28 Δεκεμβρίου 2013

Μας τα ΄παν άλλοι...

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά...


Σίγουρα όταν πρωτάρχισα να τα τραγουδώ, δεν είχα δώσει καμιά σημασία στη σημασία τους. 
Κι άρχισα να τα τραγουδώ μικρή, μια σταλιά. Τα χαιρόταν πολύ ο πατερούλης μου κι ήταν εκείνος ο πρώτος που έτρεχα για να τα πω. Αγαπούσε να του τα λέω εγώ πρώτη κι εγώ δεν του χάλαγα το χατήρι. Στην αρχή-αρχή τα ΄λεγα μόνο σε ΄κείνον. Μετά ανακάλυψα το χαρτζιλίκι! ΄Υστερα, στα μεγαλύτερά μου και χάρη στη γιαγιά μου, άρχισε να μετράει η παράδοση και το έθιμο! Ε, και μαζί με το έθιμο ήρθε -λόγω ηλικίας- και το ερωτηματικό! Τα λόγια της Αρχιμηνιάς και της Αρχιχρονιάς άρχισαν να μου ηχούν στ΄αφτιά παράξενα, ακαταλαβίστικα.  Ρώτησα τη γιαγιά μου την καλή  αν ξέρει να μου πει, μόνο που δεν ήξερε... 


Με κοίταξε παραξενεμένη κι είπε απλά 
"΄Ετσι τα ΄μαθαμε κόρη μου, κι έτσι τα ετραγουδούσαμε... "

Κι όμως υπάρχει μια εξήγηση τόσο γλυκιά όσο και περίεργη!!!
Κάποτε τη βρήκα και τη χάρηκα! Προχθές την ξαναβρήκα και σήμερα είπα να τη μοιραστώ μαζί σας.

Για να δούμε λοιπόν

Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά / Ψηλή μου δεντρολιβανιά (*)

Κι αρχή καλός μας χρόνος / Εκκλησιά με τα' άγιο θόλος (*)

Άγιος Βασίλης έρχεται / Και δε μας καταδέχεται (*)

Από την Καισαρεία / Συ είσ' αρχόντισσα κυρία (*)

Βαστάει πένα και χαρτί / Ζαχαροκάντυο ζυμωτή (*)

Χαρτί-χαρτί και καλαμάρι / Δες και με το παλικάρι (*)



Η "ασυναρτησία" λοιπόν εξηγείται ως εξής: 

Η ιστορία διαδραματίζεται στο Βυζάντιο. Εκείνα τα χρόνια οι φτωχοί και χαμηλής κοινωνικής τάξης άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να μιλούν στους πλούσιους και στους αριστοκράτες παρά μόνο στις γιορτές όπου απλώς μπορούσαν μόνο να τους απευθύνουν ευχές.

Κάποιος νεαρός ταπεινής καταγωγής όμως, ήταν ερωτευμένος με μια αρχοντοπούλα!

Επειδή δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό να την πλησιάσει παρά μόνο κατά την περίοδο των εορτών και μόνο για να της απευθύνει ευχές, αποφάσισε ανάμεσα στα κάλαντα του Μεγάλου Βασιλείου να εντάξει και ένα ερωτικό ποίημα που είχε συνθέσει για χάρη της! 

Αρχίζει λοιπόν και βάζει ενδιάμεσους στίχους, τους δικούς του αφιερωμένους στην αρχοντοπούλα στίχους, αναμεταξύ των κανονικών στίχων, εδώ, οι έντονοι και με τα αστεράκια. 

Αυτό τον μοναδικά έξυπνο και μοναδικό γλυκό τρόπο βρήκε ο ερωτευμένος νεαρός! Και μ΄αυτόν τον τρόπο και τα κάλαντα θα έλεγε ακολουθώντας τους κοινωνικούς κανόνες αλλά και συνάμα θα παίνευε την καλή του ... !!!

Την αποκαλεί ψηλή, σαν δεντρολιβανιά.

Επειδή φορούσε ένα από τα ψηλά τα κωνικά καπέλα με το τούλι στην κορυφή, την παρομοιάζει με Εκκλησιά με το Άγιο θόλος (θόλος εκκλησίας).

Της λέει ότι δεν τον καταδέχεται (ο Άη Βασίλης δεν έχει να κάνει!) γιατί είναι αρχόντισσα κυρία.

Τέλος κλείνει με τις γαλιφιές !!! Την λέει ζαχαροκάντιο ζυμωτή, δηλαδή φτιαγμένη από ζάχαρη (γλυκιά μου) και την παρακαλεί να του ρίξει μια ματιά.

(΄Αραγε το κατάλαβε η καλή του;)

Αυτά είναι λοιπόν τα Κάλαντα, τα "παράδοξα" γεννημένα Κάλαντα, που πέρασαν από γενιά σε γενιά και έγιναν τα πιο διαδεδομένα σε όλο τον ελληνικό χώρο !!!

Κι αυτή είναι η γλυκιά και όμορφη εξήγηση που κρύβουν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς... γι΄αυτούς που πιθανόν να είχαν ερωτηματικά!!!



Καλά σας βράδια
Ε.-




Σ΄αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
πέτρα να μην ραγίσει

Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήσει…




21 Δεκεμβρίου 2013

Τα κάστανα θέλουν φωτιά και τα καρύδια μέλι...

Τα δρώμενα χίλια, πολλά...

Χριστουγεννιάτικη αγορά, δώρα, γλυκά -ήρθε κι ο μικρός μου, ο δευτερότοκός μου- διπλή χαρά μα και τα μαγειροτσουκαλιάσματα διπλά...
κι εξαφανίστηκα ναι, γι΄αυτά και γι΄αυτά ... 
μα για να μη λέτε... 
ιδού και βουαλά... 

Στη Χριστουγεννιάτικη αγορά, ο πρωτότοκος με φίλους και τη κοπελιά,  είχανε περίπτερο με δώρα όλα χειροποίητα, όμορφα κι απλά...
Και όχι μόνο...

Ακόμα και ντεμιρτζήδες που στη φωτιά έκαναν θαύματα μικρά...


Τα μικρά, τρελλαμένα στο παιχνίδι...

΄Ενα γύρω φώτα, φωνές, γέλια, χαρά.....

Ευτυχώς χιόνι δεν υπάρχει πουθενά, αν εξαιρέσει κανείς, τα χιόνια στους κοντογείτονες.
Η θερμοκρασία γλυκιά, έστω κι αν είναι μόνο 5 βαθμοί! Η ατμόσφαιρα γκρίζα. Θα μπορούσε να έχει ήλιο αλλά δεν έχει. Ας μην είμαστε άπληστοι! Είχε το περασμένο Σαββατοκύριακο!

Τ΄αγαπώ τα Χριστούγεννα 
θα τα ΄θελα, έξω, άσπρα -έχουμε καιρό όμως- 3 και σήμερα, ίσως και ν΄ασπρίσουν...
μέσα όμως τα θέλω κόκκινα...




Σας εύχομαι... 

Χριστούγεννα ζεστά, κόκκινα, γεμάτα...
και καλό σας χειμώνα...
που μπήκε σήμερα...
ή που αρχίζει αύριο...



Καλά σας βράδια
Ε.-



"΄Ισα που προλαβαίνει κόρη μου το Πρωτούγεννο να πέσει στο χειμώνα... στην αρχή του έχει τρυπώσει επίτηδες... για να μας βάνει με χαρά στο κρύο που για ένα τρίμηνο θα μας κλείσει στο σπίτι... η πιο καλά καλή εποχή ήτονε για μένα σαν ήμουνα παιδί... η νενέ μέσα, ο παππούς μέσα... η αννέ εκεί... εμείς είχαμε το σχολειό... και μόνο ο πατέρας ξεπόρταγε ... για όσες δουλειές ήπρεπε ή μπόραγε να κάμει... όλα γινόσαντε αργά... το κρύο δε σ΄αφήνει να κάμεις πολλές δουλειές... το έξω δεν σε τραβά... η παγωνιά σε κοκκαλιάζει όπως τα κοκκαλιάζει όλα... ούτε τα πετούμενα, ούτε τα ζωντανά κάμουν όρεξη για έξω... τζάκι, φωτιά και στια ζητάνε όλα... 



