30 Δεκεμβρίου 2014

Κάλαντα Πρωτοχρονιάς Σμύρνης, Kalanta Protoxronias Smirni





Κι εσείς...
κι εγώ...
και όλοι κι όλοι μας... κι εκείνοι... και οι άλλοι...
πάντα καλά μας να ΄μαστε...

Καλά σας βράδια

Ε.-

 

30 Οκτωβρίου 2014

Εκεί που σταμάτησε ο χρόνος .... Τα σπίτια που κλαίνε (ΙΙ) ...



ένας αξεπέραστος τόπος...







ένας αξεπέραστος πόνος...



Καλά σας βράδια

Ε.-

23 Οκτωβρίου 2014

Τα σπίτια που κλαίνε...

Δημοπρασία πρώην Ελληνικού χωριού


LEVISI13

Οι μεγαλύτερες ανταλλαγές πληθυσμών στον κόσμο έχουν γίνει στα Βαλκάνια. Κι αυτό κατ’ επανάληψη κυρίως κατά τη δεκαετία μεταξύ του 1913 και 1923. Όταν έγιναν αυτές οι ανταλλαγές η ζητούμενη συμφωνία ήταν να μεταφερθούν ολόκληρα χωριά από μια χώρα σε μια άλλη για λόγους άρνησης των κατοίκων αυτών να ασπαστούν τις φυλλετικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές προτιμήσεις του κράτους.

Μια τέτοια περίπτωση ήταν και το χωριό Λεβίσι, ένα χωριό που βρίσκεται περίπου οκτώ χιλιόμετρα νοτιότερα της Μάκρης στη νοτιοδυτική Τουρκία. Το χωριό αυτό κατοικούνταν κατά το πλείστον από Έλληνες της Ανατολίας μέχρι το 1923 όταν αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν.
Το χωριό Λεβίσι έμεινε έκτοτε άδειο από κατοίκους στο μεγαλύτερο τμήμα του και ως αποτέλεσμα τα περισσότερα κτίσματα κατέρευσαν ή κατέληξαν επικίνδυνα να καταρεύσουν, οπότε δεν μπορούν να είναι κατοικίσημα.

Σήμερα το Υπουργείο Πολιτισμού στην Τουρκία βγάζει το χωριό αυτό στη δημοπρασία αναζητώντας επενδυτή που θα το αναστηλώσει και θα το εκμεταλευτεί τουριστικά.

Όπως προειπώθηκε το Λεβίσι αποτελείται από εκατοντάδες ερειπωμένες κατοικίες και δύο εκκλησίες, που απλώνονται σε μία βουνοπλαγιά. Συχνά, οι τουρίστες που επισκέπτονται το γειτονικό παραθαλάσσιο θέρετρο Φετιγέ (τη Μάκρη) το χρησιμοποιούν ως πάρκινγκ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις Τούρκων αξιωματούχων, το κόστος είναι περίπου 10.5 εκατομμύρια ευρώ και δύο εταιρείες έχουν ήδη δείξει ενδιαφέρον.

Το χωριό Λεβίσι άδειασε οριστικά στις 30 Ιουνίου 1923, με την ανταλλαγή πληθυσμών και τη συνθήκη της Λωζάνης, όταν περίπου 2.000 άμαχοι έφυγαν από την Τουρκία, με πολλούς από αυτούς να καταλήγουν στη Νέα Μάκρη της Αττικής και το χωριό Φαράκλα, στη βόρεια Εύβοια. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία προσπαθεί να βγάλει στο σφυρί το Λεβίσι. Σε παλιότερη δημοπρασία, που δεν είχε αποτέλεσμα, μία ομάδα πολιτών είχε δημιουργήσει στο Facebook σελίδα με τίτλο «Σώστε το Λεβίσι», προτρέποντας οι τυχόν αποκαταστάσεις στο χωριό να γίνουν μελλοντικά σε συντονισμό με αρμόδιους φορείς από την Ελλάδα.

Η δημοπρασία γίνεται στις 23 Οκτωβρίου 2014 και ο πλειοδότης θα αναλάβει την ενοικίαση για 49 χρόνια, με αντάλλαγμα την αποκατάσταση και τουριστική εκμετάλλευση του χωριού. Θα πρέπει να συντηρήσει μεγάλο μέρος του χωριού και να φτιάξει εγκαταστάσεις (ενοικιαζόμενα δωμάτια, καταστήματα, κοινόχρηστα κτίρια) στο ένα τρίτο επί του συνόλου του οικισμού. Επίσης καλείται να χρηματοδοτήσει τη μερική αποκατάσταση και λειτουργία παρακείμενου αρχαιολογικού χώρου, με ευρήματα που χρονολογούνται από το 3.000 π.Χ.






Καλά σας βράδια

Ε.-

Γιαγιά μπορεί να μην τα κατάφερες να τους μισήσεις ποτέ ολοσδιόλου, 
ούτε κι εγώ τους μισώ, 
αλλά ώρες-ώρες, μου ΄ρχεται να τους θανατώσω... 

δεν το αντέχω...



17 Οκτωβρίου 2014

Μικρά Ασία, Ιωνία, ΣΜΥΡΝΗ... αλησμόνητη... Βουρλά αγαπημένα...









Καλά σας βράδια

Ε.-

11 Οκτωβρίου 2014

Τα τρένα που ΄φύγαν... αγάπες μού πήρανε...


Και μετά τον Αύγουστο, ο Σεπτέμβρης!

Θα μου πείτε, σιγά το νέο κι ότι, έχουμε μπει ήδη στον Οκτώβρη κι ότι έχουμε ήδη "φάει" τον μισό. Το ξέρω, αλλά, εμείς εδώ και ειδικά εγώ  συμμαζεμό δεν είχα όσο κι αν η φθινοπωρινή κολεξιόν έχει αρχίσει ήδη τις εμφανίσεις της! Βλέπετε, μας έκανε έναν Σεπτέμβρη σαν Αύγουστο ενώ ο Αύγουστός μας ήταν σχεδόν Νοέμβρης. Οπότε... Οπότε που να μαζευτώ και που να μαζευτούμε και που να συμμαζευτούμε όλοι μας. Μαζεύτηκαν βέβαια κάποιοι υποχρεωτικά, βλ. παιδιά στα σχολειά, μαζεύτηκαν υποχρεωτικά κι όλοι αυτοί που διαθέτουν παιδιά στα σχολειά αλλά οι υπόλοιποι, όπως εγώ δηλαδή που δεν έχω πια τέτοιες υποχρεώσεις, ούτε μαζεύτηκα, ούτε συμμαζεύτηκα, ούτε να γράψω ορέχτηκα, τουλάχιστον μέχρι πριν... από λίγο!

΄Εκοβα που  λέτε τις βόλτες μου εδώ κι εκεί, έριχνα τις ματιές μου εκεί κι εδώ αλλά για γράψιμο μέχρι τις σήμερις, γιοκ διάθεση, γιοκ όρεξη και γιοκ κέντρισμα μέχρι πριν λίγο που χτύπησε το τηλέφωνο. Και να ΄σου, στο βάθος της ανοικτής του γραμμής, να ακούγεται, εκτός από τη φωνή της φιλενάδας μου, ένας ήχος παράξενος! Δεν σ΄ακούω της λέω κι εκείνη ξελαρυγγιάζεται! "Είμαι στο σταθμό. ΄Εφτασα Παρίσι!"...

Ε, λοιπόν ο παράξενος ήχος που σκέπαζε τη φωνή της, δεν ήταν παρά ο ήχος ενός τρένου στο σταθμό! ΄Ηχος μακρινός κι ολότελα ξεχασμένος πια! ΄Εχοντας τον ξεχάσει,  ο αχός αυτός που έφτασε στ΄αφτιά μου μού ΄φερε ξαφνικά στο νου, κεντημένα μαντηλάκια, στρατιώτες, βαλίτσες πάνινες καρό, ακόμα  και καλάθια με κότες. Μου ΄φερε ακόμα στο νου, χωρισμούς και σμιξίματα, ήχους και λησμονημένους στίχους, παλιά τραγούδια, μελαγχολικά ποιήματα και μια διάθεση, κάτι ανάμεσα σε  ρομάντζο και  νοσταλγία! Και,  μνήμες και ξενητειά... 


΄Εχοντας τα ξεχάσει όλα αυτά είχα ξεχάσει και τη γνωριμία μου με το τρένο εκείνο το καλοκαίρι. Πρέπει να ήταν κάπου περίπου στα 10 μου. Αναχώρηση, σταθμός Πελοποννήσου με τη γιαγιά, άφιξη Κόρινθος.

