21 Απριλίου 2013

Απ΄έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα....

Κυριακή σήμερα, μέρα για οικιακά! ΄Ελα μου ντε, δεν θα έπρεπε αλλά αλλιώς δεν γίνεται! Ας όψονται οι άτιμες οι φεμινίστριες! ΄Αμα σε τρώει όλη τη βδομάδα το γραφείο, τι περιμένεις...  ΄Ενα Σάββατο μένει για τα ώνια και μια Κυριακή για τα οικιακά!  ΄Εβαλα λοιπόν κι εγώ μπρος το αναπόφευκτο κι άρχισα να κάνω τα διάφορα μου. Μέσα σ΄αυτά τα πολλά και διάφορα είχα προβλέψει κι ένα πλυντήριο για ευαίσθητα! Ευαίσθητα, είναι κάτι κεντιτούδια που στολίζουν δώθε πέρα το σπίτι και κάτι όμορφες νταντέλες πλεγμένες με άπειρη αγάπη και ψιλό μπαμπακένιο νήμα... ΄Επρεπε βλέπετε κάποια στιγμή σύντομα -  δεν πήγαινε άλλο πια - να πλυθούν κι αυτά!

Μαζεύοντάς τα για το αναπόφευκτο, το μάτι μου τα χάιδευε ενώ το μυαλό μου γέμιζε μ΄αναμνήσεις. Με τη μαξιλαροθήκη στο χέρι, έτοιμη για το γέμισμα, μια ανθισμένη αμυγδαλιά στο στρογγυλό λινό τραπεζομάντηλο, με βελονιά φουσκωτή κεντημένη, με γύρισε πίσω στα Ιλίσια, σε θύμησες των 14-16-18. Μου γέμισε τα μάτια συγχρόνως θολώνωντάς τα, μ΄ένα μελαχροινό κεφάλι -αυτό της μανούλας μου- σκυμμένο πάνω σε συνδυασμούς από χρωματιστά ματσάκια DMC! 

 Ενώ, τ΄αφτιά μου συντονίζονταν σ΄ένα βαθύ μουρμουρητό "Πότε επιτέλους θ΄αφήσεις τα μολύβια και θα κάτσεις να κάνεις κάνα πλεκτό, κάνα κέντημα; ΄Ολες κεντάνε! Ζωγραφιές, ζωγραφιές... τί καταλαβαίνεις πια; 

΄Οσο για κείνη την περίτεχνη νταντέλα που περιτριγύριζε τη ροζ αμυγδαλιά, μού θύμησε ένα άλλο κεφάλι,  γκριζαρισμένο μα σκυφτό κι αυτό -της νενές μου το κεφάλι- κι ακόμα ένα βαθύ μουρμουρητό με συνεπήρε, αλλιώτικο όμως αυτό!
"Κοκόνα μου, για σένα την επλέκω την νταντέλα... για ποιον άλλον... πρώτη είσαι... πρωτεύουν τα προυκιά σου... οι άλλες μετά ... με τη σειρά τους... έχουν καιρό... ΄Ακουε τώρα... Για να μη σου χαλνούνε, τα κεντιτούδια σου, όσα έχουν σειρά στο πάστρεμα, θα τα βάνεις όλα μαζί σ΄άσπρη μπαμπακερή μαξιλαροθήκη... θα την εκλείνεις με κλωστή και θα την εβάνεις στη σκάφη με μπόλικο σαπούνι και νερό... Κρύο για ζεστό το νερό, δε σε νοιάζει... Αφήνεις τη μια μέρα και μια νύχτα, να μουλιάσει γερά και μετά όπως είναι γεμάτη θα την μαλάσσεις γερά-γερά... Κάποτε, μού το έλεγε η νενέ μου, την εμουλιάζανε τη νύχτα στο σπίτι, για στη λεκάνη για στη σκάφη και το πρωί την επηγαίνανε στο ποτάμι ... 




Την εμαλάσσανε, την ετρίβανε δυνατά... και μετά πρώτη την εχτυπούσανε γερά με τον κόπανο και μετά δυνατά στο νερό... Κι οι γυναίκες εμετρούσανε τα χτυπήματα... 50 εθέλανε τα τραπεζομέντηλα, 30 η μαξιλαροθήκη ... 25 τα ποκάμισα...  έτσι υπολογίζανε τότες το καθαρό... έμενε το ξέπλυμα... όπου ανοίγανε τη μαξιλαροθήκη κι εκοιτούσανε το άσπρο να ΄ναι κάτασπρο... ΄Ετσι επλένανε στα χρόνια της όλο το ρουχισμό... 


