5 Νοεμβρίου 2013

Της καλομάνας το παιδί το πρώτο είναι κορίτσι...




Μπρρρρρ... Νοέμβρης! Με φόρα μάς μπήκε ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου! Από 
 θερμοκρασίες πάμε δράμα κι από την πρώτη του, βρέχει. ΄Ασε τον αέρα! Δεν παραπονιέμαι όμως γιατί  μέχρι προχθές, έξω τρώγαμε και πίναμε τα βράδια! Και καπνίζαμε! Κοινώς, συμμαζεμό δεν είχαμε και το μυαλό μας στο γυρίσι! Γλυκός ο καιρός και οι κοντινές βόλτες που έκοψα σκέτη κι ανέλπιστη ευχαρίστηση. Tο Στρασβούργο ένα όνειρο, αλλά και το χωριό της πορσελάνης μια κούκλα(βλ.παρακάτω)!
Από προχθές όμως -τα κεφάλια και όχι μόνο- μέσα για τα καλά.



Κι ούτε θα παραπονεθώ. Απλώς σχολιάζω. Βλέπεις, ο προηγούμενός του, σχεδόν φωτεινός, σχεδόν στεγνός και σχεδόν ζεστός μάς κανάκεψε τα μάλα! Κι η φύση ένα γύρω, όνειρο σε τόνο κόκκινου κίτρινου χρυσού! Θα ήταν αχαριστία να μην του το αναγνωρίσω πως ήταν εξαιρετικός!  Αλήθεια, ήταν κάτι, σαν ο Οκτώβρης να τα είχε βάλει με τον  Σεπτέμβρη κι ήθελε να βγει πριν απ΄αυτόν, πρώτος και καλύτερος!
Μας κακοσυνήθισε όμως και μας κακόμαθε κι άντε να δω πως θα μπούμε ξανά στη βαρειά χειμωνιάτικη ρουτίνα. Μια ρουτίνα με άλλες, τις δικές της άλλες ομορφιές...

Με τέτοιο αέρα και τέτοια βροχή απόψε, το βραδινό μου δεν μπορεί παρά να είναι  χειμωνιάτικο και μάλιστα το πιο αγαπημένο μου! Μάσαλα τσάι, παξιμαδάκια, ελιές θρούμπες, φέτα και φρέσκο βούτυρο!

"Κόρη μου, έχω μόνο τσάι γι΄απόψε ... εξέμεινες εδώ κι εγώ έχω μονάχα τσάι και παξιμάδι να σε φιλέψω ... και να σε χορτάσω..."
"Νενέ μου, νενέ μου... σαν το τσάι σου δεν υπάρχει άλλο στον κόσμο! Και σαν τα κουκιά σου! Αφού το ξέρεις!" 

