2 Ιανουαρίου 2013

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή ... για

12 μήνες χαράς                                                              
ή 52 βδομάδες ευτυχίας
ή 365 ημέρες υγείας
ή 8760 ώρες αγάπης
ή 525600 λεπτών επιτυχίας
ή 31536000 δευτερόλεπτων τύχης!
ή όλα αυτά μαζί ...
Διαλέγετε και παίρνετε...
Συν 2013 ευχές σάς δίνω ακόμα ... για ένα τέλειο 2013 ...
και 2013 φορές επιπλέον... εύχομαι να ΄στε καλά και να περνάτε ακόμα καλύτερα ...  ν΄αγαπιέστε, να ζήτε, να γελάτε ...
κι αν ...
2013 ευχές κάνω ... για περαστικά κι εύκολα... κι εύκολα να ξεχνιούνται ... 



"Κόρη μου, και πως να μην το ενθυμούμαι πως... Κυριακή ήκαμε την αρχή της εκείνη η καταραμένη χρονιά... Να το θυμάσαι, Κυριακή! Κι όμως είχε αρχινίσει όπως πάντα ... Με τη φαμίλια στη λειτουργιά, το ποδαρικό μετά και το ρόγδι, την καλή χέρα στα παιδιά, το εορταστικό τραπέζι, τα μουσαφίρια... Τα ξέρεις δα ... ΄Ολα ήσαντε έτοιμα από πριν... Μέρες πίσω, δηλαδής σχεδόν ανήμερα στο γενέθλιο είχανε αρχίσει οι ετοιμασίες για το έμπα του νέου χρόνου ... Είχανε μαζευτεί, πλυθεί και σιδερωθεί τα βελονάτα τραπεζομάντηλα, είχανε γυαλιστεί τα κουταλοπήρουνα, είχανε μετρηθεί τα γλυκά, τα ποτήρια, τα καλούδια... ΄Οτις ήλειπε ήπρεπε να ματαμπεί στη θέση του... να συμπληρωθεί... ΄Ετοιμο ήπρεπε να ΄ναι στη χρεία του καινούργιου χρόνου... κι απ΄όλα, όσα πρόσταζε η μέρα, στο μέτρο και στη μπόρεσή του ο καθένας, ήπρεπε να τα ΄χεις...  Τα καλέσματα είχανε γίνει, τα φαγάκια ήτονε τα ίδια, αυτά που ήθελε τ΄αντέτι (έθιμο) τα δικά μας, της εποχής, μελετημένα... Οι ομοτράπεζοι μετρημένοι, δικοί ... Η φαμίλια ολόκληρη, οι καρδιακοί φίλοι, οι καλοί γείτονες, οι αγαθοί γνωστοί... όλοι καλοδεχούμενοι στο τραπέζι και στη μοιρασιά ...  Χαρά μεγάλη το έμπα του χρόνου... και το λαχταρίζαμε... Ελπίζαμε σε άλλα, καινούργια, καλύτερα... Γι΄αυτό και του κάμαμε υποδοχή μεγάλη ... ΄Ετσι, τέτοια υποδοχή τού κάμαμε και τότες... Μόνο που κάτι πρέπει να ξεχάσαμε γιατίς εκείνη τη χρονιά όλα άλλαξαν κι έσβησαν από προσώπου γης και χάθηκαν δια παντός... τόποι, άνθρωποι, ζωές... Εμείς οι πρόσφυγες κόρη μου, να το ξέρεις, έχουμε μυστικό, δικόμας μόνο, μεγάλο... Μετράμε στα φανερά σαν όλους τα χρόνια μ΄αρχή τη γέννηση του Κυρίου ... μα στα κρυφά, αρχή κάνουμε και μετρούμε από τότες... απ΄αυτή την καταραμένη χρονιά που χάσαμε τον τόπο μας...  