"΄Αντε γιαγιά, σήκω, φεύγουμε! Φεεεεύγουμε, φεύγουμε, φεύγουμε! Θα πάρουμε το τρένο!"

"Ησύχασε βρε σουρτούκω! Πετάς τη σκούφια σου για βόλτα... φουσάδω σαν τη μάνα σου κι εσύ... δεν αφήνεις βόλτα και σοκάκι άμα λάχει... δεν ήρθενε μπρε ακόμα ο κύρης σου. Είπενε να τον επεριμένουμε να χτυπήσει... εκανόνισε λέει να μας επάει εκείνος στο σταθμό... κάθισε εδωνά δίπλα μου...  ωραία θα είναι κοκόνα μου... θα ιδείς τις ξαδερφάδες σου... θα ιδώ κι εγώ την κόρη μου και τις εγγόνες μου... τις επεθύπησα... άκου, ήσυχη να ΄σαι... και ν΄ακούς και να κάμεις ότι σου λένε..."

"Γιαγιά μου, γιαγιά μου, είναι ωραίο το τρένο, πες, ξέρεις; Η Μαίρη λέει πως είναι πολύ ωραίο! Πάει παντού, βλέπεις ανθρώπους πολλούς, περνάς από ωραία μέρη, τρως, πας τουαλέτα!!! Εγώ δεν έχω μπει. Πρώτη φορά θα μπω!"

1891 ΄Εφεσος
"Ωραίο είναι κόρη μου... όμορφο... παράξενο... παράξενο που εφάνη την πρώτη φορά που το είδα... σιδερένιο άλογο μού φάνταξε όταν τ΄αντίκρυσα... εκεί το είδα για πρώτη φορά...  στη Σμύρνη... εμείς το ελέγαμε συρμό, οι φράγκοι τρέν-ο... εδώ σαν ήρθαμε, άλλοι το ΄λεγαν θηρίο, άλλοι καρβουνιάρη... η αλήθεια είναι πως μας  εκαρβούνιζε για τα καλά... κάτω από τις γραμμές του βλέπεις εμέναμε  και θυμούμαι καλά το μαύρο του καπνό να σύρεται στον ουρανό και να μας καπνίζει... εσφύριζε, επερίμενες λίγο, σήκωνες το μάτι και ήβλεπες τον καπνό από μακριά... σειόντανε τα σπίτια σαν επερνούσε από μπρος τους... εσήκωνε τον κόσμο στο πόδι η μπουρού... μα και σαν την ήκουες, εγνώριζες και τι ώρα ήτανε... στη Σμύρνη έσυρε πίσω του ξύλινα κάρα φορτωμένα με κάθε λογής πραμάτεια... έσυρε κάρα φορτωμένα με ζωντανά,  καπνά, βαρέλια με λάδια και κρασί, σακιά με σταφίδα και σύκα...

είδα πως έσυρε και αθρώπους στα βαγκόν κι εθαμπώθηκα... εβγαίνανε από τα βαγκόν άντρηδες με ψηλά καπέλα και μπαστούνια, εβγαίνανε και κυρίες με ομπρελίνια και παρασόλια... και κάποτε εμπήκα κι εγώ...  3, 4 φορές εμπήκα όλες κι όλες... στάσου να ιδείς...  μια επήγαμε όλοι μαζί, στο γάμο της Χρυσάνθης; στη Τρίγλια... μια επήγα με τη νενέ μου για προσκύνημα στης Παναγιάς το σπίτι, στην ΄Εφεσο... 

επήγαμε και μια στη Μανισά... και μία ακόμη στο μεγάλο παζάρι της Μπούρσας... 

- δεν ενθυμούμαι να επήγα αλλού... το θάμαζα το άτιμο που επήαινε κι ήφερνε τόσους αθρώπους μονομιάς... το θάμαζα γιατί επέρναε τα χωριά το ένα μετά το άλλο κι ήφτανε σε πολιτείες μακρινές... μου ήρεσε να βλέπω έξω... ήβλεπα τις πόλεις να περνούν, ήβλεπα στους σταθμούς, τους αθρώπους...  να στέκουν και να περιμένουν κάποιον ή να τρέχουν για να το προλάβουν... τους ήβλεπα να ΄χουν, άλλοτε δάκρυα κι άλλο γέλιο, στα μάτια ... και να κουνάνε το μαντήλι έως ότου να σβήσει το τρένο στο πέρα-πέρα της γραμμής και για μερικές στιγμές ακόμα να τους απομείνει ο αχός του παρηγοριά...  το θυμάμαι και τότε στο ύφιστο κακό που μας ήβρηκε... το είδα να κουβαλά αθρώπους του κόσμου τη δυστυχία... και τη συμπόνοια του Θεού... δεν σώθηκαν όλοι εκείνοι που εκουβάλησε αλλά ήσωσε κάμποσες ψυχές τότες..." 
"΄Ανοιξε μπρε την πόρτα... άιντε... ήρθενε ο κύρης σου... άνοιξες τα μάτια και τ΄αφτιά να...  κι  άλλο πράμα δεν ακούς παρά τσι λολάδες μου... άνοιξε ... "

"Μπαμπά, μπαμπά μου, έτοιμες είμαστε! Πάμε γιαγιά, πάμε, άντε, φεύγουμε, φεύγουμε!"

"Πάψε μπρε το σαματά... σταμάτα να χοροπηδάς... πιάσε το μπογαλάκι μου... πάρε το ματαρά σου (παγούρι) ... και το ψαθί σου μπρε..."

"ΩΩΩΩ!!! Ωραία δεν είναι γιαγιά; Μ΄αρέσει! Κοίτα, έρχεται κόσμος. Θα έρθουν κι άλλοι στο βαγόνι μας; Δεν θέλω! Θα κοιτάμε έξω απ΄το παράθυρο και θα λέμε ιστορίες. Ποιοί θα ΄ρθουνε; Δεν τους ξέρουμε, δεν τους θέλω. Θέλω να είμαστε μόνο οι δυο μας."

"Πάψε, αμάν πια... ηγαβρίασες... θα σε ρωτήσουνε μπρε; όποιος θέλει θα ΄ρθει... έτσι γίνεται... έρχονται, κάθονται... πάνε... ανεβαίνουν... κατεβαίνουν... έτσι γίνεται... κάτσε να σου πω ... έτσι γινόταν και τότες... όχι πως οι χωρικοί άθρωποι επαίρνανε το τρένο μα ετύχαινε μια κυρά της πόλης να κάθεται δίπλα σε μια παρακυρά...οι πλούσιοι το είχανε περί πολλού γιατί αυτοί βλέπεις είχανε τα πολλά... πιο πολύ εβόλευε τους εμπόρους... επήγαινε την πραμάτεια τους γρηγορότερα εκεί που την επεριμένανε... όλα τα επήγαινε παντού... έκαμε ταξίδι για 3 ώρες, έκαμε όμως και για μέρες... "

"Κοίτα γιαγιά, κοίτα! Πριν βλέπαμε μόνο σπίτια! Τώρα βλέπω τη θάλασσα! ΄Ομορφη που είναι!  Λάμπει, δεν έχει καθόλου κύμα!" 
"Ξεκρεμάσου απ΄το παράθυρο μπρε... κάθισε σαν άθρωπος... καλά που δεν έχει άλλους ... θα τους ετρέλαινες μουρλιωτάκι..."