 " Είσαι συ μια γαλίφω... σιγά να μη δεν υπάρχει σαν το τσάι μου άλλο στον κόσμο...  μπρε ξέρεις πως έτσι ήρεσε και στον παππού σου; ... χειμώνα καιρό μου το εζήταε κι εκείνος συχνά-πυκνά... φορές-φορές τού έλεγα "φάε κάτιτις να σε πιάσει" μα εκείνος επίμενε ... το ΄καμα και το επίναμε συντροφιά... με τα παιδιά να κοιμούνται χορτάτα, μόνο που εκείνος... αχ... σαν το ήπινε εσταμάταε να μιλάει... εγυάλιζαν τα μάτια του σαν τα κάρβουνα, τον ήβλεπα... εθλιβότανε κι αυτό γιατί εθυμότανε... εθυμότανε τα πίσω, τον άλλο τόπο... εκείνο τον όμορφο τόπο μας...   άιντες μπρε... πάλι στενοχωρία με ήπιασε... άιντες, κάμε το καλό τώρα και πετάξου μέχρι τον κυρ-Γιάννη... πάλι καλά που απόψε δεν βρέχει... στάσου μπρε να σου δώκω λεφτά... ελιές και τυρί θερμιώτικο πε του... πάρε και βούτυρο... απ΄τον καλό... μερικά δράμια μοναχά για σένα ... σκοτείνιασε... τι ώρα να ΄ναι άραγε... αν δεν ιδείς φως στο μαγαζί χτύπα στο πορτί... στο πάνω  σιδηρόφυλλο... πε του πρώτα απ΄όξω γνώρισμα ποια είσαι και μετά πε του τι θέλεις... σε ξέρει καλά και θα σου δώκει τα ζητούμενα... αν έχει πάρε και κάνα κάστανο... να μυρίσει ο τόπος... και πως τ΄αγαπώ τ΄άτιμα...   καλά να ΄ναι ο κύρης σου που μου ΄στειλε πάλι το κουμάντο μου... στάσου... αν είναι λίγος ο παράς, πε του να σου κάνει μια νύχτα βερεσέ... πε του μπρε πως εγώ θα του δώκω τα υπόλοιπα αύριο το πρωί... χύσου αστραπή... μια γωνιά είναι μα θα σ΄έχω ένοια... χάιντε...ανάβω το γκαζερικό και βάνω τον τέντζερη... σε 2 ανάσες να ΄σαι πίσω, ακούς; "
"Απ΄τ΄άλλα έχεις νενέ;"
"Τ΄άλλα τα ΄χω τα... χειμώνιασε κόρη μου... άμε... και βάνω το νερό..."

"Κόπιασε κόρη μου..."
"΄Ετσι εκαθόμαστε και στον τόπο μας... ήβρεχε κι εφύσανε... όλοι μας ένα γύρω... ένας, δυο στην κασέλα... ένας, δυο χάμω στις μαξιλάρες... η νενέ κι ο πάππος πλάι στη στια... η αννέ κι ο κύρης ακουμπισμένοι στο τραπέζι... μάσαλα τσάι το ήλεγε ο πάππος μου... ο τέντζερης εκοχλάκανε... ανακάτωνε η νενέ μου... στον τέντζερη το εβάναμε αμέ, γιατί ήμαστον μπόλικοι... δεν μας ήφτανε ο τζεζβές... εμοσχοβόλαε ο τόπος τσάι... μοσχοκάρφι και κανέλλα... άμα έτσι το επίναμε εμείς... με κάμποσα μοσχοκάρφια κι ένα ξύλο κανέλλας...μωρέ πιο μοσχομυριστή από κείνη της Σμύρνης δεν ήβρηκα και δεν εμύρισα ποτέ μου μετά... και πόσο μας ήρεσε... ν΄αγοράζουμε τα πιπέρια μας και τα μπαχάρια μας στη μεγάλη της  αγορά... γιορτή το είχαμε τον πηγαιμό στη Σμύρνη... δεν ήταν αγορά εκείνη... ένα πλούτος ήτο... όλοι το ελέγανε κι όλοι την εζηλεύγανε... δεν υπήρχανε πιο ζωντανά μπαχάρια, πιο μυρωδάτα πιπέρια απ΄τα δικά της... μια πρέζα από το κάτιτις ήβανες κι ήλλαζε το φαΐ... ήλλαζε και το τατλί... Κανέλλα εβάναμε στο τσάι μας... ήφερνες το φιντσάν στο στόμα σου κι αναγάλλιαζε η καρδιά σου... μοσχοκάρφια βάναμε και  σε πήγαινε το άρωμά τους στα πέρατα του κόσμου και του ντουνιά... τώρα σαν το μυρίζω... όσο κι αν δεν εμυρίζει όπως τότες,  η καρδιά μου δεν με εταξιδεύει... μόνο βαλαντώνει... δε με πάει πια στ΄όνειρο, δε με γυρίζει στο ντουνιά μόνο κλαίει... μόνο χρόνια πίσω με γυρίζει... κει πίσω στον τόπο μας, στα καλά μας, στ΄αγαθά μας και στα μπερεκέτια μας... στη μεγάλη κουζίνα του πατρικού μου, στο μεγάλο τζάκι και στους αγαπημένους μου...   "

