11 Μαΐου 2016

Οι βιολιτζήδες άλλαξαν...μα ο χαβάς ο ίδιος


"ΓΥΡΙΖΕ" ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
 ( Από την ποιητική συλλογή « Η Πολιτεία και η Μοναξιά» )

Το 1908, γι άλλη μια φορά, η Ελλάδα είναι ταπεινωμένη. Μετά την πτώχευση του Τρικούπη και την ήττα του παράλογου ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, οι δανειστές ελέγχουν την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Ίντριγκες, ψέματα, φόροι και χαράτσια. Ο λαός πεινάει. Δεν υπάρχει καμία αισιοδοξία και ο Κωστής Παλαμάς γράφει το ποίημα «Γύριζε». Με δραματικό τρόπο περιγράφει την απόγνωσή του για την κατάντια της χώρας.


105 χρόνια μετά ο ποιητής είναι πιο επίκαιρος από ποτέ.

                                                              Γύριζε



Γύριζε, μη σταθείς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη
ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια
η Αλήθεια τόπο να σταθή για μια στιγμή δε θάβρη.
Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.

Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη
κάθε σπαθί κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.
Από θαμπούς δερβίσηδες και στέρφους μανανταρίνους,
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρήδες! Χαρά στους Αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα
ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.
Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι
και Μαμμωνάδες βάρβαροι και χαύνοι λεβαντίνοι
λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
και οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!


                                                                              Κωστής Παλαμάς


Καλές σας μέρες

Ε.-


7 Μαΐου 2016

Πλούσιος είναι αυτός που δίνει, όχι αυτός που έχει...

Ντρέπομαι, δεν ντρέπομαι, ντρέπομαι, δεν ντρέπομαι, ντρέπομαι, δεν...
Ναι, ντρέπομαι που δεν σας ευχήθηκα για το Πάσχα
ντρέπομαι που εμφανίζομαι κι εξαφανίζομαι και δεν κρατώ το λόγο μου... 
ντρέπομαι που δεν είμαι συνεπής αλλά και δεν ντρέπομαι γιατί μεσολάβησαν τόσα πολλά και διάφορα μα και όλα δικά μου, που αν δεν άφηνα κάποια στην άκρη ακόμα θα ΄τρεχα. Κι όπως καταλάβατε, προτίμησα ν΄αφήσω το μαγαζί και να σας ευχηθώ ετεροχρονισμένα μιας και ήταν το ευκολότερο.

Τώρα λοιπόν που τα πολλά και διάφορα, σχεδόν τακτοποιήθηκαν -έτσι νομίζω- ελπίζω να ξαναγυρίσω στην καλή αρχή. Τότε που κρατούσα το μπακαλικάκι μου ανοιχτό με τα ρολά πάντα πάνω για να μπαίνει ο ήλιος να το ζεσταίνει, το φως να το φωτίζει και τ΄άστρα, το φεγγάρι κι οι αναμνήσεις να φτιάχνουν ονείρατα...

Δεν θα κάτσω τώρα να σας πω όλα τα "διάφορά μου". Θα σας πω μόνο πως πέρασα ένα Πάσχα λίγο περίεργο. Λίγο περίεργο γιατί ενώ θα το γιόρταζα στα πάτρια τελικά δεν... Και πολύ περίεργο γιατί όλα τα πατροπαράδοτα κι όλα τ΄αντέτια, τ΄ακόλουθησα και τα εκτέλεσα λίγο έως πολύ φύρδην-μίγδην κι αντίστροφα κι ανάποδα. Με λίγα λόγια άλλα έλεγαν τ΄αντέτια και τα έθιμα κι άλλα έγραφαν οι μέρες και τα καλεντάρια κι άλλα αντί άλλων έκανα εγώ!!! 

Κι όσο τα ΄κανα ανάποδα άλλο τόσο βέβαια μουρμούριζα, γκρίνιαζα και θυμόμουνα!

Θυμόμουνα...

"- Μπα σε καλό σου... κάτσε κάτω μωρ΄ κόρη μου... άιντε κάτσε να σου πω τις θύμησες και τις ιστορίες της Μεγάλης Γιορτής... 

"- Τα ΄χουμε πει νενέ μου... και τις ιστορίες και τ΄αντέτια..."

""Ναι κόρη μου... τα ΄χουμε πει και τα ΄χουμε ξαναπεί αλλά έχω κι άλλα να σου είπω... μόνο και πρώτα απ΄όλα θα σου ματαειπώ την ιστορία που μου ταράσσει την καρδιά... την ιστορία που μας έδωκε κουράγιο... που μας εβοήθησε ν΄αντέξουμε και να πάρουμε μπρος και να ματαρχίσουμε τη ζωή... γιατί εζούσαμε... εζούσαμε εκεί στον τόπο μας... κι ύστερα επεθάναμε σαν τον εχάσαμε και μετά αναστηθήκαμε χάρη στη Χάρη της... 