κι όπως δεν μπορείς να κάμεις πολλά όξω... κάμεις πολλά μέσα... χειμώνα ήμαθα τις βελόνες και να κεντώ... τη ρόκα, το γνέθι, το βελονάκι... χειμώνα ήμαθα και ν΄ακούω... ήκουα τη νενέ μου και τις ιστορίες της, τα παραμύθια της ... ήκουα τον πάππο μου να περηφανεύεται για τα ταξίδια μου και να κοκορεύεται για τα όσα, όχι άλλος, παρά μόνο αυτός είχενε ιδεί κι είχενε συναντήσει... χειμώνα ήμαθα τα στορικά της οικογένειας και τα περασμένα της ιστορίας... σα να ελυνότανε το χειμώνα η γλώσσα των αθρώπων ... ακόμα κι ο πατέρας που ήτονε πάντα σχεδόν κουρασμένος για ιστορίες, το χειμώνα κι αυτός, εμίλανε περισσότερο και διηγιότανε κι αυτός περασμένα και παράξενα... κι εγέλανε και περισσότερο... θυμούμαι πως έκαμα τα σχολικά μου τσατ-μπατ... τα εξεπέταγα για να ΄χω ώρα πιο πολλή για να την επεράσω καθιστή πλάι με τους μεγάλους... λαχταρούσα να τους ακούω... λαχταρούσα να είμαι μαζί τους... λες και κάπου ένιωθα πως οι όμορφες στιγμές θα χαλνούσαν για τα καλά... ας είναι ... κανείς δεν το επερίμενε κακό, κανείς δεν το εφανταζότανε... ας είναι ... χειμώνα κόρη μου, ήκουσα και τις πιο σοφές κουβέντες... αναμεταξύ της ζεστασάς και των παραμυθιών λεγόσαντε ξανά και ξανά κατορθώματα και γνωμικά, ρητά και παροιμίες... δινόσαντε παραδείγματα... τούτος ήκαμε εκείνο... τούτος ήκαμε το άλλο... εκεινού του εβγήκε σε κακό γιατί... τ΄αλλουνού του ήβγηκε σε καλό... κι εμύριζε ο αγέρας ξύλο που καίγεται... κι αν το χιόνι εσκέπαζε γύρω τη φύση κι αν όλα ετρεμουλιάζανε κι επαγώνανε, τόσο μεγαλύτερη απλωνότανε η ζεστασιά εκείνες τις στιγμές γύρω μας... πλάι στη στιά... δεν ήτονε η στια κόρη μου,  που ΄καμε τη ζεστασιά... ήτονε η στιγμή... ήμαστον εμείς... η φαμίλια γαληνεμένη... κι ήβλεπες τη ζεστασιά... κάπνιζαν οι καμινάδες ένα γύρω κι ήξερες πως από κάτω πως οι φαμίλιες ζούσαν...ζούσαν στη ζεστασά τη ζεστασά της στιγμής... " 

"Κι εκείνες τις βραδιές, εδίνανε κι επαίρνανε οι μακαρούνες, το κουρκουτόψωμο κι ο τραχανάς εξόν κι αν ήτονε νηστεία, οι πατατοτηγανίτες, οι σβίγγοι, τα κατημέρια, ο χαλβάς... τα κάστανα, τα λιαστά και οι καρβουντισμένοι καρποί... "




6 Δεκεμβρίου 2013

Κι η γύφτισσα το γυφτάκι, ασπρουδέλι μ΄, το φωνάζει...

Αισίως, του ΄Αη Νικόλα σήμερα - 6 του Δεκέμβρη, αφού όμως στο ενδιάμεσο γιορτάσαμε τις Δέσποινες και τις Μαρίες τις ανύπαντρες, την Κατερίνα, τον Στέλιο, τον Αντρέα, την Βαρβάρα και τον Σάββα και κάμποσους άλλους!  

Γυρίζω όμως πίσω, στις 20 του περασμένου γιατί τότε κάναμε εδώ την πρώτη δοκιμή του μακιγιάζ που θα φορεθεί φέτος, εδώ τριγύρω, στις γιορτές! Το μακιγιάζ όμορφο, μόνο που μάς βγήκε πολύ προς το άσπρο! Αλλά ευτυχώς κράτησε μόνο μια μέρα!  

Τις επόμενες δυο-τρεις μέρες, ξαναδοκιμάσαμε το ίδιο μακιγιάζ, προς το άσπρο κι αυτό αλλά στο ελαφρύτερο, αλλά ούτε κι αυτό κράτησε πολύ! Έκτοτε, απλώς κρυώνουμε αλλά για τα καλά!

Μάλιστα, ναι! Από τις 20 του Νοέμβρη που χιόνισε, θέλω να συμμαζευτώ και να γράψω αλλά δεν τα κατάφερνα. Πολλοί και διάφοροι οι λόγοι, οι περισσότεροι ευχάριστοι μα και κάποιοι λιγότερο ευχάριστοι. Σκασίλα μου όμως. Αφού οι περισσότεροι ήταν ευχάριστοι...

Χιόνισε μόνο μια μέρα, κυριολεκτικά μια νύχτα ήταν και μια νύχτα μόνο κράτησε το χιόνι! Τώρα ή τεστ μάς έκανε για το τι μας περιμένει οσονούπω ή που απλή υπενθύμιση ήταν! Τι τεστ, τι υπενθύμιση! Ε, μετά πλάκωσαν οι πάγοι! Ε, και μετά τους πάγους, πλάκωσε απλώς η κουφόψυξη (όπου κουφόψυξη, το αντίθετο της κουφόβρασης!)  Τελικά σήμερα τα κατάφερα και να ΄μαι!  Κι ενώ άλλα είχα κατά νου να γράψω, άλλα τελικά θα 'μολογήσω! ΄Αλλα, που δεν θα ΄ναι όμως ούτε παλιά ούτε διάφορα! Και που τελικά ούτε καν λόγια χρειάζονται... 







































ΟΛΑ διά χειρός του γιου μου !!!

Καλά σας βράδια
Ε.-



΄Ολα καμωμένα με το χέρι... 
... απ΄το χέρι ... του γιου μου ...
ΝΑΙ



11 Νοεμβρίου 2013

Φάσκελά της που αγαπά... παντρεμένο ή παπά...

Ας το καλό! Γέρασα! ΄Οχι πως δεν έχω άλλες ενδείξεις περί του θέματος, αλλά και με το παραμικρό κλαίω! Δεν κλαίω βέβαια και με λυγμούς αλλά μεταξύ μας, δεν θολώνει απλώς και γυαλίζει το μάτι μου. Τα καταφέρνω κάπως καλύτερα! Και τώρα μόλις, πάλι τα ίδια! Τελειώνει μια εκπομπή στην Τι βι που τη λένε "όλοι μαζί",  κλαίνε αυτοί όλοι μαζί γιατί έχουν τους λόγους τους, κλαίω κι εγώ μαζί τους χωρίς κανένα λόγο. Ευτυχώς κλαίω εκτός Τι βις! 
Κι αν δεν γέρασα, γερνάω! Κι αν δεν γερνάω... Στοοοοοπ! Δεν γερνάω, δεν έχει! ΄Ισως όμως, να μην είναι καλά το "παραμέσα" μου! ΄Ετσι έλεγε η νενέ μου και συνόδευε πάντα αυτό το παραμέσα μ΄ένα βαθύ και μακρόσυρτο... Αχ! Λες κι αυτό το Αχ μπορούσε ν΄αδειάσει το "παραμέσα" της...

"Αχ, μπρε κόρη μου, ώρες-ώρες δεν είναι καλά το παραμέσα μου... και σαν δεν είναι καλά αυτό, τίποτα δεν πάει καλά... σούρνω τα πόδια μου, σούρνω τα χέρια μου... σα να μην έχω δύναμη... σα να παράδωκα... "
" Τί είναι το παραμέσα νενέ; Δεν καταλαβαίνω."
"Πως να στο είπω κόρη μου...  ο άθρωπος έχει το έξω, έχει και το μέσα... έχει και ψυχή ... το παραμέσα δεν είναι η ψυχή γιατί η ψυχή ανήκει στον Κύριο μας... ούτε και η συνείδηση είναι... οι κακοί δεν έχουν συνείδηση αλλιώς δεν θα ήταν κακοί... οι καλοί έχουν γι΄αυτό είναι καλοί... είναι ένα άλλο πράμα το παραμέσα...  οι γραμματιζούμενοι πάντως θα ξέρουν τι είναι αυτό το παραμέσα... εγώ γραμματιζούμενη κόρη μου, δεν είμαι... τα πρώτα γράμματα έμαθα κι αυτά είναι λίγα... δεν μπορώ να σου το δώκω να το καταλάβεις αλλιώς... δεν έχω τις κουβέντες... κοίτα εσύ να τελειώσεις το σχολειό, να κάμεις σπουδές μεγάλες, ν΄ανοίξει το μυαλό σου... και τότενες θα ξέρεις να μιλείς σωστά, θα κατέχεις και το παραμέσα...