τους ανθρώπους μας, τον ήλιο μας και τ΄αγαθά μας ... μ΄αρχή από τότες μετράμε το χρόνο... ίσως με την ελπίδα πως πάλι με χρόνια και καιρούς πάλι δικά μας θα ΄ναι ... Αχ κόρη μου, μέρα, παραμονή εορτής που είναι σήμερα ... κι εγώ τη μαυρίζω... Πάλι τα δικά μου εθυμήθηκα και παρασύρθηκα σε στενάχωρα... Παιδί πράμα είσαι κοκόνα μου κι εγώ, μόνο εορτινά θα ΄πρεπε να σου λέω αυτές τις μέρες, σήμερα ...κι όχι να τις μαυρίζω... Εορτινά, όπως το εξεκίνησα... Να δεις... Ναι...
΄Ασε που όπως άρχιζε ο χρόνος, έτσι λέανε πως θα κυλούσε ... Γι΄αυτό κι επροσέχαμε πολύ ... Δεν ήπρεπε να κάμουμε βλακείες και κουτουράδες, να λέμε κακές κουβέντες, να μαλώνουμε, να βλαστημάμε τη μέρα αυτή, την πρώτη και καλύτερη του χρόνου ... γιατί λέανε πως άμα το ΄κάμαμε ... έτσι θα κυλούσε ο χρόνος όλος ... το ίδιο θα ΄καμαμε και θα ξανάκαμαμε... το ίδιο θα μας τύχαινε και θα μας ξανατύχαινε... καυγάς, αναποδιά, κουτουράδα...
΄Ακου να δεις, πάντα να βάνεις για δίπλα για πάνω στο τραπέζι σου, κάνα δυο πιάτα παραπάνω... για τον ξένο, τον ΄Αη Βασίλη, τον περαστικό ... 
Εμείς και τους φτωχούς του μαχαλά και τους αδύναμους μα κι αυτούς που τους είχενε χτυπήσει μεγάλο κακό, θανατικό, ατυχία, κι αυτούς που είχανε πένθος τούς εμετρούσαμε κι αυτούς απ΄αρχής στα μουσαφίρια ... Δεν τους είχαμε στο σπίτι, στο τραπέζι μα τους είχαμε στο νου, στην καρδιά, στη μοιρασιά ... Τους εμετρούσαμε μαζί μ΄εμάς στις εορτές και στη χαρά... Κι ότι εμπορούσαμε κάναμε ... Ναι, εμείς έτσι κάμαμε.  Κι ότι τους αναλογούσε τούς το επηγαίναμε στο σπίτι από την παραμονή... Και παρηγοριόσαντε κι αυτοί, πως δεν ήσαντε ολότελας μόνοι κι απ΄όλους ξεχασμένοι... ΄Ετσι εκάμανε κι αυτοί την εορτή της πρωτοχρονιάς... ΄Ενα φτωχοπρόγραμμα εορτινό εβάνανε μπρος κι αυτοί ... με τα δικά μας προσφορίδια ... στηριγμένοι στους έχοντες... μ΄απ΄το καθόλου ... καλά και τα προσφορίδια... Με αγάπη ήτανε δοσμένα και μ΄ευσπλαχνία ... 
΄Εμενε να γίνουν πολλά ακόμα κοκόνα μου για το νέο χρόνο, μα το σχέδιο είχενε βγει... ΄Ιδιο ήτονε, αντέτι το ελέγαμε, το έθιμο που λέτε... Κι όπως χρόνια πριν είχε αρχινίσει... έτσι το εσυνεχίζαμε, όπως το ΄χαμε βρει κι όπως μας το ΄χανε ειπωμένο... Το αντέτι είναι που σε δένει με τον τόπο, το αίμα, τη φαμίλια ... Τ΄αντέτι κι ο σεβασμός! Κι η αγάπη! Κι είμαστε αγαπημένοι τότες, πιότερο απ΄το σήμερα ... Τ΄αδέρφια βοηθούσανε τ΄αδέρφια, οι γονιοί είχονε τη μεγαλύτερη έγνοια τα παιδιά τους, τα παιδιά εσεβόντανε τους γονιούς, τους γεροντότερους, το Μεγαλοδύναμο ... Σήμερα δεν είναι το ίδιο... Αλλιώς, καλύτερος καιρός τότες... Δεν ήκαμες του κεφαλιού σου, όλα τα είχες έγνοια μα κι όλοι σε νοιάζονταν... ΄Οχι πως δεν είχαμε και τότες ανέντιμους κι άτιμους κι αδέρφια κοράκια και μαύρα πρόβατα ... μα ήτονε λίγοι ...