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

Όταν σταυρώθηκε ο Χριστός η Παναγιά εκάθονταν στην παρηγοριά... στο τραπέζι δηλαδής που ακολουθεί μετά τις κηδείες... έξω απ΄ δω... και μιας στιγμής επέρασε από ΄κείθε μια καλογριά Καλή όπου την είδε και εσχολίασε... "Ποιος είδε γιο στο σταυρό και μάνα στο τραπέζι...". Η Παναγιά την ήκουσε κι εγύρισε και της είπε... "Σύρε, μάνα Καλή, μήτε να ψάλλεσαι... μήτε να λειτουργιέσαι... Αν κρεμαστώ εγώ, θα κρεμαστούν μανάδες κι αν πνιγώ εγώ, θα πνιγούν κι οι μάνες... Μονάχα κάθομαι στην παρηγοριά για να παρηγορηθούν όλες οι μάνες και οι μανάδες όλες...". Η μάνα Καλή ήφυγε μετανιωμένη, λυπημένη και για τούτο κόρη μου, ενώ υπάρχει Αγιά Καλή δεν λειτουργιέται... τούτη να είναι η παράδοση που ζωντανεύει κάθε Μεγάλη Παρασκευή... κι εζωντάνευε για μας κάθε ημέρα και κάθε ώρα μετά που  εχαθήκαμε κι εβρεθήκαμε εδώ... τούτη να η παράδοση μάς εκράτησε και μας ανάστησε... και δεν εκρεμαστήκαμε... "

"Αχ βρε νενέ, μου ΄ρχεται να κλάψω... κάθε φορά που μου λες αυτή την ιστορία μού ΄ρχεται να κλάψω..."

"Μπα σε καλό σου κόρη μου... πάλι τα ίδια κάμω... πάλι στενάχωρα λέω... σε στεναχώρησα κοκόνα μου ε; ... ε, δεν ήπρεπε... όσο κι αν το ζητά η βδομάδα, δεν ήπρεπε... έλα... θα σου πω άλλα τώρα... κάθισε...

"Να άκουε... την Κυριακή της Τυρινής, σε κάτι χωριά λέει κόρη μου... εκεί κοντά στο χωριό του μεγάλου παλιού εκείνου Δία ...Ολυμπία το λένε... ναι, άκουε... μας το είπενε ένας που ήτο από εκείνα τα μέρη και περαστικός κάποτε από τα μέρη μας τέτοιες μέρες- μας έιπενε λοιπόν πως η φαμίλια μαζεύονταν γύρω από τη στια και το τζάκι όπου εκεί θα εγίνοντο λέει, το ψήσιμο των αβγών... ήπαιρνε λέει η νενέ τη μασ(ι)ά κι ετραβούσε μπόλικη στάχτη και χόβολη όξω από τη μεγάλη φωτιά κι έκαμε μια μεγάλη ζεστή γραμμή... κι απάνω στη ζεστή γραμμή έβανε τ΄αβγά... μελετούσε ένα αβγό για τον καθένανε τους ... αρχίζοντας από τον μεγαλύτερό τους κι ήφτανε ως το μικρότερο... ύστερα επεριμένανε όλοι να "ιδρώσουν" και να σκάσουν τ΄αβγά...  οποιανού τ΄αβγό ξίδρωνε πρώτο... για τούτονε ελέγανε πως ήτο δουλευταράς ... ενώ εκείνουνε τ΄ αβγό που ήσκαγε... εσήμαινε γι΄αυτούς... πως ετούτουνε "εσκάγανε οι οχτροί του από τη ζήλεια και το κακό τους... είδες αντέτια που τα ΄χει ο κάθε τόπος ε κόρη μου; εμ, έτσι εδάς είναι...όπως το λέει κι η παροιμία... κάθε τόπος και αντέτι, κάθε φαμίλια και συνήθειες... μετά  την Τυρινή αρχινά η Σαρακοστή... σημάδι ήτονε τ΄αβγό... ήτονε το τελευταίο άρτυμα... εσφράγιζε τη νηστεία κι έπειτα έρχεται το κόκκινο αβγό της Λαμπρής να την αποσφραγίσει... ζωή βγαίνει απ΄το αβγό κοκόνα μου... γι΄αυτό και το ΄χουμε σημάδι της Λαμπρής... όπως ανασταίνεται και βγαίνει ο Χριστός μας από τον τάφο ξανά στη ζωή... έτσι βγάνει και τ΄αβγό ζωή... "

