29 Ιουλίου 2013

Αγάπη δίχως σέβας... δε λογιέται αγάπη ...

Με το άρωμα του καφέ 

 "Να βάνεις μπόλικο καχβέ κόρη μου... να μην τον ελυπάσαι... σκούρο νερό θα πίνουμε για γλυκό νερό θα φιλεύομε τους μουσαφίρηδες;  Ντροπή! Κάλλιο βαρύς παρά νερόβαστος και νερομπούλι... ΄Ετσι ήκαμε κι ήθελε κι ο πάππος σου... βαρύ τον καχβέ... τον είχενε μεράκι... Ξυπνητάρη τον ήλεγε το πρωί, χωνευτάρη το μεσημέρι, ξεμαχμουρλή τ΄απόγεμα, συντροφάρη το σούρουπο, ξενεράρη το χάραμα... μετά το πιοτί... Τον ηγάπανε δεν ξέρεις πως! Μια στιγμής, αφού εγίνηκε το πρώτο τσιγκέλι της Αγοράς, εκεί ανάμεσα στα κασάπικα, δεν του ήφτανε ο κάματος... έγινε και ταμπής... Πίσω, στην πλάτη του τσιγκελιού μας ήνοιξε τον καφενέ των κασαπάδων... Εκεί απόξω ήτανε... εκάθονταν και εγέλναγε με τους αποδέλοιπους της κασαποπαρέας... εκεί απόξω στον καφενέ του ήτο που σταμάτησε η καρδιά του να χτυπά... ήφυγε σα να τον εβάρεσε αστροπελέκι... ΄Ηφυγε νωρίς, πολύ νωρίς... ήφυγε και μ΄άφησε μαύρη... μαύρισαν τα ρούχα μου, μαύρισε η ψυχή μου, μαύρισε ζωή μου...  να ξεμαυρίσω και να τ΄αναθρέψω είπα... όπως διάταξε ο Θεός, μόνη, αλλά πώς; ούτε 3, ούτε 4 ... έξι τα είχα, καλά να ΄ναι... εκείνον τον ήπηρε ο κεραυνός, εμένα με ήπηραν νεροποντή τα βάσανα... το ψωμί πρόβλημα, η αναθροφή πρόβλημα, η ζωή πρόβλημα... τους κακούς χρόνους ματαθυμήθηκα... Κυριακή μέρα ήτανε σαν έφυγε... κοντά στο μεσημέρι... ανάμεσα τσιγκέλι και καφενέ... Μ΄αυτό το τσιγκέλι και μ΄αυτόν τον καφενέ πήγαινε πρίμα η ζωή μας... Είχαμε πάρει τα πάνω μας, είχε αναθαρρέψει η ζωή μας... κι επέσαμε στα Τάρταρα..."

"Σε παρακαλώ νενέ μου μην κλαις... σε παρακαλώ... θα κλαίω κι εγώ..."

"Δεν κλαίω κόρη μου... Τότε έκλαψα... έκλαιγα δηλαδής και σταματημό δεν είχα... τώρα πια μοναχά δακρύζω... πως να το κάμεις ... σφίγγεται η καρδιά μου... Μη μου κλαις εσύ κοκόνα μου... παλιές ιστορίες είν΄αυτές... Δεν τον εγνώρισες αμά ήτανε λεβέντης... χουβαρντάς, νοικοκύρης, κιμπάρης... Βουρλιώτης με τα όλα του... και κασάπης και ταμπής πρώτος...΄Ηδωσε για τότες κάμποσο παρά και ήπηρε τον αέρα του μαγαζιού... ήξυσε τα ντουβάρια, τ΄άσπρισε... τον εβοήθησα κι εγώ στην αρχή... στα σκουπίσματα και στα μαζέματα δηλαδή... ύστερις, μου είπε "φτάνει κυρά μου, κυρά στο σπίτι και μάνα στα παιδιά εσύ... εκεί ΄ναι η θέση σου"... ήπηρε τη γνώμη μου κάμποσες φορές για διάφορα νοικοκυρικά και κάμποσες φορές επήγα μα περαστική... όχι από χρεία..."

