10 Φεβρουαρίου 2022

Που ΄γραψε ο Θιός ξεβράκωτο... ποτέ βρακί δεν βάζει ... ...


" - Κι εκαθόμασταν κόρη μου... ανημέναμε... ώωωρα πολλή...
Κι ήτανε από εκείνες τις φορές που εκαθόμαστε ωσαααάν τα αγγελούδια...
...ημείς... οι μικρότεροι, μας ήβλεπες... εξεχωρίζαμε από τους μεγαλύτερους... σουσουμίζαμε χωρίς σταματημό... ωσάν να εκαθόμασταν στα κάρβουνα... η χαρά του Καραγκιόζη μας αναστάτωνε...  ήτονε θες ο φόβος της μάνας... να μας στείλει οπίσω κι απ΄εκεί που ΄ρθαμε... ή για κανα χαερέτι ... μόνο αυτό μας εκράταε τα ποδάρια στο χώμα...  μα και μπα...
ανημέναμε, ανημέναμε... εκοιταζόμασταν, εκοιτάζαμε πέρα-δώθε-κείθε... ανυπομονούσαμε...
κι ήρχετο η ώρα κι αρχινούσε η παράσταση... φορές είχε να κάμει με την πατρίδα, φορές με ήρωες, με ακρίτες, φορές με δράκους και θηρία... όμως όλες σχεδόν είχε να κάμει μ΄ ελπίδες και μ΄ονείρατα... έτσι δα να το εκατάλαβα μετά βέβαια...
παιδιά και μεγάλοι ... εγελούσαμε με τον Καραγκιόζη... όλοι εξεκαρδίζονταν...
μα οι μεγαλύτεροι... αυτοί κόρη μου, ανάμεσα στα γέλια και τ΄αστεία... άλλα αναθυμούνταν κι άλλα εξεχώριζαν... αυτοί ήρπασαν τα μισόλογα...
εκείνα τα μισόλογα τα περίεργα που κι αυτά τα εκατάλαβα αργότερα...  μισόλογα για την Πόλη και το Μαρμαρωμένο Βασιλιά... μισόλογα και την άλλη... με τον ΄Αι-Γιώργη που εφόνευε εκείνον το δράκο... τον "αλλόθρησκο κακό"... κι άλλη είχανε να κάμουνε με το Ζάντε του Σιορ Νιόνιου και με το Λεβάντε...

Αμέ σου λέω... σαν  ήφτανε ο Καραγκιοζοπαίχτης στη Σμύρνα ή εκεί στα παραδιπλανά χωριά... γιορτή εθύμιζεν ο τόπος... να σου πω να ξέρεις... σε άλλους ήρεσε και σε άλλους δεν ήρεσε... ήρεσε όμως στους πιο πολλούς... και  Γραικοί κι  Αρμένηδες τον ετιμούσαμε... κάποτε και οι Λεβαντίνοι...

... εμένα μου ήρεσε κόρη μου... κι αντίπροχες που επήγαμε παρέα στο μπερντέ, μου εθύμησε το σπίτι μου, τον τόπο μου... τον κύρη και πατέρα μου, την αννέ μου, τη νενέ μου, τ΄αδερφούδια μου... τσι γείτονες... τα νειάτα μου... κι εκείνα τα πέεερα αντίπερα ζεστά βράδια... 

... με καλό καιρό μονάχα εστηνότανε ο μπερντές... κι είχαμε τότενες νααα δουλειές... όλη τη μέρα, με το φως, βάναμε ζόρι... επαιδευόοοομαστε... αμ πως... ήπρεπε να τις επρολάβουμε ούλες οπότες ύστερις να΄χουμε τα θάρρητα για μια θέση στο μεϊντάνι... εκεί στο έμπα της πλατείας μού ήρεσε να κάθομαι, πλάι στη βρύση μου... εκεί... κάτω απ΄τα πολλά αστέρια ...

...κι οπροχθές, καλά ήτονε... κι εκείνος δα ο καραγκιοζοπαίχτης μάστορας... ε, ναι...  καλόοος... χαλάλι όσα επληρώσαμεν ... 