"κι έχουμε ένα σωρό αντέτια να ενθυμούμαστε και τιμούμε τη Λαμπρή πριν τη Λαμπρή... έχομεν το Σάββατο του Λαζάρου... ξέρεις το πως τα παιδιά εγύριζαν στα σπίτια και ήψελναν την Ανάσταση του Λαζάρου ναι; το ΄χομε πει... τώρα όμως πάει πια ... ξεχάστηκε αυτό τ΄αντέτι... χρόνια έχω ν΄ακούσω τα "Λαζαράκια" στη γειτονιά... που ΄ναι εκείνες οι νοικοκυρές τα φίλευαν με παστέλι και χαλβά, καρύδια κι αμύγδαλα τους τραγουδιστάδες του Λαζάρου... ακόμα και κουλούρια μ΄όψη Λάζαρου τους εφίλεβαν κι αβγά ανήψητα... επαίρνανε τα και τα επήγαιναν στη μάνα τους κι εκείνη τα έβανε μετά στολίδι στα τσουρέκια για στη ζύμη για τα κουλούρια... και μετά έρχεται η Κυριακή των Βαϊων... και πάλι τα παιδιά, μετά τον εκκλησιασμό εγύριζαν τη γειτονιά με καλαθάκια στο χέρι κι ετραγούδιζαν..."Βάγια, βάγια των βαγιών, τρώμε ψάρι και κολιό και την άλλη Κυριακή τρώμε το παχύ τ΄αρνί... πέρα όμως από μας, στον Πόντο και στο Καϊσερί έλεγαν άλλο "Βάι βάι και των Βαγιών, σεν κερκέλ κ'εμέν ωβόν" δηλ. εσύ το κουλούρι κι εγώ το αυγό... και φτου πάλι απ΄την αρχή... να ΄σου κι ήδινε η κάθε νοικοκυρά κουλούρι κι αυγό και κουλούρι... κάπου λέει, πως τα παιδιά κρατούσαν μαζί τους ένα σπάγκο κι εκεί περνούσαν τα κουλούρια που εμάζευαν ... κι ύστερα τα φορούσαν στο λαιμό σαν περιδέραιο... και μόνο τη Μ.Πέμπτη, κάθε οικογένεια ήβαφε με κρεμμυδόφυλλα ή με κόκκινη μπογιά τα αβγά... με τα κρεμμυδόφυλλα βαφόσαντε στο χρώμα του μελιού και της κανέλλας... και τους εβάναμε στολίδια... ξέρεις τώρα δα... τα φυλλαράκια των λουλουδιών τους εκολλούσαμε... όπως το κάμαμε τόσες φορές μαζί κόρη μου...πριν βράσουν στον τέντζερη... κάθε φαμίλια έβανε μέσα σε ένα καλαθάκι τόσα αυγά όσα ήταν οι άθρωποί της κι ακόμα ένα για την Παναγιά και ένα για το ίδιο τους το σπιτικό... μετά έραβαν πάνω στο καλαθάκι ένα πανί όπου έγραφαν το όνομα της οικογένειας και τη Μεγάλη Πέμπτη τα επήγαιναν στην εκκλησία και τα ΄βαναν κάτω από την Αγία Τράπεζα... να διαβαστούν... ύστερις, μετά την Ανάσταση, τα έπαιρναν κι ανήμερα ήτρωγε ο καθένας τ΄αβγό του... τ΄άλλα δυο δηλαδή της Παναγιάς και του σπιτιού, τα ΄βαναν στο εικονοστάσι και τα εφυλούσαν για την τρικυμία γιατρικό...  

"-τι γιατρικό για την τρικυμία γιαγιά; σαν την ντραμαμίνη που είναι για να μην ζαλίζεσαι;"

"΄Οχι μπρε... όταν ήπιανε τρικυμία τα ΄ριχναν στη θάλασσα για να κόψουν την κακή φουρτούνα... όλα τα σπίτια τότες είχανε αθρώπους εδικούς τους, τραβαγιέρηδες στα καράβια... ερίχνανε τ΄αυγά κι εζητούσαν να πάψει το κακό και να γυρίσουν οι δικοί τους σώοι πίσω κοντά τους ξανά γεροί και δυνατοί... μέσα στο καλαθάκι έβαναν ακόμα μικρά πάνινα τσεπαλάκια με στάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, φασόλια, αλεύρι, προζύμι κι αλάτι... κι ότι άλλο ήθελε ο καθείς κι ανάλογα με τη χρεία του... τους διαβασμένους τούτους σπόρους τους ανακάτωναν με τους σπόρους για τη σπορά για το καλό της σοδειάς και τ΄ αλεύρι το ΄ριχναν ολόγυρα έξω και μέσα στο σπίτι για του Θεού την ευλογία... οι γείτονες κι οι συγγενείς έστελναν τσουρέκια κι αβγά πρώτα απ΄όλα σε κείνες τις οικογένειες που τις είχενε έβρει κακό κι ήτονε στα μαύρα... μετά σειρά είχαν οι φτωχές φαμίλιες κι ύστερα υποχρεωτικά ήστελνες κουλούρια και τσουρέκια στις γειτόνισσες... σου ΄στελναν κι αυτές από τα εδικά τους... κι αρχίναγε ύστερα ο μεταλαμπριάτικος ντόρος... κι ήταν ο ίδιος κάθε φορά ... κοκόνα μου, μην το ξεχνάς... ήδινες κατά πρώτα για να δώσεις αλλά ήδινες και για να δείξεις τα καλά σου και τα νοικοκυριά σου... και σου ΄διναν όπως έδωνες κι εσύ... το μετά ήτονε της ποιας και της ποιανής ήτονε τα καλύτερα... αφού τα ΄χες φαωμένα ήξερες... κι αφού ήξερες άρχιζες τα ποιας από τα ποιανής ήταν τα καλύτερα... είχαμε βλέπεις και κάτι να λέμε μετά... θες με τις γειτόνισσες, θες με τις φιληνάδες, έτσι επέρναγε η ώρα κι η κουβέντα μας κακό δεν είχε... όλοι μωρέ, όλοι υποχρεωτικά, συγγενείς και φίλοι ήπρεπε να περάσουν από τα σπίτια των εδικών τους... θες για να τους ειπούν το "Χριστός Ανέστη" θες για να τσουγκρίσουν τα αβγά θες για να ευχηθούν στους νοικοκυραίους... σούρουπο ώρα εφαινόντουσαν γιατί το πρωί δεν τους άφηνε τ΄αρνί... μωρέ ώρες εκράταεν ετούτη η περαντζάδα και τελειωμό δεν είχενε... κι αποτελειωμένος ήσουνα κι αποκαμωμένος ήσουνα σαν ετέλειωνε το σούρτα-φέρτα μα και μέσα στη χαρά ήσουνα... κανένας δε λογάριαζε κόπο και σκοτούρες τη Λαμπρή κόρη μου... "