"Πιάσε τα παξιμάδια απ΄το φανάρι... να ο βούτυρος... η κακομοίρα η μάνα μου τρεις μπουκουνιές μάς ήλεγε πως πρέπει να κάνουμε την ελιά... μ΄αυτό σαν ήρθαμε εδώ... στον τόπο μας το εσεβόμαστε το φαΐ μας μα δεν το εμετρούσαμε... μόνο σαν ήρθαμε εδώ αρχίσαμε το μέτρημα ... εμετρούσαμε τα ψίχουλα... γιατί φαΐ δεν υπήρχε... Μπρε, φάε την ελιά σου όπως σ΄αρέσει... μ΄ακούς να παραμιλώ και την κάμεις κι εσύ τρεις μπουκουνιές; Καλά είμαστε τώρα... όχι πως τρέχει ο παράς απ΄τις τσέπες μας μόνο καλά είμαστε..."

"Αχ νενέ μου, νενέ μου, ρελαίνομαι! Πιο ωραίο τσάι δεν υπάρχει στον κόσμο! Αλήθεια σού λέω! Να σου φιλήσω τα χεράκια σου! Κι αύριο θα μαγειρέψεις κουκιά, ναι;"

"Μπρε φαΐ που το εζήλεψες! Χάιντε μουρλοβουρλιωτάκι... μωρ΄ και κουκιά να σου κάμω κι ότι θέλεις... γιαχνιστά γιατί μόνο έτσι τα εμαγειρεύγαμε εμείς... δεν είναι δα και σπουδαίο πράμα... και το τσάι... δεν το ήβρηκα εγώ το μυστικό για το τσάι... κάποιος άλλος το ήβρηκε, το είπενε, μαθεύτηκε... το εμάθαμε κι εμείς...μα όποιος κι αν ήτονε αυτός πρέπει να ήτονε μερακλής από τους λίγους... μερακλής σαν τον κύρη σου... χρυσάφι τα χέρια του... ωσάν τα τουρσού


και τις ελιές που κάμει δεν υπάρχουν άλλα...  καλά να ΄ναι πάντα... και δεν με ξεχνάει και ποτές... πάντα έχω απ΄τα καλούδια του  στο σπίτι... την αννέ σου να την ακούς στα φαγιά και στα γλυκά και τον κύρη σου στα μεζεκλίδια... εγέρασα και δεν μπορώ να τα τρώγω όλα πια αλλά σαν τα εδικά του άλλος όχι... μη σου πω πως είναι καλύτερα κι από κείνα του τόπου μας... μα πού τα ήμαθε να τα κάμει όλ΄αυτά; γιατί οι αδερφές του και θειές, αμαρτία ξομολογημένη, παρότι θηλυκά... δεν μπορώ να είπω πως τα μαγεροτσουκαλιάσματά του τα ζηλεύγω...  αυτός δα, 7 χρονώ παιδίο ήτονε σαν ήφυγε με τους εδικούς του... μισοκαμμένοι και κυνηγημένοι κι αυτοί... μυστήριο πως τα κατέχει και τα κάμει... τσίροι, λακέρδες, κολιοί, χαμσί, παστιρμάς, γιαουρλού, εζμέ, τζιγέρια, παστά, τουρσού, λουκάνικα, καπαμάδες... τίποτα δεν του ξεφεύγει... τυριά κάμει, τραχανάδες... χρυσάφι τα χέρια του... Ε μπρε, το΄παμε ε; μπροστοποδιά, κατσαρόλα και τσεμπέρι πάνε αντάμα... την εβλέπεις την αννέ σου... αλί σα δε μαζεύεις το μαλλί... έτσι δα αρχίζει το μαγέρεμα κόρη μου... με το τσεμπέρι..."


