16 Φεβρουαρίου 2013

Της νοικοκυράς ο άντρας... απ΄τη βράκα του φαίνεται...

Βαρέθηκα πια! Να δείτε και μόνοι σας τι μας κάνει ...
Πρωί, στο παράθυρο...




Σούρουπο, στο δρόμο...

Είδατε; ΄Οχι για να μη λέτε δηλαδή! 
Συνάμα, με τ΄ανωτέρω, πρέπει να σας τονίσω πως έχουμε και κουφόψυξη! Μην σας ξενίζει η λέξη. Είναι απλά το αντίθετο της κουφόβρασης! Λέξη που συνηθίζεται εκεί κάτω σ΄εσάς... στα νότια! Λέξη, εφεύρημα λουξοελληνικό που όμως περιγράφει επακριβώς την κατάστασή μας, εδώ στα β-ορεινά...

Ας μιλήσουμε λοιπόν... για κάτι πιο ζεστό ...

΄Ηταν κάποτε ένα χαλάκι, ένας μποχτσάς, ένα ξέφτι; Μακάρι να ΄ξερα... που ήταν, να, τόσο δα μικρό. Με κάτι υπόλοιπα, σαν από κρόσσια, λερά και μπερδεμένα, με χρώματα θαμπά, μισοσβησμένα... Σχεδόν καραφλό γιατί ξεχώριζα τα υφάδια του... ταλαίπωρο και ταλαιπωρημένο. ΄Αλλοτε το ΄βλεπα πάνω στη σερβάντα, την αγαπημένη μου... μιας κι έκρυβε τα ροσόλια και τα γλυκά του κουταλιού ... 
Χαραγμένη κι αυτή απ΄το χρόνο, ταλαιπωρημένη και να στέκει εκεί στεναχωρημένη... λυπημένη  ... σαν τη νενέ μου... Κι άλλοτε το ΄βρισκα χωσμένο σ΄ένα απ΄τα συρτάρια της... 
Κάποτε-κάποτε,  εμφανιζόταν... δεν ξέρω επ΄ευκαιρία ποιας επετείου. Μ΄ ένα κομμάτι πλαστικό σκεπασμένο, το ΄βλεπα απλωμένο κάτω απ΄το καντήλι που φώτιζε το εικονοστάσι και το στεφανόκουτο, μόνιμη παρέα... Πάντως, είτε πριν είτε μετά, είτε έβγαινε είτε έμπαινε στο συρτάρι, τυλιγμένο έμπαινε κι έβγαινε, σ΄ένα χάσικο μαντήλι! Είχε έρθει -όπως έμαθα κάποτε- αυτό το υπόλοιπο, από πολύ μακριά. Από τόσο μα τόσο μακριά που θα μπορούσες να πεις πως ήταν μια ακρούλα ή ένα κομματάκι περίσσεμα από εκείνο το περίφημο, του παραμυθιού ιπτάμενο, μαγικό χαλί!