... μια φορά ενθυμούμαι μόνο, τον πάππο μου να θυμώνει μ΄έναν τέτοιο που δεν τα ήλεγε λέει καλά... εθύμωσε τόσο πολύ που έφυγε... μέρες μετά, ξένο τον ανέβαζε κι άπιστο τον εκατέβαζε... δεν ενθυμούμαι τι εξεστόμισε εκείνος δα ο άνθρωπος κι ήκαμε τον πάππο μου θηρίο... είχε βλέπεις το χούι του... τι να σου λέω... τα ξέρεις... είχενε ταξιδέψει πιότερο από άλλους... και τούτο τον ήκαμε πολύξερο... κι αν δεν εσυμφωνούσε, ε, δεν εσυμφωνούσε...
- Θες μπρε, να σου είπω την ιστορία του γεννησημιού του, έτσι όπως την ήλεγε ο πάππος μου?
- Ναιιι, ναι γιαγιά μου ... ναι...
- 'Ακουε να ειδείς πως εγίνηκε ... Είπαμε το, φτωχός και κακομοίρης ήτονε ο Καραγκιόζης... δουλειές και ματσακωνιές ήκαμε για να θρέφει την οικογένεια... έτσι δε, μια στιγμή που ο φίλος του ο Χατζιαβάτης  που είχενε αναλάβει εργολάβος για να χτίσει το Σαράι του Πασά της Προύσας, μιας κι ο Καραγκιόζης ήτο μαραγκός, τον ήπηρε στα χτίσματα και τον ήβαλε επιστάστη... Ο Πασάς είδενε όμως πως το χτίσμα αργούσε κι εκάλεσε τον Χατζιαβάτη κι τον εφοβέρισε πως θα τον θανατώσει γιατί δεν εσέβετο την όρντα του... πως να πω... το φιρμάνι του, τη διαταγή του!!! Τότες ο κιοτής Χατζιαβάτης είπενε στον Πασά...πως το χτίσμα αργεί και πως φταίχτης ήτο ο Καραγκιόζης που ήλεγε συνεχώς αστεία στους μαστόρους κι ετούτοι μόνο εγελούσαν... Μετά απ΄αυτά... ο Πασάς, εκαλέσε κι εφοβέρισε και τον Καραγκιόζη... Μα τούτος να, ξανά-μανά αστεία... κι ο Πασάς παραθύμωσε και τον εθανάτωσε... αλλού κορμί, αλλού κεφάλι ... τον καφά τού ήκοψε κόρη μου... κι ε να δεις... αργάτες, εργολάβοι, μάστορες και λαός αγανάχτησαν, εξεσηκώθηκαν... είδε κι αποείδε ο Πασάς και για να τους ημερέψει έχτισε ένα ωραίο χτίσμα και τον ήθαψε με τιμές ... τι να το κάμεις ... αμαρτία ήτονε... ως εκ τούτου βαριά αρρώστια έπεσε στο κεφάλι του Πασά κι οι αγάδες του για να τον διασκεδάσουν ήφεραν το Χατζιαβάτη στο Σαράι να  του λέει ιστορίες και χωράτα του Καραγκιόζη... Ε και μια μέρα εξημέρωσε όπου ο Χατζιαβάτης, ήκοψε το χαρτί κι έφτιασε ένα χάρτινο Καραγκιόζη... απλώσε και τέντωσε κι ένα πανί και οπίσω το εφώτισε με κερί... και σκάρωσε μια παράσταση... που ο άρρωστος Πασάς την ευχαριστήθηκε πολύ... Με τούτα και κείνα έδωκε άδεια στον Χατζιαβάτη να κάμει παραστάσεις όπου ήθελε... ΄Ετσι λέγεται κόρη μου πως εξεκίνησε ο μπερντές... χάρη τού Πασά κόρη μου και, του Χατζιαβάτη, ο Καραγκιόζης πόθανε και δεν απόθανε... τριγυρίζει και ανάμεσού μας... ζει... γελάει, κοροϊδεύει, ξεγελάει, κάμει απατεωνιές... και καραγκιοζίζει... 
- Παρωρίσαμε όμως κόρη μου... ξέρεις το?"