"Τι να τα κάμω τα λούσα... είχα το σέβας του κόρη μου... και μου ήφτανε... αγάπη δίχως σέβας, δε λογιέται αγάπη... μα δεν τον χάρηκα... Μου τον ήκλεψαν διπλά και τριπλά... τσιγκέλι και καφενές διπλά... μετά σαν ήφυγε, τρίτωσε το κακό για τα καλά... Δεν ήφταιξε σε τίποτα μονάχα το γραμμένο του ήτο κακογραμμένο... Δυο δουλειές, δυο κουμάντα, διπλή κούραση... ούτε τα παιδιά του εχάρηκε ούτε εκείνα τον εχάρηκαν όπως ήπρεπε... Στεναχωριόμουν γιατί πολύ εκουράζετο αμέ και δεν τον ήβλεπα όπως πριν... Μα τι να κάμεις... 6 παιδιά ήταν αυτά... κι η αννέ μου... χρειαζόντανε η δουλειά... ΄Ηβαλε  τεζιάκι μακρόστενο περιποιημένο μ΄αράδα τα σύνεργα
του καχβέ πάνω του... ήταν με τραπεζάκια, 8 νομίζω που έκαμε αρχή και με καμιά 40αρά καρέκλες... 3-4 καμπερέδες   (ταμπλάς-δίσκος σερβιρίσματος καφενείου)... Στην αρχή ήφερνε τον καχβέ στον τσεσβέ μετά το αλλάξανε... τον εδικό του ή στα μεγάλα  κέφια του τον ήψηνε στη χόβολη...  κασάπης δίχως ιζγκάρα, κάρβουνο και γκαζιέρα δεν υπήρχε σ΄όλη την αγορά... στις 3 χαράματα εσφάζανε, στις 4 εμασουλούσανε σπλήνες και τζιγέρια... αμ τι θαρρείς...στις 6 ντρέτοι έτοιμοι, επεριμένανε την πελατεία... "