Μετά αλλάξανε τα πράματα... ΄Ηρτενε ευτυχώς το νερό στο σπίτι ... Εγλυτώσατε, έλεγε η νενέ μου, το δρόμο ... μα ήταν όμορφα και τότες σαν επηγαίναμε όλες μαζί στο ποτάμι... Πλύσιμο και γέλια, κούραση και χαμόγελα... έτσι επερνούσε όλο το πρωινό...  ΄Αλλαξε κάποτε το ποτάμι κι έγινε σκάφη... μα το πλυστικό δεν άλλαξε... Κεντίδια και πλεχτά, πάνε παρέα και θέλουν τη μαξιλαροθήκη τους... Μετά εμείς τα εβάναμε και στο λουλάκι ... Στην εποχή της νενές μου οι γυναίκες λευκαντικό των άσπρων είχαν το σταχτόνερο... απ΄τη στάχτη του τζακιού..." 

"΄Αλλαξαν όλα κοκόνα μου ... όλα... Αλλάξαμε κι εμείς... ΄Αιντε πάρε κι εσύ στο χεράκι σου το βελονάκι το χοντρό που σου έδωκα... Πάρε και το άσπρο μαλλάκι και κάθισε πλάι μου να σου δείξω τα πατήματα... ΄Αιντε να σε ιδεί κι η μάνα σου και να χαρεί... ΄Αιντε και θα της επούμε πως κάνουμε τα προυκιά σου και πως θα είναι πολλά και όμορφα... ΄Αιντε ... και να δεις πως θα σου αρέσει... Για μπουγιούκ (μεγάλο) για κιουτσούκ (μικρό), σαν το αποτελειώσεις καμαρώνεις... για κεντίδι για  πλεχτό... και σ΄αρέσει που εβγήκε από τα χέρια σου... Και σαν το πατήσεις και με το σίδερο... Τον καιρό μου νύφη να μη φαίνει, να μη κεντά και να μη πλέκει δεν έστεκε για νύφη... ΄Ηπρεπε και να κατέχει ... κι έτοιμα να τα ΄χει για κείνη την ώρα τα προυκιά... κι απ΄τα χέρια της...  έτοιμα ... Άσπρα, απ΄όλα είχες χρεία... με τα χέρια σου νοικοκυρεμένα, πεσκίρια, σεντόνια ... και κουζινικά και λίρες και παρά και μόμπιλα...  Χωρίς προίκα γάμος δεν λογιζόταν... Μην εκοιτάς που ο κύρης μου δεν ετόλμησε να ζητήσει προίκα ... Τι να ζητήσει δηλαδής... που ήρθε να με ζητήσει από τη μάνα μου κι εκείνη το πρώτο που ήβρηκε να του ειπεί ήταν "Τι να σου πω γιε μου ...εγώ να στην εδώκω... Πρόσφυγας εσύ, προσφυγοπούλα αυτή ... Πώς θα στήσετε σπιτικό; Το εσκέφτηκες;  Εγώ, ένα τίποτα έχω να της δώκω ... Προσφυγάκια... Μ΄αυτό το τίποτα που έχετε κι οι δυο σας πρέπει να το στήσετε... "

 "Με το τίποτα εξεκινήσαμε... ΄Ενα φόρεμα όμορφοάσπρο κι ένα γκρίζο σακκάκι εκάμανε τη δουλειά τους ... Το φόρεμα του γάμου το έβαψα μετά καφετί με το τσάι... για να πιάσει τόπο... και το σακκάκι ήζησε ένα κόσμο χαρές και λύπες... Γι΄αρχή εμείναμε στην ίδια αυλή ... στο παράσπιτο, πλάι στη μάνα μου... Δυο κουβέρτες θαρρώ πως επήρα, 1 χιράμι, 2 ζεύγη σεντόνια με τα μαξιλάρια τους, ένα κουμάρι, ένα σίδερο του κάρβουνου... μια λάμπα του πετρέλαιου... ένα φανάρι
 ένα φύλλο (μ)περντέ (κουρτίνα)... και μια εικόνα της Παναγιάς... ΄Ολες οι νιόπαντρες, μηδεμιά χωρίς, επαίρναμε απαραίτητα μια εικόνα... 

Οπίσω της εγράφαμε τη μέρα του γάμου... Αργότερα εκεί οπίσω εγράφαμε και τη μέρα γέννησης των επαιδιών μας ... ΄Ενα κρεββάτι με το στρώμα μάς έδωκε η πεθερά μου και μια λειψή ντολάπα... μια γκαζιέρα, ένα τέντζερη,  κάτι μαχαιρικά μάς εκάμανε δώρο κάποιοι χασαπάδες, καλοί φίλοι του πάππου σου... Ο αδερφός μου, ο καλός μου ο Γιώργης 50 δολάρια ήβαλε στο φάκελλο και τα ήστειλε... κι ο Μήτσος πλήρωσε την εκκλησιά κι έκαμε το τραπέζι... 

