουμε, φεύγουμε, φεύγουμε! Θα πάρουμε το τρένο!"

"Ησύχασε βρε σουρτούκω! Πετάς τη σκούφια σου για βόλτα... φουσάδω σαν τη μάνα σου κι εσύ... δεν αφήνεις βόλτα και σοκάκι άμα λάχει... δεν ήρθενε μπρε ακόμα ο κύρης σου. Είπενε να τον επεριμένουμε να χτυπήσει... εκανόνισε λέει να μας επάει εκείνος στο σταθμό... κάθισε εδωνά δίπλα μου...  ωραία θα είναι κοκόνα μου... θα ιδείς τις ξαδερφάδες σου... θα ιδώ κι εγώ την κόρη μου και τις εγγόνες μου... τις επεθύπησα... άκου, ήσυχη να ΄σαι... και ν΄ακούς και να κάμεις ότι σου λένε..."

"Γιαγιά μου, γιαγιά μου, είναι ωραίο το τρένο, πες, ξέρεις; Η Μαίρη λέει πως είναι πολύ ωραίο! Πάει παντού, βλέπεις ανθρώπους πολλούς, περνάς από ωραία μέρη, τρως, πας τουαλέτα!!! Εγώ δεν έχω μπει. Πρώτη φορά θα μπω!"

1891 ΄Εφεσος
"Ωραίο είναι κόρη μου... όμορφο... παράξενο... παράξενο που εφάνη την πρώτη φορά που το είδα... σιδερένιο άλογο μού φάνταξε όταν τ΄αντίκρυσα... εκεί το είδα για πρώτη φορά...  στη Σμύρνη... εμείς το ελέγαμε συρμό, οι φράγκοι τρέν-ο... εδώ σαν ήρθαμε, άλλοι το ΄λεγαν θηρίο, άλλοι καρβουνιάρη... η αλήθεια είναι πως μας  εκαρβούνιζε για τα καλά... κάτω από τις γραμμές του βλέπεις εμέναμε  και θυμούμαι καλά το μαύρο του καπνό να σύρεται στον ουρανό και να μας καπνίζει... εσφύριζε, επερίμενες λίγο, σήκωνες το μάτι και ήβλεπες τον καπνό από μακριά... σειόντανε τα σπίτια σαν επερνούσε από μπρος τους... εσήκωνε τον κόσμο στο πόδι η μπουρού... μα και σαν την ήκουες, εγνώριζες και τι ώρα ήτανε... στη Σμύρνη έσυρε πίσω του ξύλινα κάρα φορτωμένα με κάθε λογής πραμάτεια... έσυρε κάρα φορτωμένα με ζωντανά,  καπνά, βαρέλια με λάδια και κρασί, σακιά με σταφίδα και σύκα...

είδα πως έσυρε και αθρώπους στα βαγκόν κι εθαμπώθηκα... εβγαίνανε από τα βαγκόν άντρηδες με ψηλά καπέλα και μπαστούνια, εβγαίνανε και κυρίες με ομπρελίνια και παρασόλια... και κάποτε εμπήκα κι εγώ...  3, 4 φορές εμπήκα όλες κι όλες... στάσου να ιδείς...  μια επήγαμε όλοι μαζί, στο γάμο της Χρυσάνθης; στη Τρίγλια... μια επήγα με τη νενέ μου για προσκύνημα στης Παναγιάς το σπίτι, στην ΄Εφεσο... 

επήγαμε και μια στη Μανισά... και μία ακόμη στο μεγάλο παζάρι της Μπούρσας... 

