25 Ιανουαρίου 2013

Μήνα Γενάρη ... ο ένας δύο, ο μονός κουβάρι...

Και να ΄σου ο τύπος κι εμφανίζεται μόλις άρχισα κι εγώ να παραπονιέμαι ... Και λέω εγώ γιατί κάποιοι άλλοι έχουν αρχίσει το μισμίρισμα εδώ και μέρες! ΄Ετσι πάνω στο παράπονο με πέτυχε η ιδέα κι άρχισα χθες την "ανάρτηση" γεμάτη χιόνια και γεμάτη κρύα και κατέληξα να σας περιγράφω το Δουκάτο μου! 
 Και μωρ΄έρχετ΄ο τύπος, κατά απογευματάκι μεριά και μου κόβει όλη τη φόρα! Να μην σας πω κιόλας κιόλας πως φάνηκε ακριβώς την ώρα που αφίκνυται το αερόπλανο από τας Αθήνας! Κύριος, περιποιημένος, χαμογελαστός, χρωματιστός, καθάριος... σαν μόλις να επέστρεφε από διακοπάς στα νότια! ΄Ασχετο... Εγώ πάντως σαν γυρίζω από διακοπές, τι λαμπερή και μπούρδες, μαύρη και κατσούφα είμαι! Κι άντε το μαύρη δεν πειράζει και τόσο. Το χρειάζεται μια δόση το χρωματάκι ο άνθρωπος, αλλά γελαστή και περιχαρής σίγουρα δεν είμαι! Τες πα ... και τι να πω ... Τί; Για ποιόν τύπο πρόκειται; Μα... για τον περιβόητο κύριο ΄Ηλιο μιλάω καλέ ... που δεν μας τιμά και τόσο συχνά με την εμφάνισή του ... Και που σαν έρθει φέρνει τα πάνω-κάτω... ΄Αλλο πράμα όμως η νύχτα ...

 


Συνεχίζεται ...






 

Το Λουτσιλινμπουρ... ουφ, ούτε πως διαβάζεται δεν ξέρω...
Το Lucilinburhuc, που σημαίνει λέει Mικρό Kάστρο, εμφανίζεται για πρώτη φορά επί του προσώπου της Ευρώπης, το 963 μ. Χ. Μάλιστα! Το Lucilinburhuc λοιπόν, για να μην σας βασανίζω, είναι το σημερινό Λουξεμβούργο! Συνδέεται άρρηκτα με τον κόμη Ζειγφρείδο που αποκτά, δεν ξέρω πως, ένα φρούριο που φέρει το όνομα Castellum Lucilinburhuc. Η "απόκτησή" του, ξεκινά από το Αββαείο του Αγίου Μαξιμίνου  της Τρέβης, σημερινή γερμανική πόλη, τότε ρωμαϊκή. ΄Οπου στην Τρέβη, όπως είπαμε έχει υπηρετήσει, εξ ου και γειτονάκι μας, ως έπαρχος ο Ρωμαίος, ΄Αγιος Κωνσταντίνος και, φτάνει έως το κάστρο του Bock, που διαφεντεύει την κοιλάδα του ποταμού Alzette... Ε, αυτό το Μποκ σήμερα είναι η καρδιά της πόλης μας, το κέντρο της, θα λέγαμε κάτι σαν... την Ακρόπολη με την Πλάκα εν Αθήναις. Κι αγναντεύει πάντα το Μποκ την κοιλάδα του ποταμού ενώ εμείς ζούμε, μπλεκόμαστε και τριγυρίζουμε γύρω του...  Και χαμηλά στα ποδοδάχτυλα του Μποκ, στο Γκρουντ, να κυλά το ποτάμι...






Κι έχει ο καιρός γυρίσματα και φέρνει τα πάνω κάτω! Επάνω ήταν στο Μποκ, το παλάτι ... και κάτω στο Γκρουντ, το ποτάμι! Κι έγινε το Γκρουντ, το ποτάμι, παλάτι ... Το παλάτι της Μελουζίνας...