"Να γιαγιά, κάθισα. Πες μου τώρα, όταν πήγες εσύ ταξίδι με το τρένο, πώς ήτανε; Σου άρεσε;"

"Πως να μην μου αρέσει μπρε; ΄Οταν είπενε ο κύρης μου ότι δεν εμπορούσε να μας επάει εκείνος στο προσκύνημα, όπως το λογάριαζε, στο σπίτι της Παναγιάς εκείνο το Δεκαπενταύγουστο μα πως εμπορούσαμε να πάμε με το τρένο δεν επίστεβγα στ΄αφτιά μου... κανείς μας δεν το επίστεβγε... εσυμφωνήσαμε όλοι αμέσως...ο Γιώργης κι ο Μήτσος εχοροπηδούσανε μέρες... το ίδιο βράδυ το είχανε μάθει σ΄όλα τα Βουρλά και στα πέρα χωριά... ούτε ο πάππος μου ήρθενε... επήγαμε στη Σμύρνη, εμπήκαμε στο πρώτο κι εξεκίνησε... φορτωμένο ήτο μέχρι τα μπούνια... σαν και σένα κι εμείς... η χαρά δεν μας άφηνε να καθίσουμε ... τα μούτρα κολλημένα στο παράθυρο... κάναμε όλο το ταξίδι με τα μάτια έξω... δεν εχορταίναμε να βλέπουμε... φτάσαμε μεσημέρι... στενοχωριόμαστε και λίγο γιατί θα ελείπαμε από τα Βουρλά κι από το δικό μας πανηγύρι αλλά ήτονε μεγάλη και η χαρά μας... ξέρεις μπρε πως την είχανε χτίσει Ναξιώτες χτιστάδες; ... αμ πως... για να τους δελεάσει ο Αγάς και να μη χάσει τα άξια χέρια τούς έδωσε την άδεια να φέρουν τις φαμίλιες τους και να χτίσουν κι εκκλησιά δική τους... και την έχτισαν μες τις βουρλιές .. εκεί που ήβρηκε ο βοσκός το κόνισμά της... κι έμοιαζε κι όξω και μέσα με την Αγιά Φωτεινή... τρανό πανηγύρι τής εκάμαμε στα Βουρλά... επαλεύανε οι ταύροι, καβαλούσανε οι νιοί τ΄άλογα κι ετρέχανε... για εμάς ήτο η Οδηγήτρια και σαν ελέγαμε η "Χάρη της " εννοούσαμε τη δική μας Παναγιά, τη Βουρλιωτίνα..." 

"Γιαγιά, κοίτα, εκεί σκάβουν τα χωράφια! Ξέρεις πως θα περάσουμε και πάνω από τον Ισθμό; Περάσαμε και το Πάσχα με το λεωφορείο. Τώρα θα περάσω και με το τρένο!!!"



Παναγιά Καπουλού 1896

"Καλά κάνεις κόρη μου και με σταματάς... σαν αρχίσω, ξεχνώ να σταματήσω... βέβαια και σκάβουν... τα ίδια εβλέπαμε κι εμείς από το τρένο... κάρα γεματά πιστούς, μωρά, γυναίκες, γέροντες... είδα χωριά και χωράφια αλλά άθρωπος δεν εδούλεβγε γιατί ήτο παραμονή της Παναγιάς κι ήσαντε όλοι στα πανηγύρια... μα να σου πω κιόλας... τα τάματα που είδα στο σπίτι της Παναγιάς δεν τα ΄χω ματαδεί παρά μόνο στη Μεγαλόχαρη της Τήνου... σκεπασμένη σαν κι εκείνη, ήτονε κι η Καπουλού... μ΄ασήμια και μαλάματα... έκαμε και θαύματα στους ντόπιους... Κυρά Παναγιά ήπρεπε μα Καρά Παναγιά την ελέγανε εκείνοι... Παναγιά Καπουλού, την ελέγαμε κι εμείς κι αυτοί... βλέπεις το κόρη μου; ακόμη κι η Παναγιά έζησε κοντά μας... στα μέρη μας... αμέ και που αλλού θα μπορούσε να ζήσει... παράδεισος ήτανε τα μέρη μας... στον παράδεισο κι Αυτή, να κλαίει η δόλια το γιο της... αυτή το γιο της κι εμείς τον παράδεισό μας... αχ... και θα τον εκλαίμε όσο ζούμε... εχάθηκαν τα Βουρλά μας... εχαθήκαμε κι εμείς... εβρεθήκαμε να κλαίμε σε ξένο τόπο τον τόπο μας... τον παράδεισό μας... και τους αθρώπους μας..."


"Γιαγιά, κοίτα, κοίτα!!! Πουλάνε σουβλάκια έξω! Να πάρουμε κι εμείς! Δώσε μου λεφτά!" 

"Μπρε αθεόφοβο, κάτσε κάτω... θα φάμε όταν φτάσουμε... μας επεριμένουνε και θα έχουνε κάμει ετοιμασίες... όχι.. κάθισε..."

"΄Οχι! Εγώ, θέλω σουβλάκι! Στο σπίτι θα φάμε άλλα γιαγιά, δώσε μου σε παρακαλώ λεφτά να πάρω"

"΄Οχι, θέλω σουβλάκι!"

"΄Οχι, δεν θέλεις... πάψε... πάει και τελείωσε... και δεν σου δίνω και δεν έχω και δεν θέλεις... κι άσε τα πείσματα και μένα δε με κάνεις καλά... είπα όχι κι είναι όχι..."

"Καλά γιαγιά..."

Σιγά μην τολμούσα να συνεχίσω να ζητάω... :)) 


Καλά σας βράδια

Ε.-


Θυμάμαι γιαγιά το τρένο, τη μπουρού, τις γραμμές κοντά στο σπίτι σου και τη μαμά μου να μου μιλάει κι εκείνη γι΄αυτά. Στην Παναγιά την Καπουλού πήγα περνώντας για την ΄Εφεσο, όχι με τρένο αλλά με αυτοκίνητο και περισσότερο συγχίστηκα παρά θαύμασα όμως ένα κεράκι το άναψα. 


19ος αιώνας

Το τρένο φτάνει στη Σμύρνη και την κατακτά. Απλώνεται στον κοσμοπολίτικο "αέρα" της, της αλλάζει το χαρακτήρα, την όψη, τη ζωή, την κίνηση. Η διάνοιξη των σιδηροδρομικών οδών συμπίπτει με την πρόσχωση της προκυμαίας και η αλλαγή γίνεται ακόμα πιο έντονη.  Ευνοείται η πόλη εμπορικά, οικονομικά και κοινωνικά. Ο κόσμος της, μετακινείται ευκολότερα, τα προϊόντα της φτάνουν παντού γρηγορότερα. Το λιμάνι της, εξυπηρετείται και, εξυπηρετεί ευκολότερα.
Στην αρχή, η πόλη έχει δυο σταθμούς. Ο πρώτος είναι ο σταθμός της γραμμής Σμύρνη-Αϊδίνι και βρίσκεται στα βόρεια της πόλης, στην Πούντα. Ο δεύτερος είναι ο σταθμός του Κασσαμπά, στα νότια, κοντά στη Γέφυρα των Καραβανιών. Το άλλο του όνομα είναι Μπασμαχανέ, όνομα που διατηρεί μέχρι και σήμερα. Η πρώτη γραμμή μπήκε σε λειτουργία το 1864 και ένωνε τη Σμύρνη με τον Κασσαμπά και τη Μαγνησία ενώ παράλληλα περνούσε από τον όμορφο Μπουρνόβα, εξυπηρετώντας τους κατοίκους του. Ο Κασσαμπάς είναι περιοχή της Μαγνησίας, εξου και τ΄όνομα της αγγλικής εταιρίας που κατασκεύασε τη γραμμή (Smyrna-Cassaba Railway Company). Το 1894, αυτή τη φορά μια γαλλική εταιρία έρχεται και αναλαμβάνει τα σιδηροδρομικά έργα, με τη συνδρομή της οθωμανικής αυτοκρατορικής τράπεζας, και επεκτείνει την υπάρχουσα σιδηροδρομική γραμμή μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ.
Οι σιδηροδρομικοί σταθμοί της Σμύρνης έσφυζαν από ζωή και κινητικότητα. ΄Ολες οι εθνικότητες της κοσμοπολίτικης πόλης, χρησιμοποιούσαν το τρένο, είτε για δουλειές, είτε για εκδρομές, είτε για μικρές αποδράσεις στα περίχωρα. Τους Ρωμιούς τους ένωσε με την οικογένεια και στήριξε τις παραδόσεις τους, παραδόσεις που ένωναν και τους ένωναν σ΄όλα τα μεγάλα γεγονότα της ζωής, γάμους, γεννήσεις, θανάτους, μεγάλους εορτασμούς και πανηγύρια. Γι΄αυτό όχι μόνο το έβαλαν εύκολα στη ζωή τους, αλλά το αγάπησαν. Πέρασε γρήγορα  στην καθημερινότητά τους γιατί ένιωσαν πως τους έδινε έναν διαφορετικό αέρα ελευθερίας, προόδου κι ανάπτυξης. Αντιλήφθηκαν πως χάρη στο τρένο, θα ξέφευγαν από τη στασιμότητα  που παρουσίαζε η έλλειψή του. Φυσικά εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στο εμπόριο, που ήταν ένας από τους βασικότερους παράγοντες δράσης και διαβίωσης της πόλης γιατί έδωσε δυναμική ώθηση και ιδιαίτερη ανάπτυξη στις εμπορικές σχέσεις και συναλλαγές και σε κάθε είδους διακινήσεις.



6 Σεπτεμβρίου 2014

Άνεμος που δεν ΄μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει...