Στου Καραγκιόζη τον μπερντέ... και αντε ντε
Ο Καραγκιόζης και ο θίασός του...
Κι αρχή εγένετο... 
Συστήνεται ... Η Αφεντομουτσουνάρα μου ... 

Κύριο χαρακτηριστικό του... 
Είναι άνθρωπος του λαού. Τύπος, γνωστός σε όλους κι αναγνωρίσιμος απ΄όλους.  Ξύπνιος, τσαχπίνης, κυρίως καλόκαρδος κι αγαθός, πατριώτης, πολιτικός άμα λάχει, ετοιμόλογος, ερωτιάρης παρά τα χάλια του, φτωχός, με οικογένεια, γυναίκα και παιδιά...

"- ΄Αλλοτε κόρη μου κάμει τον χαζό, άλλοτε τον παλικαρά! ΄Οπου και να κοιτάξεις, τον βρίσκεις! Θες ίσως πιότερο τότενες στην εποχή μου... αλλά κι άλλο τόσο σήμερα... σα μεγαλώσεις ακόμα λίγο... θα γυρίζεις, θα κοιτάζεις και παντού θα τον εβρίσκεις! `Ολους μας λίγο-πολύ μάς κουβαλεί πάνω του..." 
Μπλέκεται σε διάφορες ιστορίες. Κάθε ιστορία του γίνεται παράσταση και σε κάθε παράσταση πολλοί είναι οι τύποι που βοηθούν που κρατούν το νήμα και το νόημα της ιστορίας. Γνωστοί και γνώριμοι σε όλους κι απ΄ όλους. Τύποι κι αυτοί, που τριγυρίζουν γύρω μας και που θα τριγυρίζουν. Το "άντε ρε καραγκιόζη" ακούγεται μέχρι και σήμερα, σπάνια μεν αλλά και πολύ καλύτερο απ΄όλα τα άλλα κοσμητικά της ελληνικής γλώσσας που συνηθίζονται να χύνονται στους δρόμους και στις γειτονιές για να στολίσουν όποιους δεν μας "αρέσουν" ή όταν δεν μας αρέσει το "κάτι" που κάνουν!

Λέω, πριν περάσω -αν τελικά κάποια στιγμή περάσω- στα υπόλοιπα, να θυμηθούμε τους πιο συνηθισμένους πρωταγωνιστές του παλιού καλού Μπερντέ...
Ο Χατζηαβάτης, δουλοπρεπής φίλος του Καραγκιόζη, κόλακας μεγάλος, παρατρεχάμενος! Συνήθως κάνει τα θελήματα του Πασά. Κυρίως εκτελεί το ρόλο του τελάλη!  
Το Κολλητήρι, ο Κοπρίτης και ο Μιρικόκος (ή Μιριγκόκος ή Μπιριγκόγκος ή Πιτσικόκος), είναι τα τρία παιδιά του Καραγκιόζη. Κολλητήρια, τα φωνάζει πολλές φορές ο ίδιος όλα, όταν είναι και τα τρία μαζί ή όταν μιλάει γι΄αυτά. Ο Πιτσικόκος είναι το μικρότερο παιδί του. Ο Κοπρίτης, το μεσαίο και που είναι γεματούλης παρά την πείνα της οικογένειας. Ο Κολλητήρης είναι ο μεγαλύτερός του γιος και η μικρογραφία του.
Η Αγλαΐα. Η σύζυγος του Καραγκιόζη. Συνήθως δεν εμφανίζεται στην σκηνή, αλλά η χαρακτηριστικά,η λίγο στριγκή και γκρινιάρα φωνή της ακούγεται πάντα μέσα από την παράγκα τους. Είναι πάντα υπομονετική με τα καμώματα του Καραγκιόζη και πάντα έγκυος!
Ο Μπάρμπα-Γιώργος. Ο θείος του Καραγκιόζη, τίμιος, ηθικός και αγαθός. Μεγαλόσωμος φουστανελοφόρος με την ανάλογη βλάχικη προφορά. Ξεχωρίζει αμέσως εξαιτίας της φουστανέλας, είναι δυνατός και αγριάνθρωπος. Και σαν δυνατός και άγριος συνήθως δέρνει το Βεληγκέκα, αλλά μόνο και μόνο για να προστατεύσει τον ανιψιό του, τον Καραγκιόζη. Του αρέσει το τζάμπα και έχει μανία να παντρευτεί.

