4 Σεπτεμβρίου 2014

Αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας δεν είναι καλοκαίρι....

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά
Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σέναν ορκιζόμαστε
Πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε
Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
Κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν΄ανάψουμε
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.

Τι τύχη που την έχω!!! Με τις φιλενάδες που έχω!!!
Η καλή μου η Κατ -ο Θεός να την έχει καλά- φρόντισε και ζώστηκε 3 κιλά σύκα και 2 κιλά βλίτα και μου τα ΄φερε και τα παρέλαβα και τα καταβρόχθισα βεβαίως-βεβαίως! ΄Οπερ δεν είμαι πια σε στέρηση, ούτε και φέτος! Και πέρσι -δεν θυμάμαι αν σας το είπα- το ίδιο είχε κάνει πάλι!   
Σεπτέμβριος πια, καλό μας μήνα!  Προχώρησε κιόλας αλλά κάτι κάτι αναμνήσεις που ενέσκυψαν πρόσφατα και κάτι που δεν χωνεύω ιδιαιτέρως τον Σεπτέμβρη, με κάνουν να έχω παραμείνει στον Αύγουστο! Σ΄έναν, δηλαδή σε κάποιον απ΄όλους εκείνους τους διάφορους Αύγουστους, τους γεμάτους, τρυφερές πια, αναμνήσεις! Τότε ήταν και δεν ήταν τρυφερές. Και δεν ήταν λόγω του τρυφερού της ηλικίας που δεν μ΄άφηνε να τις εκτιμήσω σωστά αλλά τρυφερές πια σήμερα και πάλι φυσικά λόγω ηλικίας! Και γίνονται ακόμα πιο τρυφερές χάρη στη θύμηση της τρυφερής μου γιαγιάς...

Καλός ο Σεπτέμβρης μωρέ, δεν λέω αλλά κουβαλάει πάνω του το μεγάλο χαμό, εκείνη τη μια καταστροφή, το γιαγκίνι, τη φωτιά και την αστείρευτη οδύνη. Κουβαλάει μέσα του εκείνα τα άπειρα δάκρυα κι εκείνη την πίκρα που δεν γλύκανε ποτέ παρά τα χρόνια που πέρασαν! Θυμάμαι τη γιαγιά μου να θλίβεται πάντα τον Σεπτέμβρη. Τη θυμάμαι να γέρνει και να τραβάει το βήμα σαν πως το βήμα της δεν θα την έβγαζε πουθενά. Κι ακόμα, τη θυμάμαι ν΄ανάβει το καντηλάκι της και να μην το αφήνει να σβήσει. Τη βλέπω ακόμα, να θυμιατίζει, να σιγοψυθιρίζει, άλλοτε να μουρμουρίζει και συχνά-πυκνά να δακρύζει. Θυμάμαι πως Σεπτέμβρη δεν ήθελε να βγαίνει απ΄το σπίτι ούτε καν στη γειτονιά όπως το συνήθιζε και θυμάμαι πως εκείνες τις μέρες έκανε και 2 και 3 και 4 φορές κόλλυβα. ΄Ισως κάθε Σάββατο.  Κι όπως η ίδια έλεγε, αν της ρώταγες, γιατί γιαγιά κλαις και κάνεις κόλλυβα, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια και κοφτή.  "Δε θέλω πολλά-πολλά. Με πονάει ο Σεπτέβρης, κόρη μου".

Κι αν θυμηθώ και τα Σεπτεμβριανά του ΄55 στην Πόλη μας τη Βασιλεύουσα, θα βαρύνει κι άλλο ο ένατος μήνας του χρόνου παρότι είναι ένας μήνας γλυκός που μας συμμαζεύει και μας βάζει απαλά σε σειρά. Θυμίζει πόρτα που ανοίγει στο φως πριν μικρύνει κι άλλο ακόμα η μέρα και λιγοστέψει το φως αισθητά, μοιάζει παράθυρο που ανοίγει για να μπει το φθινόπωρο ντυμένο στα χρυσοκόκκινα ενώ οι τελευταίες του ανάσες ζέστης μάς παρηγορούν ενόψη του χειμώνα που μας περιμένει.   

Ούτε κι εγώ θέλω "πολλά-πολλά" τον Σεπτέμβρη,
εκτός ίσως... διακοπές! 