Λειτουργία για πρώτη φορά από το 1922 σε εκκλησία της Σμύρνης


omogeneia-turkey.com


Από το 1922 μέχρι και την ανακαίνιση του χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη, στη συνέχεια ως αίθουσα συναυλιών κλασσικής μουσικής και παραστάσεων όπερας και αργότερα αρχικά ως αρχαιολογικό μουσείο και στη συνέχεια ως χώρος αποθήκευσης αρχαιοτήτων. Μέχρι που επισκευάστηκε.

Η πρώτη μετά το 1922 τέλεση θείας λειτουργίας πραγματοποιήθηκε την Κυριακή στον ανακαινισμένο Ιερό Ναό του Αγίου Βουκόλου στη Σμύρνη.

Ο ναός που τιμάται στο όνομα του πολιούχου της Σμύρνης είναι ο μόνος Ορθόδοξος Χριστιανικός Ναός που δεν κάηκε στην καταστροφή του 1922, βρίσκεται στη συνοικία του Μπασμανέ και πρόσφατα ανακαινίσθηκε από το Δήμο της Σμύρνης.

Από το 1922 μέχρι και την ανακαίνιση του χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη, στη συνέχεια ως αίθουσα συναυλιών κλασσικής μουσικής και παραστάσεων όπερας και αργότερα αρχικά ως αρχαιολογικό μουσείο και στη συνέχεια ως χώρος αποθήκευσης αρχαιοτήτων. Μέχρι που και επισκευάστηκε.

Το γεγονός υποδέχθηκε χαρά η Ορθόδοξη Ελληνική Κοινότητα της Σμύρνης που ελπίζει να της παραχωρηθεί οριστικά ο ναός και να γίνει μόνιμη η χρήση του ως ελληνορθόδοξου ναού.

Εδώ και χρόνια η Ελληνορθόδοξη κοινότητα της Σμύρνης στεγάζεται σε έναν προτεσταντικό ναό που παραχωρήθηκε από τους Ολλανδούς της Σμύρνης.

Η Θεία Λειτουργία στην Εκκλησία του Αγίου Βουκόλου της Σμύρνης τελέστηκε από τον Αρχιμανδρίτη του Οικουμενικού Θρόνου και μόνιμο Ιερατικό Προϊστάμενο Σμύρνης Κύριλλο Συκή ο οποίος ανακοίνωσε και την έλευση του Πατριάρχη στη Σμύρνη προκειμένου να λειτουργήσει στον Άγιο Βουκόλο, την ημέρα εορτής του στις 6 Φεβρουαρίου 2015. Ενώ το ίδιο θα γίνει στις 10 Φεβρουαρίου 2015, ημέρα μνήμης του Αγίου Χαραλάμπους, όπου για πρώτη φορά από το 1922 θα λειτουργηθεί και μάλιστα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, η εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους στον Τσεσμέ.


Κατά τη σημερινή ιστορική θεία λειτουργία στον Άγιο Βουκόλο παραβρέθηκαν οι Δήμαρχοι της Σμύρνης, εκπρόσωποι του Ελληνικού προξενείου στη Σμύρνη, εκπρόσωπος της τοπικής ρωμαιοκαθολικής κοινότητας και φυσικά Έλληνες ορθόδοξοι που ζουν στη Σμύρνη αλλά και ορθόδοξοι άλλων εθνοτήτων.


Πηγή: ΑΜΠΕ

4 Σεπτεμβρίου 2014

Αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας δεν είναι καλοκαίρι....

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά
Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σέναν ορκιζόμαστε
Πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε
Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
Κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν΄ανάψουμε
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.

Τι τύχη που την έχω!!! Με τις φιλενάδες που έχω!!!
Η καλή μου η Κατ -ο Θεός να την έχει καλά- φρόντισε και ζώστηκε 3 κιλά σύκα και 2 κιλά βλίτα και μου τα ΄φερε και τα παρέλαβα και τα καταβρόχθισα βεβαίως-βεβαίως! ΄Οπερ δεν είμαι πια σε στέρηση, ούτε και φέτος! Και πέρσι -δεν θυμάμαι αν σας το είπα- το ίδιο είχε κάνει πάλι!   
Σεπτέμβριος πια, καλό μας μήνα!  Προχώρησε κιόλας αλλά κάτι κάτι αναμνήσεις που ενέσκυψαν πρόσφατα και κάτι που δεν χωνεύω ιδιαιτέρως τον Σεπτέμβρη, με κάνουν να έχω παραμείνει στον Αύγουστο! Σ΄έναν, δηλαδή σε κάποιον απ΄όλους εκείνους τους διάφορους Αύγουστους, τους γεμάτους, τρυφερές πια, αναμνήσεις! Τότε ήταν και δεν ήταν τρυφερές. Και δεν ήταν λόγω του τρυφερού της ηλικίας που δεν μ΄άφηνε να τις εκτιμήσω σωστά αλλά τρυφερές πια σήμερα και πάλι φυσικά λόγω ηλικίας! Και γίνονται ακόμα πιο τρυφερές χάρη στη θύμηση της τρυφερής μου γιαγιάς...

Καλός ο Σεπτέμβρης μωρέ, δεν λέω αλλά κουβαλάει πάνω του το μεγάλο χαμό, εκείνη τη μια καταστροφή, το γιαγκίνι, τη φωτιά και την αστείρευτη οδύνη. Κουβαλάει μέσα του εκείνα τα άπειρα δάκρυα κι εκείνη την πίκρα που δεν γλύκανε ποτέ παρά τα χρόνια που πέρασαν! Θυμάμαι τη γιαγιά μου να θλίβεται πάντα τον Σεπτέμβρη. Τη θυμάμαι να γέρνει και να τραβάει το βήμα σαν πως το βήμα της δεν θα την έβγαζε πουθενά. Κι ακόμα, τη θυμάμαι ν΄ανάβει το καντηλάκι της και να μην το αφήνει να σβήσει. Τη βλέπω ακόμα, να θυμιατίζει, να σιγοψυθιρίζει, άλλοτε να μουρμουρίζει και συχνά-πυκνά να δακρύζει. Θυμάμαι πως Σεπτέμβρη δεν ήθελε να βγαίνει απ΄το σπίτι ούτε καν στη γειτονιά όπως το συνήθιζε και θυμάμαι πως εκείνες τις μέρες έκανε και 2 και 3 και 4 φορές κόλλυβα. ΄Ισως κάθε Σάββατο.  Κι όπως η ίδια έλεγε, αν της ρώταγες, γιατί γιαγιά κλαις και κάνεις κόλλυβα, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια και κοφτή.  "Δε θέλω πολλά-πολλά. Με πονάει ο Σεπτέβρης, κόρη μου".

Κι αν θυμηθώ και τα Σεπτεμβριανά του ΄55 στην Πόλη μας τη Βασιλεύουσα, θα βαρύνει κι άλλο ο ένατος μήνας του χρόνου παρότι είναι ένας μήνας γλυκός που μας συμμαζεύει και μας βάζει απαλά σε σειρά. Θυμίζει πόρτα που ανοίγει στο φως πριν μικρύνει κι άλλο ακόμα η μέρα και λιγοστέψει το φως αισθητά, μοιάζει παράθυρο που ανοίγει για να μπει το φθινόπωρο ντυμένο στα χρυσοκόκκινα ενώ οι τελευταίες του ανάσες ζέστης μάς παρηγορούν ενόψη του χειμώνα που μας περιμένει.   

Ούτε κι εγώ θέλω "πολλά-πολλά" τον Σεπτέμβρη,
εκτός ίσως... διακοπές! 

Πάμε πίσω...
στον Αύγουστο, τον Παναγιάρη ή συκολόγο ή διπλοχέστη όπως τον αποκαλούν και τον αποκαλούσε και η γιαγιά μου. Γνωστός για τον εορτασμό της Παναγιάς του, γνωστός και για τα σύκα του. Προφανώς, διπλοχέστη τον αποκαλούσε και γελούσε, μάλλον επειδή -ξέχασα βλέπετε να την ρωτήσω- εξαιτίας των πολλών φρούτων και κυρίως των σύκων του που όπως γνωστόν τοις όλοις, βοηθούν στο αποχετευτικό!  Α, τον αποκαλούσε και μαχμουρλή και χουζουρλή και χρονομάντη. Χρονομάντη λόγω του 12ήμερου που κατά τους παλιούς, κάθε μια από τις 12 πρώτες μέρες του Αυγούστου, ήταν δείγμα του καιρού που θα ΄κανε τους 12 μήνες του νέου χρόνου που θα ακολουθούσε.