"Εγώ θα μάθω και θα σου πω να ξέρεις κι εσύ νενέ. Μη στεναχωριέσαι. Θα ρωτήσω και το δάσκαλο, μετά τις διακοπές. Τώρα πες μου για τους αρραβώνες στα Βουρλά. Μου το υποσχέθηκες. Και θα μου πεις και για τους γάμους."

"Εσένα το μυαλουδάκι σου κοπελούδα μ΄, τρέχει σε γάμους και σ΄αρραβώνες... αμ, το δικό μου θα ΄τρέχει... ΄Αιντε, πιάσε το τεψί... εκωλόκοψα τα κάστανα, άιντε να τα βάνουμε στην πυρά να γίνονται... κι άκουε..."

"Απ΄τον  Πάνω Μαχαλά μέχρι το Παραλλέλι, κυνήγησα μια όμορφη μα κείνη δε με θέλει..." 

"Κοίταε μπρε τι κατέβασε ο καφάς μου... τραγούδι από τα μέρη μας ... ήρεσε του πάππου σου κι εσφύριζε το σκοπό για να με πειράξει ... σα να μου ήλεγε πως Σμυρνιά ήθελε να πάρει... αλλά βλέπεις, πήρε Βουρλιωτίνα... χωρίς χρυσάφι... καλά-καλά χωρίς βρακί, χωρίς τίποτα... "
"Αμ πως, ήθελε χρυσάφι πολύ ο αρραβώνας κόρη μου...  τ΄αρραβωνιάσμα γινόσαντε πριν το γέννος (Χριστούγεννα) και πριν τις ελιές... γινόσαντε συνήθως Οκτώβρη ή Νοέμπρη και Νοέμπρη πριν το λιομάζωμα... τον Αύγουστο και τον Σεπτέμπρη δεν αφήνανε οι σοδειές... σύκα, σταφίδες, τιμές, παζαρέματα, φορτώματα... ο κόσμος είχενε δουλειές με φούντες... σαν όμως επωλούνταν η σοδειά, είχανε παράδες και τότες ορίζανε τους αρραβώνες... ήθελε παρά ο εορτασμός, είχενε έξοδα, χρυσαφικά, δώρα, τραπεζώματα... συνήθως Σάββατο εορταζόντανε... ΄Ηφτανε ο γαμπρός με τους γονέους του, στολισμένοι, στο σπιτικό της νύφης όπου τους περίμενε ολοφώτιστο... όλο το χωριό ήξερε για τον αρραβώνα μα ο αρραβώνας ήτονε κλειστός... μικρή εορτή... μόνο οι δυο φαμίλιες, ο ιερέας, οι ανάδοχοι... φορές-φορές πήγαινε και λίγο σόι, αυτό που έμενε κοντά... το σόι που εβρίσκετο μακριά περίμενε το γάμο... ολάκερο το σόι κι ολάκερο το χωριό παρουσιάζετο στα στέφανα...  στη σάλα επερνούσανε κι εκαθόσαντε γύρω απ΄το μεγάλο τραπέζι... στην πάνω κορφή του τραπεζιού, ήστεκε σε κόκκινο μαντήλι πάνω, ακουμπισμένος δίσκος μεγάλος σκαλιστός, ξύλινος ή αργυρός... κι είχενε μέσα λούλουδα κι ανθοπέταλα... λίγες κουφέτες και πάνω δεμένους με κορδέλα τους δυο χαλκάδες... τις βέρες... πάνω απ΄όλα αναπαυότανε το Βαγγέλιο... χαιρεντιόσαντε, φιλιόσαντε τα συμπεθέρια κι εκαθίζανε... στην κορφή ο ιερέας... όλα όσα κάμαμε στον τόπο μας γινόσαντε σύμφωνα με την πίστη μας κόρη μου... εδώ σαν ήρθαμε ήταν αλλιώς...ας έχει... στα ζερβόδεξά του το ζευγάρι, μετά οι γονέοι τους κι οι υποδέλοιποι... τα λόγια και τα προικώα δεν είχαν θέση... αυτά είχανε κανονιστεί στα λογοστέματα... αρχίναγε ο ιερέας... εδιάβαζε την ευχή, εσταύρωνε τους χαλκάδες και τους ήδινε στους πατεράδες του ζευγαριού... κι οι δυο συμπεθέροι μαζί τους επερνούσαν στο ζευγάρι, το εφιλούσαν, έδιναν την ευχή τους και το λόγο ήπαιρναν οι συμπεθέρες, οι ανάδοχοι, οι μεγάλοι αδερφοί και μετά οι υποδέλοιποι... ορίζανε και τη μέρα για τα στεφανώματα κι ετέλευε ο αρραβώνας... σειρά είχε το τραπέζι και το γλέντι... χαρούμενος κι ευτυχισμένος ήταν ο κύρης της νύφης... μα ΄γω νομίζω πως πιότερο χαρούμενος ήτο ο μεγάλος αδερφός... αν υπήρχε... στον καιρό μας κόρη μου, αν υπήρχαν ανύπαντρες στο σπίτι ο μεγάλος αδερφός δεν επροχώραγε σε γάμο... σαν έβλεπε λοιπόν τις αδερφές του να νοικοκυρεύονται, εχαιρόταν γιατί πλησίαζε η ώρα  η καλή και για κείνον... κι αν είχε και καμιά στο μάτι, χαιρότανε διπλά... Α, όλα κι όλα...  οι χαλκάδες δεν ήτονε ότι κι ότι ... ήτονε καινούργιοι κι αγορασμένοι στη Σμύρνη... κι όχι όπου κι όπου αλλά στου Παπάζογλου... δηλαδής είχενε κι άλλους καλούς τεχνίτες το χρυσάφι αλλά αυτόν ενθυμούμαι τώρα... όμως το σημάδεμα, δαχτυλίδι ήτο... μπορεί όμως κι άλλο χρυσαφικό, αυτό που προσφερότανε στη νύφη ήτονε συνήθως παλιό, καλοδουλεμένο, περασμένο από γενιά σε γενιά... κειμήλιο σεβάσιμο... Ο γαμπρός συνήθως ελάβαινε καλό ρολόι... και μια ζωή το ΄σερνε στην τσέπη... ελάβαινε τσαπράζ, άσπρη καλή πουκαμίσα, κεντισμένο γελέκο, ζωνάρι φαρδύ, μάλλινο ή μεταξένιο... θα τα εφορούσε σαν επήγαινε επίσκεψη στου πεθερού και στα στέφανα... Κυριακές πήγαινε στου πεθερού... κι ήβλεπε τη νύφη από μακρά και λίγο... η κυρά νύφη ελάβαινε το καλό-καλό δαχτυλίδι, σίγουρα μια λίρα... μπορεί και πεντόλιρο... σκουλαρίκια, βραχιόλια, σταυρουλάκι ή άλλο κρεμαστό του λαιμού... ελάβαινε κι ενδύματα και πασούμια... φορές-φορές αντί όλ΄ αυτά εμάζωνε κάμποσες λιρίτσες για την καλή αρχή... οι συμπεθέρες εφεύγανε με κάνα φόρεμα ή παρασόλια, οι συμπέθεροι με πουκαμίσες... οι υποδέλοιποι εφεύγανε με διάφορα φιλέματα μικρά ή μεγάλα... αυτά τα εκάμανε όσοι είχανε πολλούς παράδες... όσοι είχανε λιγότερους προσφέρανε λιγότερα... πιο ταπεινά... μα η χαρά ήτονε το ίδιο μεγάλη για έχοντες και μη έχοντες... Ε, μετά το ευχομάνι, επίνανε τη σουμάδα τους κι εκουβεντιάζανε χαρούμενα μέχρις να καθίσουνε στο τραπέζι... κι εκεί σ΄έχω, να ειδείς ομορφιές... λαλαδιές και τσακαρμάδες, γιαπράκια, λαχανοντολμάδες... και...   "
 
