6 Δεκεμβρίου 2012

Ο άνθρωπος, λύκος για τον άνθρωπο ...

Στα Μύρα ...
Του ΄Αη Νικόλα σήμερα ... και περιμένουμε χιονοθύελλα ...

 Χρόνια καλά και πολλά σ΄όλους τους εορτάζοντες ... που ως γνωστόν, δεν είναι και λίγοι ...
 
΄Εχουν βουήξει  και μας έχουν τρελλάνει τα ράδια, τα δελτία ειδήσεων, η τι βί κι οι εφημερίδες ... Και θα μας έρθει λέει μεσάνυχτα και θα κρατήσει όλη τη νύχτα ... και θα φυσάει γερά και το πρωί ... να είμαστε προσεκτικοί, μα πολύ προσεκτικοί ...
Είδομεν ... ας ξημερώσει πρώτα με το καλό και μετά ... ο Θεός βοηθός ...
 
 
"Κι ήταν ο ΄Αη Νικόλας, κόρη μου, δικός μας ... γραικός... Κάτω χαμηλά, μακριά πέρα απ΄ τη Σμύρνη είχε γεννηθεί, στα Πάταρα ... από καλούς ανθρώπους, πλούσιους, ευσεβείς... Χριστιανοί ταγμένοι ήτονε οι γονέοι του και χριστιανό τον εμεγαλώσανε... Μα δεν προλάβανε να τον εχαρούνε... Από μεγάλο συρτικό φύγανε κι αρφανό τον αφήσανε νωρίς... Τότες αυτός πούλησε όλα του τα υπάρχοντα κι υπακούοντας στο Θεό και στην καρδιά του, όλους τους παράδες του τούς έδωκε στους άρρωστους, στους φτωχούς και στους υστερημένους ... Τίποτα δεν κράτησε για τον εαυτό του... ΄Εγινε κι ιερώμενος και παπάς και μετά επίσκοπος ... Στην εποχή του, κακή εποχή, δεν τους εθέλανε τους χριστιανούς ... Τους εκυνηγούσανε και τους εβάνανε στη φυλακή... Πιο πολλούς χριστιανούς και παπάδες είχανε μέσα τότε οι φυλακές κόρη μου, παρά κακοποιούς και παλιάνθρωπους... Και τον εκυνηγήσανε και τον εφυλακίσανε κι αυτόν ...
Μ΄αυτός εκεί ... ΄Εδωκε, έδωκε, όλα τα έδωκε στους ανθρώπους ... Παράδες, ανθρωπιά, αγάπη ... Αγαπούσε τον άνθρωπο! Τους ναυτικούς, τα καράβια και τα παιδιά ...  Την πιο πολλή αγάπη την είχε στα παιδιά ... στ΄αθώα πλάσματα. Κι οι ανθρώποι τον αγαπήσανε πολύ ... Μεγάλη γιορτή η χάρη του .... Στις 6 του Δεκέμβρη έφυγε για το Θεό του κι από τότες τη μέρα που έφυγε, στις 6 του χειμώνα τον ετιμούμε ... ΄Εχει ιστορίες η χάρη του ...  Οι ναυτικοί τον εκάνανε άγιό τους και προστάτη τους ... κατέχεις γιατί; Αχ ... όλες αυτές τις ιστορίες τις έλεγε ο πάππος μου ... Και τι γλυκά που τις ανιστορούσε δεν ξέρεις ... ΄Ελεγε ο πάππος μου πως είχενε πάει στην εκκλησιά του και τον επροσκύνησε ...Εγώ δεν επήγα ποτές...  Κάτω, μακριά απ΄τη Σμύρνη με καράβι είχενε φτάσει για δουλειά, γι΄αλισβερίσι χειμώνα καιρό και κάποιος είπε ... "Δεν επάμε και μέχρι τον ΄Αη Νικόλα, ταξίδι μεγάλο έχουμε μπρος μας, χειμώνας και καράβι, άιντε να πάμε, βοήθειά μας να τον έχουμε στον γυρισμό..." ΄Ετσι γίνηκε και πήγανε ... και καλά γυρίσανε. Μεγάλη εκκλησιά, λέει είχε ... γεμάτη τάματα ... Κι οι άνθρωποι τού επηγαίνανε τα άρρωστα παιδιά τους, να κάμει το θαύμα του, να τα γιατρέψει ... ΄Ακουε τώρα το στόρημα... Λέει, πως ο ΄Αη Νικόλας κάποτε, μια φορά, επήγε στους ΄Αγιους Τόπους ... ΄Ηθελε κι επήγε κι επερπάτησε πάνω στα χνάρια του Χριστού, επροσευχήθηκε, εσυλλογίστηκε... και μετά εγύριζε στον τόπο του με το καράβι... Στα μέσα του ταξιδιού και της θάλασσας έπιασε φουρτούνα μεγάλη που τέτοια, ούτε οι παλιοί θαλασσινοί του καραβιού δεν είχανε ξαναδεί... Ετρέχανε εδώ, εκεί, λωλοί, φοβισμένοι... Τότε ο ΄Αη Νικόλας ατάραχτος, ήρεμος...  έπεσε στα γόνατα κι άρχισε την προσευχή...
 