"Μα κόρη μου, εμείς την κατέχαμε καλύτερα την τέχνη... Μόνο ο κόσμος ήτονε φτωχός... Φτωχός και δεν ενοιαζότανε για στολίδια... Ανάγκη και χρεία ήταν το ρούχο, η πατανία, το χιράμ(ι), το χαλί... Απ΄την ανάγκη ξεκίνησε η τέχνη και  κάποτες, με τις φάμπρικες επαραμελήθηκε στα σπιτικά μα δεν εξεχάστηκε... Σαν εγύρισε ο καιρός κι οι Φράγκοι εμάθανε τα χαλιά... ζωντάνεψε πάλι η τέχνη... ΄Εξυπνοι κάποιοι, επήρανε χαμπάρι τη δουλειά κι εβάλανε πάλι ομπρός...  ΄Αρχισε πάλι η τέχνη να ζωντανεύει ... κι επιαστήκανε για τα καλά εκεί στον τόπο μας... Εζωντάνεψε πάλι, στα χέρια τα δικά μας και θέριεψε... Παλιά τέχνη και δύσκολη... τέχνη που ΄θέλει ώρα πολλή κι αξιοσύνη μεγάλη... ΄Ολες οι γυναίκες, εκατέχανέ την την τέχνη... Για να κάμεις σπιτικό ήπρεπε να ΄σαι άξια... Για να σ΄έχουν με τσι άξιες ήπρεπε να κατέχεις κάμποσα γράμματα και πολλά πράματα... Η άξια νύψη ήπρεπε να ξέρει λιγουλάκι να διαβάζει, να κατέχει να ζυμώνει και να φουρνίζει και στρωτά να γνέθει και να υφαίνει... Να μη σου πω και πως, πρώτα αυτά ήπρεπε να κατέχεις κι ύστερα τα λίγα γράμματα... Τότες, σχεδόν σ΄όλα τα σπιτικά ήβρισκες προζύμι και φούρνο χτιστό... Και φούρνο μπορεί να μην είχαν, μα σ΄όλα-όλα όμως ήβρισκες νήματα, αργαλειό κι ανέμη... ΄Ετσι ήμαθα κι εγώ να υφαίνω... Πολύ η νενέ μου, λίγο η αννέ μου, μου δώκανε τα μυστικά... με βλέψη να γίνω άξια νύψη σα τη Πηνελόπη, εκείνη την καλή γυναίκα του πονηρού βασιλιά Οδυσσέα... Βλέπεις; Βασίλισσα ήτονε μα κάτεχε να υφαίνει... Στα παλιά αρχαία χρόνια πριγκήπισσες και βασιλοπούλες και πλούσιες, όλες κατέχανε τον αργαλειό... ΄Ομορφο πράμα ... Μακάρι να γινότανε να το μάθεις κι εσύ κοκόνα μου... για εσένανε δηλαδή... του κόσμου τα θαμαστά θα ΄καμες... "

"Η νενέ μου που λες, είχε τον καιρό γιατί ήτανε γριά γυναίκα και δεν έκαμε βαρειές δουλειές... Βαρειά η μέση και τα πόδια πια... Καθιστή όμως στον αργαλειό βολευότανε... κι ήκαμε και έργο...  Η αννέ μου όμως είχε το χρόνο λίγο... Νια ήτανε, είχενε τα κότσια, μα για όλα τα άλλα... Ο αργαλειός θα ΄ρχόταν, σαν τη νενέ... στ΄ αργότερα... σαν ξεκούραση... Δεν εβοηθούσανε τα μάτια, μα εβοήθανε η εγγόνα τη νενέ...Η νενέ έδινε γραμμή, η εγγόνα ήβλεπε, πρόσεχε και άκουε... Η αννέ μου, ήξερε δα να τον δουλεύει... Με τη νενέ της είχενε ετοιμάσει την προίκα της... τ΄άσπρα της, τα χιράμια και τα κιλίμια της... Κουβέρτες,, μπάντες, (μ)περντέδες... σιγκούνια, βράκες, πουκάμισα, μαντήλες, τσεμπέρια... όλα υφαντά... Κι άλλωστε η αννέ μου... δούλευε στ΄αμπέλια, στο σπίτι, είχενε κι εμάς, είχενε σπιτικό ολάκερο, κύρη, μπαχτσέ, γιορτάδες ... που καιρός γι΄αργαλειό ..."
 
 "Που λες, όλες μας εσχεδόν κατέχαμε την τέχνη. ΄Αλλες καλύτερα, άλλες λιγότερο... κι εβοηθούσαμε η μια την άλλη... ΄Ηξερες τα νήματα, εζήταες τα σκέδια... ήξερες τα χρώματα, εμάθαινες τα νήματα... ήξερες τα όλα, τα εμοιραζόσουνα με τις άλλες! Πολλές-πολλές μαζί υφαίναμε... Φιληνάδες, εξαδέρφες, γειτόνισσες, θειάδες... και κάναμε κουβέντες, μολογούσαμε, εγελούσαμε, παρηγορούσαμε... και κάναμε όνειρα για μορφονιούς, σπιτικά, φαμίλιες... Με τα όνειρα και τα χέρια σου, ομόρφαινες το σπιτικό σου, το ήντυνες, το ζέσταινες... ζέσταινες τα παιδιά σου, το κορμί του αντρός σου...  ΄Ασε που στη μεγάλη ανάγκη, ήβγαζες και παράδες... δίχως να ξεπορτίσεις! Πολλές γυναίκες εδουλεύανε υφάντρες στην εποχή μου... Στην αρχή στο σπίτι... μετά στη φάμπρικα... Βρεθήκανε πολλοί δικοί μας που εκαταλάβανε την αξία του χαλιού... Αρπάξανε την ευκαιρία κι έκαμαν δουλειές σπουδαίες... 

