7 Ιουλίου 2014

Η οκά όπου κι αν πας, τετρακόσα δράμια έχει...

Καταιγίδα έξω και μαζεύτηκα! Και μάλιστα καταιγίδα γερή όπερ μετά δυνατού αέρος και μακρινών αστραπών! Κι όλα αυτά συνέβησαν σήμερα, δηλαδή μετά από πολύ καιρό καιρού ηλιοφώτιστου και ζεστού! Εν ολίγοις, καιρό για βόλτες και καφέδες και μπύρες είχαμε... που σημαίνει πως είχαμε -επιτέλους- κι εμείς καιρό για τραπεζάκια έξω! Αμ πως! Και καθόμουν όξω κι εγώ! Πώς λοιπόν να μην πέσει έξω το μαγαζί; Και ούτε και που θυμάμαι από πότε έχω να πατήσω το πόδι μου επί του παρόντος! Από κάποια άλλα "μαγαζιά" πάντως πέρασα κι έριξα μια ματιά! Πέρασα απ΄τα πιο αγαπημένα μου βρε αδερφέ, έτσι για να δω τι γίνεται, πως πάνε τ΄αφεντικά και πως τα περνάνε. Πέρασα να δω πως πάει ο "κόσμος"! Γιατί για να περάσω από όλα τα τοιαύτα μαγαζιά και μαγαζάκια του διαδικτύου, δεν γίνεται! Θα με πιάσει ζαλάδα, το κεφάλι μου, δυσφορία, φαγούρα, νεύρα, ακόμα και υπνηλία, κλπ., κλπ.
  
"΄Ασε με μωρέ γιαγιά... βλακείες είναι αυτά!"

"Μπρε...για διαόλου θηλυκό... μη μου μιλείς εμένα έτσι... κεφαλόπονο έχεις, βεντούζες θα σου ρίξω;... πάψε και σύρε  φέρε μου λίγο λάδι απ΄το καντήλι... και μη και σε ξανακούσω να μου λες "άσε με..." και βλακείες... αμ΄ παραπονιέσαι πως έχεις  βάρος στον καφά και δεν είσαι στα καλά σου... αμ΄ και ν΄ακούσεις δε θέλεις..."


"Τί ν΄ακούσω γιαγιά; Να με ξεματιάσεις θέλεις!"

"Μπρε κοκόνα μου καλή... ναι, να σε ξεματιάσω θέλω, να διώξω το μάτι... ν΄αλαφρύνει ο καφάς σου ... να συνεφέρεις... άκου με... ματιασμένη σ΄έχουνε... του διαόλου... κάποιος σε λιμπίστηκε... μα τις κούρλες σου μα το φρύδι σου μα το γέλιο σου... δύσκολο είναι; κακό πράμα το μάτι κόρη μου... άκου με και ΄μενα... ρίχνει κόρακα και σκάει άλογο το μάτι ... φέρε μου το λάδι,  άιντες... και μετά λέμε ότι ιστορίες θέλεις εσύ... άιντες φέρ΄το... "

"Το φοβάμαι το μάτι και τρέμω τη γλωσσοφαγιά... αυτά τα δυο μονάχα... για τους μαύρους κάτες, τσι σκάλες και τσι ανοιχτές ομπρέλες δε νοιάζομαι όσο κι αν τύχουν εμπρός μου... μπορεί να μου περνούνε απ΄το μυαλό όλα αυτά που μου ελέγανε για τους κάτες και τους καθρέφτες σαν ήμουνα παιδί... αλλά... Σους τώρα... "

"Φτου... φτου... φτου... φαγωμένη σ΄έχουνε, φαγωμένη... μπα, που να φάνε τα μάτια τους...  βλέπεις το μπρε πουθενά το λάδι;  εχάθη ολότελας...πιε τώρα το νερό... κατάπιε το... δε θα σου τρυπήσει την κοιλιά... άιντες και κουνήσου απ΄τη θέση σου... να το δεις κόρη μου...  σε λίγο ούτε βάρος θα ΄χει ο καφάς ούτε βάρος θα σε βαραίνει... το μάτι φέρνει τέτοια κόρη μου... βαρύ καφά, ύπνο και κούραση στα καλά-καθούμενα, δύσκολη ανάσα, ζαλάδα, αδυναμιά, πόνο στο στομάχι κι εμετικό ... φτου... "

"Αχ μωρέ γιαγιά... όταν μου λες για το μάτι, τους καθρέφτες, τις μαύρες γάτες κι όλα τ΄άλλα, τι να σου πω... εσύ καλά τα λες αλλά εγώ δεν τα πιστεύω!"  