Ο Βεληγκέκας. Φύλακας στο σεράι, εκτελεστής του νόμου, και πρωτοπαλίκαρο του Πασά. Συνήθως χτυπάει τον Καραγκιόζη κάθε φορά που θέλει να μπει μέσα στο σαράι κι όλο  τον ταλαιπωρεί και τον βάζει σε μπελάδες. Άξεστος και λίγο κουτός, είναι ο φόβος κι ο τρόμος της αυλής. Και μόνο ο Μπάρμπα Γιώργος τον κάνει καλά κι απ΄αυτόν έχει βρει τον μάστορά του.
Ο Σταύρακας (Σταύρος), είναι ο μάγκας, o κουτσαβάκης. Είναι ο βαρύμαγκας, με τη βαριά φωνή και τη μάγκικη προφορά. Είναι αυτός που λέει όλο περίεργες λέξεις, σαν μόρτης που είναι. Παριστάνει τον νταή και τον παλικαρά μόνο που στο τέλος πάντα τις τρώει. Δεν έχει λεφτά, κακομοίρης είναι αλλά κάνει τον πλούσιο.
Ο Σιορ Διονύσιος' ή Νιόνιος, από τη Ζάκυνθο με έντονη επτανησιακή προφορά και με Ιταλική παιδεία. Από ξεπεσμένη αριστοκρατική οικογένεια. Εμφανίζεται πάντοτε τραγουδώντας παραδοσιακά επτανησιακά τραγούδια και, είναι πάντα ενήμερος για τα δρώμενα δώθε και κείθε, είναι ευγενής και χαριτωμένος. Την πατάει στους έρωτες και συνήθως τρώει ξύλο. 
Ο Μορφονιός, ο "μαμάκιας", με μια τεράστια μύτη! Έχει την εντύπωση ότι είναι πανέμορφος, από κει και το όνομα! Είναι αστείος με αυτήν την τεράστια μύτη, για την οποία τον κοροϊδεύουν όλοι. Τζιτζιφιόγκος και αγαθούλης, εκπροσωπεί την τάξη των “νεόπλουτων και νεομορφωμένων” που άρχισαν ξαφνικά να μιλάνε με ξενόγλωσσες λέξεις και εκφράσεις. Ψάχνει να βρει τον έρωτα, καθότι νομίζει ότι είναι μεγάλο κελεπούρι, και πέφτει πάντα θύμα του πλακατζή μα και σαρκαστικού Καραγκιόζη.

Ο Οβριός (ο Εβραίος), του οποίου το αληθινό όνομα είναι Σολομώντας ή Σολομός, όπως τον αποκαλεί ο Καραγκιόζης. Είναι ο έμπορος της πόλης, και πιο συγκεκριμένα της Θεσσαλονίκης. Είναι ο κλασσικός έμπορος, πολύ πλούσιος και πολύ τσιγκούνης. Είναι ο σπιτονοικοκύρης του Καραγκιόζη. Καθότι Εβραίος, δεν μπορεί να εισπράξει το νοίκι τα Σάββατα. ΄Ετσι κι ο Καραγκιόζης έχει βρει το κόλπο αφού κάθε φορά του λέει ότι θα τον πληρώσει το Σάββατο. Τον αγαπάνε πολύ τα παιδιά γιατί γελάνε μαζί του, ιδίως με τον τρόπο που περπατάει. υ περπατάει

