5 Ιανουαρίου 2013

Δώδεκα Απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο του ...

Πέρασαν οι μέρες κι έφτασε το τελευταίο μελομακάρονο... μάζεψα και τα μελωμένα καρύδια απ΄το πιάτο, έγλυψα και τα δάχτυλά μου και ...


"Μωρ΄ κόρη μου, πιάσε ένα ισλί να γλυκαθούμε και λόγια γλυκά να πούμε ...
Μπρε αφήκαμε κανένα, για γιαβάς-γιαβάς τα καταναλώσαμε; Μα κι εσύ κοκόνα μου... μόνο ιστορίες θες ν΄ακούς ... Να μην κάνουμε δουλειά παρά μόνο να σου λέω ... Μόλις εγυρίσαμε από την εκκλησία, ίσα που αγιάσαμε το κονάκι κι αποκαθίσαμε κι εσύ το μυαλό σου στις ιστορίες... Κι άλλα πάλι θες ν΄ακούσεις ... Μα σαν τι να ιστορήσω ακόμα; Κι ίντα ιστορία να σου πω σήμερα; ΄Ακουε λοιπόν ...

"Σήμερα μέρα που είναι, στα Βουρλά εγίνετο ο μικρός αγιασμός... Ο μεγάλος, των υδάτων, αύριο λάβαινε χώρα... Σαν σήμερα που λες, επηγαίναμε στην εκκλησιά κι εφέρναμε στο σπίτι το άγιο νερό κι εραντίζαμε κάμαρες και γιατάκια, οντάδες και αυλιδάκια, κλήματα, ελιές, κονίσματα, χαϊβάνια ...όλα! ΄Ολα ήπρεπε να αγιαστούνε... να θεριέψουνε, ν΄αυγατίσουνε... Κι αύριο, εκεί να ειδείς ... Αύριο, ήσαντε τα μεγαλεία! Παπάδες, δεσποτάδες, διάκοι, μηδείς απόντας... Χρυσοστολισμένοι, λαμπροί... Κι ο μεγάλος χρυσός σταυρός, δεμένος με σκοινί, έτοιμος ... Μερικές φορές εστολίζανε ακόμη και το σκοινί σού λέω... Με γαλάζια κι άσπρη κορδέλα, να φέρνει στο μπαϊράκι μας, στη σημαία μας... Μα δεν ήρεσε αυτό στους φώτιους βρεχάτορες... Δεν ηθέλανε να βλέπουνε που πάει η άσπρη κορδέλα... Ηθέλανε να ΄χουν δυσκολία στο βρέσιμο ...Ηθέλανε να ΄χει το χάζι του το βούτηγμα και το ψάξιμο να τούς πάρει κάμποση ώρα κι ο κόσμος να αναμένει με αγωνία να ειδεί τον γενναίο... Γενάρης, τα νερά ανάστατα ... Το σκοινί δεν το εξεχώριζες διόλου σχεδόν στο νερό... Απ΄το γενέθλιο ήσαν έτοιμοι οι βουτηχτές... κοπέλια, ντελικανήδες και μεγαλύτεροι, ξέραμε όλοι μέρες πριν ποιοι θα βουτούσανε ... Πολλοί το είχανε τάμα, άλλοι το κάμανε για το καλό... ΄Αλλοι βουτούσανε χρόνια πεισματωμένοι γιατί δεν το κατάφερναν ... Μμμμ... κι είχαμε και κάποιους που βουτούσανε για να ΄χουνε να λένε ... Ο αδερφός μου ο Γιώργης 3 φορές είχενε φέρει το σταυρό πάνω μέχρι που ήφυγε 17 χρονώ για ν΄ αποφύγει το στρατό, στην Αμερική ... Ο ντεντές μου ήλεγε πως σαν ήσαν ντελικανής 8 φορές το επέτυχε και 4 μεγάλος ...κι ο μπαμπάς μου το ίδιο... Λες και το ήθελ΄ ο Θεός να σηκώνουν πάντα το σταυρό του κάποιοι απ΄την ίδια οικογένεια ... Και κείνη την κακή χρονιά το ίδιο γίνηκε... Μόνο που ΄ταν ο αδερφός μου ο Μήτσος που τον σήκωσε ... Από κει κι ύστερα ... δεν ξαναβούτηξε ποτέ για το σταυρό... Κι όταν κάποτες τού το ΄πε η αννέ μου... χλώμιασε, ταράχτηκε και τον εστολίσανε τα δάκρυα... Λες κι ήφταιγε αυτός για το κακό... Πήγαμε κάποιες φορές στον Πειραιά, ανήμερα Θεοφάνεια...  μα ποτές δεν θέλησε να βουτήξει μαζί με τους άλλους... κι ας ήταν οι περισσότεροι πρόσφυγες σαν κι εκείνον ... κι εμάς! Χίλιες-μύριες προσφυγικές φαμίλιες ζούσανε κοντά στο λιμάνι και τα Φώτα δίνανε όλοι το παρόν... Λες κι ήφταιγε αυτός για το κακό ... Ούτε κατάλαβε ποτέ κανείς ποιος έφταιξε... Τότες όλοι νιώθαμε αθώοι ... Καιρό μετά, νιώθαμε φταίχτες.. ΄Υστερις φταίχτες κι αθώοι συνάμα... Τι να σου πω κόρη μου... Μαζευόμαστε τα βράδια κάτω απ΄τους τσίγκους και τα λέγαμε μια έτσι, μια αλλιώς... Τα εξηγούσαμε και μπερδευόμαστε...Τα ξεμπερδεύαμε μα δεν τα εξηγούσαμε... κι αναστενάζαμε ... ΄Αλλοι δακρύζαμε, άλλοι κλαίγανε και ... τέλος δεν είχανε... Μήτε τα λεγόμενα, μήτε τα ιστορούμενα... μήτε τα ίσια και τ΄ ανάποδα, τα πολιτικά, και τα στρατιωτικά... ο πόνος μας και οι δυσκολίες μας ... Κι είχαμε και τους ντόπιους στο κεφάλι μας. Δεν μας ήθελαν, "ξένους" μάς είχανε, "τουρκόσπορους" μάς ονοματίζανε... Κι ας ομιλούσαμε τη γλώσσα τους κι ας ηξέραμε κι ας είχαμε την ίδια ιστορία μ΄αυτούς ... όσο κι ας είχαμε τον ίδιο Θεό κι όσο κι αν εορτάζαμε τους ίδιους αγίους ... και τα ίδια βαφτιστικά μ΄αυτούς... για δικούς τους δεν μας εβλέπανε ... "