"Δεν είναι βλακείες κόρη μου... δηλαδή μπορεί και μερικά από τούτα όλα που κουβαλώ στο μυαλό μου να ΄ναι παραξενιές και κουταμάρες αλλά εγώ μ΄αυτά μεγάλωσα... δηλαδή τι εγώ... όλοι τότες έτσι εμεγαλώσαμε... με τούτα και τ΄άλλα... μπορεί πια να είμαστε γέροι άθρωποι όλοι εμείς που μ΄αυτά αναθραφήκαμε αλλά ένα να βάλεις καλά στο μυαλό σου... το πιο βαρύ απ΄όλα τούτα είναι η βασκανία κοκόνα μου... όλοι την αποδέχονται κι όλοι την εφοβούνται... ανθρώπους έχει κάψει, ζωντανά έχει εξαλείψει, σπίτια έχει αφανίσει... όπως αφάνισε κι εμάς... πως να το πω αλλιώς... μας αφάνισε ο φθόνος...  βασκανία είναι ο φθόνος... είχαμε τα καλά μας, είχαμε τ΄αγαθά μας, είχαμε τον τόπο μας και τη χαρά μας και δεν έμειναν παρά αποκαΐδια... έμεινε δηλαδής ο τόπος μας μα σ΄άλλους... και κατά πως τα ξέρεις... πολλοί εχαθήκανε μα όλοι εξεσπιτωθήκαμε και σχεδόν όλοι εμαυροφορεθήκαμε... πάνε τα σπίτια, ο τόπος, οι χαρές... μας ήφαγε το μάτι ... το μάτι ήφερε τη φωτιά και το λεπίδι ... πως αλλιώς να στο πω δεν ξέρω... μας εφθονούσανε κόρη μου όλοι τους... φραντζέζοι, ολλαντέζοι, ντόπιοι κι ο κόσμος όλος... ο φθόνος έφερε το φιαρμό κι εκεί που εκαλλιεργούσαμε τη γη κι εμπορευόμαστε κι επροοδεύαμε... πάει... στράφι οι κόποι, στράφι η πρόοδος... αμ, να ΄σου τα μεγάλα σχολειά, να ΄σου δώθε-κείθε εκκλησιές με τα καμπαναριά ως τον ουρανό ψηλά, να ΄σου τα τα χωράφια, οι σοδειές και τα εμπόρια... δε θέλει και πολύ ο άθρωπος για να ζηλέψει κι ούτε πολύ θέλει ο φθόνος ν΄απλωθεί... εμείς εστήναμε οικογένειες και σπίτια... χωρίς να κοιτούμε γύρω μας...εμείς δεν εκοιτούσαμε, αυτοί μας εκοιτούσαν... με μισό μάτι... έτσι ήρθενε κι έγινε... εχαιρόμαστε κι ετραγουδούσαμε και μετά... ε, μετά... τίποτα... στάχτη και μπούλβερη εγίνηκαν όλα... μας ήφαγε το μάτι... στραβομουτσούνιασες; δεν σ΄αρέσουν αυτά που σου λέω ε; σ ΄αρέσουν, δε σ΄αρέσουν, έτσι είναι... το μάτι τρώει και το σπίτι, και το σκύλο και το νοικοκύρη... τι τα θες, τι τα γυρεύεις... ντουνιάς και κόσμος και ξένοι και δικοί κι άγιοι κι ιερείς και κλήρος... ουδείς απαρνείται το φτιαρμό... κι όσο κι αν μας επροστατεύει ο Μεγαλοδύναμος -κατά πως τα λέει η εκκλησιά και το βαγγέλιο- μωρ΄άλλο τόσο παπάδες κι οι άγιοι, φυλάνε τα ρούχα τους... κι όλο σε συμβουλεύουνε να προστρέξεις στο ξεμάτιασμα... δουλειά του Σεϊτάνη είναι το μάτι... ο δαίμονας του φθόνου μπαίνει στον άθρωπο και τον εκάμει να ματιάζει... ο φιαρμός θέλει διώξιμο...  θες βρίσκεις παπά να σου διαβάσει την ευχή και να σου τον επάρει, θες βρίσκεις ανοιχτή ή ξεματιάστρα... και πάντως και σου το λέω να το ξέρεις, στον ύπνο, δεν πρέπει να πας με το κακό μάτι πάνω σου... σκασμό μπορεί να σου φέρει... έτσι το ΄χαμε εμείς στον τόπο μας... έτσι μου έμεινε κι εμένα... και το κονάκι μας το προστατεύαμε κρεμώντας πλεξάνες σκόρδα... "