"Μπρε, τώρα που το θυμούμαι... έχω πει σου γιατί και πως επροκόψανε και γίνανε μεγάλοι και τρανοί οι Γραικοί, στον τόπο μας; Λοιπόν άκου... οι ξένοι ελέγανε πως, τόσο έξυπνοι και καπάτσοι, σαν τους Γραικούς, άλλοι δεν ήσαντε... τους είχε κάμει ξύπνιους η πείνα ή η χρεία, ποιος ξέρει... ελέγανε πάντως -κι ήτονε αλήθεια- πως ο Γραικός ήφτανε φτωχός, ξεβράκωτος...  ήμπαινε όμως αμέσως στη δουλειά... αν είχενε καμιά γνωριμιά, κάνα φίλο ή κάνα συγγενή ντουγρού πήγαινε σ΄αυτούς... κι εβοηθιότανε... γι΄αρχή, σίγουρα θα τον κονέβγανε... μετά, με το κατά δύναμη του καθενός αρχίναε... αν δεν είχενε όμως στήριγμα, πήγαινε όπου να ΄ναι... του ΄καμε δεν του ΄καμε το γιατάκι, η δουλειά ή ο εφέντης... δεν εδιάλεγε και δεν εμίλαγε... μόνο εστρωνότανε γερά... δεν εφοβότανε τη δουλειά... μωρ, σα σκύλος εδούλευγε.... γιοκ παράπονα, γιοκ τσιριμόνιες... ήτρεχε, εμάθαινε την πραμάτεια, τ΄αλισβερίσι, τη μηχανή, την αγορά, τους εμπόρους, τη φορτωτική, το συμβόλαιο... γρήγορα ήξερε πολλά... εκουμαντάριζε τα δύσκολα... γινόταν χρειαζούμενος στον εφέντη, το δεξί του χέρι... ήφερνε τα όλα βόλτα, εγύριζε κι εμύριζε... αυτή ήτο η εξυπνάδα του... εμάζευε με το μάζι, εμάζευε και τον κόπο του... και με τους παράδες του αργότερα, ήβανε μπρος τη δική του φάμπρικα... μα γης, μα κι όπως ήξερε όλα τα κόλπα, σύντομα επρόκοβε κι εγινόντανε καλύτερος από τα αφεντικά του... αυτό ήτονε το μυστικό τους κόρη μου... η πολλή δουλειά, το καλό κουμάντο και τ΄ανοιχτό μάτι ...αμ, πως... και γινήκανε νοικοκύρηδες κόρη μου... ακόμη και οι ψαράδες... Αμέ γιατί νομίζεις ότι μας αφήσανε να χαθούμε τότες - κακό χρόνο να ΄χουνε για γάλλοι, ολλαντέζοι, γερμανοί κι οβραίοι ... όλοι τους... μας εζηλέψανε βαθιά κόρη μου... πιότερο κι απ΄τους ντόπιους... χορεύανε σαν επνιγόμαστε... γελούσανε σαν πεθαίναμε... τρώγανε κι επίνανε σαν καιγόμαστε... κακό χρόνο να ΄χουνε... κακό... πάλι κάκιωσα... ανάθεμά τους... γριά γυναίκα και να με κάνουν να καταριέμαι... μη μ΄ακούς κόρη μου... μη μ΄ακούς... άιντε και βγάλε το τεψί απ΄τη φωτιά... επάψανε να σφυρίζουνε... μοσχοβολάνε τ΄άτιμα... δίπλωσ΄τα στο πεσκιράκι σου, σπάστα με τα δαχτύλια σου... και τρώγε... να φάγω κι εγώ να στείλω το φαρμάκι κάτω... να σταματήσω και τις κατάρες, νύχτα ώρα... "

"Πολύ σπέσιαλ νενέ, πολύ σπέσιαλ τα κάστανα!"

"Τί είν΄αυτό το σπέσιαλ που μου τσαμπουνάς μπρε; Τι πάει να πει σπέσιαλ;"
"΄Ετσι λέμε εμείς νενέ, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι είναι πολύ πολύ καλό!"

"Μάλιστα, σπέσιαλ... σπέσιαλ τα κάστανα κόρη μου ... καλά το λέω;"
"Ναι νενέ μου, καλά το λες!"

"΄Αιντε μουρλό-βουρλιωτάκι..."
"Νενέ, λέγε τώρα τί είναι η σουμάδα;"

"Λοιπόν... ο αρραβώνας αλλιώς λεγόταν σουμάδ΄ ή σουμάδεμαν, που πάει να πει σημάδι... τα δαχτυλίδια του αρραβώνα ήτονε το σημάδι... είχανε δηλαδή σημαδέψει ποιος νιος θα στεφανωθεί ποια θυγατέρα... άλλοι έλεγαν τον αρραβώνα μικροστεφάνωμα... και δεν χαλνούσε ο αρραβώνας σχεδόν ποτέ ... ήτο μεγάλη ντροπή... για να χαλάσει ήπρεπε να μεσολαβήσει φυλακή, φονικό ή το μεγάλο κακό αλλιώς χάλασμα δεν γινόταν... όχι όπως σήμερα... 
το ποτό που εσερβίραμε στο σημάδι, ήταν η σουμάδα... αρραβώνας χωρίς σουμάδα δεν λογίζονταν αρραβώνας... ένα ποτό ροσόλι ήτο... αμύγδαλα και πικραμύγδαλα κοπανισμένα, με ροδόνερο και ζάχαρη..."

"Νενέ, στη Σμύρνη την αγοράζατε;"

"Ποιά αγοράζαμε στη Σμύρνη, τη σουμάδα; ΄Οχι κόρη μου τη σουμάδα δεν την αγοράζαμε... την εφτιάχναμε στο σπίτι... εύκολο πράμα ήτο... ασπρίζαμε τ΄αμύγδαλα και τα πικραμύγδαλα... τα κοπανίζαμε γερά-γερά στο γουδί... τα κάναμε χυλό βάνοντάς τους νερό... βάναμε στον τέντζερη το ψιλό σουρωτήρι ... κι απάνω τού βάναμε  ένα κομμάτι τουλουπάνι κι εσουρώναμε το χυλό... εβγάναμε το τουλουπάνι κι εκρατούσαμε τ΄αποκάτω τ΄απόσταγμα... μετά του βάναμε αρκετό νερό, λίγο ροδόνερο και  κάμποση ζάχαρη...  εβράζαμε μέχρις ότου γινότανε ροσόλι... ύστερις, στον αρραβώνα δηλαδή, το αραιώναμε βάνοντάς του δροσερό νερό κι ολίγη κανέλλα... οινοπνεύματα και τέτοια δεν είχενε η σουμάδα... δεν ήτονε πιοτί ... τη φιλεύαμε για να φέρει ευτυχία και πολλά παιδιά και μετά στο τραπέζι, εκερνούσαμε κρασί... άιντε... και στους αρραβώνες σου θα σου φκιάξω εγώ μια σουμάδα σπέσιαλ ... να γλύφεις τα δαχτύλια σου... αν ζω ακόμα... σμυρνέικη σουμάδα, σπιτική και σπέσιαλ ... καλά το είπα αυτό το τελευταίο μπρε;"

"Καλά το είπες νενέ μου..." 

Καλά σας βράδια

Ε.-


Στους αρραβώνες μου, έλειπες νενέ... 
κι έλειψε κι η σουμάδα... 
έλειψαν κι έλειπαν, πολλοι και πολλά...
όμως από δικό μου λάθος...





5 Νοεμβρίου 2013

Της καλομάνας το παιδί το πρώτο είναι κορίτσι...




Μπρρρρρ... Νοέμβρης! Με φόρα μάς μπήκε ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου! Από 
 θερμοκρασίες πάμε δράμα κι από την πρώτη του, βρέχει. ΄Ασε τον αέρα! Δεν παραπονιέμαι όμως γιατί  μέχρι προχθές, έξω τρώγαμε και πίναμε τα βράδια! Και καπνίζαμε! Κοινώς, συμμαζεμό δεν είχαμε και το μυαλό μας στο γυρίσι! Γλυκός ο καιρός και οι κοντινές βόλτες που έκοψα σκέτη κι ανέλπιστη ευχαρίστηση. Tο Στρασβούργο ένα όνειρο, αλλά και το χωριό της πορσελάνης μια κούκλα(βλ.παρακάτω)!
Από προχθές όμως -τα κεφάλια και όχι μόνο- μέσα για τα καλά.