"Μας εκοιτούσανε περίεργα γιατί είχαμε δικές μας συνήθειες, δικά μας φαγιά, κάμποσα διαφορετικά αντέτια... και κάποια δικά μας "καμώματα" τα επαρεξηγήσανε... Μας σύρανε πολλά και σύραμε ακόμα περισσότερα ... Σαν εγεννιόταν το μωρό και του επηγαίναμε το σακουλάκι με το κομμάτι μπαμπάκι και κάμποσα σπυριά ρύζι και τ΄άσπρα λουλουδοπέταλα δεν το εβάζανε στην κούνια μα τ΄αφήνανε στην άκρη ... Ούτε μπλε χάντρα τού εκρεμούσανε... Εδώ, του εκρεμούσανε χρυσό σταυρό και πέταλο... Μα κι εμείς το ίδιο! Μα και σακουλάκι και μπλε χάντρα ... γι΄άλλο ήταν το σακουλάκι, γι΄άλλο η μπλε χάντρα, γι΄άλλο ο σταυρός... Το σταυρόν τον ήφερνε ο νονός... ο πέταλο της τύχης το έβανε ο πατέρας... Λιρίτσες ο παππούς και η νενέ ... Γάλα και φιλιά η μάνα! Το ρύζι, σαν όπως τους γάμους, το εβάναμε για να ριζώσει στη γη το γιαβράκι, να μεγαλώσει, να σταθεί και να στηθεί... Τ΄άσπρο μπαμπάκι, να φτάσει ως τα γεράματα, στ΄ άσπρα μαλλιά... Το λουλούδι... καλός άνθρωπος να γίνει κι όμορφη κι ευωδιαστή ζωή για να ΄χει ..." "Και του γάμου τα παράξενα τα δικά μας ήτονε ένα ψαλίδι στη μέσα τσέπη του γαμπρού... βελόνα στο νυφικό προσεκτικά καρφιτσωμένη... Και γλυκά άσπρα και σεκέρ-παρέ κάμαμε στις 9 της γέννας... και τ΄αφήναμε στο τραπέζι για τις μοίρες... να φάνε, να γλυκαθούνε, με γλυκειά μοίρα να μοιράνουν το γιαβράκι ... Λουκουμάδες και γλυκά εκάναμε και σαν "μεγάλωνε" η κάθε κόρη ... κι ένα χαστούκι τής έδινε η μάνα της ... ροδί να μείνει το μάγουλό της ... να μην χλωμιάσει απ΄τους πόνους σαν της φεύγει το αίμα ... Και τους ντελικανήδες ο μπαρμπέρης τούς εξύριζε την πρώτη φορά ...