Μια φορά κι έναν καιρό, κοντά σ΄ένα ποτάμι, τριγύριζε ένας πρίγκηπας ονόματι Raimondin.
Ανήψι ήταν του Κόμη του Πουατιέ και, τον είχε μεγαλώσει σα γιο του ... Κι ήταν καλό παιδί κι αγαπητός σε όλους, μ΄ακόμη πιο αγαπημένος ήταν με το θείο του...


Εκείνον τον ίδιο καιρό, ζούσε κάπου μια όμορφη πριγκηποπούλα, κόρη του Βασιλιά της Αλβανίας ΄Ελληνα και της νύμφης Πρεσσίνης. Είχε και 2 αδερφές τόσο όμορφες όσο εκείνη, κούκλες. 

Κάποια κακή στιγμή όμως, πρόσβαλε τον πατέρα της, πράγμα ανήκουστο για τότε κι η μαμά Bασιλονύμφη θυμώνει τόσο πολύ που την τιμωρεί, καταριόντας τη "Κάθε Σάββατο, ερπετό να γίνεσαι, από τη ζώνη και κάτω, ως τα ακροπόδαρα"! Καταραμένη και κυνηγημένη εγκαταλείπει το πατρικό βασίλειο χωρίς να σταματήσει να συναντιέται με τις αδερφές της όταν τις βόλευε ή μπορούσαν. Σημείο του ραντεβού τους ήταν πάντα μια λίμνη... όμορφη σαν θάλασσα...

Εν τω μεταξύ, μια ωραία ζεστή μέρα θείος Κόμης κι ανηψιός Raimondin, βγαίνουν να ξεσκάσουν και πάνε για κυνήγι. Βάρβαρο σπορ όμως το κυνήγι...

 
΄Ετσι μια κακή στιγμή, κυνηγώντας ο ανηψιός σκοτώνει το θείο. Απελπίζεται,  τρελλαίνεται, τρέχει δεξιά-αριστερά, δεν ξέρει τι να κάνει. Τελικά αποφασίζει να μην ξαναγυρίσει στο Πουατιέ. Η αλήθεια είναι ότι φοβόταν κιόλας πολύ μπας και δεν τον πιστέψουν πως κακή στιγμή κι ατύχημα ήταν ο θάνατος του θείου. Στο φευγιό του κάνει χιλιόμετρα ώσπου φτάνει σε μια λίμνη που δε στέρευε ποτές και ξεδίψαγε χωριά, χωράφια, ζωντανά, περαστικούς και ξένους. 

 Σε μιαν άκρη της λίμνης, κάθονται 3 κούκλες ντεμουαζέλ, που μέσα στον πόνο του για το θάνατο του θείου, ούτε που τους δίνει σημασία. ΄Ομως η μια απ΄τις τρεις, η πιο όμορφη μα κι η πιο θαρραλέα, πάει κοντά του και τον προκαλεί... Με το ένα, με το άλλο, καταφέρνει και του αποσπά την προσοχή, τον γοητεύει και του προτείνει να την παντρευτεί βεβαιώνοντάς τον, πως αν το έκανε θα του έφερνε αμέτρητη ευτυχία και πλούτη. Πριν όμως της το προτείνει, του αποσπά την υπόσχεση πως κανένα Σάββατο βράδυ δεν θα ζητήσει να τη δει χωρίς φυσικά να του κάνει κουβέντα για της κατάρα της μάνας της. Το Σάββατο βρήκε κι αυτή που βγαίνει όλος ο κόσμος και τρώει και χορεύει και γλεντά... ΄Ετσι τελικά ο ευγενικός  Raimondin, τη ζητά σε γάμο κι έρχονται σε γάμου κοινωνία... Ευλογημένος ο γάμος από την Εκκλησία... 