"Χάιντες πάμε κοκόνα μου... πάμε γιατί μας τρέχουν οι δουλειές... ώρα να βάλουμε τ΄αβγά στο νερό και στ΄αλάτι... Κόκκινη Πέφτη αύριο... 200 θέλει ο κύρης σου να βάψουμε πάλι... 200 καλή του ώρα... Χατζής βλέπεις λέει εγίνηκε και μεσημέρι Σαββάτου ανασταίνει με τα Ιεροσόλυμα... όχι πως δεν θ΄αναστήσει και τα μεσάνυχτα μα το πρώτο αβγό εκείνος το σπάει μεσημέρι... μακάρι να ΄χα κι εγώ την τύχη του και να ΄χω ζήσει το βάσανο, τα Πάθη και την Ανάσταση του Κυρίου στους ΄Αγιους Τόπους, όπως το έζησε εκείνος στους... και κατ΄όπως λέει τότες εδά πίστεψε για τα καλά... τότες επίστεψε στη Χάρη του και στην Ανάστασή του... τώρα πια εγώ δεν προλαβαίνω... και πάλι καλά... φρόντισα και μου ΄φεραν το σάβανό μου από κει... όχι πως μ΄αυτό θα πάω στον παράδεισο μα κάτι είναι κι αυτό για μια γρα σαν και μένα... μακάρι εσύ κοκόνα μου να τα καταφέρεις να πας άμα το θες... και να μ΄ανάψεις ένα κερί εκειδά... να συχωρεθώ..."

"Αμάν βρε γιαγιά! Μην λες τέτοια! Τί σ΄έπιασε πάλι κι άρχισες τα σάβανα και τα συγχωρέματα;"

"Τι να με πιάσει κόρη μου... Μεγάλη Βδομάδα δεν έχουμε; δεν φτάνει αυτό; ... βγάζει άλλο από θλίψη η Μεγάλη Βδομάδα κι άλλο από βροχή η Μεγάλη Παρασκευή..."

-----------

Ακόμα...


Τη Μεγάλη Παρασκευή, από νωρίς μικρές κοπέλες του Κορδελιού (Περαία το έγραψαν οι ΄Ελληνες λόγιοι της Σμύρνης, Καρσίγιακα οι Τούρκοι) βγαίναν στα χωράφια με πανέρια και μάζευαν αγριολούλουδα του επιταφίου. Τα ίδια κορίτσα στόλιζαν τον Επιτάφιο και με άνθη λεμονιάς, με βιόλες και με άλλα λουλούδια των περιβολιώνν. Η περιφορά του Επιταφίου γινότανε το βράδυ κάνοντας τρείς φορές το γύρο της εκκλησίας στην αυλή. Εξω δεν έβγαιναν.

Τον Επιτάφιο τον σήκωναν άντρες ύστερα από πλειοδοτική δημοπρασία. Οσοι έδιναν πιο πολλά στην εκκλησία είχαν το δικαίωμα να κρατήσουν τον Επιτάφιο.Μετά το τέλος της περιφοράς ξανάμπαινα στην εκκλησία , όπου ο παππάς μοίραζε στον κόσμο λουλούδια του Επιταφίου, τα οποία τα φύλαγαν στο εικονοστάσι του σπιτιού και μ΄αυτά θυμιάζανε τα παιδιά όταν αρρώσταιναν.


Κι ακόμα...


Και είναι η Μεγάλη Παρασκευή μέρα αργίας και νηστείας. Ημέρα πένθους. Πολλοί πίνουν ξύδι για την αγάπη του Χριστού, στην Κρήτη μάλιστα βράζουν σαλιγκάρια και πίνουν το ζουμί τους, που είναι σα χολή. Στην Κορώνη δε Βάζουν τίποτα στο στόμα τους. Εκείνη τη μέρα κανένας δεν κάρφωνε: "Μάστορης-ξεμάστορης καρφί δεν εκάρφωνε" γιατί ο γύφτος σταύρωσε με καρφιά το Χριστό.