"Φέραμε κάμποσα δικά μας τέτοια παράξενα και μουρλά κόρη μου ... Μερικά εταιριάζανε με τα δικά τους, άλλα όχι ...

Να εμείς λέγαμε πως πρώτα ο νοικοκύρης κάμει το ποδαρικό και σπάει το ρόδι και μετά ο πρώτος ξένος που δικαιούτο και ρεγάλο. Και σαν σου τύχαινε παιδί να σου κάμει ποδαρικό ακόμα καλύτερα ... Εδώ ελέγανε πως καλός άνθρωπος πρέπει να σου κάμει ποδαρικό ... Σιγά να μην εθέλαμε εμείς κακό άνθρωπο! Εμείς είχαμε το ρόδι, εδώ είχανε την πέτρα ... ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι να κρατά μια πέτρα... Κι εμείς κι αυτοί, ελέγαμε... να έμπει ο πρώτος με το δεξί ποδάρι ... να πάνε όλα δεξιά...

Δικά τους είχανε αυτοί για το γάμο, δικά μας εμείς ... Μπαίναμε απ΄την πόρτα κι απ΄ την ίδια ήπρεπε να βγούμε για να μην χαλάσει για το προξενιό για ο γάμος ... Ραντίζαμε το κονάκι μ΄αγιασμό να σπάσει το μάτι και το κακό... εραντίζανε με αλατόνερο για το μάτι και τα μάγια ... Μας ελέανε μάγισσες γιατί εκοιτούσαμε τον καφέ και τα χαρτιά και τη σπάλα του αρνιού το Πάσχα ... Στις μάγισσες Σμυρνιές ετρέχανε όμως, στις καφετζούδες και  στις χαρτορίχτρες, σαν τα βρίσκανε δύσκολα ή κακοκαμωμένα ... Σμυρνιές τις επροτιμούσανε και τις επληρώνανε ευχαρίστως ...

Θεμελιώναμε το νέο σπίτι μ΄ένα πράσινο κλαδί, εσφάζανε πετεινό... Κάλιο κλαδί παρά σφαγή ...