Μια χαρά τα περνάνε και κάνουν, παρακαλώ, όχι 1, όχι 2 αλλά 10 όμορφους αλλά ποιος θα το φανταζόταν... ελλατωματικούς γιους! Π.χ. έναν μ΄ένα πελώριο δόντι, έναν άλλο με 3 μάτια, έναν άλλο μ΄ένα αυτί κλπ. Κι όμως όλοι αυτοί οι ελλατωματικοί γιοί έγιναν μετάπειτα γνωστοί βασιλιάδες...

Η Μελουζίνα όμορφη, εργατική, ακούραστη και καπάτσα, συνέχιζε να βοηθά και να στηρίζει τον άντρα της και να του χαρίζει ανείπωτη ευτυχία. Κάστρα, φρούρια, εκκλησιές ολάκερες έχτιζε σε μια νύχτα, κι αν κάτι, το παραμικρό δεν της άρεσε, τα γκρέμιζε κι απ΄την αρχή τα ξανάχτιζε. Δικά της έργα είναι τα φημισμένα κάστρα του Melle, Parthenay, Saint-Maixent, Talmont, Saintes, Pons και Lusignan! Αυτό το τελευταίο μήπως σας θυμίζει κάτι; Lucilinburhuc; Lusignan; Luxembourg; 

΄Ελα όμως που σαν περνάς καλά κι όλα σου πάνε δεξιά και δεν σου λείπει τίποτα και η ζωή σου χαμογελάει προκαλείς τη ζήλεια! ΄Ετσι κι η ευτυχία του Ρεϋμούνδου, ξύπνησε τη ζήλεια του νέου Κόμη του Πουατιέ που ξεκινα να τον επισκεφτεί και πάει και τον βρίσκει. Χαρά ο Ρεϋμούνδος σαν τον βλέπει, τον θεωρεί και δικό του άνθρωπο... Και να ΄σου και οργανώνει γιορτές και πανηγύρια για το χατήρι του μουσαφίρη. Και να χοροί και βιολιά και να ΄σου η Μελουζίνα σπεσιαλιτέ και γλυκά, κούκλα, έξυπνη, γοητευτική, χρυσοχέρα και κάμει το νέο Κόμη κ. Πουατιέ να χλωμιάσει από ζήλεια... Βλέπει αυτός και τα κάστρα κια τα παλάτια και τις εκκλησιές και λυσσάει... Και φτάνει το καταραμένο Σάββατο κι ενώ ο χορός καλά κρατεί, Μελουζίνα πα-πα. Κοιτά από δω ο κιτρινιάρης, κοιτά από κει, την αναζητά κι από δω κι από κει κι, από κει που ήταν παρούσα και  στα μέσα και στα έξω, εξαφανιζόλ και πουθενά μα πουθενά η όμορφη οικοδέσποινα. Παραξενεμένος βαθειά, σιγά και μη ρωτήσει κάνα υπηρέτει, τελικά καταλήγει να ρωτήσει το Ρεϋμούνδο ... "Που είναι η δικιά σου;" Και ρώτα και ρώτα και πες πες... τον βάζει σε κακές υποψίες... Ποτέ πριν ο καημένος ο Ρέυδεν είχε σκεφτεί άσχημα για την αγαπημένη του ... Και να τώρα...