"Ταμπής ο ίδιος σαν επρολάβε... σαν όχι, ταμπής και παραταμπής ο θειός σου ο Βασίλης... αφού σχολειό και γράμματα δεν τον ετραβούσανε... ήτονε κι ο πιο μεγάλος... σταμάτησε το σχολειό και βγήκε στον καφενέ και το φχαριστιότανε... από τότε του τρέχανε οι καφενέδες... κοπέλι όπως ήτονε επεταγότανε και στα γύρω-γύρω κασάπικα και καμάρωνε γιατί ήβγανε και το δικό του κάτιτις απ΄ τα μπαχτσισάκια... εστήθηκε κι εστάθηκε γερά-γερά ο καφενές κι έγινε στέκι τρανό... των κασαπάδων. Θέριευε κάθε χάραμα με τ΄άνοιγμα της αγοράς... μα και σαν ξεπουλάγανε εκεί ετρέχανε όλοι οι "μπαλτάδες"... και τα σπασίματα της δουλειάς εκεί τα επερνούσανε... στην αρχή σερβίρανε μόνο καφέ και φασκόμηλο και τσάι... Μετά εμπήκε το υποβρύχιο και κάνα γλυκό ρετσέλι... και ροσόλι μπανάνας... και ύστερα να η τσικουδιά, να και το καρτούτσο,  να τα μεζεκλίκια ... "κάμουν οι καλοί κασαπάδες δίχως μεζεκλίκι;"  ΄Ετσι το ΄λεγε και τους εμάζωξε όλους εκεί... εσταματήσανε να ψήνουνε, ο καθένας μονάχος του το μεζέ του, όπως κάμουνε οι τούρκοι που ψήνει ο καθένας μονάχος του στο μεκλεκέτι του ( στο χώρο του)... κι εκουβαλούσαν τα καλύτερά τους στον καφενέ... Να ΄σου και τα σαχάνια, να ΄σου και τα κρασοπότηρα, να ΄σου τα μπερεκέτια... αναπαμό δεν είχαν... να κι ο Ράλλης μου... χμ... άλλο κούτσουρο...   παραταμπής κι αυτός... ήθελε κι αυτός να μείνει ξύλο απελέκητο κι έμεινε... μόνο η αννέ σου αγάπανε τα γράμματα κόρη μου... μόνο η αννέ σου κι άντε κι εκείνη η μικρή η Σοφία...  Τότες νομίζω ήτονε που εβάλανε και το τάβλι και τις τράπουλες στο μαγαζί... ΄Εβαλε κι ο Βασίλης εκείνο το θαμαστό μηχάνημα που μάγκωνε με τη δαγκάνα τα τσιγάρα κι έγινε χαλασμός στην αγορά και μέγα χάζι... εφημερίδες είχανε από την αρχή... λίγοι τις εδιαβάζανε τότες μα ο παππούς τις εδιάβαζε και τις αγαπούσε... κι αγαπούσα κι εγώ που τις διάβαζε... σκοτεινά ερχότανε στο σπίτι, ραδιόφωνο δεν είχαμε τότες ακόμα και του έκαμα παρεά σαν ήτρωγε... κι όσο κουρασμένος κι αν ήταν, μου κουβέντιαζε ότι νέο και παράξενο είχε διαβάσει στο χαρτί... ΄Εμεινε κι ο Ράλλης μια ζωή στα καφενεία και στα πως τα λένε τώρα καφέ-μπαρ και στα κρέατα... πάλι καλά, αυτός παρ΄όλα αυτά τα μπαρ, δεν ήκοψε από τους κασαπάδες... ακόμα έχει νταραβέρι μαζί τους... και καλά το κάμει... δεν είναι δουλειά πια ο καφενές... Εξόν απ΄αυτά που μπερδεύεται ο μεγάλος (Βασίλης) που ΄χουν το χαρτοπαίγνιο και ζάρι... που αυτά αφήνουν παράδες... τα άλλα τα εδικά μας... εκείνα της συντροφιάς και της κουβέντας... τα ξέφτισε ο καιρός κι η μόδα... "

"Σε εμάς, πόρτες, ξερή και δηλωτή επαίζανε... άλλο πράμα δεν επέτρεπε ο παππούς σου... χάσιμο ή κέρδος τα κεράσματα...΄Οπως ήτονε κασαπάδες τα  γλυκά ορέγονταν πιότερο γι΄αυτό εστοιχιματίζανε τα γλυκουλάκια... λοκούμ και λοκουμάκια, υποβρύχια, καταϊφομπακλαβάδες... ο καχβές σεκερσίζ (σκέτο), βαρύς κι ασήκωτος, αντρίκιο δηλαδή... αν κανείς τον εζήτανε γλυκό, οι άλλοι τον εκωγιονάρανε.. Σεκερσίζ, εδώ που τα λέμε, τον επίνανε κι οι Τούρκοι ... αυτοί βέβαια επίνανε, σχεδόν ολημερίς, τσάι... καχβέ ήπαιρναν μόνο το πρωί.... Αυτοί πάλι ελέγανε πως η ζάχαρη ήτονε μόνο για τα γλυκά αλλά το τσάι τους απ΄την πολλή τη ζάχαρη... αγνώριστο... πετμέζι το κάμανε... "