"Μην πάρεις στο κρεββάτι το μάτι... ήλεγε ο πάππος μου... διώξε το όσο πιο ογλήγορα γίνεται, να ΄σαι ήσυχος...  αφίετε τους παπάδες να λένε για ευχές και διαβάσματα... κι άμετε να ξεφιαρμιστείτε... αυτοί καλά το λένε από τη μεριά τους πως το ξεμάτιασμα που κάνει ο καθείς δεν είναι κι ότι πρέπει και πως δεν έχει αντίκρυσμα αλλά ας πάνε να το πούνε αυτοί στον καθένα... να δούμε τι θα πει και ο καθείς μετά... κι αν βρούμε κι αν βγάλουνε άκρη εμένα να μου τρυπήσεις τη μύτη...  άκρη και  ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο..."... έτσι ήλεγε...

"Γιαγιά μου, γιαγιά μου, εντάξει, το παραδέχονται όλοι, αλλά πως το εξηγούνε; Εξηγείται; Εσύ τι λες; "

"Μπρε συ... φθόνος είναι... φθόνος και ζηλεία... που ΄ρχεται και κάθεται απάνω σου και σε λιώνει και σε βαραίνει... έτσι εξηγείται... ακόμη κι ο διδάσκαλος μάς το ήλεγε... "οι αρχαίοι ημών πρόγονοι επίστευον εις τη βασκανίαν κι εζωγράφιζον δύο μαύρους οφθαλμούς, εν είδει φυλαχτού, διά την αποβολήν της... οι δύο ούτοι μαύροι οφθαλμοί εμφανίζονται ζωγραφισμένοι κυρίως επί αγγείων πόσης... " ήλεγε κι άλλα τέτοια αρχαία για το μάτι που δεν τα θυμούμαι πια...ήλεγε πάντως πως οι αρχαίοι εφτύανε στον κόρφο τους διά να αποτάξουν το οφθαλμίζειν και πως εχτύπααν και ξύλο... ε, άμα τα ήλεγαν και τα έκαμαν όλα αυτά οι αρχαίοι που τους εθαυμάζουμε μέχρι σήμερα... άιντε εσύ τώρα να μην τα πιστέψεις... γι΄αυτό σου λέω μπρες... μην το κοροϊδεύεις το μάτι...    "

"Κι ο πάππος μου; Αμ κι ο πάππος μου τα ίδια ήλεγε... όχι στα αρχαία... εκείνος τα ήλεγε απλά όπως τα είχενε δει και μάθει... σου λέω για τον πάππο μου γιατί αυτός ήτο, το ξέρεις δα, που είχε ταξιδέψει κι είχενε δει πολλά με τα μάτια του... δεν είναι ψέμματα... όλοι εσέβοντο τη γνώμη του και συχνά την εζητούσαν...  για το κακό μάτι λοιπόν ήλεγε πως απ΄όπου κι αν επέρασε, το ήβρηκε εμπρός του... που ήθελε να πει... πως όλοι οι αθρώποι του ντουνιά επιστεύανε στο μάτι... το εγνωρίζανε, το παραδεχόσαντε και το ξορκίζανε... άλλοι με θυμιατά, άλλοι με κεριά κι άλλοι μ΄αλάτια και φυλαχτά, πάντως το εξορκίζανε... άκουε να δείς... τώρα που το θυμούμαι... ... η νενέ μου το εξόρκιζε με το λάδι ή τ΄άλατι... η αννέ μου με το "πάτερ ημών"... ο πάππος μου όμως το εξόρκιζε με το κάρβουνο... αχ... ο Θεός να τον αναπάψει, ήλεγε πολλά και διάφορα... εμιλούσε γι΄αυτούς που εφοβόσαντε την κακή Τρίτη ενώ άλλοι εφοβόσαντε την Παρασκευή... άλλοι ετρέμανε το 13... άλλοι το 4... άλλοι εφέρανε πάνω τους χαϊμαλιά, άλλοι φυλαχτά... όλοι φοβούνται κάτι κόρη μου... κι αυτό το κάτι το ξορκίζουνε... Τρίτη ήτο κι η μέρα που ήπεσε τότες η Βασιλεύουσα; βλέπεις το; Τρίτη ήτο...