Κοντά στο μεσημέρι, οι κοπέλες στολίζουν τον Επιτάφιο με λουλούδια, που έχουν στείλει από τα σπίτια. Όλα τα ανοιξιάτικα λουλούδια. Βιολέτες, τριαντάφυλλα, μενεξέδες. Φτιάχνουν στεφάνια και γιρλάντες, ενώ ψέλνουν το μοιρολόγι της Παναγίας. Όλοι προσκυνάνε τον Επιτάφιο και οι γυναίκες και τα παιδιά, "για να τους πιάση η χάρη", περνάνε από κάτω. Το βράδυ γίνεται η περιφορά του Επιταφίου. Σε μερικά μέρη, την ώρα εκείνη, ανάβουν φωτιές και καίνε τον Ιούδα". Οι γυναίκες, στο Μελιγαλά, άναβαν μπροστά στην πόρτα τους από νωρίς κληματόβεργες και όταν ήταν να περάσει ο Επιτάφιος έριχναν στη θράκα μοσχολι'βα-νο και μοσχοβόλαγε ο τόπος. Στις Σέρρες έβαζαν μπροστά στην πόρτα τους, πάνω σε ένα τραπέζι, την εικόνα του Χριστού, στολισμένη με λουλούδια και δίπλα άναβαν κεριά και λιβάνι. Μέσα σε ένα πιάτο είχαν φυτεμένη φακή ή κριθάρι που μόλις είχε αρχίσει να βγαίνει. Παρόμοια φυτά τοποθετούσαν και οι γυναίκες στην αρχαιότητα, στη γιορτή του Άδωνη. Το έθιμο "των Αδώνιδος κήπων". Σε νεκροκρέβατο, τοποθετούσαν το κέρινο ομοίωμα του πρόωρα χαμένου Άδωνη και μέσα σε αγγεία είχαν φυτά που πολύ γρήγορα Βλάσταιναν αλλά και το ίδιο γρήγορα μαραίνονταν, όπως εκείνος και η άνοιξη την οποία εκπροσωπούσε. Στη Μυτιλήνη, άμα τελειώσει η περιφορά, "αρπάζουν" τα λουλούδια, γιατί πιστεύουν πως κλεμμένα έχουν πιο θαυματουργές ιδιότητες. Τα "Χριστολούλουδα" τα φυλάνε για το καλό. Με αυτά γιατρεύουν τον πονοκέφαλο, τα κάνουν φυλαχτά και με αυτά γαληνεύουν τη θάλασσα όσοι ταξιδεύουν. Στην Ύδρα κάνουν το "έθιμο της δέησης". Τα παλικάρια βγάζουν τα παπούτσια και τις κάλτσες και μπαίνουν με τον Επιτάφιο στη θάλασσα. Τον ακουμπάνε στο νερό και ο ' παπάς κάνει δέηση για τους ταξιδεμένους. Στην Αθήνα, σκούπιζαν από νωρίς και κατάβρε¬χαν τους δρόμους για να περάσει ο Επιτάφιος και όταν πλησίαζε, έβγαιναν όλοι στις πόρτες τους με ένα κεραμίδι που είχε κάρβουνο αναμμένο και λιβάνι. Στη Νάξο, δε φιλάνε, εκείνη τη μέρα, γιατί με το φιλί του πρόδωσε ο Ιούδας το Χριστό, δε σφάζουν, για το αίμα του Χριστού, δεν καρφώνουν γιατί καρφώθηκε ο Χριστός, δε γελάνε..



Τα κόκκινα αυγά



Το αυγό, πανάρχαιο σύμβολο της γένεσης του κόσμου, της γέννησης της ζωής, το συναντάμε σε πολλές λατρείες, τόσο πρωτόγονες, όσο και περισσότερο εξελιγμένες. Έχει μέσα του δύναμη ζωική και πίστευαν πως μπορούσε να την μεταδώσει στους ανθρώπους, τα ζώα, τα φυτά. Τα χρωματιστά αυγά και ιδιαίτερα τα κόκκινα μνημονεύονται για γιορταστικούς σκοπούς, στην Κίνα ήδη από τον 5ο αιώνα και στην Αίγυπτο από το 10ο.



Γιατί όμως βάφονται κόκκινα τα αυγά;


Η παράδοση λέει πως: "Όταν είπαν πως αναστήθηκε ο Χριστός, κανείς δεν το πίστευε. Μια γυναίκα, που κρατούσε στο καλάθι της αυγά, φώναξε: "Μπορεί από άσπρα να γίνουν κόκκινα;" Και, ώ του θαύματος έγιναν!"

Μερικοί πιστεύουν ότι τα αυγά βάφονται κόκκινα σε ανάμνηση του αίματος του Χριστού, που χύθηκε για εμάς τους ανθρώπους. Κόκκινο είναι και το χρώμα της χαράς. Χαράς για την Ανάσταση του Χριστού. Είναι παράλληλα όμως και χρώμα αποτρεπτικό. Κόκκινες βελέντζες και κόκκινα μαντίλια κρεμούσαν τη Μεγάλη Πέμπτη στην Καστοριά οι γυναίκες για το καλό. Κόκκινο πανί έβαφαν μαζί με τα αυγά τους στη Μεσημβρία και το κρεμούσαν στο παράθυρο για σαράντα μέρες, για να μην τους πιάνει το μάτι.

Το βάψιμο των αυγών γινόταν τη Μεγάλη Πέμπτη γι αυτό και τη λέγαν Κόκκινη Πέφτη ή Κοκκινοπέφτη. Παλιότερα το συνήθιζαν κι αποβραδίς, πάντοτε όμως τα μεσάνυχτα, με το ξεκίνημα της νέας μέρας. Καινούρια πρέπει να ήταν η κατσαρόλα που θα έβαφαν τα αυγά και ο αριθμός τους ορισμένος και τη μπογιά τη φύλαγαν σαράντα μέρες και δεν την έχυναν, ακόμα και τότε, έξω από το σπίτι. Τα χρώματα για τα αυγά τα έφτιαχναν από διάφορα φυτά. Από κρεμμύδια γινόταν το μελί, από άχυρο ή από φύλλα αμυγδαλιάς το κίτρινο, το ανοικτό κόκκινο από παπαρούνες. Αργότερα τα αγόραζαν, το κόκκινο όμως χρώμα ήταν και είναι πάντα το πιο αγαπημένο.