Δεν επερνάγανε κάτω από σκάλα... να μην κακοτυχίσουνε! Δεν αφήναμε ανοιχτό ψαλίδι, να μην μας εγλωσσοφάνε... Δεν εδίναμε μαχαίρι στο χέρι. Σαν το ΄δινες, καυγά θα ΄καμες ... Σαν πέρναγες χέρι-χέρι το σαπούνι, στα μαλώματα θα σ΄έβανε το πέρασμα ... Το ίδιο και τα αγιακαμπί (παπούτσια) ανάποδα, καυγάς θα εξεσπούσε ... Σαν εσκούπιζες και δεν εμάζευες τα αποσκούπιδα δεν θα επαντρευόσουν ... ελέγανε στις κοπελιές... Γρουσουζιά ο πιλός στο κρεβάτι, μεγάλη γρουσουζιά σαν έσπανε ο καθρέφτης ... κι 7 χρόνια ελέγανε πως θα κρατούσε. Κι αν εξεχνιόσουν κι εκοίταζες τα μούτρα σου μεσάνυχτα στον καθρέφτη θα επέθαινες σύντομα ... Μαύρα πουλιά και μαύροι κάτες, αναποδιά επρομηνούσανε ... ΄Ηβρισκες καρφίτσα, τύχη θα ΄χες ... ΄Εχυνες καφέ, λεφτά σού πέφτανε... ΄Εχυνες κρασί, αίσια τα πράγματα ... Επετούσαμε τα σπασμένα ποτήρια και ταμπάκια και δεν τα εκρατούσαμε ... καλά νέα να μπούνε στο σπίτι ... Δεν ετσουγκρίζαμε με το νερό, δεν ελέγαμε εις υγείαν με τον καφέ... Ετσουγκρίζαμε με το κρασί και γουλιά επίναμε πάραυτα... Αν δεν επίναμε, γρουσουζιά και προσβολή ήτονε... Γρουσουζιά για σένα, προσβολή για τους ομοτράπεζους ... Δεν ετινάζαμε το βράδυ ... κι αν ετινάζαμε τραπεζομάντηλο βράδυ μετά το φαϊ το ετινάζαμε έξω απ΄το σπίτι ...να τα ΄χομε καλά με τα πνεύματα ... Δεν παρασύραμε το βράδυ, διωγμό να μην έχουν τα καλά πνεύματα... Δεν εσφυρίζαμε νύχτα, κάλεσμα στα στα κακά πνεύματα το ΄χαμε ... Τετάρτη και Παρασκευή και νύχτα τα νύχια σου μην κόψεις και Κυριακή να μη λουστείς αν θέλεις να προκόψεις ... ΄Ετσι έλεγε η νενέ μου ... ΄Ελεγε ακόμα πως ελούζοντο τη Μεγάλη Παρασκευή μόνο όσοι υποφέρανε από πονοκέφαλους ... Κι αν ήξυνες τη μύτη σου ή τον καφά (αυχένα) σου, ξύλο θα ΄τρωγες ... Κι αν ήξυνες τ΄αφτί σου το ζερβί, καλό νέο θα ΄ρχότανε ...κι αν το δεξί, φίλο θ΄άκουγες ... Κι αν σ΄ήτρωγε το ζερβί χέρι λεφτά θα ΄χανες ή θα ΄δινες ... μ΄αν σε φαγούριζε το δεξί, παρά θα ΄παιρνες ... Βασιλικό στη γλάστρα εβάναμε στην εμπατή, τύχη να μας εφέρνει ... Σαν επεταρίζανε τα πουλιά νύχτα, κακό επρομηνούσανε... σαν αλυχτούσε ο σκύλος, θανατικό ... Κι είχαμε κι άλλα πολλά ... 
Κι όλα αυτά κόρη μου σαν τα καλοεξετάσεις θε να δεις πως όλα είχανε με κάτι να κάμουνε ... Να μη σκουπίζεις το βράδυ ήθελε να πει πως ήπρεπε να ΄χεις τελειώσει δουλειές και πάστρα τη μέρα... Σαν δεν απομάζωνες τα αποσκούπιδα και τα παράταγες στην άκρη, τη μισή δουλειά είχες κάμει και καλά θα ΄ταν να την αποτέλειωνες...  Σαν σ΄έτρωγε η μύτη κι ήξερες πως η δουλειά πάει για ξύλο ... δεν αποτόλμαγες σκανταλιές ... 

Μα εζαλίστηκα πια ...
Κοκόνα μου πολλά είπαμε πάλι και πόσα να θυμάμαι πια; Χρόνοι πολλοί πέρασαν κι εγέρασα ... Και πάλι ... ίντα να πρωτοπείς κι ίντα να πρωταφήσεις ... που όλα τα ΄χω μαζωμένα στην καρδιά μου ...  Και σάμπως ξέρω αν έχω αφήσει και τίποτα που να μην στο έχω πει ... ΄Ωρες και ώρες τα ΄χομε πει και τα ΄χομε ματαπεί ... κι ακόμα τα λέμε ... Κι εσύ εκεί... πες μου νενέ, γιατί νενέ ... η Σμύρνη και τα Βουρλά νενέ μου ... δεν ηκουτούρντισες πια;

"Καλά το ρωτάει ο μπαμπάς σου ... τι λέτε πια τόσες ώρες, νενέ κι εγγόνα ... Δίκιο έχει ... Δεν εβαρέθηκες να κάθεσαι μέσα μαζί μου μωρ΄κόρη μου και να μ΄ακούς; Δεν τις εβαρέθηκες τις ιστορίες; Δεν πα΄να βρεις τις φιληνάδες σου να πείτε τα δικά σας παρά κάθεσαι κι ακούς εμένα γριά γυναίκα; Δεν έχετε να πείτε για ντελικανήδες κι όμορφους; Δεν έχετε κοπελίστικα να μολογήσετε η μια στην άλλη;

΄Αιντε τώρα ... πάμε να δούμε τι κάμει η μάνα σου ... να βάλουμε και καμιά μπουκουνιά στο στόμα μας κι ύστερις να θέσω ..."


Καλά σας βράδια

Ε.-

1 σχόλιο:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Κι αν ήξυνες τη μύτη σου ή τον καφά (αυχένα) σου, ξύλο θα ΄τρωγες ...

============

Μωρέ να κοιτάω ξανά και ξανά στις ειδήσεις και να μην βλέπω κανέναν από τους σωτήρες μας να ξύνει τη μύτη ή τον καφά του!
Τι κακό είναι μπρέ τούτο;