Κι ούτε θα παραπονεθώ. Απλώς σχολιάζω. Βλέπεις, ο προηγούμενός του, σχεδόν φωτεινός, σχεδόν στεγνός και σχεδόν ζεστός μάς κανάκεψε τα μάλα! Κι η φύση ένα γύρω, όνειρο σε τόνο κόκκινου κίτρινου χρυσού! Θα ήταν αχαριστία να μην του το αναγνωρίσω πως ήταν εξαιρετικός!  Αλήθεια, ήταν κάτι, σαν ο Οκτώβρης να τα είχε βάλει με τον  Σεπτέμβρη κι ήθελε να βγει πριν απ΄αυτόν, πρώτος και καλύτερος!
Μας κακοσυνήθισε όμως και μας κακόμαθε κι άντε να δω πως θα μπούμε ξανά στη βαρειά χειμωνιάτικη ρουτίνα. Μια ρουτίνα με άλλες, τις δικές της άλλες ομορφιές...

Με τέτοιο αέρα και τέτοια βροχή απόψε, το βραδινό μου δεν μπορεί παρά να είναι  χειμωνιάτικο και μάλιστα το πιο αγαπημένο μου! Μάσαλα τσάι, παξιμαδάκια, ελιές θρούμπες, φέτα και φρέσκο βούτυρο!

"Κόρη μου, έχω μόνο τσάι γι΄απόψε ... εξέμεινες εδώ κι εγώ έχω μονάχα τσάι και παξιμάδι να σε φιλέψω ... και να σε χορτάσω..."
"Νενέ μου, νενέ μου... σαν το τσάι σου δεν υπάρχει άλλο στον κόσμο! Και σαν τα κουκιά σου! Αφού το ξέρεις!" 

 " Είσαι συ μια γαλίφω... σιγά να μη δεν υπάρχει σαν το τσάι μου άλλο στον κόσμο...  μπρε ξέρεις πως έτσι ήρεσε και στον παππού σου; ... χειμώνα καιρό μου το εζήταε κι εκείνος συχνά-πυκνά... φορές-φορές τού έλεγα "φάε κάτιτις να σε πιάσει" μα εκείνος επίμενε ... το ΄καμα και το επίναμε συντροφιά... με τα παιδιά να κοιμούνται χορτάτα, μόνο που εκείνος... αχ... σαν το ήπινε εσταμάταε να μιλάει... εγυάλιζαν τα μάτια του σαν τα κάρβουνα, τον ήβλεπα... εθλιβότανε κι αυτό γιατί εθυμότανε... εθυμότανε τα πίσω, τον άλλο τόπο... εκείνο τον όμορφο τόπο μας...   άιντες μπρε... πάλι στενοχωρία με ήπιασε... άιντες, κάμε το καλό τώρα και πετάξου μέχρι τον κυρ-Γιάννη... πάλι καλά που απόψε δεν βρέχει... στάσου μπρε να σου δώκω λεφτά... ελιές και τυρί θερμιώτικο πε του... πάρε και βούτυρο... απ΄τον καλό... μερικά δράμια μοναχά για σένα ... σκοτείνιασε... τι ώρα να ΄ναι άραγε... αν δεν ιδείς φως στο μαγαζί χτύπα στο πορτί... στο πάνω  σιδηρόφυλλο... πε του πρώτα απ΄όξω γνώρισμα ποια είσαι και μετά πε του τι θέλεις... σε ξέρει καλά και θα σου δώκει τα ζητούμενα... αν έχει πάρε και κάνα κάστανο... να μυρίσει ο τόπος... και πως τ΄αγαπώ τ΄άτιμα...   καλά να ΄ναι ο κύρης σου που μου ΄στειλε πάλι το κουμάντο μου... στάσου... αν είναι λίγος ο παράς, πε του να σου κάνει μια νύχτα βερεσέ... πε του μπρε πως εγώ θα του δώκω τα υπόλοιπα αύριο το πρωί... χύσου αστραπή... μια γωνιά είναι μα θα σ΄έχω ένοια... χάιντε...ανάβω το γκαζερικό και βάνω τον τέντζερη... σε 2 ανάσες να ΄σαι πίσω, ακούς; "
"Απ΄τ΄άλλα έχεις νενέ;"
"Τ΄άλλα τα ΄χω τα... χειμώνιασε κόρη μου... άμε... και βάνω το νερό..."

"Κόπιασε κόρη μου..."
"΄Ετσι εκαθόμαστε και στον τόπο μας... ήβρεχε κι εφύσανε... όλοι μας ένα γύρω... ένας, δυο στην κασέλα... ένας, δυο χάμω στις μαξιλάρες... η νενέ κι ο πάππος πλάι στη στια... η αννέ κι ο κύρης ακουμπισμένοι στο τραπέζι... μάσαλα τσάι το ήλεγε ο πάππος μου... ο τέντζερης εκοχλάκανε... ανακάτωνε η νενέ μου... στον τέντζερη το εβάναμε αμέ, γιατί ήμαστον μπόλικοι... δεν μας ήφτανε ο τζεζβές... εμοσχοβόλαε ο τόπος τσάι... μοσχοκάρφι και κανέλλα... άμα έτσι το επίναμε εμείς... με κάμποσα μοσχοκάρφια κι ένα ξύλο κανέλλας...μωρέ πιο μοσχομυριστή από κείνη της Σμύρνης δεν ήβρηκα και δεν εμύρισα ποτέ μου μετά... και πόσο μας ήρεσε... ν΄αγοράζουμε τα πιπέρια μας και τα μπαχάρια μας στη μεγάλη της  αγορά... γιορτή το είχαμε τον πηγαιμό στη Σμύρνη... δεν ήταν αγορά εκείνη... ένα πλούτος ήτο... όλοι το ελέγανε κι όλοι την εζηλεύγανε... δεν υπήρχανε πιο ζωντανά μπαχάρια, πιο μυρωδάτα πιπέρια απ΄τα δικά της... μια πρέζα από το κάτιτις ήβανες κι ήλλαζε το φαΐ... ήλλαζε και το τατλί... Κανέλλα εβάναμε στο τσάι μας... ήφερνες το φιντσάν στο στόμα σου κι αναγάλλιαζε η καρδιά σου... μοσχοκάρφια βάναμε και  σε πήγαινε το άρωμά τους στα πέρατα του κόσμου και του ντουνιά... τώρα σαν το μυρίζω... όσο κι αν δεν εμυρίζει όπως τότες,  η καρδιά μου δεν με εταξιδεύει... μόνο βαλαντώνει... δε με πάει πια στ΄όνειρο, δε με γυρίζει στο ντουνιά μόνο κλαίει... μόνο χρόνια πίσω με γυρίζει... κει πίσω στον τόπο μας, στα καλά μας, στ΄αγαθά μας και στα μπερεκέτια μας... στη μεγάλη κουζίνα του πατρικού μου, στο μεγάλο τζάκι και στους αγαπημένους μου...   "

"Πιάσε τα παξιμάδια απ΄το φανάρι... να ο βούτυρος... η κακομοίρα η μάνα μου τρεις μπουκουνιές μάς ήλεγε πως πρέπει να κάνουμε την ελιά... μ΄αυτό σαν ήρθαμε εδώ... στον τόπο μας το εσεβόμαστε το φαΐ μας μα δεν το εμετρούσαμε... μόνο σαν ήρθαμε εδώ αρχίσαμε το μέτρημα ... εμετρούσαμε τα ψίχουλα... γιατί φαΐ δεν υπήρχε... Μπρε, φάε την ελιά σου όπως σ΄αρέσει... μ΄ακούς να παραμιλώ και την κάμεις κι εσύ τρεις μπουκουνιές; Καλά είμαστε τώρα... όχι πως τρέχει ο παράς απ΄τις τσέπες μας μόνο καλά είμαστε..."