"Καλή  ήτονε η ζωή μου κόρη μου... μέχρις τα 17 μου ξέγνοιαστη... μετά ήρθε το ξεσπίτωμα... πόνος και δάκρυ... στα 20 μου λιάτισε πάλι... παντρεύτηκα απ΄αγάπη, χωρίς το τίποτα αλλά λιάτισε... τη λιάτισε ο παππούς σου... τη λιάτησαν τα παιδιά μου... ήφυγε ο παππούς σου και σκοτείνιασε... πέρασε καιρός μέχρι να φύγει η σκοτεινιά... κι από κει κι ύστερις και μετά μια λιάτιζε ο ήλιος μια χανότανε, μια λιάτιζε μια χανότανε... συννεφιασμένη τον πιο πολύ καιρό... βροχερή... λιάτιζε που και που ... με γάμους και γεννητούρια... και μετά συννέφιαζε πάλι κι ήβρεχε... έτσι είναι η ζωή κοκόνα μου... το κουράγιο τα κάμει όλα κι η τύχη... Την ευκή μου να ΄χεις κόρη μου... γιασαμλού (πολύχρονη) και τύχη να ΄χεις... και κουράγιο... το κουράγιο να μην σ΄αφήσει ποτέ... με το Θεό βοήθεια όλα παλεύονται... μη σε βάλει κάτω η ζωή... τ΄ακούς; Να την παλεύεις...   


Μάρτης του 2010. Παρασκευή προς Σάββατο ήσαν,  σαν πέρασα απ΄τη Σμύρνη, ξυστά. Με πείραζε που δεν μπορούσα να κυλιστώ, να λιώσω μέσα της αλλά ήξερα πως θα ξανάρθω.΄Ηταν βαθειά βράδυ. Με συνεπήρε το άρωμα των λεμονανθών, χωρίς να τους βλέπω κι ένα ακόμα άρωμα που εκείνη τη στιγμή δεν το ξεκαθάριζα, μάλλον γιατί το κεφάλι μου βούιζε απ΄τις ιστορίες για εκείνες τις γλυκές κι άφθαστες πατρίδες.

Κάμποσες μέρες μετά και μετά από 5.000.000 και βάλε εικόνες, ήρθε επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου. Περπατούσα στους δρόμους της, σκάλιζα τα σοκάκια της, λαθρεπιβάτης της ιστορίας παραπατούσα ανάμεσα στο τότε, στο γιατί, στο πως, στο σήμερα και στο καυσαέριο. 
Πάντως, εκεί ανάμεσα στους καχβεχανέδες της και στους μεϊχανέδες της ήταν δική μου, ήμουν δική της! Ζούσα! Στριφογύριζα σε σημεία άγνωστα και συνάμα γνωστά μου. Είχα ήδη αναπνεύσει Βουρλά κι Αλάτσατα, έμενε τώρα η μεγάλη Εκείνη.

Δεν θα σας πω πως το υπεροχότερο και γλυκύτερο γλυκό του κόσμου το έφαγα -μεταξύ Πούντας και Αλσαντσακ- στη Σμύρνη. Θα σας πω μόνο κατά πως να το γυρέψετε. Λοιπόν, Ιρμίκ Ντοντουρμά θα ζητήσετε και είμαι σίγουρα πως μετά την πρώτη κουταλιά, δεν θα το φάτε... μόνο θα το καταβροχθίσετε. Το άλλο σίγουρο είναι, πως ποτέ δεν πρόκειται να το ξεχάσετε. Λέξη άλλη δεν λέω για να σας είναι η έκπληξη ατόφια κι απόλυτη. Καφέ όμως, όχι εκεί, όσο κι αν ταιριάζει με το μαγευτικό γλυκό σας κι όσο κι αν τον λιγουρεύεστε. Φυσικά και μπορείτε να πιείτε κι έναν εκεί... αλλά... 

