


Ενώ, τ΄αφτιά μου συντονίζονταν σ΄ένα βαθύ μουρμουρητό "Πότε επιτέλους θ΄αφήσεις τα μολύβια και θα κάτσεις να κάνεις κάνα πλεκτό, κάνα κέντημα; ΄Ολες κεντάνε! Ζωγραφιές, ζωγραφιές... τί καταλαβαίνεις πια;

"Κοκόνα μου, για σένα την επλέκω την νταντέλα... για ποιον άλλον... πρώτη είσαι... πρωτεύουν τα προυκιά σου... οι άλλες μετά ... με τη σειρά τους... έχουν καιρό... ΄Ακουε τώρα... Για να μη σου χαλνούνε, τα κεντιτούδια σου, όσα έχουν σειρά στο πάστρεμα, θα τα βάνεις όλα μαζί σ΄άσπρη μπαμπακερή μαξιλαροθήκη... θα την εκλείνεις με κλωστή και θα την εβάνεις στη σκάφη με μπόλικο σαπούνι και νερό... Κρύο για ζεστό το νερό, δε σε νοιάζει... Αφήνεις τη μια μέρα και μια νύχτα, να μουλιάσει γερά και μετά όπως είναι γεμάτη θα την μαλάσσεις γερά-γερά... Κάποτε, μού το έλεγε η νενέ μου, την εμουλιάζανε τη νύχτα στο σπίτι, για στη λεκάνη για στη σκάφη και το πρωί την επηγαίνανε στο ποτάμι ...
Την εμαλάσσανε, την ετρίβανε δυνατά... και μετά πρώτη την εχτυπούσανε γερά με τον κόπανο και μετά δυνατά στο νερό... Κι οι γυναίκες εμετρούσανε τα χτυπήματα... 50 εθέλανε τα τραπεζομέντηλα, 30 η μαξιλαροθήκη ... 25 τα ποκάμισα... έτσι υπολογίζανε τότες το καθαρό... έμενε το ξέπλυμα... όπου ανοίγανε τη μαξιλαροθήκη κι εκοιτούσανε το άσπρο να ΄ναι κάτασπρο... ΄Ετσι επλένανε στα χρόνια της όλο το ρουχισμό...
Μετά αλλάξανε τα πράματα... ΄Ηρτενε ευτυχώς το νερό στο σπίτι ... Εγλυτώσατε, έλεγε η νενέ μου, το δρόμο ... μα ήταν όμορφα και τότες σαν επηγαίναμε όλες μαζί στο ποτάμι... Πλύσιμο και γέλια, κούραση και χαμόγελα... έτσι επερνούσε όλο το πρωινό... ΄Αλλαξε κάποτε το ποτάμι κι έγινε σκάφη... μα το πλυστικό δεν άλλαξε... Κεντίδια και πλεχτά, πάνε παρέα και θέλουν τη μαξιλαροθήκη τους... Μετά εμείς τα εβάναμε και στο λουλάκι ... Στην εποχή της νενές μου οι γυναίκες λευκαντικό των άσπρων είχαν το σταχτόνερο... απ΄τη στάχτη του τζακιού..."
"΄Αλλαξαν όλα κοκόνα μου ... όλα... Αλλάξαμε κι εμείς... ΄Αιντε πάρε κι εσύ στο χεράκι σου το βελονάκι το χοντρό που σου έδωκα... Πάρε και το άσπρο μαλλάκι και κάθισε πλάι μου να σου δείξω τα πατήματα... ΄Αιντε να σε ιδεί κι η μάνα σου και να χαρεί... ΄Αιντε και θα της επούμε πως κάνουμε τα προυκιά σου και πως θα είναι πολλά και όμορφα... ΄Αιντε ... και να δεις πως θα σου αρέσει... Για μπουγιούκ (μεγάλο) για κιουτσούκ (μικρό), σαν το αποτελειώσεις καμαρώνεις... για κεντίδι για πλεχτό... και σ΄αρέσει που εβγήκε από τα χέρια σου... Και σαν το πατήσεις και με το σίδερο... Τον καιρό μου νύφη να μη φαίνει, να μη κεντά και να μη πλέκει δεν έστεκε για νύφη... ΄Ηπρεπε και να κατέχει ... κι έτοιμα να τα ΄χει για κείνη την ώρα τα προυκιά... κι απ΄τα χέρια της... έτοιμα ... Άσπρα, απ΄όλα είχες χρεία... με τα χέρια σου νοικοκυρεμένα, πεσκίρια, σεντόνια ... και κουζινικά και λίρες και παρά και μόμπιλα... Χωρίς προίκα γάμος δεν λογιζόταν... Μην εκοιτάς που ο κύρης μου δεν ετόλμησε να ζητήσει προίκα ... Τι να ζητήσει δηλαδής... που ήρθε να με ζητήσει από τη μάνα μου κι εκείνη το πρώτο που ήβρηκε να του ειπεί ήταν "Τι να σου πω γιε μου ...εγώ να στην εδώκω... Πρόσφυγας εσύ, προσφυγοπούλα αυτή ... Πώς θα στήσετε σπιτικό; Το εσκέφτηκες; Εγώ, ένα τίποτα έχω να της δώκω ... Προσφυγάκια... Μ΄αυτό το τίποτα που έχετε κι οι δυο σας πρέπει να το στήσετε... "