"΄Ηλεγε ακόμη... πως απανταχού εσυναπάντησε τα μάγια... μαύρα λέει κι άσπρα... τα μαύρα είναι των κακών αθρώπων... και κατ΄εμέ, τ΄άσπρα δεν υπάρχουνε... τ΄άσπρα δεν είναι μάγια... άκου άσπρα.... άσπρα είναι οι ευκές κόρη μου που δίνεις απ΄αγάπη σε κάποινε... μόνο ας αφήσουμε τα μάγια τώρα... μπρε τι ξεστόμισα... δεν είναι για σένα αυτά... ούτε είναι η ώρα...σάμπως όμως δεν είχαμε τέτοια στη Σμύρνη... είχαμέ τα και παρείχαμε τα... και είδαμέ τα... σε καλό δε βγαίνουν αυτά... ούτε να ρωτήσεις... ούτε να το σκέφτεσαι... "

"Καλά γιαγιά... μόνο που..."

"Σους... 

"Εντάξει, εντάξει"! Πες μου τότε, πως ξεμάτιαζε ο πάππος σου με το κάρβουνο! Δηλαδή, πώς με το κάρβουνο;"

"΄Ακου... ήπιανε τρία κάρβουνα... εμουρμούριζε κάτι κι ύστερα τα ήριχνε στον κουβά με το νερό... αν επατώνανε και τα τρία, ήσουνα φτιαρμισμένος... αν δεν επατώνανε, δεν είχες μάτι... είχενες άλλο πράμ... τώρα, από που το είχενε φερμένο αυτό δεν ξέρω... ούτε συνάντησα ποτέ άλλο άθρωπο που να εξεμάτιαζε έτσι... εμείς εγελούσαμε σαν το ήκαμε μα εκείνος εθύμωνε... μια φορά ήπιασε το Γιώργη μας, στα 10 ήτονε... στα 11... τον είδενε να πετάει κάρβουνα σ΄ένα κουβά ανοιγοκλείοντας το στόμα του χωρίς φωνή κι άσε... εγίνηκε...μπαρούτι γίνηκε... βλέπεις, ήνιωσε κοροϊδεμένος... εθύμωσε τόσο πολύ που εσκαμπίλησε το Γιώργη... κι ήτονε ο μόνος που εσκαμπίλησε ποτές ο παππούς ... ξεροί εμείναμε όλοι μας... μέχρι τότες ποτές δεν είχενε σηκώσει το χέρι του πάνω μας... ποτές πριν... ξέρεις όμως πως κι ο Γιώργης μας ποτές δεν το εξέχασε και ποτές δεν το εχώνεψε; ... αφού κι ο Μήτσος μας σαν ήθελε καμιά φορά να τον επειράξει τού εθύμιζε το σκαμπίλι του παππού.... εκείνο το μοναδικό σκαμπίλι... τούρκος εγινότανε κάθε φορά ο Γιώργης... τούρκος μέχρι τότες που ήφυγε για την Αμερική... ελιποτάκτησε ο δόλιος το ΄17 για να γλυτώσει το τούρκικο στράτευμα... τότες ήταν που ετέλειωσαν και τα παιγνίδια και τα πειράγματα με το Γιώργη... χρόνους και χρόνους κάμαμε για να τον ξαναειδούμε... ήρθενε και μας συναπάντησε στην Αθήνα κοντά παππούς... ήρθενε και κλάψαμε μαζί... βλέπεις δεν ήτο μαζί μας σαν εκλαίγαμε  τότες για τον τόπο μας... ααααχ... και δεν είχενε δει  και την κατάντια μας... τι να πει κανείς... ολονώνε η ζωή έχει πάνω-κάτω... λίγο πάνω, λίγο κάτω, όλα βολεύονται... μόνο εμάς... μας ήβρηκε ένα κάτω που ήτο ανήμερο... και το πάνω ακόμη να το ειδούμε καλά-καλά... εξεχάστηκα πάλι όμως με τα παλιά και τα δύσκολα... "