- δεν ενθυμούμαι να επήγα αλλού... το θάμαζα το άτιμο που επήαινε κι ήφερνε τόσους αθρώπους μονομιάς... το θάμαζα γιατί επέρναε τα χωριά το ένα μετά το άλλο κι ήφτανε σε πολιτείες μακρινές... μου ήρεσε να βλέπω έξω... ήβλεπα τις πόλεις να περνούν, ήβλεπα στους σταθμούς, τους αθρώπους...  να στέκουν και να περιμένουν κάποιον ή να τρέχουν για να το προλάβουν... τους ήβλεπα να ΄χουν, άλλοτε δάκρυα κι άλλο γέλιο, στα μάτια ... και να κουνάνε το μαντήλι έως ότου να σβήσει το τρένο στο πέρα-πέρα της γραμμής και για μερικές στιγμές ακόμα να τους απομείνει ο αχός του παρηγοριά...  το θυμάμαι και τότε στο ύφιστο κακό που μας ήβρηκε... το είδα να κουβαλά αθρώπους του κόσμου τη δυστυχία... και τη συμπόνοια του Θεού... δεν σώθηκαν όλοι εκείνοι που εκουβάλησε αλλά ήσωσε κάμποσες ψυχές τότες..." 
"΄Ανοιξε μπρε την πόρτα... άιντε... ήρθενε ο κύρης σου... άνοιξες τα μάτια και τ΄αφτιά να...  κι  άλλο πράμα δεν ακούς παρά τσι λολάδες μου... άνοιξε ... "

"Μπαμπά, μπαμπά μου, έτοιμες είμαστε! Πάμε γιαγιά, πάμε, άντε, φεύγουμε, φεύγουμε!"

"Πάψε μπρε το σαματά... σταμάτα να χοροπηδάς... πιάσε το μπογαλάκι μου... πάρε το ματαρά σου (παγούρι) ... και το ψαθί σου μπρε..."

"ΩΩΩΩ!!! Ωραία δεν είναι γιαγιά; Μ΄αρέσει! Κοίτα, έρχεται κόσμος. Θα έρθουν κι άλλοι στο βαγόνι μας; Δεν θέλω! Θα κοιτάμε έξω απ΄το παράθυρο και θα λέμε ιστορίες. Ποιοί θα ΄ρθουνε; Δεν τους ξέρουμε, δεν τους θέλω. Θέλω να είμαστε μόνο οι δυο μας."

"Πάψε, αμάν πια... ηγαβρίασες... θα σε ρωτήσουνε μπρε; όποιος θέλει θα ΄ρθει... έτσι γίνεται... έρχονται, κάθονται... πάνε... ανεβαίνουν... κατεβαίνουν... έτσι γίνεται... κάτσε να σου πω ... έτσι γινόταν και τότες... όχι πως οι χωρικοί άθρωποι επαίρνανε το τρένο μα ετύχαινε μια κυρά της πόλης να κάθεται δίπλα σε μια παρακυρά...οι πλούσιοι το είχανε περί πολλού γιατί αυτοί βλέπεις είχανε τα πολλά... πιο πολύ εβόλευε τους εμπόρους... επήγαινε την πραμάτεια τους γρηγορότερα εκεί που την επεριμένανε... όλα τα επήγαινε παντού... έκαμε ταξίδι για 3 ώρες, έκαμε όμως και για μέρες... "

"Κοίτα γιαγιά, κοίτα! Πριν βλέπαμε μόνο σπίτια! Τώρα βλέπω τη θάλασσα! ΄Ομορφη που είναι!  Λάμπει, δεν έχει καθόλου κύμα!" 
"Ξεκρεμάσου απ΄το παράθυρο μπρε... κάθισε σαν άθρωπος... καλά που δεν έχει άλλους ... θα τους ετρέλαινες μουρλιωτάκι..."

"Να γιαγιά, κάθισα. Πες μου τώρα, όταν πήγες εσύ ταξίδι με το τρένο, πώς ήτανε; Σου άρεσε;"