Μετά αλλάξανε τα πράματα... ΄Ηρτενε ευτυχώς το νερό στο σπίτι ... Εγλυτώσατε, έλεγε η νενέ μου, το δρόμο ... μα ήταν όμορφα και τότες σαν επηγαίναμε όλες μαζί στο ποτάμι... Πλύσιμο και γέλια, κούραση και χαμόγελα... έτσι επερνούσε όλο το πρωινό... ΄Αλλαξε κάποτε το ποτάμι κι έγινε σκάφη... μα το πλυστικό δεν άλλαξε... Κεντίδια και πλεχτά, πάνε παρέα και θέλουν τη μαξιλαροθήκη τους... Μετά εμείς τα εβάναμε και στο λουλάκι ... Στην εποχή της νενές μου οι γυναίκες λευκαντικό των άσπρων είχαν το σταχτόνερο... απ΄τη στάχτη του τζακιού..."
"΄Αλλαξαν όλα κοκόνα μου ... όλα... Αλλάξαμε κι εμείς... ΄Αιντε πάρε κι εσύ στο χεράκι σου το βελονάκι το χοντρό που σου έδωκα... Πάρε και το άσπρο μαλλάκι και κάθισε πλάι μου να σου δείξω τα πατήματα... ΄Αιντε να σε ιδεί κι η μάνα σου και να χαρεί... ΄Αιντε και θα της επούμε πως κάνουμε τα προυκιά σου και πως θα είναι πολλά και όμορφα... ΄Αιντε ... και να δεις πως θα σου αρέσει... Για μπουγιούκ (μεγάλο) για κιουτσούκ (μικρό), σαν το αποτελειώσεις καμαρώνεις... για κεντίδι για πλεχτό... και σ΄αρέσει που εβγήκε από τα χέρια σου... Και σαν το πατήσεις και με το σίδερο... Τον καιρό μου νύφη να μη φαίνει, να μη κεντά και να μη πλέκει δεν έστεκε για νύφη... ΄Ηπρεπε και να κατέχει ... κι έτοιμα να τα ΄χει για κείνη την ώρα τα προυκιά... κι απ΄τα χέρια της... έτοιμα ... Άσπρα, απ΄όλα είχες χρεία... με τα χέρια σου νοικοκυρεμένα, πεσκίρια, σεντόνια ... και κουζινικά και λίρες και παρά και μόμπιλα... Χωρίς προίκα γάμος δεν λογιζόταν... Μην εκοιτάς που ο κύρης μου δεν ετόλμησε να ζητήσει προίκα ... Τι να ζητήσει δηλαδής... που ήρθε να με ζητήσει από τη μάνα μου κι εκείνη το πρώτο που ήβρηκε να του ειπεί ήταν "Τι να σου πω γιε μου ...εγώ να στην εδώκω... Πρόσφυγας εσύ, προσφυγοπούλα αυτή ... Πώς θα στήσετε σπιτικό; Το εσκέφτηκες; Εγώ, ένα τίποτα έχω να της δώκω ... Προσφυγάκια... Μ΄αυτό το τίποτα που έχετε κι οι δυο σας πρέπει να το στήσετε... "



Οπίσω της εγράφαμε τη μέρα του γάμου... Αργότερα εκεί οπίσω εγράφαμε και τη μέρα γέννησης των επαιδιών μας ... ΄Ενα κρεββάτι με το στρώμα μάς έδωκε η πεθερά μου και μια λειψή ντολάπα... μια γκαζιέρα, ένα τέντζερη, κάτι μαχαιρικά μάς εκάμανε δώρο κάποιοι χασαπάδες, καλοί φίλοι του πάππου σου... Ο αδερφός μου, ο καλός μου ο Γιώργης 50 δολάρια ήβαλε στο φάκελλο και τα ήστειλε... κι ο Μήτσος πλήρωσε την εκκλησιά κι έκαμε το τραπέζι...
Τρεις καρέκλες, ένα τραπέζι και 50 δραχμές μάς ήδωκε ο Καρατζάς... Επήρα κάτιτις κι από τις θειές μου τις φτωχές, προσφυγίνες κι αυτές, στην Καισαριανή ριγμένες, χήρες κι οι δυο... Μετά εθυμούμαι πως το πρώτο δικό μας αγαθό που επήραμε, ήτονε το μπουζ ψυγείο... κι ένα μύλο του καχβέ...