"Λοιπόν, σαν ήρθε που λες, ήτο κύριος, νοικοκύρης με φαμίλια, με απογόνους... δεν εγνωρίζαμε κανένα τους... μήτε τη γυναίκα του μήτε τ΄ανίψια μας, μήτε τον τόπο τους... μα τους αγαπούσαμε... ήτονε του Γιώργη μας! Σε μεγάλο καλό τού ήβγηκε η "λιποταξία"... γλύτωσε το γιαγκίνι, τον ξεσπιτωμό... τον ξεπεσμό μας σε τούτο τον τόπο, το χάλι μας... ήκλαιγε και ήλεγε πως μας εκαταλάβαινε γιατί σε ξένο τόπος ήτονε κι αυτός...δίκιο είχενε... μόνος του αντριεύτηκε, μόνος του πορεύτηκε, μόνος του νοικοκυρεύτηκε... πάλι καλά που έδωσε ο Θεός και τον ξανάδαμε... μόνο η αννέ μου, η δόλια η μάνα του δεν τον ξανάειδε ποτές... παλικαράκι τον είχενε πάντα στο μυαλό της μέχρι που μετοίκησε στα ουράνια... Να ΄μαστε καλά, είπενε πως θα έρθει και φέτος... να τον ειδώ ακόμα μια φορά πριν μετοικήσω κι εγώ...  αχ... τι ελέγαμε μπρε κόρη μου... εξεχάστηκα πάλι στα δικά μου..." 

"Μην λες τέτοια μωρέ γιαγιά σε παρακαλώ. Δεν θα μετοικήσεις και δεν θα πας πουθενά. Θα τον δεις και θα τον ξαναδείς και να μην στεναχωριέσαι.  Για τα ξεματιάσματα λέγαμε. ΄Ελεγες πως η νενέ σου, ξεμάτιαζε με το αλάτι, ο παππούλης σου με τα κάρβουνα, εσύ ξεματιάζεις με το λάδι. Ποιό είναι πιο καλό; Το λάδι, τ΄άλάτι ή τα κάρβουνα; Η μαμά μου πάντως μια φορά που την είδα να με σταυρώνει και τη ρώτησα τι κάνει, μου είπε πως με ξεμάτιαζε. Και τη ρώτησα πως ξεματιάζει και μου είπε πως λέει, από μέσα της, το τροπάριο των Αγίων Θεοδώρων."




"Κοκόνα μου, τι να σου πω... χίλιοι τρόποι υπάρχουνε... κάθε άθρωπος έχει τον εδικό του... κάθε τόπος άλλονε... εγώ τώρα να σου πω,  ξέρω καλύτερα τα δικά μας... δηλαδή ότι ελέγαμε κι επράταμε εμείς...  ελέγαμε πως το μάτι σε πιάνει σαν είσαι καλός κι αγαθός κι αγαπητός... σαν όλοι σ΄αγαπούν και σε θαμάζουν... μετά λέγαμε πως πιοτερο ματιάζουνε οι τσακίρηδες κι οι σμιχτοφρύδηδες... πως... ναζάρ το ελέγανε στη Σμύρνη οι ντόπιοι το μάτι... κι εφτύανε κι αυτοί κι ήλεγον μάασαλα..." 

"Το λες κι εσύ γιαγιά το μάασαλα! Αλλά, για πες μου, οι τσακίρηδες ποιοί είναι; Είναι τούρκοι;" 