"Πως να μην μου αρέσει μπρε; ΄Οταν είπενε ο κύρης μου ότι δεν εμπορούσε να μας επάει εκείνος στο προσκύνημα, όπως το λογάριαζε, στο σπίτι της Παναγιάς εκείνο το Δεκαπενταύγουστο μα πως εμπορούσαμε να πάμε με το τρένο δεν επίστεβγα στ΄αφτιά μου... κανείς μας δεν το επίστεβγε... εσυμφωνήσαμε όλοι αμέσως...ο Γιώργης κι ο Μήτσος εχοροπηδούσανε μέρες... το ίδιο βράδυ το είχανε μάθει σ΄όλα τα Βουρλά και στα πέρα χωριά... ούτε ο πάππος μου ήρθενε... επήγαμε στη Σμύρνη, εμπήκαμε στο πρώτο κι εξεκίνησε... φορτωμένο ήτο μέχρι τα μπούνια... σαν και σένα κι εμείς... η χαρά δεν μας άφηνε να καθίσουμε ... τα μούτρα κολλημένα στο παράθυρο... κάναμε όλο το ταξίδι με τα μάτια έξω... δεν εχορταίναμε να βλέπουμε... φτάσαμε μεσημέρι... στενοχωριόμαστε και λίγο γιατί θα ελείπαμε από τα Βουρλά κι από το δικό μας πανηγύρι αλλά ήτονε μεγάλη και η χαρά μας... ξέρεις μπρε πως την είχανε χτίσει Ναξιώτες χτιστάδες; ... αμ πως... για να τους δελεάσει ο Αγάς και να μη χάσει τα άξια χέρια τούς έδωσε την άδεια να φέρουν τις φαμίλιες τους και να χτίσουν κι εκκλησιά δική τους... και την έχτισαν μες τις βουρλιές .. εκεί που ήβρηκε ο βοσκός το κόνισμά της... κι έμοιαζε κι όξω και μέσα με την Αγιά Φωτεινή... τρανό πανηγύρι τής εκάμαμε στα Βουρλά... επαλεύανε οι ταύροι, καβαλούσανε οι νιοί τ΄άλογα κι ετρέχανε... για εμάς ήτο η Οδηγήτρια και σαν ελέγαμε η "Χάρη της " εννοούσαμε τη δική μας Παναγιά, τη Βουρλιωτίνα..." 

"Γιαγιά, κοίτα, εκεί σκάβουν τα χωράφια! Ξέρεις πως θα περάσουμε και πάνω από τον Ισθμό; Περάσαμε και το Πάσχα με το λεωφορείο. Τώρα θα περάσω και με το τρένο!!!"



Παναγιά Καπουλού 1896

"Καλά κάνεις κόρη μου και με σταματάς... σαν αρχίσω, ξεχνώ να σταματήσω... βέβαια και σκάβουν... τα ίδια εβλέπαμε κι εμείς από το τρένο... κάρα γεματά πιστούς, μωρά, γυναίκες, γέροντες... είδα χωριά και χωράφια αλλά άθρωπος δεν εδούλεβγε γιατί ήτο παραμονή της Παναγιάς κι ήσαντε όλοι στα πανηγύρια... μα να σου πω κιόλας... τα τάματα που είδα στο σπίτι της Παναγιάς δεν τα ΄χω ματαδεί παρά μόνο στη Μεγαλόχαρη της Τήνου... σκεπασμένη σαν κι εκείνη, ήτονε κι η Καπουλού... μ΄ασήμια και μαλάματα... έκαμε και θαύματα στους ντόπιους... Κυρά Παναγιά ήπρεπε μα Καρά Παναγιά την ελέγανε εκείνοι... Παναγιά Καπουλού, την ελέγαμε κι εμείς κι αυτοί... βλέπεις το κόρη μου; ακόμη κι η Παναγιά έζησε κοντά μας... στα μέρη μας... αμέ και που αλλού θα μπορούσε να ζήσει... παράδεισος ήτανε τα μέρη μας... στον παράδεισο κι Αυτή, να κλαίει η δόλια το γιο της... αυτή το γιο της κι εμείς τον παράδεισό μας... αχ... και θα τον εκλαίμε όσο ζούμε... εχάθηκαν τα Βουρλά μας... εχαθήκαμε κι εμείς... εβρεθήκαμε να κλαίμε σε ξένο τόπο τον τόπο μας... τον παράδεισό μας... και τους αθρώπους μας..."


"Γιαγιά, κοίτα, κοίτα!!! Πουλάνε σουβλάκια έξω! Να πάρουμε κι εμείς! Δώσε μου λεφτά!" 

"Μπρε αθεόφοβο, κάτσε κάτω... θα φάμε όταν φτάσουμε... μας επεριμένουνε και θα έχουνε κάμει ετοιμασίες... όχι.. κάθισε..."

"΄Οχι! Εγώ, θέλω σουβλάκι! Στο σπίτι θα φάμε άλλα γιαγιά, δώσε μου σε παρακαλώ λεφτά να πάρω"

"΄Οχι, θέλω σουβλάκι!"

"΄Οχι, δεν θέλεις... πάψε... πάει και τελείωσε... και δεν σου δίνω και δεν έχω και δεν θέλεις... κι άσε τα πείσματα και μένα δε με κάνεις καλά... είπα όχι κι είναι όχι..."