Ο Βεζύρης ή κακός Βεζύρης. Η δύναμη, το κράτος, η εξουσία! Μένει στο Σαράι και κυνηγάει τον Καραγκιόζη που είναι γείτονάς του. Εμφανίζεται κακός αλλά κατά βάθος είναι δίκαιος.
Η Βεζυροπούλα, η όμορφη κόρη του Βεζίρη και αντικείμενο πόθου του Καραγκιόζη.
Ο Μπέης. Σχεδόν εξουσία. Το πλήρες όνομά του είναι Ταχήρ Μπέης. Αντιπροσωπεύει τον εύπορο αστό και γενικά τον άνθρωπο της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Είναι καλός οικογενειάρχης, ηθικός και συνήθως δίνει παραγγελίες στον Χατζηαβάτη για διάφορες δουλειές και υποθέσεις του, χρησιμοποιώντας τον σαν τελάλη ή μεσίτη, ξεκινώντας μ’αυτόν τον τρόπο τα πάρε-δώσε με τον Καραγκιόζη...
Και μετά απ΄αυτά ... κοιτάξτε γύρω σας... θέλετε στη γειτονιά, στο δρόμο, στο μετρό, στην Κυβέρνηση, στην Αντιπολίτευση, θέλετε στο Διαδίκτυο, στην Τέχνη, στην Επιστήμη -ας μην επεκταθούμε στο σόι και την οικογένεια- απλά κοιτάξτε και να δείτε που θα δείτε ... τον μπερντέ και τους ήρωές του, ολοζώντανους, ζωηρούς-ζωηρούς, παντογνώστες και δημιουργούς, κόλακες και πανούργους, ύπουλους και άδικους, κλέφτες και πουλεμένα κλεφτρόνια-   να τριγυρίζουν γύρω σας... δεν τους λένε Καραγκιόζη ή Χατζιαβάτη, έχουν άλλα ονόματα, αλλά είναι εδώ και δυστυχώς θα είναι επί πολλού... 

Κι ας λένε πολλοί ότι ο Καραγκιόζης είναι Τούρκος ή τούρκικη επινόηση ...
Μόνο αυτό θα το δούμε κάποια άλλη φορά ...

Πάμε Μανέστρο...
Κείνο που με τρώει
κείνο που με σώζει
είναι π’ ονειρεύομαι
σαν τον καραγκιόζη
Φίλους και εχθρούς
στις φριχτές μου πλάτες
όμορφα να σήκωνα
σαν να `ταν επιβάτες

Λευκό μου σεντονάκι
λάμπα μου τρελή
Ποια αγάπη τάχα μας φυσάει
Βάλε στη σκιά σου
τούτο το παιδί
Που δεν έχει απόψε
πού να πάει πού να πάει
Σαν κουκιά μετρώ
τα λόγια του καμπούρη
πίσω απ’ το λευκό πανί
μέσα στο κιβούρι
Μα όσο κι αν μετρώ
κάτι περισσεύει
Τρύπια ειν’ η αγάπη μας
και δε μας προστατεύει
Λευκό μου σεντονάκι
λάμπα μου τρελή
Κόκκινα αυγά ή καρναβάλια
μέσα από την κάλπη τη στατιστική
Μας κοιτάζει ο Χάρος
και του τρέχουνε τα σάλια
Σαν σκιές γλιστρούν
λόγια και εικόνες
Κάρα σκουπιδιάρικα,
φεύγουν οι χειμώνες
Αν δε ντρέπεσαι
να καθίσεις πίσω
Έλα Ηπείρου κι Αχαρνών
να σε γιουχαΐσω
Λευκό μου σεντονάκι
λάμπα μου τρελή
Ποια αγάπη τάχα μας φυσάει
Βάλε στη σκιά σου
τούτο το παιδί
Που δεν έχει απόψε 
που να πάει που να πάει ...

Καλά σας βραδυα
Ε.-
Χάρηκα που σας είδα ...