Κι είχαμε σειρά και τρόπους άλλους, και τ΄αντέτια τα δικά μας... Δεν τα εδιάβαζες πουθενά, ήσαντε δοσμένα όλα τούτα...  Μόνο σού τα ελέγανε οι δικοί, οι μεγαλύτεροι, ο ντεντές (παππούς), η μάνα, η νενέ... Και  τα ΄βλεπες να ζωντανεύουνε. Ζωντανεύανε μπρος σου σαν ήτανε ο καιρός τους για κάθε φορά που εχρειάζετο... Και πες-πες, δες-δες, σού εμένανε στο μυαλό... Και τ΄ακολούθαγες και τα ΄καμες και τα ΄φιανες όπως τα είχες ειδεί κι όπως τα είχες ακούσει ...Κι ήτονε κανονισμένα όλα ... Σαν είχες καλό ντεντέ σού εξηγούσε το γιατί, το πως, το πότε... Σαν είχες καλή νενέ ... "- Σαν και σένα νενέ μου;"
"Ναι, σαν  εμένανε κι εσένανε κοκόνα μου ..." "Κι αν είχες καλή νενέ εμάθαινες να ζυμώνεις, ν΄απλώνεις, να μαγειρεύγεις ... Κι είχανε δίκιο και ΄ξέρανε πάντα περισσότερα οι γεροντότεροι... και καλά  έκαμες σαν τους εζητούσες συμβουλή και γνώμη ... Μόνο η αγάπη τούς εξέφευγε φορές-φορές ... μα το εξέρανε και σαν βλέπανε πως μιλάει η καρδιά, την ακούγανε κκι εκάμανε οπίσω ... ΄Ετσι επαντρεύτηκε η αννέ μου ... το ΄λεγε και το ματάλεγε ... κι ήτονε περήφανη! Κι εξ αυτού, σεβότανε ακόμα περισσότερο τους γονιούς της ... Και παντρεμένη ακόμα συχνά-πυκνά ζήτανε τη γνώμη της νενές μου ... Μα κι ο πατέρας μου, πολλές-πολλές φορές εσυζητούσε με το ντεντέ μου που τον είχαμε στο σπίτι ... Και τον εσεβότανε όπως τον πατέρα του..."
"΄Ωφου ... Πάλι τα ίδια κάμω κόρη μου ... Απ΄αλλού ξεκινήσαμε κι αλλού μακρά μας πήγαν τα λόγια και φτάσαμε ... αλλού γι΄αλλού ...
Το νέο χρόνο εμελετούσαμε και την εορτή του, σε γάμους κι αγάπες εβρεθήκαμε ...
΄Αιντες πάμε να θέσουμε... κι αύριο μέρα είναι ... και νύχτα θα φέρει... Το πρωί έχομε δουλειές κι ετοιμασίες και να βοηθήσουμε τη μάνα σου, μα το βράδυ θα τα πούμε πάλι οι δυο μας...  Μόνο μην ξεχνάς κόρη μου... Χωρίς πίτα του Αγίου και χωρίς ρόγδι να μην αφήσεις ποτέ το κονάκι σου την πρώτη του χρόνου ... και στον ξένο του ποδαρικού, πάντα να δίνεις πλούσιο ρεγάλο ... ΄Οτι βγει απ΄το σπίτι, διπλό  το στέλνει πίσω ο Θεός, διπλό ματαμπαίνει ... ΄Αιντες... "
Καλά σας βράδια
Ε.-  