Τρεις καρέκλες, ένα τραπέζι και 50 δραχμές μάς ήδωκε ο Καρατζάς... Επήρα κάτιτις κι από τις θειές μου τις φτωχές, προσφυγίνες κι αυτές, στην Καισαριανή ριγμένες, χήρες κι οι δυο... Μετά εθυμούμαι πως το πρώτο δικό μας αγαθό που επήραμε, ήτονε το μπουζ ψυγείο... κι ένα μύλο του καχβέ... 

Κι όμως θυμούμαι πως στον τόπο μας πως εξόν από τα χαρτιά του γάμου εκάμαμε και τα χαρτιά της προίκας ... Τ΄ άσπρα, τα νοικοκυρικά και τα περισσότερα μόμπιλα ήτανε της νύφης... το κρεββάτι ήτονε του γαμπρού, τα ρούχα του και τα μπράτσα του ... κι ο τρόπος του, η δουλειά του ... Μετά ήτονε και το όνομα ... τι όνομα εκράταγες πάνω απ΄τον καφά σου εσύ ... από ποιο κουμάντο αυτός ... Αυτά ανακάτωνε η προξενήτρα στο αλισβερίσι που είχενε αναλάβει ... Τα ΄καμε όλα αχταρμάς και ροσόλι και τα εσερβίριζε γλυκά-γλυκά μαζί με τις χάρες και των εδυονώνε μερών... Κι έβανε πάντα κάτι παραπάνω... για να βγάλει και κάνα κάτι παραπάνισιο ... Και γράφανε στα σύμφωνα της προίκας... Η νύφη ήλαβε... Ο γαμβρός ήλαβε... Δεν ξέρω γιατί το κάμανε αυτό... όχι πως θα εχωρίζανε τα τσανάκια τους... σπάνια τύχαινε... λίγοι το ετολμούσανε... Για τις κληρονομιές το κάμανε... για για τις χηρείες... για ν΄αποφύγουνε τ΄άδικα και τα μπερδέματα... δεν έμαθα ποτές το γιατί... στο σπίτι μας δεν έτυχε..."

"Πρόσφυγες ήρθαμε εδώ, καταδιωγμένοι και γυμνοί... ΄Ολα αυτά, προυκιά και πανωπροίκια,  ξεχάστηκαν... μας  ήπηρε πολύ καιρό να βάλουμε πάλι  ομπρός τις προξενήτρες και προυκόχαρτα... ΄Αιντες κι εσύ δεν έχεις τέτοια... ΄Αλλαξαν όλα κοκόνα μου... Οι προξενήτρες έχασαν το μεροκάματο... τα προκόχαρτα ξεχάστηκαν ... όλα αγάπες και λούλουδα έγιναν ... τύχη που την έχεις ελόγου σου να πάρεις άντρα απ΄αγάπη...  Δεν έχω παράπονο... κι εγώ από αγάπη παντρεύτηκα... Τον εκοιτούσα και μ΄εκοιτούσε απ΄τα Βουρλά, το ντεντέ σου σου... Λεβέντης... Μ΄έκανε δούλα και κυρά του... Είθε ν΄αναπαύεται... Μόνο που τού εθύμωσα πολύς... γιατίς έφυγε νωρίς και μ΄άφησε στον παιδεμό, μ΄έξι αρφανά ... άξαφνα εκεί που εκαθόντανε, Κυριακή, στο μαγαζί... εγελούσε κι ήφυγε... Σάμπως το ΄θελε... Δεν το κατάλαβε καν... Τον άφησε η καρδιά του... ήκοψε... εκείς που εγελούσε με την καρδιά του όπως το είπανε οι καρντάσηδες που εστέκανε παρέα του... "

"΄Αιντες βάλε μπρος το βελονάκι ... να κοίταε ... δίπλωσε ένα κόμπο στο δαχτύλι σου ...  να, ετσά ... Το ξέρω βρε κοκόνα μου πως εσύ θα τον επάρεις απ΄αγάπη... το ξέρω πως σήμερα προίκες κι άσπρα δεν λογαριάζονται ... Αύριο όμως τερλικάκια θα πλέκεις και τσουράπια  και σαπκάκια για τα παιδάκια σου... να τα ζεσταίνεις στα κρύα... ανάγκη να μην τύχει... αλλά να ξέρεις... έχω κι έχω πλέξει τερλίκια... Χίλια είδη στολίδια θα κάμεις για το σπιτικό σου,  κουβρελί... μανικέτια, γιακάδες για τα ρούχα σου ... να σε ζηλεύουν ... ότι κατεβάσει το μυαλό σου...  "