Τον καχβέ σας θα τον αναζητήσετε στο Μεγάλο Παζάρι. Εκεί θα πιείτε -κατά τη γνώμη μου- τον καυτότερο και τον παραξερότερο καφέ! Ψάξτε τον στον Ομέρ Ουστά Καχβετζί, πιείτε τον καθισμένοι στα κιλιμοσκεπασμένα χαμηλά καναπεδάκια... σερβιρισμένο σε μεγάλο χοντρό άσπρο φιντσάνι. Απολαύστε τον ανάμεσα στον ίσκιο, τις φωνές, τα χρώματα και τις μυρωδιές του παζαριού και μην ξεχάσετε να τον πληρώσετε. Η παραξενιά του; Δεν ψήνεται σε ιμπρίκ ή τζεσβέ, όχι! Ψήνεται στο ίδιο το φιντσάνι! Μάλιστα παρακαλώ! Αφήστε τον λοιπόν 1-2 λεπτά να ξεκουραστεί, μην είστε λαίμαργοι, δικός σας είναι. Στην πρώτη γουλιά μισοκλείστε τα μάτια κι αναπνεύστε βαθειά. Σκεφτείτε ότι είσαστε στη Σμύρνη. Σα να λέμε... Ναι, σίγουρα έχετε όλο τον κόσμο εκεί μπροστά σας! Και είναι μες... το φιντσάνι σας! Τι να κάνω, έχω μεγάλη μανία με τον καφέ.



Απολαύστε τον μα και γυρίστε τον! Ναι, ναι! Είναι σίγουρο, πως όλο και κάποιος θα βρεθεί από παραδίπλα -εκτός από τους νεαρούς παραταμπήδες- και θα προσφερθεί να σας το πει. Αν είναι πελάτης, δεχτείτε και κάντε την πλάκα σας. Αν όχι... κόψτε τον καλά και προσοχή μεγάλη. Υπάρχουν κάποιοι κουτοπόνηροι που "αλιεύουν" τουριστόφατσες. Δεν ξέρουν λέξη άλλη εξόν από τα ντόπια αλλά θα επιμένουν να σας το πουν. Και βέβαια, το ζητούμενο έρχεται στο τέλος γιατί θα σας ζητάνε λιρίτσες! Αμ πως! Φυσικά, αρνήστε λίαν σθεναρά. 

Καφέ "Βασίλισσα Βικτωρία" - Σμύρνη 
"Μια φορά πρέπει να επήγα εκεί όλη κι όλη κόρη μου... κι ήταν με τον κύρη και πατέρα μου... ήμουνα 10 χρονώ ήμουνα 11 ... ΄Ητο ένα μέρος... ένα κατιτίς άλλο... ένα θαύμα... μια πολυτέλεια... εκρεμάστηκε ο στόμας μου... ΄Ηλεγε ο κύρης μου πως ήτονε καφενές... είπα εγώ πως ήτονε παλάτι... "


Καλά σας βράδια
Ε.-

Απ΄τη γιαγιά μου κληρονόμησα το όνομα, την αγάπη για τον τόπο της -Βουρλά και περίχωρα- και την αγάπη της για τον άνθρωπο και πολύτιμο κειμήλιο, μοναδικό, μου άφησε τις ιστορίες της. Κληρονόμησα επίσης κάτι κομμάτια τραπεζαρίας, ένα μύλο του καφέ συν τα σκεύη του ταμπή, μια λεκάνη του ζυμώματος, πολλές-πολλές γλυκές αναμνήσεις και τη μισή υπομονή της. ΄Αντε, ίσως και τη μισή  καλοσύνη της. Κι ακόμη, κάμποση "φλυαρία"! Δεν μιλάω πολύ αλλά όταν αρχίσω να γράφω... Από τον μπαμπά μου κληρονόμησα το επίθετο, την ομάδα αίματος, την αγάπη του για τη Σμύρνη, το κέφι, το κουβαρντάδικο, τα νεύρα και τη λατρεία μου για τα μεζεκλίκια -χωρίς πιοτί-. Κληρονόμησα κι ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρικάκια. Φαναράκια τα ΄λεγε ο μπαμπάς μου, απ΄το σχήμα τους και κάποια στιγμή θα σας διηγηθώ την ιστορία τους γιατί σίγουρα αξίζει τον κόπο. Απ΄τη μαμά μου, κληρονόμησα την όψη -παλιά έμοιαζα πιο πολύ του μπαμπά μου-  την αγάπη για το μαγειροτσουκάλιασμα και την πάστρα, την απαιτητική γεύση, το γέλιο και τα κότσια και στα δυο πόδια. Τα ίδια ακριβώς κότσια βέβαια είχε και η γιαγιά μου. Κληρονόμησα κι ένα δικό της σμυρνέικο χρυσό βραχιόλι σμυρνέικο. Δικό της απ΄τη νενέ μου.