Διάβασα πρόσφατα, περίπου τα παρακάτω ...
Γράφω, αντιγράφω, συμπληρώνω, θυμάμαι, αναστενάζω, μελαγχολώ και κάπου-κάπου δακρύζω...
1922 - Πρώτη του έτους


"Η Σμύρνη, η “γκιαούρ Ισμίρ”, η "άπιστη Σμύρνη" με τις 16 εκκλησιές της ... υποδέχεται την Πρωτοχρονιά του 1922 με ευχές και γέλια ... πλούσια! Αρμενικά, ιταλικά, αγγλικά, γαλλικά, ολλανδικά και κυρίως στα ελληνικά ακούγονται οι ευχές, αφού η συντριπτική πλειο­ψηφία του κόσμου της είναι Έλληνες. Η Σμύρνη με τα τριάντα σχολεία -την Ευαγγελική Σχολή, το Κε­ντρικό Παρθεναγωγείο, το Ομήρειο Ίδρυμα κλπ.- με τα τέλεια οργανωμένα νοσοκομεία, με πρώτο και καλύτερο το Γκραικικόν, γεμάτο απ΄ τους αρρώστους που καταφθάνουν από παντού για να θεραπευτούν, με τα δραστήρια φιλανθρωπικά της ιδρύματα, το Άσυλο των Αστέγων, το Λαϊκό Κέντρο, το Ορφανοτρο­φείο, τη Φιλόπτωχη Αδελφότητα, το Ταμείο Φτωχών, την Αδελφότητα “Ευσέβεια”, το Σύλλογο Κυριών, κ.ά., με τους δημιουργικούς πνευματικούς συλλόγους της, π.χ. το Φι­λολογικό Σύλλογο “Όμηρος”, τον Καλλιτεχνικός της Σύλλογο, το δημοσιογραφικό και πλείστους άλλους, με τα αθλη­τικά σωματεία της, όπως ο Πανιώνιος και ο Απόλλων... μα και τις λέσχες της, που συγκέντρωναν όλη την “εκλεκτή κοινωνία” και με τα πολυτελή θέατρά της ... τη Νέα Σκηνή, το Θέατρο Σμύρνης, το Σπόρτιγκ Κλαμπ, το Κραίμερ και το Γκαίυ και με τους δώδεκα κινηματογρά­φους της, με τις πάμπολες και κατάμεστες τράπεζές της, το ζωηρό εμπόριό της, το σιδηρόδρομο που την ενώνει και μεταφέρει κόσμο και κοσμάκη …και προπαντός η ονειροπόλα Σμύρνη με τον ελπιδοφόρο ελληνικό απελευθερωτικό στρατό και ... με τις δεκαέξι πανέμορ­φες ορθόδοξες εκκλησίες της υποδέχεται τον Αϊ-Βασίλη και τον καινούριο χρόνο… στολισμένη, ολόλαμπρη, κοσμοπολίτισσα, ξελογιασμένη και ξελογιάστρα ...
Η μητρόπολή της, η Αγία Φωτεινή, λαμποκοπά μέσα κι έξω κι από πάνω μέχρι κάτω... Ο σεβαστός μητροπολίτης Χρυ­σόστομος με τα χρυσοκέντητα άμφια και την οικουμενική πατερίτσα του αστράφτει  επιβλητικός σαν αληθινός βυζαντινός αυτοκράτορας πάνω στον δεσποτικό του θρόνο... Το βλέμμα του όμως είναι μελαγχολικά και στοχαστικά στραμμένο αλλού κι ανήσυχο βυθίζεται στο μέλλον. Λαλεί χαρμόσυνα το πανύψηλο καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής καθώς το μεγάλο βαυαρικό ρολόι του δείχνει ακριβώς 12! Κι αντιλαλούν οι καμπάνες των άλλων εκκλησιών της και τα μαγευτικά περίχωρά της: Απ΄το Κορδελλιό, το Αλάμπεη και την Παπασκάλα∙ τα Πετρωτά, την Αγία Τριάδα και το Μερσικλή∙ το Βαϊρακλή και το Δαραγάτς∙ το Καρατάσι και το Σαλαγανό∙ την Καλλιθέα (Καραντίνα), την Ενόπη (Γκιοζ Τεπέ) και τη Μυρακτή (Κοκάρ-Γιαλί, απ΄το Βουρνόβα, το Χατζηλάρ και το Βουνάβασι∙ απ΄τον Παράδεισο, τον Μπουτζά και το Σεβδήκιοϊ… οι καμπάνες χαιρετούν τη Μητρόπολη και την καινούργια χρονιά ..."
«Τα στενά της σοκάκια, οι φαντασμαγορικοί βερχανέδες της, τα νεοκλασσικά της σπίτια, τα καφασωτά παράθυρα, τα αιώνια μπαλκόνια, οι μιναρέδες, τα ψηλά κωδωνοστάσια, οι τρούλοι της, τα σαχνισιά της, μέσα στο τρεμουλιαστό φως των φαναριών της... δίνουν στην πόλη μια όψη έντονα ειδυλλιακή κι έναν κάποιο μυστικισμό… κάθε δείλι, κάθε νύχτα... πάντοτε. Μέσα όμως στη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς του ’22 οι μιναρέδες και τα κωδωνοστάσια έμοιαζαν να αποκρεμιούνται σ’ αγκάλιασμα ερωτικό ή θανατηφόρο – δεν ήξερες!
«Το Και, το Παραλλέλι, η Μπελαβίστα, οι Βερχανέδες, οι Μεγάλες Ταβέρνες, το Μπουλβάρ-Αλιότι, ο Κουλές, τα Τράσα, τα βαποράκια του Κορδελλιού, το τραμ της πλακόστρωτης προκυμαίας που το ‘σερναν άλογα, τα κατάμεστα με εύθυμο κόσμο κέντρα και καφέ-σαντάν, τα μονά ζυγά φιστίκια, τα “πολιτάκια” με τα σαντούρια, τα ούτια και τα κανονάκια...  όλα έμοιαζαν σαν εύθυμες χρωματιστές κορδέλες που έπλεκαν ένα χαρωπό γαϊτανάκι. Και μέσα σ’ όλα αυτά, οι μητέρες να μπαινοβγαίνουν με τα παιδιά στα καταστήματα και ν’ αγοράζουν τη χαρά του μπουναμά, του περιττού ... μέσα σε μεγάλα και μικρά καλοτυλιγμένα πακέτα…
Άσε το τι γινόταν με τη βασιλόπιτα...
Η νοικοκυρά έβαζε μέσα το φλουρί. Κατόπιν, η ίδια έπλαθε και σχεδίαζε ζηλευτά πλουμίδια με καρεφύλλια και μύγδαλα. Μετά πατούσε στη μέση τη σφραγίδα με το δικέφαλο αητό... Κι ήταν μια απ' αυτές που σκά­λιζαν οι μοναχοί στο Άγιο Όρος ή σταυρό σχεδίαζε όπως τής άρεσε ή όπως τον εφανταζόταν. Η ίδια σκαρίφιζε με ζυμάρι ή μ΄ ασπρισμένα ή καβουρντισμένα αμύγδαλα, ανάλογα την όρεξή της,  τη χρονολογία του νέου χρόνου. Σαν τρελλά