Μάταια τον επαρακαλάγανε να χωστεί, να προφυλαχτεί ... Αυτός εκεί! Μέχρι που μετά από κάμποση ώρα, ξεμαύρισε ο ουρανός, ξεψύχισε ο αέρας και καταλάγιασε η θάλασσα ... Τότες εκείνος εσηκώθηκε  γαλήνιος, τους εκοίταξε και με τη χέρα του τούς ευλόγησε ... Το ταξίδι τέλειωσε καλά. Φτάσανε απείραχτοι, ζωντανοί στον τόπο τους, εβγήκανε στη στεριά κι είπανε για την προσευχή, το θαύμα ... Το ΄μαθε ο κόσμος κι τότες, τον ονομάτισε άγιο των θαλασσινών και των καραβιών ... προστάτη των. Και τον αγαπήσανε και τον αγαπούνε πολύ και τον σεβάζοντε και τον τιμούνε ...
 
"Νενέ μου ... πες μου τώρα για τα παιδάκια. Πώς ξέρεις πως τα προστάτευε και τ΄αγαπούσε πολύ; Τα γιάτρευε; Πες μου."
 
"Λένε πολλές ιστορίες κόρη μου για τη χάρη του... Κι ο πάππος μου τις ήξερε όλες... Μα εγώ θα σου πω μια... αυτή που ζήταγα πάντα απ΄τον πάππο μου να μου την επεί καληώρα ... την ομορφότερη... Μον΄ ανήμενε να κάμω να πιούμε ένα τσάι... στέγνωσε ο στόμας μου ... "Το δικό μας ε γιαγιά; Με κανέλλα και μοσχοκάρφι... " "Ναι, κόρη μου ... το δικό μας..."
 
Η προίκα...
"΄Ητανε λέει μια φτωχειά μάνα που είχενε τρεις "άμοιρες" θυγατέρες... Δεν είχανε καλή μοίρα γιατί τότες η κοπέλλα που ήτανε φτωχειά δεν γινότανε να παντρευτεί ... Ο γαμπρός και το σόι του ζητούσανε λεφτά για να κάμουμε το γάμο και να την επάρει.. εζήτανε δηλαδής απαραίτητα προίκα... κι ας ήταν όμορφη η νύφη και νοικοκυρά ... Η μάνα αυτή εστενοχωριότανε, το εσκεφτότανε συνέχεια και μαράζωνε... κι ήκλαιγε -για τη φτώχεια τους- κρυφά απ΄τα κορίτσια της ... ΄Ητανε καλή γυναίκα, τίμια... και τα κορίτσια της άξια και πονετικά. Την εβοηθούσανε κι όπου υπήρχε χρεία, εβοηθούσανε κι εκεί ... Μα είχανε μεγάλη φτώχεια ... ΄Εφτασε και η πρώτη της η κόρη σε ώρα γάμου κι η κακομοίρα η μάνα έσκαγε... Παντρευόσαντε και μια-μια οι άλλες κοπελούδες του χωριού ... Μαθαίνει το αυτό ο ΄Αη Νικόλας για τα άμοιρα κορίτσια και -χειμώνας βαρύς ήτανε- πάει νύχτα στα σκοτάδια κι αφήνει πάνω στο χιόνι μπρος απ΄την πόρτα ένα σακκούλι με φλουριά... Το βρίσκει η πρώτη κόρη το πρωί σαν πάτηξε το ζουμπερέκι ν΄ανοίξει το πορτόφυλλο ... ανοίγει τοκαι βάνει τις φωνές ... Βγαίνει η μάνα, βλέπει τα και σκέφτεται το πρώτο-πρώτο να παντρέψει το κορίτσι της ... ΄Ετσι κι έγινε! Δεν εκράτησε για εκείνηνε και τσ΄άλλες κόρες παρά 2 φλουριά μόνο και τ΄άλλα τα ΄δωκε προίκα στην πρώτη κόρη της ... Μα τίνος να ΄ναι τα φλουριά ; Ρώτησε εδώ κι εκεί, άνθρωπος δεν βρέθηκε να πει πως είχε χάσει παράδες ... Παντρεύτηκε λοιπόν η καλή κοπέλα, ευχαρίστησε η μάνα το Θεό ... ΄Εκαμε μόνο καιρό να κοιμηθεί... γιατί κάθε νύχτα σαν έπεφτε στο γιατάκι της απάντηστη δεν ήβρισκε για τα φλουριά ... Πέρασαν 2-3 χρόνια κι ήταν ώρα να παντρευτεί η δεύτερη ... Πάλι στεναχώρια η μάνα ... Πάλι το έμαθε ο ΄Αη Νικόλας, πάλι νύχτα επήγε κι άφησε ένα σακκούλι φλουριά ... Μ΄αυτή τη φορά, το χιόνι ήταν περισσότερο απ΄την πρώτη και δεν εμπόρεσε να πλησιάσει στην πόρτα του σπιτιού ... Επήγε λοιπόν γύρω-γύρω κι άφησε το σακκούλι μπρος απ΄στο κλειστό πατζούρι...  Ανοίγει το πρωί η κόρη το παράθυρο, ακούει ντουπ .... βγαίνει και βρίσκει το γεμάτο σακκούλι ... Πάλι τα ίδια η μάνα, σκέφτεται το γάμο, ρωτάει τίνος είναι οι παράδες, ανθρώπου δεν είναι ... δίνει τα προίκα, παντρεύει και  τη δεύτερη.
 