"Οι ανοιχτοχρώματοι είναι μπρε... οι γαλανομάτηδες... οι διαφορετικοί... δεν είχενε πολλούς με μπλάβα μάτια τότες... και το βρίσκανε οι άθρωποι παράξενο να ΄χει κάποιος τέτοια μάτια... και το παράξενο φοβίζει... γι΄αυτό και τους εφοβόντανε τους τσακίρηδες... εφοβόντανε τα μάτια τους... μόνο κάτι ξένους που ήρχοντο πότε-πότες στα Βουρλά θυμούμαι να έχουν μπλάβα μάτια... κι εκείνον τον Κεμάλ -που κακό χρόνο να ΄χε- αχ... όσες φορές τον είδα, εφοβήθηκα... σε φωτογραφίες κόρη μου τον είδα κι εφοβήθηκα... αυτουνού δεν ήτονε μπλάβα τα μάτια του... παγωμένα ήτονε...σαν του αποθαμένου φάνταζαν... 
άμπα όχι παγωμένα... θανατερά... θάνατο έκρυβαν... μπρε αυτός ήτο που μας φθόνισε... αυτός και πιότερο απ΄όλους... εζήλεψε την προκοπή μας και τ΄αγαθά μας... και μας θανάτωσε... βλέπεις... είχανε δίκιο οι άθρωποι που φοβόσαντε τ΄αλλιώτικα μάτια... φοβόσαντε λέει οι ντόπιοι τους τσακίρηδες... μόνο αυτόν δεν εφοβήθηκαν; ... στραβοί και στραβωμένοι τον ηκολούθησαν αλλοπαρμένοι... μάγια τους είχενε κάμει; ... πίσω μου είναι πια όλα αυτά μόνο που δε μπορώ να τα ξεχάσω... γυρίζω πίσω, στεναχωριέμαι, σπαράσσει η ψυχή μου... ε και ... παρασύρομαι και καταριέμαι... δεν το θέλω κόρη μου... το μίσος δε βγάνει πουθενά... ούτε το δίκιο μας θα βρούμε ούτε οπίσω θα γυρίσωμε... άδικος κόπος... το μίσος σε μίσος βγάνει... 

"Να πες πως γι΄αυτό φορούμε και τη γαλανή την πέτρα... δεν ομοιάζει με το αμάτι;  Είναι δηλαδή σα να τους ελέμε... κοιτάτε, έχω κι εγώ γαλανό το μάτι, όχι μόνο ΄σεις... δεν μπορείτε να με ματιάσετε... ξορκίζεις το μάτι με τ΄αμάτι... η αλήθεια είναι πως εκεί, εσυνηθίζανε πιότερο οι ντόπιοι τις γαλανές πέτρες με τη μαύρη βούλα... εμείς εσυνηθίζαμε τα φυλαχτά... τα εφέραμε ραμμένα και κρυμμένα πάνω μας... μέσα εβάναμε ένα κομματάκι μπαμπάκι βρεμμένο στο λάδι του καντηλιού της εκκλησιάς κι ένα τόσο δα ξύσμα Τίμιο Ξύλο απ΄τα Ιεροσόλυμα... τα εφέρανε κοντά στην καρδιά κι ήτονε τα καλύτερα... 
φυλαχτό ήτονε κι οι σταυροί και συχνά εφέραμε πάνω μας το βαφτιστικό μας σταυρό κι ήφτανε... φυλαχτά ήσαντε κι ο ΄Αι Γιώργης κι η Παναγιά... ο καθείς έφερε πάνω του το δικό του φυλαχτό και άγιο... άλλοι τα εφτιάχανε, άλλοι τα αγοράζανε, άλλοι τα επαραγγέλνανε στους ανοιχτές και τις ξεματιάστρες... στα μωρά με τη γέννηση εφορούσανε απαραιτήτως φυλαχτό... και καλού-κακού εκρεμούσανε κι ένα στην κούνια... μια φορά ερώτησα τη νενέ μου που εβρισκότανε τόσο Τίμιο Ξύλο για όλα αυτά τα φυλαχτά αλλά σήκωσε το χέρι δείγμα πως ήταν έτοιμη να με καταχερίσει και με αγριοκοίταξε τόσο και  που δεν τόλμησα να ξαναρωτήσω ποτέ πια..."