Πάμε πίσω...
στον Αύγουστο, τον Παναγιάρη ή συκολόγο ή διπλοχέστη όπως τον αποκαλούν και τον αποκαλούσε και η γιαγιά μου. Γνωστός για τον εορτασμό της Παναγιάς του, γνωστός και για τα σύκα του. Προφανώς, διπλοχέστη τον αποκαλούσε και γελούσε, μάλλον επειδή -ξέχασα βλέπετε να την ρωτήσω- εξαιτίας των πολλών φρούτων και κυρίως των σύκων του που όπως γνωστόν τοις όλοις, βοηθούν στο αποχετευτικό!  Α, τον αποκαλούσε και μαχμουρλή και χουζουρλή και χρονομάντη. Χρονομάντη λόγω του 12ήμερου που κατά τους παλιούς, κάθε μια από τις 12 πρώτες μέρες του Αυγούστου, ήταν δείγμα του καιρού που θα ΄κανε τους 12 μήνες του νέου χρόνου που θα ακολουθούσε.


Γεροτσακούλι... παραλία του το Ζούμπερι
Πεντελικά βουνά ένα γύρω
Αττική...
Περίχωρα: Μάτι, ΄Αγιος Ανδρέας, Νέα Μάκρη
Πιο πέρα: Μαραθώνας, Ραφήνα, Λούτσα...

Μεσημέρι κι όλοι χουζουρεύουν. ΄Ολοι εκτός από μένα και τα τζιτζίκια! Αχ, αυτό το ατέλειωτο τζιτζιτζι! Ενώ τότε μου ΄τρωγε τα αφτιά, ειδικά τις στιγμές που δεν είχα να κάνω τίποτα, τώρα μου λείπει κι αυτό!

Φυσικά ούτε τα μυρμήγκια κοιμούνται. Παίζω και δεν παίζω με μια χρυσόμυγα δεμένη σε κλωστή. Παιχνίδι κι αυτό! Απαράδεκτο, ναι, αλλά τι να κάνω! Πρέπει να είμαι στα 8. Κατά βάθος βέβαια, προσπαθώ να ξυπνήσω τον αδερφό μου και την μικρή μου ξαδέρφη που κοιμούνται παραδομένοι παραπέρα κάτω απ΄τον πεύκο. Αλλά που... αυτοί κοιμούνται του καλού καιρού! Εγώ εξακολουθώ να βαριέμαι. Ελευθερώνω τη χρυσόμυγα ψάχνοντας ένα γύρω κάνα άλλο ενδιαφέρον. Θα ΄θελα να ξυπνήσω τη γιαγιά μου αλλά δεν τολμάω. Αυτό το "μου" το κτητικό, μου φαίνεται ότι το είχα από πάντα ελάττωμα κυρίως όσον αφορά τη γιαγιά μου και μερικά άλλα πολυαγαπημένα διάφορα. Βασικά η γιαγιά, μου ζήτησε να την αφήσω να "χουζουρέψει έναν παρά" οπότε κάνω ότι καλύτερο μπορώ. Αμ, πως, έτσι βρήκε τον μπελά της η χρυσόμυγα νομίζετε; Με παρακαλάνε και μένα να ξαπλώσω τα μεσημέρια αλλά που εγώ. Εγώ το βρίσκω απλά άδικο. Δεν μ΄αρέσει να παίζω με τη χρυσόμυγα αλλά πάλι είναι πιο ενδιαφέρον από το να κοιμάμαι. 
Απ΄τη στιγμή που δεν συμβαίνει τίποτα όταν κοιμάσαι μωρέ μαμά, γιατί να κοιμηθώ; Είναι άδικο!
-Να κοιμηθείς γιατί είσαι κουρασμένη!
- ΄Οχι, δεν είμαι, δεν είμαι, δεν είμαι!
- Αμάν παιδάκι μου, αμάν. Καλά, μην κοιμάσαι αλλά να μην ακούσω άχνα, εντάξει;"

 Μπορείς να πεις όχι; Δεν το λες, δεν βγάζεις άχνα και βαριέσαι.