Το πρώτο αυγό που έβαφαν ήταν της Παναγίας και το έβαζαν στο εικονοστάσι. Με αυτό σταύρωναν τα παιδιά από το κακό το μάτι. Σε μερικά μέρη έβαζαν σε ένα κουτάκι τόσα αυγά όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας και τα πήγαιναν το βράδυ στην εκκλησία, για να διαβαστούν στα 12 Ευαγγέλια. Τα άφηναν κάτω από την Αγία Τράπεζα ως την Ανάσταση και τότε καθεμιά έπαιρνε τα δικά της. Αυτά τα αυγά ήταν "ευαγγελισμένα" και τα τσόφλια τους τα παράχωναν στους κήπους και τις ρίζες των δέντρων για να καρπίσουν. Παρόμοια τύχη είχαν και τα αυγά που έκαναν οι κότες τη Μεγάλη Πέμπτη. Άμα η κότα ήταν μαύρη, ακόμα καλύτερα. Είχαν θαυμαστές ιδιότητες και μπορούσαν να διώξουν κάθε κακό. Τα αυγά τα Μεγαλοπεφτιάτικα περνούσαν τον πονόλαιμο, φύλαγαν το αμπέλι από το χαλάζι, έδιωχναν μακριά το σκαθάρι.

Οι γυναίκες και τα κορίτσια στόλιζαν τα αυγά, τα "έγραφαν", τα "κεντούσαν".
Πάνω στα άσπρα αυγά έγραφαν με λειωμένο κερί ευχές, σχεδίαζαν σκηνές από τη ζωή του Χριστού, πουλιά κ.ά. Έριχναν μετά τα αυγά στην κόκκινη μπογιά και μέχρι να λειώσει το κερί έμεναν τα γράμματα και τα σχέδια άσπρα. Τα "ξομπλωτά" ή "κεντημένα" αυγά, που τα λέγαν στη Μακεδονία και "πέρδικες, μια και συχνά είχαν πάνω τους πουλιά, ή ίσως και γιατί ξεχώριζαν, όπως κι οι πέρδικες, για την ομορφιά τους, θύμιζαν συχνά μικρογραφίες. Το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο.

Αυτά έστελναν δώρο οι αρραβωνιασμένες στο γαμπρό και οι βαφτισιμιές στους νονούς και τις νονές τους, σε όλα τα αγαπημένα πρόσωπα.

Άλλοτε πάλι τα κορίτσια πρόσθεταν στα αυγά φτερά από χρωματιστό χαρτί, ουρά και μύτη από ζυμάρι και τα κρεμούσαν στο ταβάνι, έτοιμα να πετάξουν.

---------------------

ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ 

απόσπασμα από


το βιβλίο της Όλγας Βατίδου «Ρωμνάκια και Παλιά Σμύρνη» είναι μια εξαίρετη μελέτη, Ιστορική & Ηθογραφική, όπου η συγγραφέας με πολύ γλαφυρό τρόπο αφηγείται έθιμα, παραδόσεις και αναμνήσεις από την αλησμόνητη ζωή στην παλιά Σμύρνη. 

Με την ευκαιρία της εορτής του Πάσχα ας θυμηθούμε όλοι μερικά από τα έθιμα της Σμύρνης μέσα από τα μάτια των παιδιών, γιατί τα παιδιά των Ελλήνων της Σμύρνης τα λέγανε Ρωμνάκια... 
Την Κυριακή των Βαγιών παίζανε τα Ρωμνάκια μονάχα με τις ροκάνες. Απαραίτητο και αυτό θρησκευτικό έθιμο, παραμέριζε και αχρήστευε το κάθε παιχνίδι. οι ροκάνες ήτανε ανάλογες και αυτές με την τάξη της κάθε οικογένειας. ροκάνες από τενεκέ και απο ξύλο κοινό. Ροκάνες από κόκκαλο και από ξύλο πολύτιμο. Άλλες με ένα γλωσσίδι και με ένα τροχό, άλλες με δυό, άλλες με τρία και τέσσερα. Υπήρχαν και σκαλισμένες, αληθινά έργα τέχνης, φιαγμένες απ΄τους περίφημους ταλιαδώρους (ξυλογλύπτες) της Σμύρνης. Λογής – λογής σχέδια σημαίες ελληνικές, ελληνικά στέματα, βαγιόκλαδα, βυζαντινοί σταυροί και Δικέφαλοι. Όλα τα ιερά και τα εθνικά μας σύμβολα.

Τις ροκάνες σε άλλα μέρη τις παίζανε στις απόκριες. Στην Ευρώπη τις θεωρούσαν όργανα αποδοκιμασίας. Στην Σμύρνη αποκλειστικά ήτανε έκφραση θρησκευτική. Τα Ρωμνάκια υποδέχονταν, με τη μνήμη, το Ναζωραίο. Καθώς τον υποδέχτηκαν και τα παιδάκια του Ισραήλ, πριν δυό χιλιάδες χρόνια περίπου. Τον υποδέχονταν με ροκάνες. Ο μονότονος ήχος τους συνόδευε ένα τραγούδι, που ανάγγελε με σκοπό τη γιορτή της ημέρας καθώς και το ερχόμενο χαρμόσυνο Πάσχα.