πουλιά μπαινόβγαιναν και τιτίβιζαν, από σπίτι σε σπίτι, τα παιδιά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Πότε θα ‘ρθει η ώρα να κό­ψουν την πίτα… ΄Αντε να δουν σε ποιον θα πέσει το φλουρί… Και τα ρεγάλα και τους μπουναμάδες πότε θα τα μοιράσουν... Ακόμα κι οι μεγάλοι αγωνιούσαν για τα ρεγάλα. Ήξεραν ότι όλα ήταν αγο­ρασμένα απ’ τα καλύτερα και τα πιο φημισμένα μαγαζιά της πόλης τους ... ή απ΄του Ξενόπουλου, ή απ’ την Μπον Μαρσέ, τα μεγαλύτερα, πλουσιότερα, ομορφότερα καταστήματα της Σμύρνης. Καταστήματα που έφερναν ότι καλύτερο υπήρχε στις αγορές του κόσμου ... Μετάξια, δαμασκηνά, γούνες, ασημικά, καθρέφτες, κρύσταλλα ... Πάνω στο στρογγυλό τραπέζι της τραπεζαρίας, η γελένη γεμάτη καρύδια, μύ­γδαλα, φουντούκια, “μάνα του Ουρανού”, κουκουνάρια, σταφίδες, σύκα, κουρμάδες, δα­μάσκηνα, λεμπλεμπούδες, φυστίκια, κάστανα... Στη μέση ένα αναμμένο κερί, σκέψη και φάρος για τους μακριά ευρισκόμενους, προσευχή υπέρ των παρόντων, καντήλι στη χάρη της Αγιά Τριάδας και των Αγίων... φως στη χαρά της μέρας και του νέου ξεκινήματος... Και τα παιδιά να μπαινοβγαί­νουν, να γεμίζουν τις τσέπες με καλούδια, να γελούν και να μασουλίζουν. Δε σταματούσαν ... Κάλαντα κι ευ­χές στην ξώπορτα ολημερίς κουδούνιζαν…
Και βέβαια, κάθε δέσποινα, κοκόνα και νοικοκυρά Σμυρνιά, την παραμονή της μεγάλης μέρας, στον εσπερινό, έστελνε, στον πάτερ της ενορίας το εικόνισμα του Αγίου Βασιλείου με τον άρτον για το Ύψωμα... Κι ανήμερα, ξωλείτουργα ο εφημέριος ήθελε να πάει στο σπίτι να ψάλει το Απολυτίκιον και το Μεγαλυνά­ριον του Αγίου: “Τον ουρανοφάντορα του Χριστού…”. Η νοικοκυρά ανέμενε κρατώντας άσπρη πετσέτα ανοιχτή κι ο παπάς βαστώντας τον άρτον τον ύψωνε εκ τρίτου αναφωνών: “Μέγα το όνομα…”... “της Αγίας Τριάδας”, συμπλήρωνε η οικοδέσποινα. “Πάτερ όσιε, βοήθει τους δούλους σου”, ξανάλεγε ο παπάς κι έκοβε ανάλογες μερίδες, και τις μοίραζε... ευλογία για τους εορτάζοντας… Στο Γιαμανλάρ Νταγ, το πρωί της Πρωτοχρονιάς, όταν ξυπνούσαν οι άνθρωποι, ήθελε να κοιτάξουν το βουνό και να ευχηθούν, να είναι στεριωμένοι όλο το χρόνο και καλά ...  Κι αν το βουνό ήταν χιονισμένο, σημάδι το ΄χανε ... πως ο χρόνος θα τους ήταν αίσιος κι ευτυχισμένος ...