Γεροτσακούλι... παραλία του το Ζούμπερι
Πεντελικά βουνά ένα γύρω
Αττική...
Περίχωρα: Μάτι, ΄Αγιος Ανδρέας, Νέα Μάκρη
Πιο πέρα: Μαραθώνας, Ραφήνα, Λούτσα...

Μεσημέρι κι όλοι χουζουρεύουν. ΄Ολοι εκτός από μένα και τα τζιτζίκια! Αχ, αυτό το ατέλειωτο τζιτζιτζι! Ενώ τότε μου ΄τρωγε τα αφτιά, ειδικά τις στιγμές που δεν είχα να κάνω τίποτα, τώρα μου λείπει κι αυτό!

Φυσικά ούτε τα μυρμήγκια κοιμούνται. Παίζω και δεν παίζω με μια χρυσόμυγα δεμένη σε κλωστή. Παιχνίδι κι αυτό! Απαράδεκτο, ναι, αλλά τι να κάνω! Πρέπει να είμαι στα 8. Κατά βάθος βέβαια, προσπαθώ να ξυπνήσω τον αδερφό μου και την μικρή μου ξαδέρφη που κοιμούνται παραδομένοι παραπέρα κάτω απ΄τον πεύκο. Αλλά που... αυτοί κοιμούνται του καλού καιρού! Εγώ εξακολουθώ να βαριέμαι. Ελευθερώνω τη χρυσόμυγα ψάχνοντας ένα γύρω κάνα άλλο ενδιαφέρον. Θα ΄θελα να ξυπνήσω τη γιαγιά μου αλλά δεν τολμάω. Αυτό το "μου" το κτητικό, μου φαίνεται ότι το είχα από πάντα ελάττωμα κυρίως όσον αφορά τη γιαγιά μου και μερικά άλλα πολυαγαπημένα διάφορα. Βασικά η γιαγιά, μου ζήτησε να την αφήσω να "χουζουρέψει έναν παρά" οπότε κάνω ότι καλύτερο μπορώ. Αμ, πως, έτσι βρήκε τον μπελά της η χρυσόμυγα νομίζετε; Με παρακαλάνε και μένα να ξαπλώσω τα μεσημέρια αλλά που εγώ. Εγώ το βρίσκω απλά άδικο. Δεν μ΄αρέσει να παίζω με τη χρυσόμυγα αλλά πάλι είναι πιο ενδιαφέρον από το να κοιμάμαι. 
Απ΄τη στιγμή που δεν συμβαίνει τίποτα όταν κοιμάσαι μωρέ μαμά, γιατί να κοιμηθώ; Είναι άδικο!
-Να κοιμηθείς γιατί είσαι κουρασμένη!
- ΄Οχι, δεν είμαι, δεν είμαι, δεν είμαι!
- Αμάν παιδάκι μου, αμάν. Καλά, μην κοιμάσαι αλλά να μην ακούσω άχνα, εντάξει;"

 Μπορείς να πεις όχι; Δεν το λες, δεν βγάζεις άχνα και βαριέσαι.

Σίγουρα κουράστηκε η γιαγιά. Πως να μην κουραστεί αφού για να πάμε στη θάλασσα κάνουμε 3,5 χλμ. στο ποδαράτο. Βάλε και τα 3,5 της επιστροφής! Θα μπορούσα να κάνω κι άλλα τόσα βέβαια, αρκεί που είμαι μαζί της. Είμασταν οι δυο μας μόνο που πηγαίναμε κάθε μέρα για μπάνιο. Οι υπόλοιποι ερχόντουσαν μια στις δυο ή και καθόλου στις 2 ή ακόμα και στις 3! Βάλε λοιπόν τα χιλιόμετρα, βάλε και το κολύμπι! Τώρα που το σκέφτομαι, δεν την είδα ποτέ με μαγιώ. Ποτέ, παρόλους τους Αύγουστους, το ποδαράτο και τα μπάνια! Μου φαίνεται πως μόνο έβρεχε μόνο τα ποδαράκια της και μετά τα σκέπαζε ή μ΄άφηνε και τις τα σκέπαζα με τη ζεστή άμμο. 
Αν βάλουμε τώρα και τη ζέστη και την τσάντα με τα συμπράγκαλα παραμάσχαλα, συν το παγούρι με το νερό, βάλε και το κακοτράχαλο του δρόμου, εκεί να δεις κούραση. Τι κούραση, δεν λες καλύτερα εξόντωμα! Ναι, μόνο εκείνη κι εγώ! Οι δυο μας πηγαίναμε για μπάνιο κάθε μέρα, χωρίς να νοιαζόμαστε για τη ζέστη, τα χιλιόμετρα και την κούραση. Πως λοιπόν να μην σεβαστώ το αίτημά της και να μην λουφάξω αμίλητη, ακούνητη κι αγέλαστη,1,2,3... όλα για τη γιαγιά! 

Το καταλαβαίνω και δεν το καταλαβαίνω που θέλει να θέτει τα μεσημέρια αλλά χωρίς ιστορίες και χωρίς παιχνίδι, η ώρα κολλάει. ΄Αχνα όμως δεν βγάζω και φασαρία ούτε που μου περνάει από το μυαλό να κάνω γιατί αλλιώς θα με καταχερίσει. ΄Ετσι είπε κι έλεγε, αλλά όχι πως το έκανε ποτέ. Αλλά να λέγεται, τις κοτσίδες μου που και που μού τις τραβούσε. 


Ακούω πιατοπότηρα να χτυπάνε. Η χαρά μου όλη. Πρώτον, ξύπνησε επιτέλους, δεύτερον θ΄ακολουθούσε βυσσινάδα! ΄Ηταν  πάντα η πρώτη που εγκατέλειπε το ράντζο. Η μαμά μου και οι θείες μου ήταν πάντα μετά! Την περιμένω να φανεί με το φλυτζανάκι του καφέ στο ένα χέρι, τη βυσσινάδα στο άλλο. Θα πάει και θα ΄ρθει βέβαια 5-6 φορές ακόμα πριν κάτσει να πιεί τον καχβέ της. Μια θα σηκωθεί να φέρει το νερό της, μετά το καρπούζι ή το γλυκό του κουταλιού, μια ακόμα για να φέρει τη χαρτοβεντάλια της, μια για να φέρει  το σκοτωτήρι και δώστου να πάει. ΄Ετσι, σήκω-κάτσε, πάει κι έρχεται για να με νευριάζει! Δηλαδή εγώ να περιμένω να ακούσω μια διήγηση, μια ιστορία όσο οι άλλοι κοιμούνται και η γιαγιά είναι μόνο δική μου κι εκείνη να πηγαινοέρχεται. Είναι άδικο! Αν και το καλοκαίρι, συνήθως δεν είχε διηγήσεις. Οι ιστορίες και τα παραμύθια ήταν για το χειμώνα. Το καλοκαίρι ήταν γι΄άλλα. Το καλοκαίρι ήταν για μπάνια και παιχνίδια και η μεγάλη της ένοια ήταν πως να μας κρατήσει όσο γινόταν πιο ήσυχους. Νοιαζόταν μα μην πάθουμε, να μην χτυπήσουμε. Δεν θα σας πω άλλα. Θα σας πω μόνο τι σκαρφιζόταν για να μας ημερέψει.

Πάμε Γεροτσακούλι.
Ανηφοριά, χωματόδρομος, ερημιά...
Κι εκεί στο δρόμο πάνω προς το βουνό αριστερά...



Φέρτε στο νου σας κάτι από πρόδρομο σημερινού κάμπινγκ! ΄Ανευ νέων αλλά και παλαιών τεχνολογιών! Δηλαδή χωρίς φως, νερό, τηλέφωνο. Εντάξει, δεν μέναμε σε σκηνή αλλά σε σπίτι πετρόχτιστο, πηγάδι όμως γιοκ και δεν είχαμε και φυσικά το ψυγείο ήταν του πάγου. Και στην κουζίνα φυσικά πετρογκάζ με μπουκάλα η οποία αφίκετο άμα τη αφίξει μας εν τω τρίκυκλω του επιτόπιου παντοπώλου! Για νερό, πήγαινε καθημερινώς η στάμνα παρέα με το μπιτόνι 3 και 5 φορές στη βρύση απ΄ όπου αργούσαν να γυρίσουν καθότι υπήρχε πάντα ουρά! Η στάμνα περιείχε το πόσιμον ύδωρ. Το μπιτόνι γεμιζόταν και το νερό του ήταν για τα πιάτα, τα μούτρα, τα χέρια, τη λάτρα, το πλύσιμο. Το πρωί για γάλα πήγαινε, ανάλογα με τον προς διατροφή πληθυσμό, το κατσαρόλι ή η κατσαρόλα στη στάνη και το ψωμί αγοράζονταν μέρα παρά μέρα στο γυρισμό απ΄ τη θάλασσα.