«Βάγιω – Βάγιω τω Βαγιώ τρώμε ψάρι και κολιό και την άλλη Κυριακή τρώμε κόκκινο αυγό» ή «τρώμε το παχύ αρνί» ή «βάζαμε τ΄άσπρο βρακί».

Η τελευταία παραλλαγή προέρχονταν απ΄τη συνήθεια να φοριούνται το Πάσχα, πρώιμο ή όψιμο, τα λευκά ρούχα. Λευκή μάλλινη φορεσιά οι άντρες, άσπρο καπέλλο από κετσέ (καστόρι), άσπρα παπούτσια καστόρινα. Φορούσανε τα παιδιά τα πλατύγυρα από ψάθα καπέλλα τους, που τα λέγανε ναυτικά και οι γυναίκες τα βαρειά λευκά τους φορέματα.

Την επόμενη των Βαγιών, Μεγάλη Δευτέρα, το παίξιμο της ροκάνας το θεωρούσανε πιά μεγάλο αμάρτημα. Ούτε από λάθος δεν έπιαναν τα Ρωμνάκια τη ροκάνα στα χέρια τους. Οι ροκάνες φυλάγονταν στα μπαούλα και στα συρτάρια. Θα ξαναβγαίνανε τον επόμενο χρόνο, πάλι με θρίαμβο για να γιορτράσουνε την είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα.

Πολλές οικογένειες συνείθιζαν να κρεμούν τις ροκάνες στα Εικονίσματα. Εκεί, που κρεμούσαν τους αγιασμούς, τα βαγιόκλαδα, τα στεφάνια του γάμου, τα αυγά των μεταξοσκούληκων και τα βαμμένα αυγά από Ανάστασες περασμένες, που θα γινότανε, με τα χρόνια, ο κρόκος τους κεχριμπάρι. Θρησκευτικές παραδόσεις, που τις υπάκουαν όλοι καθώς σε καθήκοντα.

Τη Μεγάλη Εβδομάδα τα Ρωμνάκια απαγγέλλανε :
Μεγάλη Δευτέρα – μεγάλη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη – ο Χριστός εκρύφτη
Μεγάλη Τετάρτη – ο Χριστός εχάθη
Μεγάλη Πέμπτη – ο Χριστός ευρέθη
Μεγάλη Παρασκευή – ο Χριστός στο καρφί
Μεγάλο Σάββατο – ο Χριστός στο θάνατο
Μεγάλη Κυριακή – μπαμ από δω, μπουμ από κει...

Η απαγόρευση της Αστυνομίας για τα πυροτεχνήματα και τα όπλα δεν είχε για τα Ρωμνάκια σημασία μεγάλη. Πετούσαν τα βαρελόττα μπροστά στους πολίτσιες και τ’ απολάμβαναν, που χορεύανε μέσα στα πόδια τους. Εκείνοι γελούσανε και τα Ρωμνάκια καλλιεργούσανε, πλάι στο έθιμο το θρησκευτικό και τον εθνικό ηρωισμό τους.

Αλλά ας επιστρέψουμε στη Μεγάλη Τρίτη. Τότες που κάθε σπιτικό αγόραζε το αρνάκι του για τη θυσία του Πάσχα. Τα Ρωμνάκια υποδέχονταν τα αρνάκια σαν φίλους και τα παίρναν στην προστασία τους. Η πόλη αμέσως γινόταν ανάστατη. Πρόβατα και παιδιά, παιδιά και πρόβατα. Ο αγέρας εγιόμιζεν από φωνές και βελάσματα, οι ψυχές των παιδιών γιομίζανε από άμιλλα. Ποιό θα χορτάσει το αρνάκι του περισσότερο και ποιό θα το πλύνει και θα το στολίσει καλύτερα.

Τα χόρταιναν με χασίλι (φρέσκο σανό), με τριφύλλι και κοραντί (σταφίδα κορινθιακή). Τα πότιζαν με γαλατιά (νερό με αλεύρι και αλάτι). Τους χρωμάτιζαν τις ράχες με χρώματα χτυπητά. Τους έδεναν με κορδέλλες τα λαιμά και τα κέρατα. Τους περνούσανε γιουλαράκια (χαλινάρια) στο μούτρο και τραχηλίτσες στα στήθια τους. Ήταν οι τραχηλίτσες στολισμένες με φούντες χρωματιστές, μάλλινες, ψηφίδες, κουδουνάκια, ματόχαντρα.

Μα ο μεγαλύτερος πόθος, που είχανε τα Ρωμνάκια ήτανε να γυμνάζουνε το αρνάκι τους στο «ακλούθημα». Η γύμναση ήταν εύκολη και φτηνό το δόλωμα. Δένανε πίσω στη μέση τους ένα δεμάτι χασίλι και το αρνάκι μυρίζοντας την τροφή του ακλούθαγε. Μια μόνο μέρα, δυό το πολύ και το υπάουο ζώο γνώριζε πια τον αφέντη του. Χτυπούσε την κουιρούκα του (την παχειά στρογγυλή ουρά των προβάτων της Καππαδοκίας) στα μερία του επάνω, έσκυφτε το κεφάλι του κοιτούσε τη γη και βέλαζε κλάψικα. Προ πάντων την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής.