 
Δοξάζει πάλι το Θεό ... ΄Ερχεται κι η σειρά της τρίτης ... κι ήταν ο χειρότερος χειμώνας που είχε δει ποτέ ο τόπος ...΄Εννοια μεγάλη πάλι η μάνα ... Εσκεφτότανε την τύχη των άλλων 2 κι ήλπιζε μα εφοβότανε κιόλας ... 2 φορές καλά έτυχε ... μα 3; ΄Αντε πάλι ο ΄Αη Νικόλας μας πως να πάει ν΄αφήσει το σακκούλι ... που το χιόνι τα είχε σκεπάσει όλα ... Σκέφτεται απ΄δω, σκέφτεται απ΄κει ... και νύχτα δένει σανίδες κάτω απ΄τα παπούτσια του και ξεκινάει ... Φτάνει στο σπίτι, ψάχνει ένα γύρω μια μεριά ν΄αφήσει το σακκούλι, τίποτα! Η πόρτα χαμένη, τα παραθύρια φραγμένα ... Βλέπει τότες την καμινάδα, άκαπνη... Που ξύλα οι φτωχειές... Μια και δυο με προσπάθεια, πιάνεται κι από ένα δέντρο, πλησιάζει την καμινάδα και ρίχνει το σακκούλι μέσα... Ξεπαγιασμένη η κοπελιά πάει το πρωί να ανάψει ένα ξύλο, βρίσκει το σακκούλι, βάνει τις φωνές ... Ξεκουκουλώνεται η μάνα, τρέχει, βλέπει το σακκούλι και δεν πιστεύει στα μάτια της ... ΄Ετσι παντρεύει και την τρίτη ...

κι ησυχάζει .. και μονάχη της πια, ευχαριστεί κάθε μέρα της ζωής της το Θεό ... Κι έλεγε την ιστορία κι ο κόσμος δεν την πίστευε ...  Χρόνια πολλά μετά και σαν είχε πεθάνει ο ΄Αη Νικόλας πια ... Ξέρεις πως ο ΄Αη Νικόλας πέθανε χειμώνα καιρό ολόφτωχος; ΄Εναν παρά δεν είχε κι ένα ράσο κατατρύπητο φορούσε συνέχεια ... Μ΄αυτό έφυγε ... Α, μετά που πέθανε ο ΄Αγιος ... είπανε πως αυτός ήτο που άφηνε τα φλουριά... ΄Αλλη εξήγηση δεν ήβρηκε ο κόσμος ... Είχανε δει και τα καλά που έκανε και τ΄αγαθά του που όλα τα ΄δινε και τα θαύματα... Ποιός άλλος εκτός τούτου; Κι όταν πέθανε και τον εθάψανε ... απ΄το κιβούρι του ήρχισε να τρέχει μύρο που σε εζάλιζε η μοσχοβολιά του ... και γιάτρευε τους αρρώστους ...  Μπρεεεε ... δεν τον ελένε ΄Αη Νικόλα των Μύρων εξαιτίας του μύρου ... Στα Μύρα ήτο επίσκοπος ...