Το ταψί πήγαινε στο φούρνο κάθε Κυριακή ενώ το γέρμα, το σούρουπο και το βραδάκι αναλάμβαναν καθήκοντα εκ περιτροπής η λάμπα πετρελαίου, το φεγγάρι και το καντήλι. Κι ενώ το πρωί και τ΄απόγευμα ήταν γεμάτα δραστηριότητες τύπου κούνια με σαμπρέλα, κουτσό, τόπι, σκοινάκι, πεντόβολα, τ΄απομεσήμερο ήταν γεμάτο από άλλα! Γιατί όσο κι αν δεν υπήρχαν γείτονες ούτε στο χιλιόμετρο, έπρεπε να επικρατεί ησυχία γιατί οι θείες και οι μαμάδες ξεκουράζονταν γιατί είχαν συμμαζέψει και συμμάζευαν όλη μέρα τ΄ασυμμάζευτα κι είχαν και μαγειρέψει και κυρίως είχαν πλύνει -τον άπλυτο- στο χέρι!

Απομεσήμερο,  στην πλακόστρωτη αυλή, 
κάτω απ΄τα πεύκα... 
Δεν θα σας πω πολλά... 

Κατ΄αρχήν θα σας μόνο πως το πρώτο απομεσήμερο ήταν πάντα αφιερωμένο στο τόπι 
γιατί αυτό ήταν το παιγνίδι που θα μας κρατούσε παρέα σ΄όλες τις διακοπές. ΄Ετσι αρχίζαμε πάντα με την κατασκευή του, αφού η γιαγιά μας είχε φροντίσει και γι΄αυτό. Είχε φροντίσει κι είχε μαζέψει ότι κουρελόπανο έπεφτε στα χέρια της όλο τον καιρό και είχε έρθει πια η ώρα να αδειάσει την τσάντα που είχε φέρει με κάθε είδους κουρέλι και κουρελάκι, περιμαζεμένο με σκοπό να γίνει τόπι. ΄Ολη τη χρονιά μάζευε κουρελάκια. Τα  μισά γίνονταν κουρελού για το κουζινάκι της και τα υπόλοιπα, τόπι του καλοκαιριού!

Εκεί δε προς το τέλος του καλοκαιριού το τόπι είχε αποσυντεθεί βέβαια εις τα εξ ων συνετέθει, εξ ου και η πρωτόβιαση για την κατασκευή του.  Το τόπι το έφτιαχνε η γιαγιά γιατί ήθελε ράψιμο και τέχνη, ενώ τα άλλα παιγνίδια του καλοκαιριού μάς έβαζε και τα φτιάχναμε εμείς, με τα χεράκια μας. 

Πρώτο λοιπόν ήταν το τόπι. ΄Ενα τόπι χρωματιστό, μαλακό, ότι πρέπει για μικρούς διαβόλους.
Το δεύτερο κι επόμενο δεν ήταν παιγνίδι αλλά ήταν υποχρεωτικό κι απαραίτητο να γίνει. ΄Ηταν για τις μαμάδες των μικρών διαβόλων που στάλιαζαν και ίδρωναν για να τα ΄χουν οι μικροί διάβολοι όλα έτοιμα και στο χέρι! Κι ήταν και για τη γιαγιά. Τί ήταν; Οι χαρτοβεντάλιες φυσικά. Μάλιστα! Φτιάχναμε από μια για τις μαμάδες, μια για τη γιαγιά και μια ο καθένας για την πάρτη του! Μας έκοβε η γιαγιά καλάμια. Τα ΄κανε κομμάτια και τα ΄σκιζε στα δυο. Γέμιζε το κάθε κομμάτι μ΄ αλευρόκολλα και εκεί κολλούσαμε τη βεντάλια που είχαμε κάνει από χασαπόχαρτο και είχαμε ζωγραφίσει από πριν. Σαν κολλούσε το χαρτί στο καλάμι, ένωνε με χορτόσχοινο σε γωνιά η γιαγιά τα δυο καλάμια κι ήταν έτοιμη η βεντάλια!  

Και μετά, ε μετά είχαμε τα πιο όμορφα παιχνίδια απ΄όλους! Και τα είχαμε κάνει εμείς κι ήταν δικά μας κι ολόδικά μας και μόνο για μας!

΄Ενα απ΄ αυτά ήταν οι σφυρίχτρες! ΄Ωρες μας έβαζε και τρίβαμε μετά μανίας και κατά τας εντολάς της, τα κουκούτσια απ΄τα βερύκοκα στο πέτρινο τραπέζι της αυλής. Διάλεγε τα πιο μεγάλα, τα έπλενε, τα στέγνωνε στο περβάζι του παραθύρου και μετά μας έδινε από ένα. ΄Εβαζε και πάνω στο τραπέζι μια κανάτα νερό κι ύστερα αρχίζαμε το τρίψιμο που κρατούσε ώρες! Και τρίβαμε και τρίβαμε και τρίβαμε κι είχε την ησυχία της ενώ έπλεκε τα επερχόμενα χειμωνιάτικα χρειαζούμενα, γάντια, κασκόλ, σκουφιά! Κι άντε εκεί εμείς και τρίβαμε μέχρι να τρυπήσει το κουκούτσι. Κάθε φορά τα ίδια. Κι όμως, σαν τρύπαγε η χαρά μας όλη! ΄Επαιρνε εκείνη τότε το κουκούτσι, το εξέταζε, έλεγχε την τρύπα κι αν έκρινε πως ήταν εντάξει, είχε σειρά. Το έπαιρνε, έβγαζε με μια βελόνα τον καρπό από μέσα και μετά ο καθένας μπορούσε να πάρει το δικό του και ν΄αρχίσει να σφυρίζει. Τρέχαμε και σφυρίζαμε ώρες άσε που προσπαθούσαμε να μιλήσουμε με σφυρίγματα αλλά ποτέ βέβαια μεσημέρι! Μερικές φορές μάς έβαζε μέσα στο κουκούτσι νερό. ΄Ετσι όταν το ακουμπούσαμε στην άκρη των χειλιών αρχίζαμε σχεδόν το κελάηδημα!!!

Καλοκαίρι ον, τα καραβάκια ήταν απαραίτητα! ΄Ενα καρυδότσουφλο έφτανε. Το γεμίζαμε με βρεγμένο στυμμένο ψωμί και πριν αποστεγνώσει τού μπήγαμε στη μέση ένα ξυλαράκι για κατάρτι. Από κομματάκια χαρτί κοβόντουσαν τα πανιά του, πάντα σύμφωνα με το σχέδιο της γιαγιάς. ΄Ενα σημαιάκι κι έτοιμο! Μια σπρωχτό, μια τσουληχτό, έπεφτε απ΄το τραπέζι, διαλυότανε, ξαναφτιαχνότανε και δώστου ξανακύλαγε μέχρι να ξαναπέσει. Για μακρινό ταξίδι δεν ήταν, δεν το άντεχε βλέπετε όσο κι αν μερικές φορές έφτασε μέχρι τη θάλασσα!  


Παραμονή Δεκαπενταύγουστου έκοβε πάντα κάμποσες κορφές πευκοβελόνες. Μας έδινε από μια κορφή και με τις οδηγίες της περνούσαμε σε κάθε πευκοβελόνα ένα γιασεμί ή ένα αγιόκλημα ή ένα δειλινό. Μετά φρεσκοπλυμένους, φρεσκολουσμένους και καθαρούς μας πήγαινε στην εκκλησία να προσκυνήσουμε και να τ΄αποθέσουμε τα γιασεμιά στη Χάρη της! Χωρίς ποτέ να ξεχνάει να προσφέρει εκείνη στην Παναγιά, έναν κρίνο, μαζεμένο το πρωί απ΄την άμμο!


΄Οταν στο μενού είχε Ακάκιο και μακαρόνια Μίσκο, άλλοτε φτιάχναμε καρφίτσες για το πέτο της μαμάς! Κολλούσαμε προσεκτικά με αλευρόκολλα σπυριά κριθαράκι σχηματίζοντας λουλούδια πάνω σε κομματάκια λειασμένου κορμού πεύκου κι άλλοτε είχε κολλιέδες και βραχόλια από μακαρόνια για πατσίτσιο! 