Σίγουρα κουράστηκε η γιαγιά. Πως να μην κουραστεί αφού για να πάμε στη θάλασσα κάνουμε 3,5 χλμ. στο ποδαράτο. Βάλε και τα 3,5 της επιστροφής! Θα μπορούσα να κάνω κι άλλα τόσα βέβαια, αρκεί που είμαι μαζί της. Είμασταν οι δυο μας μόνο που πηγαίναμε κάθε μέρα για μπάνιο. Οι υπόλοιποι ερχόντουσαν μια στις δυο ή και καθόλου στις 2 ή ακόμα και στις 3! Βάλε λοιπόν τα χιλιόμετρα, βάλε και το κολύμπι! Τώρα που το σκέφτομαι, δεν την είδα ποτέ με μαγιώ. Ποτέ, παρόλους τους Αύγουστους, το ποδαράτο και τα μπάνια! Μου φαίνεται πως μόνο έβρεχε μόνο τα ποδαράκια της και μετά τα σκέπαζε ή μ΄άφηνε και τις τα σκέπαζα με τη ζεστή άμμο. 
Αν βάλουμε τώρα και τη ζέστη και την τσάντα με τα συμπράγκαλα παραμάσχαλα, συν το παγούρι με το νερό, βάλε και το κακοτράχαλο του δρόμου, εκεί να δεις κούραση. Τι κούραση, δεν λες καλύτερα εξόντωμα! Ναι, μόνο εκείνη κι εγώ! Οι δυο μας πηγαίναμε για μπάνιο κάθε μέρα, χωρίς να νοιαζόμαστε για τη ζέστη, τα χιλιόμετρα και την κούραση. Πως λοιπόν να μην σεβαστώ το αίτημά της και να μην λουφάξω αμίλητη, ακούνητη κι αγέλαστη,1,2,3... όλα για τη γιαγιά! 

Το καταλαβαίνω και δεν το καταλαβαίνω που θέλει να θέτει τα μεσημέρια αλλά χωρίς ιστορίες και χωρίς παιχνίδι, η ώρα κολλάει. ΄Αχνα όμως δεν βγάζω και φασαρία ούτε που μου περνάει από το μυαλό να κάνω γιατί αλλιώς θα με καταχερίσει. ΄Ετσι είπε κι έλεγε, αλλά όχι πως το έκανε ποτέ. Αλλά να λέγεται, τις κοτσίδες μου που και που μού τις τραβούσε. 


Ακούω πιατοπότηρα να χτυπάνε. Η χαρά μου όλη. Πρώτον, ξύπνησε επιτέλους, δεύτερον θ΄ακολουθούσε βυσσινάδα! ΄Ηταν  πάντα η πρώτη που εγκατέλειπε το ράντζο. Η μαμά μου και οι θείες μου ήταν πάντα μετά! Την περιμένω να φανεί με το φλυτζανάκι του καφέ στο ένα χέρι, τη βυσσινάδα στο άλλο. Θα πάει και θα ΄ρθει βέβαια 5-6 φορές ακόμα πριν κάτσει να πιεί τον καχβέ της. Μια θα σηκωθεί να φέρει το νερό της, μετά το καρπούζι ή το γλυκό του κουταλιού, μια ακόμα για να φέρει τη χαρτοβεντάλια της, μια για να φέρει  το σκοτωτήρι και δώστου να πάει. ΄Ετσι, σήκω-κάτσε, πάει κι έρχεται για να με νευριάζει! Δηλαδή εγώ να περιμένω να ακούσω μια διήγηση, μια ιστορία όσο οι άλλοι κοιμούνται και η γιαγιά είναι μόνο δική μου κι εκείνη να πηγαινοέρχεται. Είναι άδικο! Αν και το καλοκαίρι, συνήθως δεν είχε διηγήσεις. Οι ιστορίες και τα παραμύθια ήταν για το χειμώνα. Το καλοκαίρι ήταν γι΄άλλα. Το καλοκαίρι ήταν για μπάνια και παιχνίδια και η μεγάλη της ένοια ήταν πως να μας κρατήσει όσο γινόταν πιο ήσυχους. Νοιαζόταν μα μην πάθουμε, να μην χτυπήσουμε. Δεν θα σας πω άλλα. Θα σας πω μόνο τι σκαρφιζόταν για να μας ημερέψει.

Πάμε Γεροτσακούλι.
Ανηφοριά, χωματόδρομος, ερημιά...
Κι εκεί στο δρόμο πάνω προς το βουνό αριστερά...