"Μπρε κι εμείς σου λέω που δεν είχαμε μα κι αυτές που είχανε, όλες εκατέχαμε τα νοικοκυρίστικα, τα του σπιτιού... Κι εγώ, στα Βουρλά δεν ήμουν απ΄αυτές που είχαν ... ήξευρα όμως περισσότερα από εκείνες που είχαν κι είχαν πάει σε μεγάλα σχολειά... Αμ έτσι είναι ... όποιος έχει λίγα κατέχει περισσότερα... τον εδιδάσκει η χρεία το φτωχό... Ξέρεις πόσες προσφυγίνες εδουλέψανε κεντρήστρες τότες κοκόνα μου; Πολλέεες ... Κι άλλες τόσες και βάλε εδουλέψανε μοδίστρες, πλύστρες, μαγείρισσες και σε φούρνους ... Κεντούσανε και οι πλούσιες εκεί στον τόπο μας, μα ήτονε πιότερο κάτι για τα μάτια... κάτι για τα προξενιά... μην τύχει και μαθευτεί πως δεν εξέρανε... Σε κεντήστρες, φτωχές γυναίκες, μάνες σε δυσκολία... εδίνανε να τους κεντήσουν τα προικιά... Καλά επερνούσαμε στον τόπο μας μα δεν είμαστε όλοι του παρά, της άνεσης και της ασφάλειας... Σαν μας έφαγε όμως το κακό και μας έριξε στον εδώ τόπο κι αυτές που τα ΄χανε πολλά κι αυτές που τα ΄χανε λιγότερα και κεντήσανε και πλύνανε και ζυμώσανε... κακοί χρόνοι ... είδαμε και πάθαμε να βολευτούμε και ν΄αναθαρρήσουμε ... Ας είναι ... Πιάσε μπρε το βελόνι... Γίνε θηλυκό του κόσμου... Μπρεεε ... μη με διαολίζεις με την αρνησημιά σου... και το ινάτι σου... ΄Αιντες κοκόνα μου...  "

"Πού το ΄παθες αυτό; Να σ΄αρέσει μονάχα να κάμεις ζωγραφιές και ν΄ακούς λόγια και ιστορίες... ΄Αιντες και  να ιδώ που θα σε βγάλουν οι ζωγραφιές, τα  παραμύθια και τα πες-πες...  "


Καλά σας βράδια

Ε.-





"Αννέ μου, αννέ μου, αννέ μου ...  μη με μαλώνεις...
΄Εμαθα και τα βελονάκια και τις βελόνες ... μα ιστορίες έτσι όμορφες δεν μου ΄πε ποτέ άλλος... "

"Κι όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο, κάπου οι γυναίκες -να το ξέρεις- πλένουν ακόμα στο ποτάμι... και μοιάζουν πιο ευτυχισμένες από άλλες..."


19 Απριλίου 2013

΄Ανθρωπο ξέρεις κι άνθρωπο δεν ξέρεις...

"Βασιλιάς ο Θεός, δεσπότης ο χρόνος" σιγοψιθύριζε συχνά-πυκνά η νενέ μου, σαν κάτι δεν πήγαινε καλά, ή σαν κάτι δεν πρόφταινε να κάμει ή ν΄ αποτελειώσει. Και το ίδιο σιγοψιθύριζε, σαν κάτι δεν πηγαίνε "δεξιά" όπως αγαπούσε να λέει. Τη ρώτησα πολλές φορές... 
"Γιατί νενέ λες δεξιά;"  "Λέγω το δεξιά γιατί έτσι το έλεγε η νενέ μου, η αννέ μου και όλοι μας"... 
"Δεν ξέρω, γιατί δεξιά, μπρε κόρη μου ... Ούφου... γιατί αριστερά θα πει, στραβά..." 

Κάποτε το έψαξα αυτό το "δεξιά" και βρήκα πως, ειδικώς επί οιωνών, ο εξ αριστερών προερχόμενος, θεωρείται δυσοίωνος, άτυχος, γρουσούζης!