Κι από κει κι ύστερα άλλες φορές, το πρόγραμμα είχε είτε σκουποκουκλάκια είτε βόλτα στο περιτρύγυρο για σύκα, είτε μάζεμα φασκόμηλου και ρίγανης. Στην επιστροφή οι μαμάδες είχαν ξυπνήσει κι έπιναν τον καφέ τους. Η επιβράβευση για την ησυχία ήταν συνήθως μαστίχα ή βανίλια υποβρύχιο και κάποιες φορές είχε μπισκότα μιράντα ή πτι-μπερ με λουκούμι, πολυαγαπημένο γλυκό της γλυκιάς μου γιαγιάς και δικής της παρασκευής και επινόησης! 

΄Οσο για τ΄απόγευμα είχε τσέρκι για τ΄αγόρια, κρυφτό πριν γείρει ο ήλιος, στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα 1,2,3, στην αυλή, δεν περνάς κυρά-Μαρία, γύρω-γύρω όλοι στη μέση ο Μανώλης, η μικρή Ελένη...   

Τα βράδια παίζαμε το περνά-περνά η μέλισσα, το πούντο πούντο το δαχτυλίδι, γίνονταν παιχνίδι και μάθημα το μέτρημα των αστεριών ενώ περιμέναμε εναγωνίως τα πεφτάστερα για να ευχηθούμε, ο καθένας μας, ένας Θεός ξέρει τι... 

και για 1 ή 2 βράδια το μήνα
η ευτυχία όλη ήταν... 
το σινεμά του στρατού... 
συν τον ηλιόσπορο, τον πασατέμπο και τα επίκαιρα

Μια ευτυχία, σχεδόν απόλυτη και σχεδόν για όλους!!!!!


Καλά σας βράδια

Ε.-



Η πρώτη μου κούκλα κι η δεύτερη κι η τρίτη, ήταν φτιαγμένες από εκείνη τη χρυσή γιαγιά.

Η πρώτη πήρε ανάσα πάνω σ΄ένα από κείνα τα παλιά ξεχασμένα σκουπάκια από άχυρο. Η δεύτερη ζωντάνεψε πάνω σε κάτι υπόλοιπα από μαλλιά πλεξίματος κι η τρίτη ξεπήδηξε μέσα από ένα κουβάρι νήμα για βελονάκι.
΄Ολες όμως για να ζωντανέψουν χρειάστηκαν τη γιαγιά μου!


Η τέταρτη ήταν μεγάλη σαν και μένα, αλλά ήσυχη κι ακίνητη πάντα και μόνιμα καθισμένη πάνω στην ντιβανοκασέλα του σαλονιού. 

Η πέμπτη πάντως -όπως και οι επόμενες άλλωστε- ήταν κανονική. Κι ήταν και η πιο αγαπημένη μου τότε. Κι ήταν και η πιο όμορφη από όλες. Την φώναζα Ρίτα! ΄Ηταν μια κούκλα ξανθιά, στρουμπουλή, ντυμένη στα πράσινα, γερμανίδα ή εκ Γερμανίας, δεν ξέρω. Θυμάμαι μόνο πως μου την έκαναν δώρο, ένα ζευγάρι, φίλοι του μπαμπά μου. ΄Ηταν κάποια Χριστούγεννα. ΄Ισως στα 4 μου! Καθώς λοιπόν η γυναίκα του κ. Πέτρου ήταν όντως γερμανίδα και όντως την έλεγαν Ρίτα, η κούκλα μου βαφτίστηκε κι αυτή προφανέστατα και αφθορεί, Ρίτα. 


Πεφτάστερα, κρινάκια, κούκλες και καραβάκια...  
Ανέμελη ηλικία, ανέμελες μέρες 
Περασμένοι καιροί, περασμένες στιγμές...
Στιγμές αξέχαστες, αξέχαστες ψυχές...
Κι όλα μέσα σ΄ένα ατέλειωτο τζιτζιτζιτζιτζιτζιτζιτζιτζιτζι........... 

28 Αυγούστου 2014

Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ΄Αύγουστο σεντόνα....


Ο τζαμάς δε λέει με τίποτα να φανεί, ψωμί  αγοράζω απ΄το βενζινάδικο, ο πράσινος σταυρός του φαρμακείου έχει κάτι πολλές μέρες ν΄ανάψει! Δεν αναρωτιέμαι γιατί. Διακοπές έχουν οι άνθρωποι! Ζέστη μπορεί να μην έχουμε, αλλά έχουμε Αύγουστο! Κι είναι ο Αύγουστος, ο μήνας των διακοπών!

Και ρίχνει μια βροχή έξω.....

Αχ αυτός ο Αύγουστος! Και να με γυρίζει πίσω ο άτιμος, σε κάτι διακοπές αξέχαστες, χωρίς φως, νερό, τηλέφωνο, χωρίς χωριό... χωρίς πολλά και χωρίς πολλά, πολλά! Πίσω εκεί και να νοσταλγώ κάτι διακοπές μαγικές, γεμάτες ξαδέρφια, πεύκα, στρωματσάδα κι ΄Αγιος ο Θεός! Γεροτσακούλι (Αγία Μαρίνα), Βραχάτι, Μπάφι (Κρυονέρι)... 
Χωρίς χωριό αφού οι πρόσφυγες παππούδες βρέθηκαν ξεβρασμένοι στην πρωτεύουσα! "Χωρίς χωριό αλλά σε χωριό... το βλέπεις κοκόνα μου; Για με κάλεσμα για με κόνιασμα για με κατασκήνωση... είδετε το; είχενε πάλι ο Θεός και για μας τον Αύγουστο"... έτσι το ΄λεγε η νενέ μου, η καλή μου γιαγιά. .. "είχενε και για μας". Ναι, είχενε...

Αύγουστο έχει πάντα ! Και διαπιστωμένα είναι πάντα ο ίδιος! 
Οι διακοπές όμως, δεν είναι ποτέ οι ίδιες! Ούτε κι εμείς είμαστε ίδιοι κάθε Αύγουστο! Διαπιστωμένο κι αυτό! Αλλά αυτό το αυτό καλύτερα ας το αποφύγω!!! Κι είναι ο ίδιος παντού, αφού όλοι κι όλα διακοπεύουν! ΄Οχι όμως ίδιος κι απαράλλαχτος! Πως απαράλλαχτος αφού αλλού έχει 100 Φ κι αλλού μοναχά 12 Κ!

Α και, επίσης διαπιστωμένα, Αύγουστο, έχει παντού! Και είναι ραχατλής και μαχμουρλής και γουστάρει τη θάλασσα και τη σιέστα! Αρνιέται να δουλέψει και κοιμάται αργά! Κυλάει στο ρελαντί κι αντιστέκεται σθεναρά στους βιαστικούς και σ΄όσους θέλουν να κάνουν δουλειά. Θες να βρεις άνθρωπο να σου κολλήσει ένα σωλήνα που τρέχει και ή που ο άνθρωπος-υδραυλικός τρέχει στις παραλίες ή που τρέχει ο ιδρώτας σου παρέα με το σωλήνα σου! Και θέλεις να συνδέσεις την κουζίνα και σ΄έχει συνδέσει στον αυτόματο τηλεφωνητή ο ηλεκτρολόγος. Και θέλεις να...

Αύγουστος και κατεβασμένα και τα δικά μου τα ρολά μέχρι σήμερα! Σήμερα όμως...

Καλέ κόντεψαν ν΄αράχνιασουν! Στο τσακ τα πρόλαβα παρότι εγώ διακοπές γιοκ και δεν έφυγα παρότι Αύγουστος! Αν έφευγα πάντως, στα πάτρια θα κατέφευγα! ΄Οπως έκανα άλλωστε σχεδόν πάντα μέχρι σήμερα και στα πάτρια κατέληγα. ΄Ισως και να ΄κανα μια στάση κάπου αλλού, πριν ή μετά ή ανάμεσα, αλλά Αύγουστος σήμαινε Ελλάδα, θάλασσα, φραπέ (σήμερα φρέντο), τσίπουρο κι όλα αυτά υπάρχουν μόνο στα πάτρια. Μόνο που στα πάτρια πια η ζέστη σκοτώνει και η τόση πολλή ζέστη σκοτώνει κι εμένα και την αφεντομουτσουνάρα μου! 