Φέρτε στο νου σας κάτι από πρόδρομο σημερινού κάμπινγκ! ΄Ανευ νέων αλλά και παλαιών τεχνολογιών! Δηλαδή χωρίς φως, νερό, τηλέφωνο. Εντάξει, δεν μέναμε σε σκηνή αλλά σε σπίτι πετρόχτιστο, πηγάδι όμως γιοκ και δεν είχαμε και φυσικά το ψυγείο ήταν του πάγου. Και στην κουζίνα φυσικά πετρογκάζ με μπουκάλα η οποία αφίκετο άμα τη αφίξει μας εν τω τρίκυκλω του επιτόπιου παντοπώλου! Για νερό, πήγαινε καθημερινώς η στάμνα παρέα με το μπιτόνι 3 και 5 φορές στη βρύση απ΄ όπου αργούσαν να γυρίσουν καθότι υπήρχε πάντα ουρά! Η στάμνα περιείχε το πόσιμον ύδωρ. Το μπιτόνι γεμιζόταν και το νερό του ήταν για τα πιάτα, τα μούτρα, τα χέρια, τη λάτρα, το πλύσιμο. Το πρωί για γάλα πήγαινε, ανάλογα με τον προς διατροφή πληθυσμό, το κατσαρόλι ή η κατσαρόλα στη στάνη και το ψωμί αγοράζονταν μέρα παρά μέρα στο γυρισμό απ΄ τη θάλασσα.

Το ταψί πήγαινε στο φούρνο κάθε Κυριακή ενώ το γέρμα, το σούρουπο και το βραδάκι αναλάμβαναν καθήκοντα εκ περιτροπής η λάμπα πετρελαίου, το φεγγάρι και το καντήλι. Κι ενώ το πρωί και τ΄απόγευμα ήταν γεμάτα δραστηριότητες τύπου κούνια με σαμπρέλα, κουτσό, τόπι, σκοινάκι, πεντόβολα, τ΄απομεσήμερο ήταν γεμάτο από άλλα! Γιατί όσο κι αν δεν υπήρχαν γείτονες ούτε στο χιλιόμετρο, έπρεπε να επικρατεί ησυχία γιατί οι θείες και οι μαμάδες ξεκουράζονταν γιατί είχαν συμμαζέψει και συμμάζευαν όλη μέρα τ΄ασυμμάζευτα κι είχαν και μαγειρέψει και κυρίως είχαν πλύνει -τον άπλυτο- στο χέρι!

Απομεσήμερο,  στην πλακόστρωτη αυλή, 
κάτω απ΄τα πεύκα... 
Δεν θα σας πω πολλά... 

Κατ΄αρχήν θα σας μόνο πως το πρώτο απομεσήμερο ήταν πάντα αφιερωμένο στο τόπι 
γιατί αυτό ήταν το παιγνίδι που θα μας κρατούσε παρέα σ΄όλες τις διακοπές. ΄Ετσι αρχίζαμε πάντα με την κατασκευή του, αφού η γιαγιά μας είχε φροντίσει και γι΄αυτό. Είχε φροντίσει κι είχε μαζέψει ότι κουρελόπανο έπεφτε στα χέρια της όλο τον καιρό και είχε έρθει πια η ώρα να αδειάσει την τσάντα που είχε φέρει με κάθε είδους κουρέλι και κουρελάκι, περιμαζεμένο με σκοπό να γίνει τόπι. ΄Ολη τη χρονιά μάζευε κουρελάκια. Τα  μισά γίνονταν κουρελού για το κουζινάκι της και τα υπόλοιπα, τόπι του καλοκαιριού!

Εκεί δε προς το τέλος του καλοκαιριού το τόπι είχε αποσυντεθεί βέβαια εις τα εξ ων συνετέθει, εξ ου και η πρωτόβιαση για την κατασκευή του.  Το τόπι το έφτιαχνε η γιαγιά γιατί ήθελε ράψιμο και τέχνη, ενώ τα άλλα παιγνίδια του καλοκαιριού μάς έβαζε και τα φτιάχναμε εμείς, με τα χεράκια μας. 

Πρώτο λοιπόν ήταν το τόπι. ΄Ενα τόπι χρωματιστό, μαλακό, ότι πρέπει για μικρούς διαβόλους.
Το δεύτερο κι επόμενο δεν ήταν παιγνίδι αλλά ήταν υποχρεωτικό κι απαραίτητο να γίνει. ΄Ηταν για τις μαμάδες των μικρών διαβόλων που στάλιαζαν και ίδρωναν για να τα ΄χουν οι μικροί διάβολοι όλα έτοιμα και στο χέρι! Κι ήταν και για τη γιαγιά. Τί ήταν; Οι χαρτοβεντάλιες φυσικά. Μάλιστα! Φτιάχναμε από μια για τις μαμάδες, μια για τη γιαγιά και μια ο καθένας για την πάρτη του! Μας έκοβε η γιαγιά καλάμια. Τα ΄κανε κομμάτια και τα ΄σκιζε στα δυο. Γέμιζε το κάθε κομμάτι μ΄ αλευρόκολλα και εκεί κολλούσαμε τη βεντάλια που είχαμε κάνει από χασαπόχαρτο και είχαμε ζωγραφίσει από πριν. Σαν κολλούσε το χαρτί στο καλάμι, ένωνε με χορτόσχοινο σε γωνιά η γιαγιά τα δυο καλάμια κι ήταν έτοιμη η βεντάλια!  