"Πρόσφυγες ήρθαμε εδώ, καταδιωγμένοι και γυμνοί... ΄Ολα αυτά, προυκιά και πανωπροίκια, ξεχάστηκαν... μας ήπηρε πολύ καιρό να βάλουμε πάλι ομπρός τις προξενήτρες και προυκόχαρτα... ΄Αιντες κι εσύ δεν έχεις τέτοια... ΄Αλλαξαν όλα κοκόνα μου... Οι προξενήτρες έχασαν το μεροκάματο... τα προκόχαρτα ξεχάστηκαν ... όλα αγάπες και λούλουδα έγιναν ... τύχη που την έχεις ελόγου σου να πάρεις άντρα απ΄αγάπη... Δεν έχω παράπονο... κι εγώ από αγάπη παντρεύτηκα... Τον εκοιτούσα και μ΄εκοιτούσε απ΄τα Βουρλά, το ντεντέ σου σου... Λεβέντης... Μ΄έκανε δούλα και κυρά του... Είθε ν΄αναπαύεται... Μόνο που τού εθύμωσα πολύς... γιατίς έφυγε νωρίς και μ΄άφησε στον παιδεμό, μ΄έξι αρφανά ... άξαφνα εκεί που εκαθόντανε, Κυριακή, στο μαγαζί... εγελούσε κι ήφυγε... Σάμπως το ΄θελε... Δεν το κατάλαβε καν... Τον άφησε η καρδιά του... ήκοψε... εκείς που εγελούσε με την καρδιά του όπως το είπανε οι καρντάσηδες που εστέκανε παρέα του... "

"Μπρε κι εμείς σου λέω που δεν είχαμε μα κι αυτές που είχανε, όλες εκατέχαμε τα νοικοκυρίστικα, τα του σπιτιού... Κι εγώ, στα Βουρλά δεν ήμουν απ΄αυτές που είχαν ... ήξευρα όμως περισσότερα από εκείνες που είχαν κι είχαν πάει σε μεγάλα σχολειά... Αμ έτσι είναι ... όποιος έχει λίγα κατέχει περισσότερα... τον εδιδάσκει η χρεία το φτωχό... Ξέρεις πόσες προσφυγίνες εδουλέψανε κεντρήστρες τότες κοκόνα μου; Πολλέεες ... Κι άλλες τόσες και βάλε εδουλέψανε μοδίστρες, πλύστρες, μαγείρισσες και σε φούρνους ... Κεντούσανε και οι πλούσιες εκεί στον τόπο μας, μα ήτονε πιότερο κάτι για τα μάτια... κάτι για τα προξενιά... μην τύχει και μαθευτεί πως δεν εξέρανε... Σε κεντήστρες, φτωχές γυναίκες, μάνες σε δυσκολία... εδίνανε να τους κεντήσουν τα προικιά... Καλά επερνούσαμε στον τόπο μας μα δεν είμαστε όλοι του παρά, της άνεσης και της ασφάλειας... Σαν μας έφαγε όμως το κακό και μας έριξε στον εδώ τόπο κι αυτές που τα ΄χανε πολλά κι αυτές που τα ΄χανε λιγότερα και κεντήσανε και πλύνανε και ζυμώσανε... κακοί χρόνοι ... είδαμε και πάθαμε να βολευτούμε και ν΄αναθαρρήσουμε ... Ας είναι ... Πιάσε μπρε το βελόνι... Γίνε θηλυκό του κόσμου... Μπρεεε ... μη με διαολίζεις με την αρνησημιά σου... και το ινάτι σου... ΄Αιντες κοκόνα μου... "
"Πού το ΄παθες αυτό; Να σ΄αρέσει μονάχα να κάμεις ζωγραφιές και ν΄ακούς λόγια και ιστορίες... ΄Αιντες και να ιδώ που θα σε βγάλουν οι ζωγραφιές, τα παραμύθια και τα πες-πες... "
Καλά σας βράδια
Ε.-

"Αννέ μου, αννέ μου, αννέ μου ... μη με μαλώνεις...
΄Εμαθα και τα βελονάκια και τις βελόνες ... μα ιστορίες έτσι όμορφες δεν μου ΄πε ποτέ άλλος... "
"Κι όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο, κάπου οι γυναίκες -να το ξέρεις- πλένουν ακόμα στο ποτάμι... και μοιάζουν πιο ευτυχισμένες από άλλες..."
Καλά σας βράδια
Ε.-

"Αννέ μου, αννέ μου, αννέ μου ... μη με μαλώνεις...
΄Εμαθα και τα βελονάκια και τις βελόνες ... μα ιστορίες έτσι όμορφες δεν μου ΄πε ποτέ άλλος... "
"Κι όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο, κάπου οι γυναίκες -να το ξέρεις- πλένουν ακόμα στο ποτάμι... και μοιάζουν πιο ευτυχισμένες από άλλες..."