 Πανάκριβα στολίδια εγίνανε τα χαλιά... πριν ήταν ανάγκη... Τα εζήταε ο παραλής... Παραγγελία τα ΄καμαν πολλοί... "τόσο το θέλω, έτσι το θέλω, κιρμιζί πιο πολύ να φαντάσει"... Απ΄ τα μακρινά είχενε έρθει και το μετάξι ... Γερό νήμα, μ΄ακριβό πολύ... ενώ το μαλλί των προβάτων, γερό κι εύκολο στη βρέση... Λίγα τα μεταξωτά χαλιά στην εποχή μου... λίγοι κι αυτοί που τα χαιρόσαντε... Πιότερο για τα παλάτια και το Σουλτάνο ήτανε... Τα μάλλινα όμως για όλο τον κόσμο... Πέρα απ΄την ανατολή λέγανε κάποιοι πως εξεκίνησε η τέχνη, απ΄το ίδιο μέρος με το μετάξι έφυγε κι ήκαμε δρόμο μακρύ κι ήφταξε στον τόπο μας κι άραξε στα χέρια μας... μα ο πάππος μου έλεγε πως η Πηνελόπη δεν ήταν από την Ανατολή μόνο ήταν απ΄την άλλη μεριά ... από τη δική μας την Ελλάδα... Εκάμανε και οι ντόπιοι όμορφα χαλιά, να μη λέω ψέμματα... και χιράμια και κιλίμια... 

΄Αλλωστε τα εχρειαζόντανε για την προσευχή τους...  κι είχανε τα δικά τους σκέδια... πόρτες υφαίνανε και παραθύρια... πόρτες για να τις περάσουν και να βρουν το θεό τους και παραθύρια για να τους εβλέπει... ΄Ετσι μάς ήλεγε η καλή μας γειτόνισσα η κυρά Εμέλ... Με την κόρη της τη Σιμπέλ ήμουνα φιληνάδα και συνομίληκη και σαν εγυρίζαμε από το σχολειό, συχνά-πυκνά υφαίναμε παρέα... Χαθήκαν όλα κι όλοι... άστα να πάνε κι αγύριστα να ΄ναι ... Πάμε κοκόνα μου πίσω στα χαλιά που στεναχωρούμαι λιγότερο...      "
"Α... Η νενέ μου λοιπόν ήλεγε, πως η σειρά ήθελε, να μάθουν πρώτα τα δαχτύλια να χαϊδεύουν το μαλλί... Το μαλλί είχενε πλυθεί, από πριν, πολλές φορές κι είχε στεγνωθεί ξάπλα στον ήλιο... Το ήπαιρνες τουλούπες, το εχτένιζες... το ήστριβες με τα δαχτύλια σου... το εμάκραινες κι ύστερα το ετύλιγες στ΄ αδράχτι. Δυο ειδώ πρώτες δουλειές είχαμε. Το στημόνι και το υφάδι. Στο στημόνι έστριβες το μαλλί τυλίζοντας προς τα κάτω, χωρίς μεγάλη σφίξη... Για το υφάδι, ετέντωνες το νήμα στο τελάρο... δένοντας το πρώτα στα πάνω ... το ετέντωνες καλά, το ήδενες γερά-γερά... Σειρά μετά είχενε η ανέμη. Την εγύριζες, το νήμα την ήπαιρνε αγκαλιά... Το απέσυρες με προσοχή, κούκλα το ελέγαμε έτσι μαζεμένο... Κατόπι είχενε  σειρά το βάψιμο... Κόπος πολύς ήτο και μεγάλη τέχνη το χρώμα... άσε που ήπρεπε να έχεις κιόλας στο μυαλό σου το σκέδιο... το κιρμιζί, το λουλακί, το κίτρινο του κρόκου... πόσο τόπο θα ΄πιαναν ... Δύσκολο και δεν κατάφερνες κάθε φορά να ΄χεις το ίδιο χρώμα, ειδικά αν το ήβαφες μόνη σου το νήμα... Γι΄αυτό συνηθίζαμε να το αγοράζουμε βαμμένο... 