Και μετά, ε μετά είχαμε τα πιο όμορφα παιχνίδια απ΄όλους! Και τα είχαμε κάνει εμείς κι ήταν δικά μας κι ολόδικά μας και μόνο για μας!

΄Ενα απ΄ αυτά ήταν οι σφυρίχτρες! ΄Ωρες μας έβαζε και τρίβαμε μετά μανίας και κατά τας εντολάς της, τα κουκούτσια απ΄τα βερύκοκα στο πέτρινο τραπέζι της αυλής. Διάλεγε τα πιο μεγάλα, τα έπλενε, τα στέγνωνε στο περβάζι του παραθύρου και μετά μας έδινε από ένα. ΄Εβαζε και πάνω στο τραπέζι μια κανάτα νερό κι ύστερα αρχίζαμε το τρίψιμο που κρατούσε ώρες! Και τρίβαμε και τρίβαμε και τρίβαμε κι είχε την ησυχία της ενώ έπλεκε τα επερχόμενα χειμωνιάτικα χρειαζούμενα, γάντια, κασκόλ, σκουφιά! Κι άντε εκεί εμείς και τρίβαμε μέχρι να τρυπήσει το κουκούτσι. Κάθε φορά τα ίδια. Κι όμως, σαν τρύπαγε η χαρά μας όλη! ΄Επαιρνε εκείνη τότε το κουκούτσι, το εξέταζε, έλεγχε την τρύπα κι αν έκρινε πως ήταν εντάξει, είχε σειρά. Το έπαιρνε, έβγαζε με μια βελόνα τον καρπό από μέσα και μετά ο καθένας μπορούσε να πάρει το δικό του και ν΄αρχίσει να σφυρίζει. Τρέχαμε και σφυρίζαμε ώρες άσε που προσπαθούσαμε να μιλήσουμε με σφυρίγματα αλλά ποτέ βέβαια μεσημέρι! Μερικές φορές μάς έβαζε μέσα στο κουκούτσι νερό. ΄Ετσι όταν το ακουμπούσαμε στην άκρη των χειλιών αρχίζαμε σχεδόν το κελάηδημα!!!

Καλοκαίρι ον, τα καραβάκια ήταν απαραίτητα! ΄Ενα καρυδότσουφλο έφτανε. Το γεμίζαμε με βρεγμένο στυμμένο ψωμί και πριν αποστεγνώσει τού μπήγαμε στη μέση ένα ξυλαράκι για κατάρτι. Από κομματάκια χαρτί κοβόντουσαν τα πανιά του, πάντα σύμφωνα με το σχέδιο της γιαγιάς. ΄Ενα σημαιάκι κι έτοιμο! Μια σπρωχτό, μια τσουληχτό, έπεφτε απ΄το τραπέζι, διαλυότανε, ξαναφτιαχνότανε και δώστου ξανακύλαγε μέχρι να ξαναπέσει. Για μακρινό ταξίδι δεν ήταν, δεν το άντεχε βλέπετε όσο κι αν μερικές φορές έφτασε μέχρι τη θάλασσα!  


Παραμονή Δεκαπενταύγουστου έκοβε πάντα κάμποσες κορφές πευκοβελόνες. Μας έδινε από μια κορφή και με τις οδηγίες της περνούσαμε σε κάθε πευκοβελόνα ένα γιασεμί ή ένα αγιόκλημα ή ένα δειλινό. Μετά φρεσκοπλυμένους, φρεσκολουσμένους και καθαρούς μας πήγαινε στην εκκλησία να προσκυνήσουμε και να τ΄αποθέσουμε τα γιασεμιά στη Χάρη της! Χωρίς ποτέ να ξεχνάει να προσφέρει εκείνη στην Παναγιά, έναν κρίνο, μαζεμένο το πρωί απ΄την άμμο!


΄Οταν στο μενού είχε Ακάκιο και μακαρόνια Μίσκο, άλλοτε φτιάχναμε καρφίτσες για το πέτο της μαμάς! Κολλούσαμε προσεκτικά με αλευρόκολλα σπυριά κριθαράκι σχηματίζοντας λουλούδια πάνω σε κομματάκια λειασμένου κορμού πεύκου κι άλλοτε είχε κολλιέδες και βραχόλια από μακαρόνια για πατσίτσιο! 