Κι άλλες τόσες όμως φορές τη ρώτησα "Γιατί νενέ λες δεσπότη το χρόνο;" 
Μερικές φορές θύμωσε, μερικές δεν απάντησε καθόλου, κάμποσες μου ΄πε κοφτά...
"Αμ, δεσπότης είναι... τί είναι αφού, ούτε από λόγια παίρνει, ούτε από έργα;" 
Κι άλλες μερικές, με κοίταξε γλυκά, μου τράβηξε τρυφερά το κοτσίδι και...
"΄Εχεις όλο το χρόνο κι όλο τον καιρό ομπρός σου κοκόνα μου... να καταλάβεις τι δεσπότης και τι τύρρανος είναι ..."

Ε λοιπόν, όλες αυτές τις μέρες που άφησα μόνο του το "μαγαζί" κατάλαβα για τα καλά τι εννοούσε η νενέ μου σαν αποκαλούσε δεσπότη το χρόνο! Κι ενώ ήθελα, αυτός ο δεσπότης, λεπτό δεν μου άφηνε κι ούτε στιγμή ελεύθερη, μια γαλήνη. ΄Οχι πως δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα μόνο που 3 χρόνια τώρα, ο δεσπότης είχε καταλαγιάσει και μ΄είχε σχεδόν ξεχάσει. ΄Οχι βέβαια, όσον αφορά κάτι ψιλές-ψιλές γραμμούλες στο πρόσωπο, αλλά ... 
Σήμερα όμως τού ξέφυγα κι είπα να καταφύγω ανατολικά, στα χώματα που αγαπώ, στον τόπο της, στα μέρη τους...

Την πρώτη φορά, τη βραδιά, που κατέβηκα στο αεροδρόμιο της Σμύρνης, με περίμενε ένας καιρός γλυκός. Δεν μπορώ να τον περιγράψω αλλιώς.  Γλυκός ήταν ο αέρας. Μια ζεστή αύρα  έσειε τους νερατζανθούς και τους έκανε να αρωματίζουν το ένα γύρω... Κι  ήταν Απρίλης, όπως σήμερα. Απριλιάτικη ζέστη, μπόλικο τσιμέντο κι άρωμα νεραντζιάς... και νόμισα πως ήμουν στην Αθήνα...

Ο χάρτης όμως που κρατούσα στο χέρι, δεν μου άφηνε περιθώρια για Αθήνες και τέτοια ...  όπως δεν μπορώ να πω πως με βοηθούσε και πολύ. 


΄Ηταν άλλωστε και σχεδόν σκοτεινά. Βέβαια, ούτε και την άλλη μέρα με βοήθησε ιδιαίτερα. Με βοήθησε πολύ αργότερα όταν κατάφερα να εγκαταλείψω την παρέα μου, να προσανατολιστώ και να πάρω μόνη μου σβάρνα τα σοκάκια  που μου "μιλούσαν" περισσότερο, που μου ΄δειχναν τα σημάδια τους κι  αυτά που ζωγραφίζονταν στα μάτια μου χάρη στις μνήμες και τις ιστορίες της νενές μου, στο χάρτη που κρατούσα και σ΄ότι στοιχειο είχα βρει και είχα δει στον Ιστό... 

Βοήθησαν πολύ και τα πατήματα που δεν είχαν αλλάξει... Πούντα, Και...
καθώς και τα χνάρια στους δρόμους... Προς Burnova, Buca, Manisa, Ayvali-k...


"΄Ακουε πως να βρεθείς κόρη μου. Σα θα πας..."  Είχε δει, είχε ζήσει τη φωτιά και την καταστροφή παρόλα αυτά, ήλπιζε. ΄Ηλπιζε πως δεν θα ΄χαν αλλάξει και πολλά στη Σμύρνη της και πως με τις οδηγίες της θα μπορούσα να "βρεθώ"! ΄Οσο όμως κι αν είχα μάθει απέξω τις συνοικίες που μου αράδιαζε, καθόλου εύκολο δεν μου ήταν να "βρεθώ". Με βοήθησε όμως η τύχη! ΄Η ίσως όπως η ίδια έλεγε... "Κόρη μου, σε τύχη μεταφιέζεται ο Θεός επειδή δε θέλει να τον ιδούμε...να το ξέρεις αυτό... "   "Μα γιατί δε θέλει να τον ιδούμε νενέ;" "Γιατί κοκόνα μου, άμα τον ιδούμε θα πιστέψουμε τα μάτια μας, δεν θα πιστεύουμε στον ίδιο..." 