"Αχ νενέ μου, νενέ μου, ρελαίνομαι! Πιο ωραίο τσάι δεν υπάρχει στον κόσμο! Αλήθεια σού λέω! Να σου φιλήσω τα χεράκια σου! Κι αύριο θα μαγειρέψεις κουκιά, ναι;"

"Μπρε φαΐ που το εζήλεψες! Χάιντε μουρλοβουρλιωτάκι... μωρ΄ και κουκιά να σου κάμω κι ότι θέλεις... γιαχνιστά γιατί μόνο έτσι τα εμαγειρεύγαμε εμείς... δεν είναι δα και σπουδαίο πράμα... και το τσάι... δεν το ήβρηκα εγώ το μυστικό για το τσάι... κάποιος άλλος το ήβρηκε, το είπενε, μαθεύτηκε... το εμάθαμε κι εμείς...μα όποιος κι αν ήτονε αυτός πρέπει να ήτονε μερακλής από τους λίγους... μερακλής σαν τον κύρη σου... χρυσάφι τα χέρια του... ωσάν τα τουρσού


και τις ελιές που κάμει δεν υπάρχουν άλλα...  καλά να ΄ναι πάντα... και δεν με ξεχνάει και ποτές... πάντα έχω απ΄τα καλούδια του  στο σπίτι... την αννέ σου να την ακούς στα φαγιά και στα γλυκά και τον κύρη σου στα μεζεκλίδια... εγέρασα και δεν μπορώ να τα τρώγω όλα πια αλλά σαν τα εδικά του άλλος όχι... μη σου πω πως είναι καλύτερα κι από κείνα του τόπου μας... μα πού τα ήμαθε να τα κάμει όλ΄αυτά; γιατί οι αδερφές του και θειές, αμαρτία ξομολογημένη, παρότι θηλυκά... δεν μπορώ να είπω πως τα μαγεροτσουκαλιάσματά του τα ζηλεύγω...  αυτός δα, 7 χρονώ παιδίο ήτονε σαν ήφυγε με τους εδικούς του... μισοκαμμένοι και κυνηγημένοι κι αυτοί... μυστήριο πως τα κατέχει και τα κάμει... τσίροι, λακέρδες, κολιοί, χαμσί, παστιρμάς, γιαουρλού, εζμέ, τζιγέρια, παστά, τουρσού, λουκάνικα, καπαμάδες... τίποτα δεν του ξεφεύγει... τυριά κάμει, τραχανάδες... χρυσάφι τα χέρια του... Ε μπρε, το΄παμε ε; μπροστοποδιά, κατσαρόλα και τσεμπέρι πάνε αντάμα... την εβλέπεις την αννέ σου... αλί σα δε μαζεύεις το μαλλί... έτσι δα αρχίζει το μαγέρεμα κόρη μου... με το τσεμπέρι..."


"Τσεμπέρια, μπροστοποδιές, νοικοκυριά, κουμάντα και μαγερέματα, εμείς τα εμαθαίναμε από μικρές-μικρές... πότε θα τα εμάθαινες; σαν ήρχετο η ώρα να παντρευτείς; ΄Aσε που ήπρεπε να σε ξέρουνε γι΄άξια γιατί αλλιώς... σιγά μη σου ετύχαινε στεφάνι... ανοικοκύρευτη, μόνο με κάνα παλαβό θα ευρισκόσουνα... Mωρέ και τι δεν ήπρεπε να ξέρουμε... γάμος σήμαινε να κουμαντάρεις σπιτικό και σπιτικό σήμαινε χίλια-μύρια πράματα μαζί... να κρατάς φαμίλια, σήμαινε άλλα τόσα ... το πρώτο χέρι ήσουν μέσα στο σπίτι ... αμ κι απέξω απ΄το σπίτι ήσουν το δεύτερο... κηπουλάκι, μπαχτσές, μποστάνι, της νοικοκυράς μέρη ήτονε... βάλε πως ήπρεπε να είσαι και το δεύτερο χέρι του κυρού σου; ΄Hπρεπε να μπορείς να σταθείς στο ποδάρι του σαν εκείνος δεν εμπόρειε... αυτά κι αυτά εμαθαίναμε εμείς... αυτά μας εκάνανε νύφες άξιες... ήθελες, δεν ήθελες, όλα δαύτα τα εμάθαινες... στα 12 τα ήξερες σχεδόν όλα... είχενες αναθρέψει και κάνα δυο αδέρφια... "

"΄Αιντε και να σε ειδώ νυφούλα... θα ζω άραγες να σε ειδώ, ποιος ξέρει...  μπρε, τα μυαλά σου μαζί σου να τα΄χεις ακούς; να μην μας εφέρεις κάνα παραδόπιστο για κάνα παραδομένο... Ζω δε ζω, εσύ, τα μυαλά σου μαζί σου... αχ--- άλλαξαν οι εποχές κόρη μου... αλλιώς ήταν στον καιρό μου...  είσαι κι όμορφη... πολλοί λεγάμενοι θα σε πλευρίσουν, μόνο να προσέχεις... τότες, ποιος να σε πλευρίσει τότες... για όλα ήτονε ήδη κανονισμένα από τους γονέους σου, για -σαν ήσουνα τυχερή- ήπαιρνες αυτόν που ετυραννούσε την καρδιά σου... πιότερο ήτονε τα κανονισμένα... από μικρή-μικρή σε βάνανε στον τροχό... σαν ήφτανε η προξενήτρα με το προξενιό στο σπίτι ήτονε ήδη αργά... είχενε κανονιστεί το ζήτημα και λόγος ουδείς δεν σου ήπεφτε... το λογοστέσιμο ήτονε συμβόλαιο... κι είχενε γίνει... το προξενιό ήτονε για τους τύπους... μια στιγμή τον ήβλεπες από τα πέρα κι αυτό ήτο... τον εκέρναες κι ένα γλυκό του κουταλιού χωρίς να υψώσεις διόλου το μάτι για να τον καλοειδείς και τέλος... Μπορεί μπρε, να τον είχενες δει κι όξω κάπου - ειδικά άμα ήτο συγχωριανός- μα δεν τον ήξερες... δεν ήξερες πως δρα και πως σκέφτεται... ούτε τις χάρες του, ούτε τα χούγια του ήξερες... ήκουες ότι ελέγετο γι΄αυτόν και τη φαμίλια του κι ήλπιζες να βγει καλός άντρας και καλός πατέρας... Ν΄αφήσουμε την κουβέντα κόρη μου;  Παρωρίσαμε... ήρθ΄ ο πρώτος... χασμουρίζεσαι... "

"Νωρίς είναι ακόμη νενέ μου. Διακοπές έχω, δεν θα ξυπνήσω πρωί. Πες λίγο ακόμη, λίγο, έλα..."

"Τι να σου πω ακόμα κόρη μου... Είχαμε όμορφες συνήθειες στον τόπο μας... όλα ακολουθούσανε το έθιμο, τ΄αντέτι... Και τ΄αντέτι  τότες πρόβλεπε υπακοή στους γονέους... κι αν το λογοστέσιμο μεταξύ γονέων είχενε γίνει χρόνια πριν, πολλά εμένανε ακόμα να γίνουν μέχρι να βγεις την πόρτα του πατρικού σου νύφη... τα  ήθελε τ΄αντέτι και τα ήθελε και με τη σειρά... δεν έκαμε κανείς του κεφαλιού του... Μετά το λογοστέσιμο και την προξενήτρα που ερχότανε για το επίσημο, ερχότανε η μέρα του λόγου... κι ήτο ο λόγος σαν αρραβώνας χωρίς πανηγύρι... στο λόγο ερχόσαντε ο γαμπρός με τους γονέους του και τον παερή του (νονός) μαζί με κάνα δυο ακόμα πολύ στενούς κι αγαπημένους τους συγγενείς κι εζητούσαν το χέρι της κοπέλλας... Συμφωνούσε ο πατέρας της, εδίνανε τα χέρια... το λογοστέσιμο γύριζε σε λογοδόσιμο... κι επαίρναγαν στα ξεχωρίσματα που ήτονε της προίκας τα διάφορα... τόσα δίνω, τόσα παίρνεις... βλέπεις, ηθέλανε να μην έχει διαφορές αργότερα το αντρόγυνο κι εφροντίζανε να τα ξεκαθαρίσουν όσο πιο καλά εγινότανε... Σαν ετέλειωνε το διάφορο, ορίζονταν η μέρα του αρραβώνα κι ύστερα ο γαμπρός κι η νύφη μπορούσαν να μιλήσουν, μόνο που πρώτα πλησίαζαν στα πεθερικά τους και τους εφιλούσαν το χέρι... απόμενε να εορταστεί ο αρραβώνας και μετά έμενε να μπούνε σε σειρά οι προετοιμασίες του γάμου... "


"Κι είχε κι ο αρραβώνας το αντέτι του και σαν ήφτανε η ώρα του...
Μπρε, μπρε, μπρε... τι έχω πάθει με σένα... λιγώνομαι ΄γω να σου μιλώ, λιγώνεσαι ΄συ ν΄ μ΄ακούεις... ΄Aιντε κόρη μου... ώρα ν΄αφήσουμε τους αρραβώνες και να θέσουμε... κι αύριο μέρα του Θεού είναι ... αύριο θα πούμε για τους αρραβώνες... βασιλέψαν για τα καλά τα ματάκια σου... ήρθε κι ο δεύτερος, ήρθε κι ο κουκουλωμένος..."

"΄Εχεις δίκιο νενέ μου, ήρθε κι ο κουκουλωμένος!
Καληνύχτα νενέ..."