"Τσεμπέρια, μπροστοποδιές, νοικοκυριά, κουμάντα και μαγερέματα, εμείς τα εμαθαίναμε από μικρές-μικρές... πότε θα τα εμάθαινες; σαν ήρχετο η ώρα να παντρευτείς; ΄Aσε που ήπρεπε να σε ξέρουνε γι΄άξια γιατί αλλιώς... σιγά μη σου ετύχαινε στεφάνι... ανοικοκύρευτη, μόνο με κάνα παλαβό θα ευρισκόσουνα... Mωρέ και τι δεν ήπρεπε να ξέρουμε... γάμος σήμαινε να κουμαντάρεις σπιτικό και σπιτικό σήμαινε χίλια-μύρια πράματα μαζί... να κρατάς φαμίλια, σήμαινε άλλα τόσα ... το πρώτο χέρι ήσουν μέσα στο σπίτι ... αμ κι απέξω απ΄το σπίτι ήσουν το δεύτερο... κηπουλάκι, μπαχτσές, μποστάνι, της νοικοκυράς μέρη ήτονε... βάλε πως ήπρεπε να είσαι και το δεύτερο χέρι του κυρού σου; ΄Hπρεπε να μπορείς να σταθείς στο ποδάρι του σαν εκείνος δεν εμπόρειε... αυτά κι αυτά εμαθαίναμε εμείς... αυτά μας εκάνανε νύφες άξιες... ήθελες, δεν ήθελες, όλα δαύτα τα εμάθαινες... στα 12 τα ήξερες σχεδόν όλα... είχενες αναθρέψει και κάνα δυο αδέρφια... "

"΄Αιντε και να σε ειδώ νυφούλα... θα ζω άραγες να σε ειδώ, ποιος ξέρει...  μπρε, τα μυαλά σου μαζί σου να τα΄χεις ακούς; να μην μας εφέρεις κάνα παραδόπιστο για κάνα παραδομένο... Ζω δε ζω, εσύ, τα μυαλά σου μαζί σου... αχ--- άλλαξαν οι εποχές κόρη μου... αλλιώς ήταν στον καιρό μου...  είσαι κι όμορφη... πολλοί λεγάμενοι θα σε πλευρίσουν, μόνο να προσέχεις... τότες, ποιος να σε πλευρίσει τότες... για όλα ήτονε ήδη κανονισμένα από τους γονέους σου, για -σαν ήσουνα τυχερή- ήπαιρνες αυτόν που ετυραννούσε την καρδιά σου... πιότερο ήτονε τα κανονισμένα... από μικρή-μικρή σε βάνανε στον τροχό... σαν ήφτανε η προξενήτρα με το προξενιό στο σπίτι ήτονε ήδη αργά... είχενε κανονιστεί το ζήτημα και λόγος ουδείς δεν σου ήπεφτε... το λογοστέσιμο ήτονε συμβόλαιο... κι είχενε γίνει... το προξενιό ήτονε για τους τύπους... μια στιγμή τον ήβλεπες από τα πέρα κι αυτό ήτο... τον εκέρναες κι ένα γλυκό του κουταλιού χωρίς να υψώσεις διόλου το μάτι για να τον καλοειδείς και τέλος... Μπορεί μπρε, να τον είχενες δει κι όξω κάπου - ειδικά άμα ήτο συγχωριανός- μα δεν τον ήξερες... δεν ήξερες πως δρα και πως σκέφτεται... ούτε τις χάρες του, ούτε τα χούγια του ήξερες... ήκουες ότι ελέγετο γι΄αυτόν και τη φαμίλια του κι ήλπιζες να βγει καλός άντρας και καλός πατέρας... Ν΄αφήσουμε την κουβέντα κόρη μου;  Παρωρίσαμε... ήρθ΄ ο πρώτος... χασμουρίζεσαι... "

"Νωρίς είναι ακόμη νενέ μου. Διακοπές έχω, δεν θα ξυπνήσω πρωί. Πες λίγο ακόμη, λίγο, έλα..."