Περπατώ με το χάρτη στο χέρι ανακατεύοντας στο μυαλό μου τα πατήματα, τις συνοικίες και  τα χνάρια της νενές μου.  Και βρίσκομαι, έτσι λένε οι γύρω ταμπέλες, στο πάρκο, στο εκθεσιακό κέντρο της Σμύρνης, στην καρδιά της. Τα χνάρια όμως λένε άλλα.  Αυτό που σήμερα λέγεται "Εκθεσιακό και πολιτιστικό κέντρο / Fuar Alani" είναι η Ελληνική Σμύρνη! Η Σμύρνη της νενές μου, η Σμύρνη της καρδιάς τους! Η Σμύρνη που ήρθα να βρω και να "βρεθώ".  Θυμώνω! Δακρύζω! Ζαλίζομαι!  Κομματιάζομαι και νιώθω ένα πόνο στην καρδιά μου. ΄Η είναι πόνος ή είναι μίσος! 


Μουδιασμένη, καταφεύγω σε μιαν άκρη, σε μια σκιά, σ΄ένα παγκάκι. Κάποιος - δεν θέλω- κάθεται δίπλα μου. Χωρίς να σηκώσω το κεφάλι, βλέπω ένα χέρι βαριά στολισμένο με χνάρια απ΄το χρόνο. Μια βραχνή καλημέρα με ξαφνιάζει. Σηκώνω το κεφάλι. ΄Ενα ζευγάρι μάτια σε γυναικείο πρόσωπο μού χαμογελάνε. Η γυναίκα που με καλημερίζει είναι παρα-στολισμένη απ΄το χρόνο. 

 - Είσαι από πέρα απέναντι, απ΄την Ελλάδα... έτσι δεν είναι;
- Καλημέρα σας, ναι, Ελληνίδα.
- Εκδρομή ε; Πώς μόνη σου; Οι άλλοι που είναι;
- Ναι, εκδρομή... Οι άλλοι -σήμερα τούς ξέφυγα- είναι στο Αρχαιολογικό... 
- Κατάλαβα. Για να σκιάζεσαι εδώ μονάχη σου, έχεις άλλους λόγους... Βρήκες ότι γύρευες;
- Δεν ξέρω...
- Αμ, ξέρω εγώ ... Ναι, εδώ είναι αυτό που ψάχνεις... Πώς σε λένε κοπέλα μου;
- Ελένη...

- Ελένη... να ΄σαι καλά ... Λέγκω θα σε λέγανε οι εδώ ... Εδώ, είναι η καρδιά της Σμύρνης κοπέλλα μου... Η ελληνική συνοικία... Παλιά, θυμάμαι, τη λέγαμε "τα καμένα"». 


Τα καμμένα... Δεν έχει μείνει πια κανείς να τη λέει έτσι εκτός από μένα... φύγαν όλοι ... σε λίγο ούτε κι εγώ θα ΄μαι δω... 77 χρόνια τώρα έρχομαι και κάθομαι εδωνά.. Παλιά ερχόμουν σχεδόν κάθε μέρα... ψέμματα... μόνο σα μ΄άφηνε το σπίτι και η δουλειά...  Δούλευα δασκάλα... Φωτεινή με λένε. Τώρα πια έρχομαι όποτε μπορώ... Το ΄33 ήρθα, 2 χρονώ... απ΄τη Χίο με το καράβι... στην αγκαλιά του καπετάνιου αποκοιμήθηκα... έλεε η αννέ μου και ξύπνησα στη Σμύρνη...από τότε δεν την άφησα ποτές... Στις φασαρίες φοβόμουν, φοβόμασταν... ειδικά τότενες με την Κύπρο... Το ΄74 ε; Δεν μας πείραξε κανείς όμως ... είχαμε πολλά πάρε-δώσε με τους ντόπιους...  μα το ΄74 φοβηθήκαμε ... ο Νίκος μου, όμως, ο δεύτερος κύρης μου είχενε χαρτιά τούρκικα... εκείνος δεν εφοβήθη σταλιά ... Σαν μπορώ έρχομαι... Δεν είναι εύκολο πια...  "
(Μπα, δεν είναι δυνατόν! Ονειρεύομαι!
Αχ κυρά Φωτεινή, αν είσαι αληθινή, μην σταματήσεις να μιλάς σε παρακαλώ...)
"Περνάω πρώτα απ΄τη χάρη της και μετά πορπατώ ίσαμε δω... Δεν έζησα τη φωτιά μα η καρδιά μου είναι γεμάτη αποκαΐδια... Λίγο τα είδα, νήπιο ήμουν... μα πως να το κάμω αλλιώς... πόνεσε τόσος κόσμος εδώ, έσβησαν τόσες ζωές... Μετά τη φωτιά, ξεπάτωσάν τα όλα... ΄Ολο το Alani είναι η Ελληνική Συνοικία, τη ξύρισαν... Πήγες στην Αγιά Φωτεινή; Να πας...Ολομόναχη είμαι. Είχα παρέα αλλά όλοι πέθαναν. Έχω ανάγκη να πιστεύω. Ξέρεις με τη λαχτάρα περιμένω να έρθει η Κυριακή και να πάω στην εκκλησιά να ακούσω ελληνικά και τη λειτουργία; Αυτή είναι η παρέα μου πια, ο Θεός ... Πάω κάθε Κυριακή και τον παρακαλώ να μου δώσει ένα καλό θάνατο... Μόνη έχω μείνει... Μένω στο Μπαϊρακλί... 