- Προαισθάνεται τη σφαγή του. Κλαίει για το Χριστό, λέγανε τα Ρωμνάκια και πονούσαν μαζί μ’ αυτό. Από τον τρόπο που βέλαζε κι από τον τρόπο που χόρευε προβλέπανε και τον καιρό που θα είχαν το Πάσχα.

Μα και η χαρά των αρνιών, έτσι πλούσια και άφθονη, ήταν προνόμιο και πάλι για τις δύο τάξεις μονάχα τη μεσαία και την ανώτερη. Τα πλουσιόπαιδα, όπως είπαμε, δεν βγαίνανε στα λειβάδια, δεν ετσαλάκωναν τα ακριβά τους πλούσια φορέματα. Τα λαμπριάτικα αρνάκια ήταν δεμένα στις πόρτες και στους κήπους των αρχοντόσπιτων.

Το απόγευμα όμως της Μεγάλης Παρασκευής όλα τ’ αρνάκια ανεξαιρέτως δένονταν στις εξώπορτες και τα μάνταλα των παραθύρων, γιατί θα πήγαιναν τα Ρωμνάκια όλα στα Επιτάφια και θα περνούσανε τρεις φορές κάτω απ’ τις καμάρες τους.

Τα Επιτάφια στη Σμύρνη ήταν ωραία ξυλόγλυπτα, αξιόλογης τέχνης εργασμένα απ’ τους Σμυρνιούς ταλιαδώρους, που ήτανε ξακουσμένοι προ πάντων για τα εκκλησιαστικά έργα τους. Έργα περίφημα: τέμπλα, δεσποτικά, παραθρόνια, άμβωνες, προσκυνητάρια και επιτάφια.

Μετά από το γενικό επιτάφιο προσκύνημα, ξημέρωνε με το καλό το Μεγάλο Σάββατο. Αναστάσιμη μέρα. Και εν τούτοις για τα Ρωμνάκια ήταν και μέρα νεκρώσιμη.

Η θυσία του αμνού, το εβραίικο τούτο θρησκευτικό έθιμο, πιο πολύ από παντού διατηρήθηκε στη Μικρασία.

Πρωί του Μεγάλου Σαββάτου η κάθε πόρτα μεταβάλλονταν και σε ένα θυσιαστήριο. Τα αίματα, που αναβλύζανε από πηγές ιερές, κατεβαίνανε, αχνίζανε, βάφανε τα σοκάκια. Τα Ρωμνάκια θρηνούσανε μαζί με τ’ αρνάκια τους. Ήταν η μόνη φορά που τα πλουσιόπαιδα στέκανε απ’ αυτά τυχερότερα. Δεν αντικρύζανε εκείνης της σφαγής το μαρτύριο.

Βγαίνανε οι σφάχτες στους δρόμους απ’ τα χαράματα. Ξυπνούσανε τα Ρωμνάκια απ’ τις φωνές τις μακάβριες: «Αρνιά για σφάξιμο, προβιές για πούλημα». Εκείνες οι προβιές οι πλυμένες με μυρωδιές, οι βαμμένες με χρώματα θα περνούσανε στο εμπόριο. Δεν τις πουλούσανε όμως οι περισσότεροι. Ή τις προσφέρανε σε κάποιο Ίδρυμα Φιλανθρωπικό ή τις αφήνανε για πληρωμή στο ίδιο το σφάχτη.

Αλλά εκείνη η θλίψη του Μεγάλου Σαββάτου δεν ήταν για να κρατήσει, ούτε τη μέρα ολάκερη. Το ίδιο μεταμεσήμερο προετοιμάζονταν τα Ρωμνάκια για την Άγια Ανάσταση. Πυροτεχνήματα, ηλεκτρικά, φισέγκια (ρουκέτες), κολόρια (σπίρτα με φώσφορο σε διάφορα χρώματα). Τη νύχτα θα πέφτανε τ’ αστέρια απ’ τον ουρανό, θα κατεβαίνανε οι κομήτες με τις ουρές τους στη γη, οι τρακατρούκες (κροτίδες, βαρελότα) θα χορεύανε μέσα στα πόδια των Τούρκων.

Όλα αυτά τα αναστάσιμα έθιμα τα συντηρούσανε οι Χριστιανοί στη Μικρασία με πίστη. Τα διασώσανε απ’ τους αιώνες, τα επιβάλλανε σαν αναφαίρετό τους δικαίωμα. Ήταν συνυφασμένα με την Ανάσταση του Χριστού. Και η Ανάσταση του Χριστού συνυφασμένη κι αυτή με μια εθνική ανάσταση....


Καλά σας βράδια

Ε.-


Ελπίζω να αναστήσατε, να τσουγκρίσατε, να ψήσατε, να φάγατε και να ήπιατε
και την Κυριακή να πήγατε τις λαμπάδες σας πίσω στην εκκλησιά
να τις ανάψατε στην ώρα της Αγάπης και να τις αφήσατε εκειδά να καίνε...

έτσι έκανα εγώ με τη νενέ μου...