Η αλήθεια είναι πως έφυγα για μια βδομαδίτσα - καμία σχέση φυσικά με τις αράχνες στα ρολά- αλλά και καμία σχέση με διακοπές γιατί βδομάδα διακοπών δεν ήταν. Είχε κάτι από μετακόμιση, κάτι από ξενοδοχείο, κάτι από επίσκεψη και κάτι από τουρισμό! Παράξενη βδομάδα! Και το πιο παράξενο από όλα ήταν ότι ενώ ευρέθην εις την 3ην μεγαλυτέραν πόλην της γείτονος Γαλλίας, στην αρχή είδα κι έπαθα να βρω ένα κοψιδάκι όχι τουριστικό κι ένα κομματάκι ψωμί και όχι παντεσπάνι για να κόψω την πείνα μου και να παρηγορήσω την κούρασή μου! ΄Οσο παράξενο κι αν μας/σας φαίνεται δυστυχώς εις τας Ευρώπας δεν τρώει ο κόσμος σύμφωνα με το στομάχι του και την πείνα του. Και δεν αναφέρομαι στην κρίση. Αναφέρομαι στο ότι τρώει σύμφωνα με το ρολόι. Φυσικά και δεν είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει αυτό ούτε κι η τελευταία αλλά κάθε φορά, όσο κι αν θέλω, να το χωνέψω δεν μπορώ! 

Μόνο που αυτή τη φορά...


΄Ομορφη πόλη, που κυλιέται στα νερά... αγκαλιά με το Ροδανό και το Σον... 

Στο Lugdunum, των Ρωμαίων, πολιτιστικών αντιπάλων των προγόνων μας και μεταξύ μας στη σημερινή Λυών, ανακάλυψα κάτι σπουδαίο! Που δεν το είδα πουθενά αλλού πριν! 

΄Οχι, δεν ανακάλυψα τα μικρά παραδοσιακά ταβερνάκια, τα περιβόητα λυονέζικα bouchons, αλλά κάτι μικρό, απλό κι εξυπηρετικό που έχει όμως απόλυτη σχέση μαζί τους. 

Εξαιρετική ιδέα για μένα αλλά και για όλους! Τα λυονέζικα  bouchons, τα ήξερα. ΄Ηξερα πως είναι  καταλληλότατα για όλα τα βαλάντια κι ακόμα πιο κατάλληλα για γερούς γευσιγνώστες και καλοφαγάδες που λατρεύουν όμως την απλότητα. Ατμοσφαιρικά και οικογενειακά, προσφέρουν σπιτική κουζίνα βασισμένη σε φρέσκα προϊόντα και υλικά και στην γαστριμαργική κουζινική παράδοση της περιοχής. Επ΄ευκαιρία, η λέξη bouchon μεταφράζεται ως μποτιλιάρισμα αλλά και ως βούλωμα. ΄Οπερ προφανώς στα bouchons, βουλώνεις την πείνα σου.  Ισπανιστί ίσως να μεταφράζεται τάπα(ς), τα γνωστά σε όλους, που μπορούν επίσης να εκληφθούν ως βουλώματα πείνας!

΄Εβρεχε και φυσούσε και στη Λυών. Σωρηδόν, κατά διαστήματα, λίγο, πολύ, απαλά, βάρβαρα. Σ΄αιφνιδίαζε ή σε προειδοποιούσε. ΄Αξαφνα συννέφιαζε, γρήγορα φόρτωνε, ξέσπαγε σε καταιγίδα, ημέρευε, ξαστέρωνε... 


΄Οπου στα  bouchons, βουλώματα ή ταπώματα -όπως θες πες το- της πείνας, έμπροσθεν και επί της βιτρίνας τους και επί λίαν εμφανούς σημείου υπάρχει αναρτημένος κατάλογος με τα πλησιέστερα εφημερεύοντα ταβερνάκια-bouchons! Ναι, ναι! 

Πως στην Αθήνα πας στο κλειστό φαρμακείο και βλέπεις πιο εφημερεύει πιο κοντά στη γειτονιά σου; ΄Ετσι!   

Μη γελάτε. Εκεί σε μας/σας τρώμε/τε και πίνουμε/τε ότι ώρα θέλουμε/τε. Εδώ στας Ευρώπας δυστυχώς, αν πεινάσεις εκτός ωραρίου, θα λυσσάξεις της πείνας εκτός κι αν χτυπήσεις κανένα κεμπάπ στο πόδι ή κάνα σάντουιτς στο δρόμο ή κάνα σούπερ-μάρκετ στο... τρέξιμο! Τα κεμπάμ καμία σχέση με τα δικά μας! Τα σάντουιτς χωρίς καμιά γαλλική φινέτσα, τα σούπερ-μάρκετ σαν τα δικά μας αλλά χωρίς φέτα!

Φυσικά η εφημερία έχει να κάνει με τις Κυριακές, τις γιορτές, τις αργίες και τις σχόλες αλλά -μην το ξεχνάμε- και με τον Αύγουστο!

Λοιπόν, στη Λυών σε περίπτωση Αυγούστου και δη  σιμά τις 15, βλ. όπως εγώ, εν Κυριακή, γιορτή ή σχόλη, τα παίζεις. Σιγά μη βρεις και φας! Αλλά... στέκεσαι στο πρώτο  bouchon που βρίσκεις μπροστά σου κι αν είναι κλειστό -τα περισσότερα είναι συνήθως ανοιχτά 7 επί 6 (συνήθως εκτός Κυριακής) ρίχνεις μια ματιά στη βιτρίνα και πετάγεσαι στο πλησιέστερο εφημερεύον ταβερνάκι! Και πας και τρως!!! Σαν άνθρωπος και σαν άρχοντας! Εκτός από τον Αύγουστο φυσικά! Και φυσικά πρέπει να συμπέσει να πεινάς κάτι μεταξύ 12 με 14 και 18 με 22!

Ξέχασα και να σας πω, για να μην αναρωτιέστε κιόλας, πως ντιλίβερι (νταλαβέρι;) και κατ΄οίκον διανομή στην Ευρώπη, δεν ευδοκιμεί διόλου!


     ΄Ομορφη πόλη...



     









Αύγουστος κι έβρεχε...
και βρέχει ακόμη...



Αύγουστος και με γυρίζει πίσω σ΄έναν άλλο Αύγουστο, αυτός στεγνός...
Γεροτσακούλι Αττικής ..

6-8 ξαδέρφια, 
3 ξαδέρφες, 
μια γιαγιά...
καμιά βρύση αλλά ένα βρυσάκι κρεμαστό...
καθόλου φως αλλά 2 λάμπες πετρελαίου... κι άντε να καθαρίσεις το γυαλί... 
μια γκαζιέρα...
ράντζα για τους μεγάλους
φερμένα φθαρμένα στρώματα για τους μικρούς... 
ένα τηλέφωνο κινητό...  παιχνίδι... 
ο καμπινές :)) στο βάθος του κήπου...
το λάστιχο εκτελεί χρέη ντους...
σιγά μην είχαμε φωτογραφική μηχανή...
Φασαριόζικα πάμε στο φούρνο το ταψί και για ψωμί, στη στάνη για το γάλα, στη βρύση για νερό, στη θάλασσα με το πόδι...

το επόμενο σπίτι στο χιλιόμετρο, η θάλασσα σε χλμ. 3...
και να μην παραπονιέται κανείς γιατί κουβαλάει το γάλα, γιατί φέρνει το ψωμί, γιατί φορτώνεται το νερό, γιατί τού βγαίνει η γλώσσα για να πάει στη θάλασσα...
και να τρελαίνεται από χαρά γιατί πηγαίνοντας στο μανάβη είχε δει το στρατιωτικό φορτηγάκι στην πλατεία να στήνει την οθόνη για το τζάμπα σινεμά...

και να ξεκαρδίζεται στα γέλια παίζοντας κρυφτό, πεντόβολα, μήλα και χαλασμένο τηλέφωνο...

και να κοιμάται νωρίς γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο πια μιας και δεν υπήρχε άλλο φως εκτός απ΄το φεγγάρι...

Και ρίχνει μια βροχή έξω...


Καλά σας βράδια

Ε.-
της Παναγίας στη Λυών

Πέρασε της Παναγίας
και του Σωτήρος...

του Αγίου Φανουρίου χθες, του ΄Αη Γιάννη του Ριγανά (ριγολόγου) αύριο και προσοχή γιατί νηστεία μεγάλη είναι...





Καλά τα bouchons αλλά μου έλειψαν τα βλίτα και τα σύκα...
1,45 ευρώ έχει εδώ έκαστον... είναι εκ Τουρκίας και είναι άχρωμο, άνοστο, άγευστο και απαράδεκτο!!!

Επανέρχομαι...



Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι...