17 Δεκεμβρίου 2012

΄Αλλοτε ήταν άλλοτε και τώρα είναι τώρα ...

Σήμερα κάποια στιγμή, πέρασε μια φίλη για δανεικά ...
Μη φανταστείτε ... Δανεικό φύλλο κρούστας γύρευε και ξέρει πως εδώ υπάρχει πάντα...
Χτύπησε κι ανέβηκε ... Ματς-μουτς στο έμπα. Κατεύθυνση, η κουζίνα. Για καφέ και φύλλο... What else? Και την χτυπάει κεραυνός!!!! Ουδεμία έκπληξις γιατί την ξέρω καλά... Εσείς όμως δεν την ξέρετε... Ε, λοιπόν... πριν την κουζίνα, στ΄αριστερά της πόρτας στέκεται το παλιό μπουφεδάκι της νενές μου...
  
Πάνω στο μπουφεδάκι  ένα παλιό όμορφο δαντελωτό σεμεδάκι. Και πάνω του ... να στέκονται 3 παλιές μπαμπούσκες και 3 ασπρόμαυρες φωτογραφίες ... Μέχρι εδώ καλά, τίποτα το αξιοπερίεργο, θα μου πείτε. Οι μπαμπούσκες ζωηρές, ροδομάγουλες... Στις φωτογραφίες ... η νενέ μου, η μαμά μου, ο μπαμπάς μου ...  Ναι, αλλά μπρος από τις φωτογραφίες, στέκεται το γερασμένο καντηλάκι μου. Κι είναι αναμμένο ... Ε ναι λοιπόν, αυτό την κεραυνοβόλησε! Το μικρό παλιό αναμμένο καντήλι... Την κεραυνοβόλησε τόσο που δεν άντεξε! Γυρίζει και μου λέει ... "Δεν το πιστεύω! ΄Εχεις καντήλι; Και τ΄ανάβεις; Μα τί το θέλεις; Τί σου χρειάζεται; Τί σου προσφέρει;" ...
 
"Κοκόνα μου, να τ΄ανάβεις το καντήλι σου ... και να μ΄ανάβεις και κάνα κερί όταν δεν θα ΄μαι πια εδώ... Στον τόπο μας κάθε κονάκι είχε γωνιά για το καντήλι του... Κι εδώ σαν ήρθαμε τα ίδια ... ΄Ενα πιάτο, ένα ποτήρι ήφτανε... και λίγο λάδι ..."
 

"΄Ενα κόνισμα από θύμηση, κληρονομιά, ή ένα του προστάτη άγιου του τόπου ή της φαμίλιας, τα στέφανα των νοικοκυραίων αν υπήρχανε και το καντήλι γυάλινο, τσίγκινο, μικρό ή μεγάλο... Στέφανα μπορεί και να μην υπήρχανε... Κάποιους καιρούς σαν οι άνθρωποι δεν είχανε παράδες, είχε η εκκλησία ένα ζευγάρι στέφανα και μ΄αυτά τούς πάντρευε όλους... Μα καντήλι είχανε όλοι... Κάποτε έλεγε η νενέ μου πως οι κοπελιές της παντρειάς έκαμαν τα στέφανά τους πλεχτά, πάνω σε σύρμα, με το βελόνι ... με τέχνη εβάνανε και λεμονα(ν)θούς σαν ήταν η εποχή τους κι έτοιμο το στεφάνι... Σαν δεν υπήρχανε λεμοναθοί, μόνες επλέκανε και τα άνθη ... Και με ζαχαρόνερο τα εβρέχανε για να γίνουμε στέρεα...  Τα πλέκανε και τα ετραγουδούσανε κι ευχόσαντε ... σα τη ζάχαρη του νερού η νέα τους ζωή να κυλήσει και στέρεο σαν τα στέφανα να σταθεί το νοικοκυριό τους ...  ΄Αλλες με μια σκέτη κορδέλλα άσπρη επαντρευτήκανε ... Και τα εφυλούσανε με τα κονίσματα τα στέφανα... Να τα βλέπει ο ΄Αγιος κι η Παναγιά, να στεριώνει το ζευγάρι ... Και πλάι  το καντήλι... Οι πλούσιοι είχανε καντήλες κρεμαστές ... Μα εγώ, σα να το βλέπω του σπιτιού μας ... 


Μαυρισμένο, τσίγκινο, αναμμένο ... Πότε η αννέ μου, πότε η νενέ μου, πότε εγώ... αναμμένο νύχτα-μέρα... Αναμμένο ήτο πάντοτε και το καντήλι των αποθαμένων... εκτός από το χειμώνα που εφυσούσε κι ήβρεχε κι ήτο δύσκολο να πάει κανείς μέχρι το κοιμητήρι ... Από μικρή έμαθα ν΄ανάβω το καντηλάκι μας ... ΄Ολοι από μικροί το μαθαίναμε ... Θες στο σπίτι, θες στο σχολειό, θες στην εκκλησιά... μικροί μαθαίναμε να το ανάβουμε ... Κι όλοι το ίδιο μας ελέγανε ... Το καντήλι είναι θύμηση, τιμή, σεβασμός... Θύμηση του Θεού και της Παναγιάς ... να περπατάμε στον ίσιο δρόμο, στο δρόμο τους, τιμή στους Αγίους και ζήτηση προστασίας, σεβασμός  στους αποθαμένους ... Φωτεινή ζωή μάς λέει να ζήσουμε... Τα καντήλια εφωτίζανε πάντα τους ανθρώπους... Αυτό το φως είχανε... Το πρώτο φως του ανθρώπου ο ήλιος, μετά το φεγγάρι... μετά το καντήλι ... Σαν δεν έχει ήλιο και φεγγάρι, το καντήλι σού μένει ... Καίει το καντήλι και καίεται το θέλημά μας στη χάρη και στο θέλημα του Θεού ... Πίστη και φως είναι ... και το λάδι του τα δάκρυα του Χριστού μας... Θυμάσαι που στον ελαιώνα ήκλαιε... Μια ελιά πότισε πριν τη σταύρωσή Του ... Τα κεριά και τα καντήλια μάς εβοηθούσαν πάντοτες... Σαν εφοβόμαστε το καντήλι ανάβουμε... σαν θυμόμαστε με το καντήλι  το δείχνουμε, σαν ευχαριστούμε το ίδιο ... σαν χαιρόμαστε πάλι το καντήλι ... Φως θέλει η ζωή κόρη μου ... Φως να βλέπεις που πας ... Και το κεράκι το ίδιο είναι ... φως κι αυτό... Γεννιέσαι, βγαίνεις ... βλέπεις το φως ... Σαν ξυπνάς κάθε μέρα, το φως είναι το πρώτο που βλέπεις ...
Η πρώτη χαρά της μέρας είναι το άνοιγμα των ματιών κόρη μου ... γι΄αυτό να γελάς ...  Αφού ανοίγεις τα μάτια, καλά αρχίζει η μέρα... Αυτή είναι η ευτυχία της κάθε μέρας ... γιατί κάποιοι τη στιγμή που εσύ ξυπνάς ... αυτοί κοιμούνται για πάντα ...
 
Κι ανάβεις ένα κερί σ΄αυτούς που κοιμούνται στα σκοτάδια ... Τους θυμάσαι, κι εκεί που είναι ... τους χαρίζεις ένα κομμάτι φως ... μα καντήλι μα κερί είναι ..  Πώς αλλιώς θα τους δείξεις πως δεν τους εξέχασες, μου λες; Δεν χρειάζεται κόρη μου να παίρνεις ένα μάτσο κεριά στην εκκλησιά και ν΄αρχίζεις να τα ανάβεις, ένα για τον έναν, ένα για τον άλλο... κι ώρες να ονοματίζεις ... Τρία κεριά ανάβουμε έλεγε η νενέ μου ... Τρία άναβε η αννέ μου ... ΄Ενα θ΄ανάβεις, υπέρ υγείας των ζωντανών... ένα περί θύμησης των αποθαμένων ... κι ένα, γι΄αυτούς που δεν έχουν άνθρωπο να τους ανάψει ένα κερί ...
 
Σαν εφύγαμε απ΄τον τόπο μας, σαν αφήσαμε τόσους δικούς μας πίσω μας ... πως θα τους εδείχναμε πως δεν του εξεχάσαμε; Τους εξεχνούσαμε κόρη μου,  όλη τη μέρα σαν τρέχαμε να προλάβουμε τη ζήση, σαν ψάχναμε το ψωμί ... Μα σαν ερχότανε η νύχτα, έρχονταν κι η έλλειψή τους, η θλίψη κι οι θύμησες... Κι όσο κι αν η φωτιά μάς τρόμαζε, μάς φόβιζε κι όσο κι αν μας εθύμιζε τη φωτιά που ΄φαγε τους ανθρώπους μας και ον τόπο μας ... Στη θύμησή τους τ΄ανάβαμε ...
 
 
Μα να θυμάσαι κόρη μου ... Δε φτάνει ν΄ανάβεις ένα κερί και το καντήλι για να ΄σαι καλός άνθρωπος, καλός χριστιανός ... Πρέπει να κάνεις πολλά καλά ... Να βοηθάς, να συχωράς, να ΄σαι φιλεύσπλαχνη ... καταδεχτικιά... ό,τι καλό μπορείς να το κάμεις ... Να μην ξεχνάς το καλό, τη βοήθεια και τη συγχώρεση ... Και να μ΄ανάβεις ένα κερί που και που ... ΄Ενα κερί είμαστε κι εμείς στον άνεμο ... Μια πνοή του πιο ζόρικη φτάνει και παραφτάνει για να σβήσουμε έξαφνα ... Ν΄ανάβεις και το καντήλι ... για φώτιση ...
 
 
Μόνο ο κύρης σου μου έβαλε τις φωνές μια φορά σαν άναψα το καντήλι... στο ονταδάκι σου ...Είχα έρθει να σας δω και ξόμεινα το βράδυ στο κονάκι σας ... Βράδυ ήτονε και πήγαινες για ύπνο ... Το άναψα και στο ΄φερα για παρέα... παιδί πράμα, μη ξυπνήσεις και  φοβηθείς το σκοτάδι... Εφώνιαξε και το ήσβησα... Σαν, μετά, τον ερώτηξα γιατί, μου ΄πε ...
 
"- Μάνα η φλόγα του κεριού τρέμει ακόμα και με την ανάσα ... Και σαν τρέμει σκορπάει σκιές ... Μια ανάσα αέρα να περάσει ... κι οι σκιές θα φοβίσουν το παιδί, περισσότερο απ΄το σκοτάδι ... "
 
 
"Είχε δίκιο ... Γύρισα το καντήλι στα κονίσματα ... και τ΄άναψα μπρος τους ..."
 
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-



2 σχόλια:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Μέσα στα απείρου κάλλους κείμενά σου ξεχωρίζω πάντα λίγες λέξεις...σημαδιακές σα να λέμε. Όπως αυτές...

"Αυτό το φως είχανε... Το πρώτο φως του ανθρώπου ο ήλιος, μετά το φεγγάρι... μετά το καντήλι ... Σαν δεν έχει ήλιο και φεγγάρι, το καντήλι σού μένει ..."

Να σαι πάντα καλά εύχομαι...

E.- είπε...

Πάντα Θαύμαζε η νενέ μου, το κερί και το καντήλι ...

"Στο κερί και στο καντήλι χρωστάμε το ότι δεν μας κατάπιανε οι Τούρκοι κόρη μου... Χωρίς κερί και χωρίς καντήλι που κρυφό σχολειό ... Και χωρίς κρυφό σχολειό ... που ρωμέικα γράμματα, που Παναγιά κι Ιησούς Χριστός, που Ρωμιοί ... Χωρίς κερί και καντήλι θα μας είχαν καταπιεί ... Θα είχαμε σβήσει ..."

Σ΄ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια
και που με διαβάζεις ...

Ε.-