Ο γιος μου μένει στο Αλσαντζάκ... με θέλει μαζί του...  μα εγώ δεν αφήνω το κονάκι μου... Εγώ του λέω, θέλω να ξυπνάω το πρωί και να βλέπω τη θάλασσα και τον ουρανό μαζί... ΄Ετσι έχω μάθει... Τώρα πια δεν μιλάει κανένας για τη φωτιά ... ΄Αλλοι έλεγαν πως την έβαλε Τούρκος... άλλοι ΄Ελληνας, άλλοι οι Αρμένιοι... Μα γιατί ΄Ελληνας; Γιατί οι Αρμένιοι; Και μετά; Γιατί  δεν άφησαν τίποτα όρθιο μετά; Πήγες στον ΄Αγιο Πολύκαρπο; Τηλέφωνο πάρε αλλιώς γιοκ ... με ραντεβού μόνο γίνεται αλλιώς δεν μπαίνεις... Πώς βρέθηκες εδώ; Γιατί δεν είσαι στο Μουσείο; Είναι όμορφο... γεμάτο ελληνικά... Γεννήθηκα στη Χίο... μα έχω δυο τόπους ... Χίος κι εδώ... Εσύ ποιό τόπο έχεις; Μιλώ πολύ ε; Ε, σαν κάποιος είναι μόνος μιλά πολύ σαν βρει την ευκαιρία... Σε βλέπω και σένα και μ΄ακούς με μάτια κι αφτιά Λέγκω και δώστου παρλάρω...  ΄Ερχου άμα θέλεις στο κονάκι μου ...  Πες τι ψάχνεις... Είχες Σμυρνιούς δικούς; Εδώ δεν έρχεται ο καθένας... Δεν ξέρω μα μόλις σε είδα εδωνά καθιστή, γερτή στους ώμους...  "

- Ναι, κυρία Φωτεινή είχα... Είχα και στα Βουρλά και στα Αλάτσατα και στη Σμύρνη. Είχα τον παππού μου, τη νενέ μου, τον μπαμπά μου ...  "

"Και ποιος δεν είχε... Πέρα σε σας απέναντι οι περισσότεροι άφησαν πολλούς εδώ... ΄Ερχονται πολλοί ψάχνοντας... άμα τι να έβρουν ... δεν γλύτωσαν και πολλά... Τα πολλά είναι στα μουσεία με εκείνα είναι πολύ παλιά... Λιγοστά μεγαλοκονάκια στο Και, κάμποσα στο Αλσαντζάκ και λίγα πέρα πώδε Μπαϊρακλί, Κορδελιό, Μπουτζά... γλύτωσαν μονάχα... κι αυτά πέφτουν σ΄ερείπια... Εκεί σε σας ασχολείται κανείς με τη Σμύρνη; Τα κάμουν κουβέντα; Τα γράφουν; Εδώ ότι θέλουνε λένε κι ότι τους αρέσει... Αν δεν το κάμετε εκεί απέναντι, σε λίγο, άνθρωπος δεν θα θυμάται τα καμμένα... "

Ξανασυνάντησα την κυρία Φωτεινή, στην Αγιά Φωτεινή, το βράδυ της Ανάστασης... Της πιο όμορφης, γλυκειάς και συγκινητικής Ανάστασης που έχω ζήσει ... 

Της έδωσα τις ευχές μου για τη Λαμπρή, της φίλησα τα χέρια και της υποσχέθηκα πως δεν θα ξεχάσω τη Σμύρνη κι ότι θα ξαναπάω...  Της ευχήθηκα να είναι πάντα καλά και να βλέπει ουρανό και θάλασσα μαζί...