Παρόμοιες σκηνές εκτυλίσσονται παντού… τότες, παραμονή κι ανήμερα του νέου έτους, έτος 1922...

Στην Κρήνη τότε, Τσεσμές σήμερα...  μετά το κόψιμο και το μοίρασμα της πίτας, άφηναν κάμποσα κομμάτια της πάνω στο τραπέζι μαζί και μ΄άλλα γλυκά μα και νερό, σαν κατέβει τη νύχτα ο ΄Αγιος, ο Αϊ-Βασίλης εκ Καισαρείας, να φάει και να ξεδιψάσει...
Στη Χίο της Βιθυνίας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο νοικοκύ­ρης κάρφωνε ένα κλαδάκι ελιάς πάνω στη βασιλόπιτα, που την ακουμπούσαν όρθια, κάθετα στον τοίχο και λειτουργούσε σαν εικόνισμα, ή ως ειδώλιο,  του Αϊ-Βασίλη... Πάνω στο κλαδάκι όλα τα μέλη κρεμούσαν τα μαλαματικά τους, βραχιόλια, αλυσίδες, σκουλαρίκια, δακτυλίδια κ.ά.. Τ΄ άφηναν εκεί όλη τη νύχτα, για να τους φέρει ο Αϊ-Βασίλης ευτυχία...
Στις αρχαίες Κυδωνίες, Αϊβαλί τότε, Αϊβαλίκ σήμερα...  η νοικοκυρά σχημάτιζε με ένα πιρούνι πάνω στην πίτα ένα σταυρό “τσιμπιστό”, για να… βγαίνουν τα μάτια των εχθρών και να μην τους γλωσσοτρώνε, ενώ με ένα κλειδί έκαναν διάφορα πλουμιά για να “κλειδώνεται” το στόμα των εχθρών. Εξάλλου, όποιος κέρδιζε το φλουρί δεν το έπαιρνε. Το εξαγόραζε η νοικοκυρά, γιατί ήταν γρουσουζιά να φύγει από το σπίτι.
Στον Πόντο τοποθετούσαν στο εικονοστάσι έξι κλαδιά ελιάς και έξι δάφνης με την ευχή: “ήρθε καλοχρονιά, ας πάει κακοχρονιά”. Επίσης τα κορίτσια έριχναν στη θάλασσα στάρι και αλάτι και έφερναν στο σπίτι θαλασσινό νερό με βότσαλα, που σκόρπιζαν στα δωμάτια, για να έχουν αφθονία αγαθών.
Ειδικότερα, στη Σινώπη, κάθε Πρωτοχρονιά κάρφωναν πάνω από το τζάκι ένα νέο κλαδί ελιάς, για να τους δίνει νέα ζωή. Ενώ, όποιος έβρισκε το φλουρί έπρεπε να πάει πρωί-πρωί στη βρύση να αφήσει ένα κομμάτι πίτα αλειμμένο με μέλι και βούτυρο, για να εξευμενίσει το στοιχειό που κατοικούσε σ’ αυτή, και να φέρει στο σπίτι ένα κουβά “αγιοβασιλιώτικο νερό” για ανανέωση.
Στα Κοτύωρα, καλό σημάδι για την οικογένεια ήταν να πέσει το νόμισμα στην Παναγία, που της “μελετούσαν” το πρώτο κομμάτι.