"Τι να σου πω ακόμα κόρη μου... Είχαμε όμορφες συνήθειες στον τόπο μας... όλα ακολουθούσανε το έθιμο, τ΄αντέτι... Και τ΄αντέτι  τότες πρόβλεπε υπακοή στους γονέους... κι αν το λογοστέσιμο μεταξύ γονέων είχενε γίνει χρόνια πριν, πολλά εμένανε ακόμα να γίνουν μέχρι να βγεις την πόρτα του πατρικού σου νύφη... τα  ήθελε τ΄αντέτι και τα ήθελε και με τη σειρά... δεν έκαμε κανείς του κεφαλιού του... Μετά το λογοστέσιμο και την προξενήτρα που ερχότανε για το επίσημο, ερχότανε η μέρα του λόγου... κι ήτο ο λόγος σαν αρραβώνας χωρίς πανηγύρι... στο λόγο ερχόσαντε ο γαμπρός με τους γονέους του και τον παερή του (νονός) μαζί με κάνα δυο ακόμα πολύ στενούς κι αγαπημένους τους συγγενείς κι εζητούσαν το χέρι της κοπέλλας... Συμφωνούσε ο πατέρας της, εδίνανε τα χέρια... το λογοστέσιμο γύριζε σε λογοδόσιμο... κι επαίρναγαν στα ξεχωρίσματα που ήτονε της προίκας τα διάφορα... τόσα δίνω, τόσα παίρνεις... βλέπεις, ηθέλανε να μην έχει διαφορές αργότερα το αντρόγυνο κι εφροντίζανε να τα ξεκαθαρίσουν όσο πιο καλά εγινότανε... Σαν ετέλειωνε το διάφορο, ορίζονταν η μέρα του αρραβώνα κι ύστερα ο γαμπρός κι η νύφη μπορούσαν να μιλήσουν, μόνο που πρώτα πλησίαζαν στα πεθερικά τους και τους εφιλούσαν το χέρι... απόμενε να εορταστεί ο αρραβώνας και μετά έμενε να μπούνε σε σειρά οι προετοιμασίες του γάμου... "


"Κι είχε κι ο αρραβώνας το αντέτι του και σαν ήφτανε η ώρα του...
Μπρε, μπρε, μπρε... τι έχω πάθει με σένα... λιγώνομαι ΄γω να σου μιλώ, λιγώνεσαι ΄συ ν΄ μ΄ακούεις... ΄Aιντε κόρη μου... ώρα ν΄αφήσουμε τους αρραβώνες και να θέσουμε... κι αύριο μέρα του Θεού είναι ... αύριο θα πούμε για τους αρραβώνες... βασιλέψαν για τα καλά τα ματάκια σου... ήρθε κι ο δεύτερος, ήρθε κι ο κουκουλωμένος..."

"΄Εχεις δίκιο νενέ μου, ήρθε κι ο κουκουλωμένος!
Καληνύχτα νενέ..."

"Καληνύχτα κόρη μου... Τατλί ρουγιαλάρ..."

 Καλά σας βράδια

Ε.-

 Αχ νενέ μου, και που ΄σαι! Αχ και να γινόταν και να σε είχα μαζί μου στην Πόλη να ΄βλεπες όλα τα καλά της, να ΄βλεπες και τα τουρσού της! ΄Ασε, τα είδα και δάκρυσαν τα μάτια μου! Θυμήθηκα τον πατερούλη μου και τα δικά του! Δάκρυσαν τα μάτια μου μα μου ΄τρεξαν και τα σάλια! 



2 σχόλια:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Πέρασα να απολαύσω ένα ακόμη από τα έγγραφα αριστουργήματα που μας χαρίζεις.
Και όπως πάντα δεν διαψεύστηκα.
Καλημέρα.

E.- είπε...

Ο λόγος σου με χόρτασε
και το μπλογκ σου, κι εγώ, ζηλεύω

Να ΄σαι καλά καρντές
Ε.-