Τον παππού μου, δεν τον γνώρισα. Εξόν από μια φωτογραφία που ήταν κρεμασμένη πάνω απ΄το γιατάκι της γιαγιάς μου και που χάθηκε δεν ξέρω κι εγώ που. Βλάχα ήταν ντυμένη η νονά μου, τσολιαδάκι η μαμά μου. Στο ανάμεσο, καθιστός ο παππούς Ηλίας. Μελαχροινός, με γιλέκο, καλοντυμένος, ρολόι στο τσεπάκι, αχνά χαμογελαστός σχεδόν σοβαρός. Το μαλλί μαύρο, πυκνό. Το μουστάκι μαύρο, παχύ. Και τι δεν θα ΄δινα να ΄χα κληρονομήσει, έστω, τη φωτογραφία του αυτή. Σίγουρα κληρονόμησα και την αγάπη του για τον καφέ! Στα παιδιά του άφησε μια "ελαφριά" καρδιοπάθεια κι άπειρα ομόλογα στην Τράπεζα! Ομόλογα μόχθου και κόπου και καλού κουμάντου. Μόνο που στο μεταξύ, είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος κι η υποτίμηση. Κι όπως είπαν στην προγιαγιά μου και στη γιαγιά μου -δικηγόρος και συμβολαιογράφος κατά το άνοιγμα της θυρίδας που είχε στ΄όνομά του- "αν αντί ομόλογα, είχε αγοράσει λίρες, θ΄αγοράζατε τη μισή Αθήνα"!!!

Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως κάποιος σας, αναρωτηθεί γιατί γράφω μόνο για τα γονικά της μαμάς μου και δίκιο θα ΄χει. Η εξήγηση είναι απλή και πολύπλοκη συνάμα. 
Η απλή: Τη γιαγιά μου απ΄τη μεριά του μπαμπά μου, τη γνώρισα μεν αλλά ήταν μια γιαγιά απόμακρη.  Τον παππού μου, του μπαμπά μου τον πατέρα, τον γνωρίσα αλλά κι αυτόν από μια και μοναδική φωτογραφία χαμένη κι αυτή! ΄Ηταν πάντως ένας άλλος παππούς. Καμιά σχέση με τον παππού Βουρλιώτη. ΄Ηταν Αλατσατιανός, καθιστός έξω από το μπακάλικο; ή τον ανεμο-αλευρόμυλο σε ψάθινη καρέκλα, άνετος, μ΄άσπρο πουκάμισο, σκούρο παντελόνι, ελαφρύ σκεμπεδάκι, γελαστός, μέγιστη φαλάκρα και μουστάκι παχύ και γκρίζο.

Η πολύπλοκη: Γιατί η γιαγιά που έμενε πιο μακριά ήταν τόσο κοντά μας; Γιατί η γιαγιά που έμενε κοντά μας ήταν τόσο απόμακρη;

2 σχόλια:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Πάνω απ' όλα κληρονόμησες εκείνη την ξεχωριστή, τη ζηλευτή ανθρώπινη ποιότητα της προσφυγιάς Ελενάκι, κι αυτό είναι έκδηλο στη συνολική δουλειά σου.
Να είσαι καλά, σε ευχαριστούμε για όσα μας χαρίζεις...

E.- είπε...

Μμμμμμ.. Πολύ γλυκά λόγια για ν΄αρχίζει κανείς το μήνα του
κι ένα μόνο ευχαριστώ δεν φτάνει!
Πολλά πολλά ευχαριστώ Ιχνηλάτη
κι ένα καλό καλό σου Αύγουστο
Ε.-