Στην Κασταμονή, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές εκτός από τη βασι­λόπιτα ετοίμαζαν και τον αϊβασιλιώτικο χαλβά με ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα, γιατί από την επιτυχία του εξαρτιόταν η τύχη και το κύλισμα όλης της χρονιάς. Μετά τον Εσπερινό, τέσσερις ομάδες μαθητών με λευκούς χιτώνες, γαρνιρισμένους με θαλασσί χρώμα και με πολύχρω­μα φαναράκια στα χέρια επισκέπτονταν όλα τα σπίτια. Τα κεράσματα ήταν ρακί και μεζέ­δες για τους μεγάλους και ξηροί καρποί ή φρούτα για τους μαθητές. Με τα χρήματα που εισέπρατταν κάλυπταν έξοδα του σχολείου.
Έτσι έγιναν όλα, έτσι ... κι όπως κάθε χρόνο έγιναν και την Πρωτοχρονιά του 1922.
΄Ομως...  μήπως δε σταύ­ρωσαν την πίτα “τρις” με το μαχαίρι;
Μήπως δε “μελέτησαν” σωστά τα κομμάτια της;
Μήπως δεν πάτησαν σωστά πάνω της τη σφραγίδα κι ο δικέφαλος αποτυπώθηκε λειψός;
Μήπως το “φλουράκι” το κέρδισε το Τουρκάκι που παραστεκόταν ή μήπως τού το “μαρτύρησε” το πονηρό Φραγκάκι στο πλάι;
Μήπως δεν πέτυχε ο αϊβασιλιώτικος χαλβάς της Κασταμονίτισσας;
Μήπως ξέχασαν να ανανεώσουν τα παλιά κλαδιά ελιάς και δάφνης στα εικονοστάσια τους;
Ή μήπως το πρωί της Πρωτοχρονιάς του ’22, πυκνή ομίχλη έκρυβε τη θέα του αχιόνιστου Γιαμανλάρ Νταγ;
Μήπως, πάλι, έπιασαν κάποιες κατάρες των Λε­βαντίνων εμπόρων που είχαν θησαυρίσει κάτω απ’ το παλιό τουρκικό καθεστώς των διο­μολογήσεων και τώρα έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τους Έλληνες;
΄Η μήπως πίσω απ’ τα καφασωτά παράθυρα, τα κατακόκκινα από ζήλεια μάτια των Τούρκων “μάτιαζαν” το Ελληνικό στοιχείο, που ζούσε το όνειρο της Ανάστασης;
Δεν μπορεί, κά­ποιο κακό σημάδι θα είδαν οι Μικρασιάτες την παραμονή ή ανήμερα της Πρωτοχρονιάς!!! Δεν μπορεί τίποτα να μην τράβηξε την προσοχή τους! Δεν μπορεί τίποτα να μην τάραξε τ΄ατάραχτα!
Την Πρωτοχρονιά του 1922 η τραγωδία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας βρί­σκεται σε κορύφωση. Όλα όμως έγιναν όπως κάθε χρόνο στη “Βασιλίδα της Ιωνίας” και τα περίχωρά της. Γιατί, όπως γράφει ο Η. Βενέζης, «Η καταιγίδα, η καταστροφή πλησία­ζαν. Εμείς ήμαστε τότε σχεδόν παιδιά, δεν είχαμε νου και μάτια να δούμε. Αλλά οι πατέρες μας, που είχαν και τα δυο, δεν ήθελαν να δουν. Δεν είχαν μήτε φαντασία. Η ζωή των ελληνικών κοινοτήτων συνεχιζόταν μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα ευφορίας – που είναι χαρακτηριστική των απελπισμένων καταστάσεων…». Για κάποιους ασφαλώς στα παρασκήνια ή και στις κερκίδες του παγκόσμιου αυτού θεάτρου όλα αυτά είναι απλώς στοιχεία τραγικής ειρωνείας, αφού το ξέρουν ή το φαντάζονται ότι πρόκειται για την τελευταία Πρωτοχρο­νιά των Ελλήνων στη Μικρά Ασία.
Το τελευταίο, βέβαια, επεισόδιο της τραγωδίας, η «κα­ταστροφή», η "φωτιά", «η έξοδος», θα παιχτεί «επί σκηνής» τον Αύγουστο του ίδιου έτους… Εκείνο τον Αύγουστο, θα πέσει η αυλαία ... για πάντα!
Από τότε Μικρασιάτες ΄Ελληνες Πρόσφυγες, μπορεί να μετρούσαν όπως όλοι οι χριστιανοί το χρόνο με αφετηρία τη Γέννηση του Χριστού, σαν πρόσφυγες όμως αναμετρούσαν το χρόνο με αφετηρία την αποφράδα εκείνη μέρα του Αυγούστου ... τότε που οι πύρινες γλώσσες έζωσαν θανατηφόρα τον Ελληνι­σμό της Μικρασίας, αφανίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι του και ξεριζώνοντας το υπόλοιπο από τα χώματα όπου για τριάντα ολόκληρους αιώνες ζούσε και δημιουργούσε έργα θαυ­μαστά. Γι’ αυτό και η βασιλόπιτά τους ουσιαστικά ήταν συνδυασμός του “εορτα­στικού” άρτου και του “μελίπηκτου” των αρχαίων προσφορών προς τους θεούς και προς τους νεκρούς αντίστοιχα!


Αίσιο και χαρούμενο το Νέο Φέτος... για όλους

3 σχόλια:

Dina Vitzileou είπε...

Να τα πούμε και από εδώ?
Καλή χρονιά Ελενάκι!

E.- είπε...

Ναι Ντινάκι, να τα πούμε κι από δω κι από κει ...
Να τα πούμε, να τα ματαπούμε και να τα ξαναματαπούμε,
μιας κι όπως λένε, με το πες-πες, και θεοί πείθονται!
΄Αντε μπας και πειστεί και η Χρονιά η Νέα...
και τελικά κυλήσει ανέμελη, ανέφελη, απλή, ωραία...

Φιλάκια κοριτσάκι
Ε.-

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Να είσαι πάντα καλά Ελένη, να μας ταξιδεύεις στα χρώματα και τα αρώματα του χθες.
Ευχές...