Και ξεκινά ο Ρεϋμούνδος, να πάει να δει τι διάολο κάμει η τέλεια όμορφη κυρία σύζυγός του...σαββατοβραδιάτικα! Φτάνει ελαφροπατώντας στα διαμερίσματά της και την ψάχνει βάζοντας το μάτι στις κλειδαρότρυπες... Φευ, αλί κι αλίμονο, τη βρίσκει να μπανιαρίζεται... μισή, από τη μέση κι επάνω όμορφη κι όπως την ξέρει, αλλά ... ερπετό και ψάρι από τη ζώνη και κάτω ως τ΄ακροπόδαρα, όπως δεν την ήξερε!  Και κάνει κρακ και κόβεται ο όρκος που της είχε δώσει  και μαζί του κόβεται κι η ευτυχία τους! ΄Αδικα της ζητάει συγγνώμη, άδικα την παρακαλεί να μείνει κοντά του, άδικα της ορκίζεται πως την λατρεύει... Η Μελουζίνα μεταμορφωμένη για πάντα σε σειρήνα, δεν το αντέχει να τη βλέπει έτσι ο  αγαπημένος της άντρας και οι αγαπημένοι της γιοι! Ούτε η ίδια δεν αντέχει να βλέπει τον εαυτό της. Και φεύγει για πάντα... δίνοντας μια απ΄το παράθυρο του παλατιού του κάστρου του Lusignan! Με κραυγές απελπισίας πέφτει στο ποτάμι μένοντας εκεί ... για πάντα γοργόνα... Ποτέ ο Ρεϋμούνδος δεν γιατρεύτηκε και δε βρήκε τη γαλήνη γιατί δεν ξέχασε ποτέ τη Μελουζίνα!΄Ετσι χωρίστηκαν ο ένας απ΄τον άλλο, ο Ρεϋμούνδος απ΄τη Μελουζίνα, για πάντα!
 



Ποτέ όμως η Μελουζίνα δεν σταμάτησε να έρχεται τη νύχτα, κλαίγοντας και θρηνώντας, κάτω απ΄τα παράθυρα της χαμένης της ευτυχίας... 

Ούτε ποτέ έπαψε τις νύχτες, να πλησιάζει το παλάτι για να δει τους γιους της ακόμα μια φορά, έστω από μακριά,  έστω χωρίς να τους αγγίζει, να τους αγκαλιάζει, ν΄ανασαίνει τη μυρωδιά τους, χωρίς να τους φιλά!

Το ΄ξεραν και το ΄λεγαν, οι υπηρέτες κι οι αυλικοί του κάστρου, πως ερχόταν...       
Στα σκαλοπάτια και μπρος στις πόρτες, εύρισκαν λέει, το πρωί, σταλαγματιές νερά...

Και σαν, σαββατόβραδο με το φεγγάρι ολόγιομο να πνίγεται στον Αλζέτ, τη βλέπεις... 
Κάτω απ΄τα παράθυρα του Κάστρου, γλυστρά απαλά στο νερό, κολυμπά κοιτάζοντας το κάστρο, δεν βλέπεις τα δάκρυά της... μα ... την ακούς, να κλαίει... 
λένε οι ντόπιοι ...
Αν είσαι τυχερός... τη βλέπεις...


Καλά σας βράδια

Ε.-


Οι ιππότες δεν είναι όλοι σιδερόφρακτοι, δεν είναι πάντα ιδανικοί, ούτε όλοι γενναίοι κι ετοιμοπόλεμοι...
Οι πριγκίπισσες δεν είναι πάντα νέες, ωραίες, γλυκές και αθώες, δεν είναι όλες κλαίουσες και ανυπεράσπιστες...
Οι δράκοι δεν είναι όλοι μοχθηροί και ξενόφερτοι, σαρκοβόροι ....συχνά ενεδρεύουν στο μυαλό μας, στο μέσα μας... στον εσωτερικό μας κόσμο...




2 σχόλια:

dimosf είπε...

Το ίδιο όμορφο και το δεύτερο μέρος! Να περιμένουμε και τρίτο;
Καλή συνέχεια
Δήμος
http://disaki.blogspot.gr
http://fototsepi.blogspot.gr/

E.- είπε...

Καλώς τον!
Αν θα συνεχιστεί; Δεν ξέρω, δεν το υπόσχομαι.
Καλύτερα να περιμένετε, παλιά και διάφορα ...

Καλές σου μέρες

Ε.-