 
Η κυρία Φωτεινή... στο κονάκι της, στο Μπαϊρακλί... Τη φωτογραφία τη βρήκα στον Ιστό
Ευχαριστώ αυτόν που τη δημοσίευσε
Εγώ μέσα στη λαχτάρα μου να μην χάσω ούτε μια λέξη της, ξέχασα να την αποθανατίσω
Καλά σας βράδια
Ε.-

Χαίρομαι που σας βρήκα







Στην τεράστια έκταση των άλλοτε έξι συνοικιών της Σμύρνης, της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Τρύφωνα, της Ευαγγελιστρίας, του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Ιωάννη και κάποιων τμημάτων άλλων παλαιών συνοικιών, εκτείνεται σήμερα το περίφημο πολιτιστικό πάρκο της Σμύρνης, έκτασης 300.000 τ.μ. που αποτελεί μικρογραφία του πάρκου της Μόσχας. Περιλαμβάνει μικρές λίμνες, ζωολογικό κήπο, ταβέρνες και πλήθος εγκαταστάσεις για την ετήσια εμπορική έκθεση που λαμβάνει χώρα στη Σμύρνη με μόνιμα περίπτερα εκθετών σε αρχαίο ελληνικό ρυθμό. Στη θέση του άλλοτε ναού του Αγίου Δημητρίου μέσα στο πάρκο έχει ανεγερθεί το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σμύρνης με πλήθος εκθεμάτων της αρχαίας ελληνικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής.

Πριν την καταστροφή, η Σμύρνη ή Κάτω Μαχαλάς όπως την αποκαλούσαν τότε,  είχε 16 ορθόδοξες εκκλησιές. Μητρόπολη ήταν η Αγία Φωτεινή με το πιο όμορφο μαρμάρινο χιλιοσκαλισμένο καμπαναριό, χτισμένο το 17ο αιώνα. Το  1688 το καμπαναριό της καταστράφηκε από σεισμό. Οι Σμυρνιοί το ξανάχτισαν το 1690 και το ξανάχτισαν πάλι το 1692 μετά από τη μεγάλη πυρκαγιά του τότε που το είχε καταστρέψει. Εκτός από το ότι ήταν ο μητροπολιτικός ναός της Σμύρνης ήταν κι ο αγαπημένος των Σμυρνιών. Αγαπούσαν πολύ να πηγαίνουν στην Αγιά Φωτεινή τους, στις επίσημες λειτουργίες και εθνικές τελετές, εκείνες τις καλές εποχές,  δηλαδή τότε, τη μικρή περίοδο ανάσας  που τους είχε δώσει εκείνη η τόσο σύντομη "απελευθέρωση".

Και η εκκλησιά και το περίφημο καμπαναριό της  ανατινάχθηκαν με δυναμίτιδα μετά την καταστροφή. Οι υπόλοιπες ορθόδοξες εκκλησιές της ήταν: ΄Αη Γιώργης κοντά στη Μητρόπολη. Κοίμηση της Θεοτόκου στον Φασουλά. ΄Αη Γιάννης ο Πρόδρομος στα Σχοινάδικα. ΄Αη Νικόλας στην αρμένικη συνοικία. ΄Αγιος Βουκόλος (ή ΄Αη Βούκλας) στον Κασαμπά, πλάι στον Σταθμό του Τρένου. ΄Αγιος Κωνσταντίνος, ΄Αγιος Γιάννης Θεολόγος και η εκκλησιά της Μεταμόρφωσης στα Μορτάκια. Του Τιμίου Προδρόμου η εκκλησιά στη Λυγαριά. Η εκκλησιά των Ταξιαρχών, που ανήκε στο νεκροταφείου.  Μένει ακόμα η  εκκλησιά του ορφανοτροφείου της Σμύρνης όπου, κατά τα λεγόμενα,  εκεί, εκκλησιάζονταν η αριστοκρατία. Αν προσθέσουμε και τις εκκλησιές της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Τρύφωνα, της Ευαγγελίστριας, του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Νικολάου που τις έφαγαν οι μπουλντόζες για να γίνει το Αλάνι ...


Απ΄όλες αυτές τις εκκλησιές, οι μόνες που στέκονται ακόμα όρθιες σήμερα είναι ο Άγιος Βουκόλος (Άη Βούκλας) πλήρως ανακαινισμένος αλλά χωρίς τον τρούλο του και ο Τίμιος Πρόδρομος της Λυγαριάς, χωρίς στέγη. Άλλοι κάηκαν, άλλοι γκρεμίστηκαν. Στη θέση τους ανοίχθηκαν λεωφόροι και δημιουργήθηκαν πάρκα, χτίστηκαν κακόγουστες πολυκατοικίες. Κάποιοι άλλοι που διασώθηκαν μετατράπηκαν σε τζαμιά, σχολειά... ενώ αρχικά χρησίμευσαν σαν παντός είδους αποθήκες.