 Δύσκολο πράμα η βαφή, μεγάλη τέχνη... Μα το θεμέλιο του χαλιού κόρη μου, είναι το νήμα, το καλό μαλλί...Μην παινεύεις το χαλί σου, παίνευε το μαλλί του, ελέγανε οι περασμένοι... Μετά έρχεται το χρώμα... Τα χρώματα τα εκλέβαμε από τη φύση... Κλεμμένο το κιρμιζί (καφεκόκκινο)  απ΄το μυγιαλούδι το κρεμέζι (μικροσκοπικό έντομο, ζωύφιο), κλεμμένο τ΄ άλυκο του αιμάτου απ΄το ριζάρι, κλεμμένο και το γαλάζιο και το κίτρινο, απ΄το λουλάκι και την πουρδαλιά... Βότανα, φύλλα, ανθούς, βάνανε στη βαφή, μυγιαλούδια, χόρτα... Ακόμη και χώματα ελέγανε κάποιοι πως εβάνανε οι έμπειροι βαφιάδες... Αλλού ήβανες πολύ, αλλού λιγότερο, κράτανες και άσπρο άβαφο... το πολύ κρεμέζι κάμει το νήμα μαύρο, να το κατέχεις. ΄Ηβραζε το μαλλί ώρα πολλή στο χρώμα μέσα κι ήβαφε... Κι ήταν τα χαλιά της Μανησιάς περίφημα και ξακουστά! Περίφημα γιατί εκειδανά είχενε λέει ο τόπος τα πιο καλά νερά ... Περίφημα ήταν και τα χιράμια και τα χαλιά της Σπάρτας και της Καισάρειας και της Σεβάστειας και της Καππαδοκίας... Κι οι πιο καλοί αργαλειοί ερχόσαντε από την Κιουτάχεια και την Καισάρεια... αυτούς επροτιμούσαν κι αγόραζαν όλοι... Στη Σπάρτα δεν υπήρχενε μηδένα σπιτικό χωρίς αργαλειό... απ΄τον αργαλειό εζούσανε όλες οι φαμίλιες...Κι ήταν πολλές...Γνωστοί εμπόροι εγίνανε πολλοί από δαύτες... προκόψανε και πλουτίσανε χάρις στις μαστόρισσες υφάντρες και στους αργαλειούς τους... ... Τα ρούχα του σπιτικού κοκόνα μου είναι τα χαλιά, τα τα κιλίμια, τα χιράμια κι οι μπερντέδες... να το ξέρεις... έχουν τη χάρη... ζεστό και φιλόξενο το κάμουν το σπιτικό σου τα χαλιά.. το στολίζουν τα χιράμια ... κι οι μπερντέδες το δροσερεύουν και σε φυλάσσουν απ΄τα μάτια τού κακού περίεργου και του κουτσομπόλη γείτονα ... "
 
"Τώρα που το θυμάμαι, να σου πω και για τα σκέδια... Το τρίγωνο στο σχέδιο μελέταγε ευτυχία για το σπιτικό, γιους και κόρες στη φαμίλια κι ήδιωχνε και το κακό το μάτι ... Ο σκορπιός έμπαινε φυλαχτό... Τα πουλιά καλομελετάγαν τις καλές ειδήσεις... το ρόγδι καλούσε τ΄αγαθά, το γαρούφαλλο την αγάπη και ... τα δεντρά τη ζωή ... Ο κριγιός (κριός) νομίζω, είχε να κάμει με την υγεία... Υφαίναμε κι αστέρια και ήλιους, μα δεν ενθυμούμαι τι ήφερνε το καθένα τους ... ΄Ομως όλα τα ζωντανά και τ΄άνθη είχαν τη θέση τους στο σκέδιο...κι ανθρωπούδια ήκαμες και σπίτια και μαίαντρους και τρέσσες... Κι αρχίναγες από κάτω προς τα πάνω κι ανέβαινες... ετραγούδαε ο αργαλειός ... τάκα, τάκα, τάκα... Πολλές φορές, ετραγούδαες κι εσύ... Ωραία ώρα... 