"Καλά γιαγιά..."

Σιγά μην τολμούσα να συνεχίσω να ζητάω... :)) 


Καλά σας βράδια

Ε.-


Θυμάμαι γιαγιά το τρένο, τη μπουρού, τις γραμμές κοντά στο σπίτι σου και τη μαμά μου να μου μιλάει κι εκείνη γι΄αυτά. Στην Παναγιά την Καπουλού πήγα περνώντας για την ΄Εφεσο, όχι με τρένο αλλά με αυτοκίνητο και περισσότερο συγχίστηκα παρά θαύμασα όμως ένα κεράκι το άναψα. 


19ος αιώνας

Το τρένο φτάνει στη Σμύρνη και την κατακτά. Απλώνεται στον κοσμοπολίτικο "αέρα" της, της αλλάζει το χαρακτήρα, την όψη, τη ζωή, την κίνηση. Η διάνοιξη των σιδηροδρομικών οδών συμπίπτει με την πρόσχωση της προκυμαίας και η αλλαγή γίνεται ακόμα πιο έντονη.  Ευνοείται η πόλη εμπορικά, οικονομικά και κοινωνικά. Ο κόσμος της, μετακινείται ευκολότερα, τα προϊόντα της φτάνουν παντού γρηγορότερα. Το λιμάνι της, εξυπηρετείται και, εξυπηρετεί ευκολότερα.
Στην αρχή, η πόλη έχει δυο σταθμούς. Ο πρώτος είναι ο σταθμός της γραμμής Σμύρνη-Αϊδίνι και βρίσκεται στα βόρεια της πόλης, στην Πούντα. Ο δεύτερος είναι ο σταθμός του Κασσαμπά, στα νότια, κοντά στη Γέφυρα των Καραβανιών. Το άλλο του όνομα είναι Μπασμαχανέ, όνομα που διατηρεί μέχρι και σήμερα. Η πρώτη γραμμή μπήκε σε λειτουργία το 1864 και ένωνε τη Σμύρνη με τον Κασσαμπά και τη Μαγνησία ενώ παράλληλα περνούσε από τον όμορφο Μπουρνόβα, εξυπηρετώντας τους κατοίκους του. Ο Κασσαμπάς είναι περιοχή της Μαγνησίας, εξου και τ΄όνομα της αγγλικής εταιρίας που κατασκεύασε τη γραμμή (Smyrna-Cassaba Railway Company). Το 1894, αυτή τη φορά μια γαλλική εταιρία έρχεται και αναλαμβάνει τα σιδηροδρομικά έργα, με τη συνδρομή της οθωμανικής αυτοκρατορικής τράπεζας, και επεκτείνει την υπάρχουσα σιδηροδρομική γραμμή μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ.
Οι σιδηροδρομικοί σταθμοί της Σμύρνης έσφυζαν από ζωή και κινητικότητα. ΄Ολες οι εθνικότητες της κοσμοπολίτικης πόλης, χρησιμοποιούσαν το τρένο, είτε για δουλειές, είτε για εκδρομές, είτε για μικρές αποδράσεις στα περίχωρα. Τους Ρωμιούς τους ένωσε με την οικογένεια και στήριξε τις παραδόσεις τους, παραδόσεις που ένωναν και τους ένωναν σ΄όλα τα μεγάλα γεγονότα της ζωής, γάμους, γεννήσεις, θανάτους, μεγάλους εορτασμούς και πανηγύρια. Γι΄αυτό όχι μόνο το έβαλαν εύκολα στη ζωή τους, αλλά το αγάπησαν. Πέρασε γρήγορα  στην καθημερινότητά τους γιατί ένιωσαν πως τους έδινε έναν διαφορετικό αέρα ελευθερίας, προόδου κι ανάπτυξης. Αντιλήφθηκαν πως χάρη στο τρένο, θα ξέφευγαν από τη στασιμότητα  που παρουσίαζε η έλλειψή του. Φυσικά εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στο εμπόριο, που ήταν ένας από τους βασικότερους παράγοντες δράσης και διαβίωσης της πόλης γιατί έδωσε δυναμική ώθηση και ιδιαίτερη ανάπτυξη στις εμπορικές σχέσεις και συναλλαγές και σε κάθε είδους διακινήσεις.