Μόνο εμάς δε γιάτρεψε κόρη μου, γιατί μας έχασε... Μας εδιώξανε από τον τόπο μας και μας ήψαχνε... Εσκορπίσαμε ... μας εσκορπίσανε... Λίγους εδώ, άλλοι  εκεί ... Σ΄άλλα μέρη πήαινε, σ΄άλλα μας είχανε ρίξει ... Του επήρε καιρό να μας έβρει, και πάλι, άγιος και δεν τα κατάφερε να μας γιατρέψει...  Δεν εγινήκαμε ποτέ καλά σαν όπως ήμαστε πριν...  Κάποτε σαν μας ήβρηκε, κοίταξε τις πληγές μας, μας νοιάστηκε βοήθηκε ... Μα τα σημάδια δεν τα ΄σβησε ... Χρόνια πέρασαν και τα σημάδια εκεί, σημάδια ... Κι η πληγή μας, ο πόνος του τόπου μας, πληγή απόμεινε ... και σημάδι ...
 
΄Αιντε κόρη μου ... τ΄άλλα τα ξέρεις ... Ε ναι, απ΄αυτά κι αυτά κι απ΄τα θαύματα που έκαμε για τα παιδιά, τον επήρανε και οι Φράγκοι και τον εορτάζουνε στις 6 του Δεκέμβρη και μοιράζει δώρα στα υπάκουα παιδιά... Κι εμείς τον έχομε προστάτη των παιδιών μα έχομε τον ΄Αη Βασίλη μας  που φέρνει δώρα στα καλόπαιδα ... Και να προσέχεις, κόρη μου ... όσο πιο γνωστική και ζάντζες δεν κάνεις ... τόσο πιο μεγάλο κι όμορφο δώρο θα σου φέρει ..Και σα μεγαλώσεις κι έρθει η ώρα προίκα να ΄χεις τους καλούς σου τρόπους και τη σύνεσή σου "
"΄Αιντε ... σύρε τώρα σαν καλό παιδί  να θέσεις ...
Επαραξεχαστήκαμε με τις κουβέντες κοκόνα μου... "
 
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-
 
 
Πήγα εγώ νενέ μου για σένα στον ΄Αη Νικόλα των Μύρων ...
Κι είναι μια όμορφη, ζωγραφιστή μεριά το τόπος του ...
Μακριά απ΄τη Σμύρνη κι απ΄τα Βουρλά, κάπου 500 χλμ. παρακάτω ... σχεδόν απέναντι απ΄τη Ρόδο ...
 
Τα σημάδια νενέ του Αγίου, είναι πάντα εκεί ...
 
Κι η εκκλησιά του εκεί ....
σημαδεμένη μόνο απ΄το χρόνο κι απ΄τους τουρίστες ...
Θύμωσα πολύ ...
 
 
 
 
Τα Μύρα σήμερα τα λένε Ντέμρε ...
Τα Πάταρα Καλκάν ...
  
 

 

2 σχόλια:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Έχουν μια ξεχωριστή μαγεία οι διηγήσεις των παλιών που δεν μπορεί να περιγραφεί ή μάλλον να επεξηγηθεί έτσι εύκολα.
Ίσως τα έντονα βιώματα να μετατρέπουν το λόγο σε αληθινή κατάθεση ψυχής.

ΥΓ. Δεν πρόλαβα να δω το ζήτημα με το mail που έστειλες. Θα το κοιτάξω πάντως αναλυτικά και τα λέμε...

E.- είπε...

Πράγματι, οι διηγήσεις των παλιών έχουν κάτι το πολύ ξεχωριστό ...
΄Εχω αναρωτηθεί κι εγώ, τι να ΄ναι αυτό το κάτι ...
΄Ισως, να ΄ναι, όπως λες ... η κατάθεση ψυχής...

Ε.-

Του καθενός μας ο χρόνος είναι γεμάτος ...
Μην το βάζεις έννοια το μέιλ ...