"Καληνύχτα κόρη μου... Τατλί ρουγιαλάρ..."

 Καλά σας βράδια

Ε.-

 Αχ νενέ μου, και που ΄σαι! Αχ και να γινόταν και να σε είχα μαζί μου στην Πόλη να ΄βλεπες όλα τα καλά της, να ΄βλεπες και τα τουρσού της! ΄Ασε, τα είδα και δάκρυσαν τα μάτια μου! Θυμήθηκα τον πατερούλη μου και τα δικά του! Δάκρυσαν τα μάτια μου μα μου ΄τρεξαν και τα σάλια! 



9 Οκτωβρίου 2013

Ο άνθρωπος αγαπιέται με τις τις χάρες του...


Πάει, πέρασε ο Σεπτέμβρης, ο κακός, ο ένατος όπως τον αποκαλούσε η γιαγιά μου. ΄Ηταν για κείνη ο μήνας της μνήμης, της φωτιάς και της καταστροφής, ο αλησμόνητος, του θανάτου, του μοιρολογιού και των θρήνων! Ο μήνας της  χαμένης αγάπης και του "συνωστισμού"! Πέρασε και φέτος δεν ασχολήθηκα μαζί του κι είμαι πολύ ευχαριστημένη γι΄αυτό. 

Οκτώβρης πια...
Καλώς το! ΄Ηρθε!΄Οχι πως θα γινόταν κι αλλιώς! Και ιδού, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του! Εγώ επί του παρόντος, η βροχή στο δρόμο, οι μαθητές στα σχολειά, οι μεγάλοι στη δουλειά! Τα κίτρινα -πράσινα πριν- φύλλα, πάνω ή κάτω, στα κλαδιά ή να σκεπάζουν το χώμα! Μια άλλη ομορφιά! Λίγο μελαγχολική, λίγο ρομαντική, διακριτική.

Μμμμ... σήμερα έξω ο Θεός παίζει με τον καιρό! Π.χ.  το πρωί έπαιζε με τον ήλιο ενώ αργότερα έως και τώρα κοσκινίζει το νερό στο ψιλό-ψιλό σινί, σα για να βρει  χρυσάφι! Και σαν το βρει, ξέρετε, θα το κρατήσει εκεί στα ψηλά, μέχρι να ξανακαλοκαιριάσει!
Καλό μας φθινόπωρο!


Συχνά σκέφτομαι πως τούτο ΄δω το "μαγαζί" έχει κάτιτις από τεστ Αλτσχάιμερ!  Τεστ για το τι θυμάμαι, για το πως, το πότε, το γιατί. ΄Ισως όμως να ΄ναι τεστ και για κάποιους άλλους! Αυτούς που περιμένω να φανούν! Γράφω, γράφω, γράφω κι όλο περιμένω πως όλο και κάποιος θα φανεί από καμιά γωνιά, κάποιος ξεχασμένος ξάδερφος, καμιά απομακρυσμένη θεία ή κάποια παλιά γειτόνισσα και θα μου πουν: "Μα τι γράφεις! ΄Οχι, δεν έγινε έτσι... ΄Οχι, δεν είναι αυτός... όχι, κάνεις λάθος!" 
Το πόση χαρά θα μου έδινε αυτό το "λάθος κάνεις",  δεν περιγράφεται! ΄Εχει συμβεί σε τόσους πολλούς άλλους, να βρεθούν ή να ξαναβρεθούν, να σμίξουν ανέλπιστα! Και μένα μου ΄τυχε! Κι ήταν απερίγραπτα τρυφερό όσο και όμορφο! Μ΄αυτό θα σας το διηγηθώ μια άλλη φορά!
Κι όλο περιμένω να (μου) ξανασυμβεί! Και θα περιμένω...

"Μπρε κόρη μου, βλέπεις αυτές στην τηλεόραση και στα "ρομάντζα" και νομίζεις κι ότι αυτές είναι κι άλλες δεν είναι... και φαντάζεσαι πως όλοι τρέχουνε ξοπίσω τους... Αμ, δε σου λέω... τα πασαλείμματα και τα φκιασίδια, δεν χρειάζονται σε καμιά... δε κάμουν αυτά τον άθρωπο... Καθαρή να ΄σαι, μοσχομυριστή, χτενισμένη... να ξέρεις να φέρεσαι, να μιλάς, να στέκεσαι και φτάνει σου...  Φτιασιδωμένη και βρώμικη! Μμμ... ωραίο πράμα! Μωρ΄θα σε κοιτάξουν, θα σε πλησιάσουν αλλά μετά από δω πάνε κι άλλοι... Πασαλειμένη κι αχτένιστη! Θα σε κοιτάξουν και θα γελάσουν... Κι αν  ανοίξεις το στόμα και δεν ξέρεις τι λες για δεν ξέρεις να πιάσεις το πηρούνι  ή κάθεσαι σα την αρκούδα,  θα λακίσουν... Χάρη και τρόπους χρειάζεται η γυναίκα...  Κι η χάρη κόρη μου, βγαίνει από μέσα σου...  ή την έχεις -από γεννησιμιού σου- ή δεν την έχεις... κι όσο για τους καλούς τρόπους, τα ήθη και την ευγένεια, χάρισμα είναι... δοσμένα απ΄το σπιτικό σου... χάρη κι εξυπνάδα, τα ΄λεγε ο πάππος μου όλα αυτά μαζί...  Τα φκιασίδια και τα πασαλείμματα είναι ξεγέλασμα, ψευτιά... γινήκανε όλα τ΄απόξω μια ψευτιά και πείστηκε ο άθρωπος... κερδισμένη βγαίνεις με το χαμόγελο, την ευγένεια... και τη συμπόνια... μικρή είσαι κόρη μου μα αυτά που λέγω τα καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; "

"Ναι γιαγιά, τα καταλαβαίνω..."

"Ξετέλεψες, δεν ξετέλεψες με τα σχολικά;  ΄Αιντε που θες τηλεόραση... άστη μπρε κι έλα κάτσε κοντά να σου πω μια ιστορία που εθυμήθηκα...  μια ιστορία που μας ήλεγε ο δάσκαλος εκείνος κει στο πρώτο σχολειό... είχε να κάμει με το ξεγέλασμα των αθρώπων... είχενε να κάμει με τις αρχές, τις κεφαλές, τα γκουβέρνα και την αρχηγία ... ΄Ακουε δα ... ΄Ητο κάποτε ένα τσούρμο  παιδιά... όλα ηθέλανε να είναι η κεφαλή του τσούρμου μ΄ αντίς να παίζουνε όλο τσακωνόσαντε για το δεσποτικό... τρωγώσαντε αντί να χαίρουνται και να φχαριστιούνται... έτσι ήρθε η ιδέα σ΄ένα Γιαννακό ενώ ήκλαιγε... μικρός ήτο και τον είχανε όλο έξω απ΄το παιγνίδι...  τον ήπνιξε το άδικο το μικρό, αγανάχτησε και μια στιγμή ήκραξε  στους άλλους... "να ψηφίσουμε, αντί να τσακωνόμαστε...  όπως κάνουνε στη δημογεροντία... θα βγάλουμε τον αρχηγό, θα πάψουμε τους καβγάδες και θα παίζομε όμορφα".  Ρωτήσανε τότες οι μικροί τους πιο μεγάλους, μάθανε τους κανόνες... και στρωθήκανε να ψηφίσουνε... τέσσερεις-πέντε θέλανε το δεσποτικό και συμφωνήσανε οι υπόλοιποι πως απ΄αυτούς θα εψηφίσαζανε έναν... κι έτσι κι έγινε... ανάμεσα στις κεφαλές ήτονε κι ένας νταντάλας (ψηλός), λιανοκαμωμένος, νόστιμος... καμιά 12αριά χρονώ... κι είχενε και μια άκρα μουστακάκι... στην αρχή τα παιδιά, είχανε άλλο στο μυαλό τους για αρχηγό, έναν πιο μεγάλο, αλλάξανε όμως γνώμη κι εψηφίσανε το νταντάλα... το σκεφτήκανε, το κουβεντιάσανε και συμφωνήσανε πως αυτός θα ήτονε καλός για αρχηγός... ήτονε μεγάλος αφού είχενε μουστάκι... άρα θα ήτονε σωστός και μυαλωμένος... Τους εξεγέλασε, κόρη μου, το μουστακάκι... αυτός που εψηφίσανε για αρχηγό αποδείχτηκε ο πιο άμυαλος, ο πιο ανάποδος, που δεν ήκουγε κανένα... ότι ήθελε αυτός και το τι θέλανε οι άλλοι λίγο τον ήνοιαζε και καθόλου δεν τον ήκοφτε... της κακιάς γενιάς... σκληρός, γελασάρης αποδείχτηκε... είδαν κι αποείδαν τα παιδιά... κι έτσι λίγες μέρες μετά κάμανε άλλη ψήφο και τον εκαταργήσανε... Θυμούμαι πως μας ερώτησε ο δάσκαλος μας μετά, τι έκρυβε η ιστορία... το εσυνήθιζε αυτό... μας ήλεγε μια ιστορία και μετά να μας ερώταε τι εκαταλάβαμε... Ελέγαμε τότες ο καθένας το δικό του ... άλλος το ΄λεγε καλύτερα, άλλος λιγότερο καλά... μα το ζουμί ήτονε πάντα ένα... και σ΄αυτή την ιστορία κόρη μου, το ζουμί ένα είναι... Ξεγελάει η μόστρα κόρη μου,  μόνο ξεγελάει για λίγο... δεν είναι χαζοί οι άλλοι...  "