"΄Οσο για το ξόρκι της βασκανίας, χιλιάδες λεγόσαντε... ο καθείς ήξερε κι άλλο... εμείς δεν το ελέγαμε ξόρκι αλλά ευχή... ελέγαμε πως η ευχή ήπρεπε να πάει από άντρα σε γυναίκα που ΄χει γίνει μάνα... ήπρεπε να μεταβιβαστεί από τον ένα στον άλλο, το βράδυ Μεγάλης Πέμπτης μοναχά... τα μωρά δεν ήπρεπε να ξεματιαστούν πριν σαραντίσουν γιατί ειδάλλως μεγαλώνοντας θα τα ήπιανε ακόμη περισσότερο το μάτι... το λάδι καλά θα ΄ταν να ΄ταν απ΄το καντήλι... φχαριστώ δε λες ποτέ σα σε ξεματιάσουνε... εφτύναμε 3 φορές τον ματιασμένο... δεν τον εφιλούσαμε... και σαν τελείωνες... το ήνιωθες αν κάποιος ήτονε ματιασμένος... άλλοι ελέγανε πως ήτο σαν εμπέρδευαν λέγοντάς τα τα λόγια της ευχής... κι άλλοι, σαν μετά την ευχή, εχασμουριόσαντε κι εδακρύζανε... 9 σταγόνες λάδι θέλεις που τις ρίχνεις μια-μια μες το νερό... 3 κάρβουνα, ένα πιάσιμο αλάτι... ένα μαντήλι ή πεσκιράκι... άλλοι λιβανίζουν, άλλοι... όλοι μα όλοι πάντως λένε πως το ξεμάτιασμα δε δέχεται καμία πλερωμή... γίνεται αφιλοκερδώς γιατί αλλιώς αλίμονο του ξεματιαστή... χάνει και χάνεται η δύναμη απ΄το ξόρκι... ούτε καν ευχαριστώ, ούτε καν ένα "αβγό"... δε σηκώνει... τι άλλο να σου πω κόρη μου... "


"Και να ΄ταν μόνο το μάτι... είχαμε και λέγαμε και κάναμε κόρη μου τόσα παράξενα κι ανεξήγητα που το μάτι κι η βασκανία δεν είναι τίποτα μπροστά τους... Θες να σου πω; Για παράδειγμα η νενέ μου μου έλεγε πως δε δίνεις σαπούνι, ψαλίδι ή μαχαίρι στο χέρι, πως δεν κάνει τα παπούτσια να μείνουν τούμπα,  πως σα χάσεις κάτι καρφώνεις το Σεϊτάνη (που στο αφήρεσε) καρφώνοντας ένα μαχαίρι στο χώμα, πως Τετάρτη και Παρασκή τα νύχια σου δεν κόβεις και Κυριακή δε νίβεσαι σα θέλεις να προκόβεις... πως αν ακούσεις ή δεις κάτι ή φοβηθείς πως θα σε ματιάσουνε ή πως κάτι θα σου πάει άσκημα, κοιτάς στον ουρανό ... για να "καταπιεί" ο ουρανός το κακό ή το μάτι... για να σου πάει καλά η μέρα, σαν ξυπνήσεις το πρωί κοιτάς στον ουρανό σταυρωτά... "

"Πες μου γιαγιά το ξόρκι, να μάθω κι εγώ να ξεματιάζω!"

"Αφού είπαμε μπρε... πρέπει πρώτα να γίνεις μάνα, πρέπει να το πάρεις από αρσενικό... τίποτα δεν ήκουσες απ΄αυτά;"

"Τ΄άκουσα αλλά πρέπει να περιμένω πολύ!"

"Ε, θα περιμένεις... τι να κάνουμε... δε γίνεται δα κι αλλιώς... μόνο να... άκου... μπορείς να σταυρώνεσαι 3 φορές και να λες Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά... ή σα θέλεις να βοηθήσεις κάποιον να τον σταυρώνεις 3 φορές και να λες... Αγία Ειρήνη, ειρήνεψέ τον και Παναγιά μου Περασιά, πέρασέ το το κακό στο νερό, στον ποταμό, στη θάλασσα, στο μαύρο πάτο... ή λέγε 3 φορές το Πάτερ Ημών... αυτά μού είπανε κι εμένα τότες αυτά σου λέω κι εγώ... το ξόρκι δε μπορώ να στο περάσω κοκόνα μου... ούτε ξέρω άλλο πράμα να σου πω... μονάχα περίμενε... θα το μάθεις κι εσύ όπως όλοι..."  