Κι από κει κι ύστερα άλλες φορές, το πρόγραμμα είχε είτε σκουποκουκλάκια είτε βόλτα στο περιτρύγυρο για σύκα, είτε μάζεμα φασκόμηλου και ρίγανης. Στην επιστροφή οι μαμάδες είχαν ξυπνήσει κι έπιναν τον καφέ τους. Η επιβράβευση για την ησυχία ήταν συνήθως μαστίχα ή βανίλια υποβρύχιο και κάποιες φορές είχε μπισκότα μιράντα ή πτι-μπερ με λουκούμι, πολυαγαπημένο γλυκό της γλυκιάς μου γιαγιάς και δικής της παρασκευής και επινόησης! 

΄Οσο για τ΄απόγευμα είχε τσέρκι για τ΄αγόρια, κρυφτό πριν γείρει ο ήλιος, στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα 1,2,3, στην αυλή, δεν περνάς κυρά-Μαρία, γύρω-γύρω όλοι στη μέση ο Μανώλης, η μικρή Ελένη...   

Τα βράδια παίζαμε το περνά-περνά η μέλισσα, το πούντο πούντο το δαχτυλίδι, γίνονταν παιχνίδι και μάθημα το μέτρημα των αστεριών ενώ περιμέναμε εναγωνίως τα πεφτάστερα για να ευχηθούμε, ο καθένας μας, ένας Θεός ξέρει τι... 

και για 1 ή 2 βράδια το μήνα
η ευτυχία όλη ήταν... 
το σινεμά του στρατού... 
συν τον ηλιόσπορο, τον πασατέμπο και τα επίκαιρα

Μια ευτυχία, σχεδόν απόλυτη και σχεδόν για όλους!!!!!


Καλά σας βράδια

Ε.-



Η πρώτη μου κούκλα κι η δεύτερη κι η τρίτη, ήταν φτιαγμένες από εκείνη τη χρυσή γιαγιά.

Η πρώτη πήρε ανάσα πάνω σ΄ένα από κείνα τα παλιά ξεχασμένα σκουπάκια από άχυρο. Η δεύτερη ζωντάνεψε πάνω σε κάτι υπόλοιπα από μαλλιά πλεξίματος κι η τρίτη ξεπήδηξε μέσα από ένα κουβάρι νήμα για βελονάκι.
΄Ολες όμως για να ζωντανέψουν χρειάστηκαν τη γιαγιά μου!


Η τέταρτη ήταν μεγάλη σαν και μένα, αλλά ήσυχη κι ακίνητη πάντα και μόνιμα καθισμένη πάνω στην ντιβανοκασέλα του σαλονιού. 

Η πέμπτη πάντως -όπως και οι επόμενες άλλωστε- ήταν κανονική. Κι ήταν και η πιο αγαπημένη μου τότε. Κι ήταν και η πιο όμορφη από όλες. Την φώναζα Ρίτα! ΄Ηταν μια κούκλα ξανθιά, στρουμπουλή, ντυμένη στα πράσινα, γερμανίδα ή εκ Γερμανίας, δεν ξέρω. Θυμάμαι μόνο πως μου την έκαναν δώρο, ένα ζευγάρι, φίλοι του μπαμπά μου. ΄Ηταν κάποια Χριστούγεννα. ΄Ισως στα 4 μου! Καθώς λοιπόν η γυναίκα του κ. Πέτρου ήταν όντως γερμανίδα και όντως την έλεγαν Ρίτα, η κούκλα μου βαφτίστηκε κι αυτή προφανέστατα και αφθορεί, Ρίτα. 


Πεφτάστερα, κρινάκια, κούκλες και καραβάκια...  
Ανέμελη ηλικία, ανέμελες μέρες 
Περασμένοι καιροί, περασμένες στιγμές...
Στιγμές αξέχαστες, αξέχαστες ψυχές...
Κι όλα μέσα σ΄ένα ατέλειωτο τζιτζιτζιτζιτζιτζιτζιτζιτζιτζι........... 

1 σχόλιο:

Dina Vitzileou είπε...

Όμορφες γλυκιές μνήμες Ελενάκι...
Ευκαιρία να μάθω και για τις κούκλες.Δεν φανταζόμουν ότι ήταν "ιστορικές"!
Φιλάκια πολλά κοριτσάκι!!!!!