"Μας είπενε ακόμα ο δάσκαλος πως το παιδί που εψηφίσανε δεύτερο ήμεινε πολύ καιρό στην κεφαλή της συντροφιάς τους γιατί τους ήκουε όλους σα λέγανε κάτι ή σα ζητούσανε κάτι... τους εσυμβουλευόντανε και τους εσυμβούλευε... είχενε ένα καλό λόγο για τον καθένα... όχι άιντες-άιντες κι όπου βγάλει... δεν ήκαμε του κεφαλιού του κι ότι εκατέβαζε η γκλάβα του... τον αγαπήσανε τα παιδιά... κι ας μην ήτονε ψηλός, κι ας μην είχενε μουστάκι... κι ας μην ήτο όμορφος..."

"Γι΄αυτό σου λέω... ο άθρωπος αγαπιέται με τις χάρες του..."
 "τα φτιασίδια, τα απ΄έξω δεν κάμουν τον άθρωπο..."

"και μην την εκοιτάς σα χαϊβάν και σα ζωντόβολο όλες αυτές... κοροϊδεύουν τη μούρη τους πρώτα και μετά τον κόσμο..."



Κρέμεται ακόμα εκεί, χωρίς φως, να φωτίζει
Κάγκελα παντού
Κάγκελα παντού ένα γύρω...
Το σχολειό στα Βουρλά του 2010
"΄Ητονε όμορφο το σχολειό μας... άσπρο απ΄όξω, γερό, πετρόχτιστο, μέσα γαλανό βαμμένο... με κιρμιζί κεραμίδια, παραθύρια μεγάλα... την τάξη μας την εστόλιζε ο Χριστός πάνω από την κεφαλή του δάσκαλου, ένας μεγάλος χάρτης της Ελλάδας κι ήδειχνε τις θάλασσες, τα νησιά, τα χωριά και τις πολιτείες... κι εμαθαίναμε που ήτανε αι  Αθήναι, η Σαλαμίνα, οι Θερμοπύλες... εβλέπαμε τις λίμνες και τους ποταμούς... εξέραμε από πούθε είχανε φύγει η νενέ κι ο παππούλης μας... εξέραμε τους παλιούς τόπους τους... δεν εφανταζόμαστε τότες πως θα έφτανε η μέρα που θ ΄αφήναμε τον τόπο μας... τον εδικό μας τόπο και θα βρισκόμαστε πάλι πίσω στην αρχή... ποιος το πίστευε ότι θ΄αρχίζαμε τη ζωή μας πάλι απ΄την αρχή... εκεί στον τόπο που βλέπαμε πάνω στο χαρτί... κι ο ΄Υψιστος να μας το ήλεγε τότες κόρη μου, δεν θα Τον επιστεύαμε... Μια θάλασσα μας χώριζε...  η ίδια  θάλασσα μας χώρισε... κι ήτοντε για πάντα... Στα λέω κι ακόμα δεν το πιστεύω... παρ΄όσα  εζήσαμε, παρ΄όσα κι αν επεράσαμε... ακόμα δεν πιστεύω... πως δεν θα ξαναπάω πίσω στον τόπο μας... "


Καλά σας βράδια

Ε.-


Εκτός όμως απ΄αυτό το κάτιτις το ξεχασιάρικο, το τεστ της μνήμης και της θύμησης, που βρίσκω πως διαθέτει το παρόν "κατάστημα" προχθές μου ΄βγαλε και πολύ γέλιο! Κι αυτό χάρη στις στατιστικές του! Το γέλιο βγήκε κυρίως γιατί  είμαι μπούφος στα του ιστού! Εξ ου και η λιτότης του παρόντος! Το έχω συγκρίνει πολλές φορές με τα άλλα "μικρομάγαζα" που επισκέπτομαι κι η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλά που τα ζηλεύω! Υπάρχουν τόσα πολλά άλλα όμορφα "μικρομάγαζα" που το δικό μου μπροστά τους μοιάζει άσχημο παπί! Γεγονός είναι ότι προσπάθησα να το συμμορφώσω,  να το σουλουπώσω και να το περιποιηθώ αλλά εις μάτην. Οι γνώσεις μου περί ιστού και ιστολογικών "επινοημάτων" είναι πενιχρές όπερ και τελικά εγκατέλειψα τις προσπάθειες. Το ασχημόπαπο όμως στο τέλος, γίνεται κύκνος, θυμάστε; Κύκνος μού φαίνεται το "μαγαζάκι" μου όμως σαν αναθυμηθώ τα όσα έχω γράψει. Και τ΄αγαπάω πολύ...

Ας μην όμως σας ζαλίζω άλλο.
Πού το γέλιο;
Μωρέ να ΄ναι καλά οι κυβερνοναύτες, πολύ γέλασα! Και γελάω ακόμη! Και  φως-φανάρι το τι ψάχνουν και το τι τους απασχολεί! Χμμμ... λέτε; Μήπως αν θέλω/τε ν΄ανέβει η "θεαματικότητά" μου, ν΄αρχίσω να χρησιμοποιώ άλλο λεξιλόγιο; Ακούς φίλε μου, "κωλ_ς" και "πισινός"! Μάλιστα! Αφού την περισσότερη πελατεία την είχαν οι αναρτήσεις μου που περιέχουν τις λέξεις "κωλ_ς" και "πισινός" τι να πω; Γελάω!!!
 
Δεν χρησιμοποιώ συχνά αυτές τις λέξεις, απλώς περιλαμβάνονταν σε δυο παροιμίες-κεφαλίδες!
Το δε συμπέρασμα προέκυψε γιατί μόλις προχθές ανακάλυψα το σύστημα "στατιστικά"! Θαυμάζοντας ακόμα μια φορά τα διάφορα "εργαλεία" που προσφέρει το σύστημα μπλογκ κλπ., έπαιζα, πατώντας κουμπιά και κάνοντας διάφορα κι απανωτά κλικ ελπίζοντας σε μια πίθανη-απίθανη βελτίωση του καταστήματος. Σ΄ ένα απ΄αυτά τα περιβόητα "κλικ" πατήματα, αντέδρασε λοιπόν εκείνο το "στατιστικά"! ΄Εχω κι εκείνο το "φιτζ-ιτ" στο τέλος της σελίδας μου αλλά απά το έχω αντιγράψει από κάπου και το ΄χω μοστράρει εκεί στα χαμηλά. Κάπου-κάπου του ρίχνω καμιά ματιά αλλά αυτό είναι όλο.  ΄Οταν όμως αντέδρασε εκείνο το κλικ το στατιστικά, αντέδρασε και το μυαλό μου και γέμισα περηφάνεια βλέποντας ότι έχουν επισκεφτεί το μαγαζί μου κοντά 15.000 φορές! Ψίχουλα δηλαδή σε σχέση με άλλα παρεμφερή καταστήματα, αλλά αυτό δεν με απασχολεί και πολύ. Παρ΄όλα αυτά βρίσκω εντυπωσιακό το αποτέλεσμα των στατιστικών. Πίστευα ότι με τον καιρό θα είχε μειωθεί στον κυβερνοχώρο αυτό "ενδιαφέρον"! Αμ δε!  Επιβεβαίωση ακόμα μια φορά για το ποιόν των κυβερνοναυτών; 

Τι να κάνουμε... σε σας έχει ήδη αρχίσει,
σε μας όμως σήμερα άρχισε το φθινόπωρο!