Καλά σας βράδια

Ε.-


Αχ βρε γιαγιά, θυμάμαι πως πρέπει να τραβάω τα μαλλιά μου μέχρι να δω καρέκλα αν τύχει και μου τύχει να δω σκοτωμένο ζωντανό στο δρόμο, αλλά τι μπορεί να μου τύχει, μετά άνευ τραβήγματος του μαλλιού, καθόλου μα καθόλου δεν θυμάμαι! 


Αντίθετα θυμάμαι που έλεγες ότι αν κάποιος καθρεφτίζεται στη μέση της νύχτας, τα μεσάνυχτα, σε όρθιο καθρέφτη, πέφτει σε γρουσουζιά κι έπεται μεγάλο κακό. ΄Ελεγες πως μπορούσε να φέρει ακόμα και θάνατο. Κι ακόμα έλεγες, πως υπήρχε φόβος να δει αυτός ο κάποιος, τον ίδιο το  "θάνατό του" ! 

Ε λοιπόν, εγώ μεσάνυχτα, δεν καθρεφτίστηκα ποτέ! Κι ούτε θα καθρεφτιστώ!
Ας έρθει χωρίς να έχουμε πιάσει γνωριμία... από πριν!



ΚΥΡΙΕ ο Θεός ημών, Ο Βασιλεύς των αιώνων, ο παντοκράτωρ και παντοδύναμος,
ο ποιών πάντα και μετασκευάζων μόνω τω βούλεσθαι ο την επταπλάσιον κάμινον
και την φλόγα την εν Βαβυλώνι εις δρόσον μεταβαλών, και τους αγίους Σου
τρεις Παίδας σώους διαφυλάξας ο ιατρός και θεραπευτής των ψυχών ημών
η ασφάλεια των εις σε ελπιζόντων σου δεόμεθα και σε παρακαλούμεν, απόστησον,
φυγάδευσον και απέλασον πάσαν διαβολικήν ενέργειαν, πάσαν σατανικήν έφοδον
και πάσαν επιβουλήν, περιέργειάν τε πονηράν και βλάβην και οφθαλμών βασκανίαν
των κακοποιών και πονηρών ανθρώπων από τον δούλο Σου (τούδε) και
ή υπό ωραιότητος ή ανδρείας ή ευτυχίας ή ζήλου και φθόνου ή βασκανίας συνέβη,
αυτός φιλάνθρωπε Δέσποτα, έκτεινον την κραταιάν Σου χείρα και τον βραχίονα Σου
τον ισχυρόν και ύψιστον, και επισκοπών επισκόπησον το πλάσμα Σου τούτο,
και κατάπεμψον αυτώ Άγγελον ειρηνικόν, κραταιόν ψυχής και σώματος φύλακα,
ος επιτιμήσει και απελάσει απ' αυτού πάσαν πονηράν βουλήν, πάσαν φαρμακείαν
και βασκανίαν των φθοροποιοών και φθονερών ανθρώπων ίνα υπό σου ο σος ικέτης
φρουρούμενος, μετ' ευχαριστίας ψάλλη σοι. «Κύριος εμοί βοηθός, και ου φοβηθήσομαι
τι ποιήσει μοι άνθρωπος» και πάλιν. «Ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ' εμού ει»
ότι συ ει ο Θεός, κραταίωμά μου, ισχυρός εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του
μέλλοντος αιώνος. Ναι, Κύριε ο θεός ημών, φείσαι του πλάσματος Σου, και σώσον
τον δούλον Σου από πάσης βλάβης και επηρείας της εκ βασκανίας γινομένης,
και ανώτερον αυτόν παντός κακού διαφύλαξον πρεσβείαις της υπερευλογημένης,
ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, των φωτοειδών
Αρχαγγέλων, και πάντων Σου των Αγίων. Αμήν.



Μάτια στενά
και χείλη στεγνά...
να τα φοβάσαι κόρη μου...
να τα φοβάσαι...
γιατί... κακό άθρωπο κρύβουν...

2 σχόλια:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Kαλές καλοκαιριές Ελενάκι.

E.- είπε...

Καλό ξεκαλοκαίριασμα φίλε! :))

Ε.-

Μωρέ, μόνο να ΄χα τη χάρη σου!
Ας είχα κι εγώ μια Ευρυτανία...
κι οι καλές καλοκαιριές θα ΄ταν εξασφαλισμένες, από χέρι!!!
Αλλά γιοκ...