"Σαν το υφάδι ήταν έτοιμο... αρχίνιζες... Κόμπο έκαμες, κόμπο έδενες, 2 πόντους νήμα άφηνες, ήκοβες... κι άιντες πάλι... Κόμπο-κόμπο εγέμιζε το υφάδι... κάμπος γινότανε... χιλιόχρωμος, πλουμιστός... ταξίδι σ΄επήαινε... όνειρα ήκαμες... τούτο τ΄αστρί θα φέρει πλούτος, ο ηλιάτορας νέες ζωές, αλυσίδα τα ρόγδια... αλυσίδα τ΄αγαθά... να ο κριγιός κι υγεία σ΄όλους ...    Αν το ήθελες το χαλί σου βαρύ, στο υφάδι σου έβανες πολλές στήλες νήμα...  κι από πάνω προς το κάτω κι απ΄τ΄ αριστερά προς τα δεξά... Πολλοί μύριοι μιλιούνια κόμποι,  τόσο πιο πολλούς παράδες άξιζε  το χαλί...  Εγέμιζε το υφάδι...  ετέλειωνε το χαλί ... Σειρά είχε η πλύση του... Η νενέ μου ήλεγε ... για να φανεί το χαλί θέλει χρήση, θέλει πάτημα...  Δεν επλένανε τα χαλιά παλιά... Τ΄απλώνανε και τα ομόρφαινε το πάτημα... Τ΄ανασηκώνανε στο φέτος, τον καλό καιρό και τα ματαστρώνανε σαν αρχίνιζε ο καιρός να κρυώνει, πριν τις γιορτάδες... Πριν τ΄ανασηκώσουν μόνο και πριν τα ματαστρώσουν, το ' θελε η πάστρα... γι΄αυτό τα ΄τριβαν με ξυδόνερο... "

"Αυτό το κακόμοιρο, ξέφτι που το λες κόρη μου, ήρθε απ΄τα Βουρλά... Στο μεγάλο φευγιό κράτανε μέσα του το μικιό, το βυζανιάρικό μας... χιράμ που είχε βασιλεύσει κάποτε στο γιατάκι των γονέων μου ...
Μοναδικό στολίδι τότες ... απ΄τα προικιά της, απ΄ τα χεράκια της υφασμένο... Απομεινάρι πάντως ήτο της νιας ψυχής της... γλύτωσε μαζί μας ... μοναδικό απομεινάρι ολόδικό μας μωρέ... απ΄τον τόπο μας... Χοντρυφασμένο, μεγάλο, μάλλινο, τετράγωνο... κοντά πατανία... αυτό μας εσκέπασε τις νύχτες του τρόμου... και μας ζέσταινε την ψυχή στο χαμό... σαν το αγγίζαμε... ζέσταινε την ελπίδα μας... είχε τη μυρωδιά του σπιτικού μας, του τόπου μας... είχε τα νήματά του, τα χρώματά του, τα σκέδιά του... όνειρα πολλά έσερνε πάνω του... Θες, έσερνε και τις βραδινές κουβέντες του κύρη μου και της μάνας μου... φορές, αγαπητικές, φορές σοβαρές, φορές στενάχωρες, όλες φορές που δεν ήπρεπε να ακούν και να μαθαίνουν τα κοπέλια... Στη φωτιά αυτό, στη θάλασσα που μας απόδιωξε απ΄τα Βουρλά, μπήκε στο πλοίο της προσφυγιάς μαζί μας... Στην πρώτη τσίγκινη παράγκα, στη δεύτερη αυτό το ίδιο πάντα... Σκέπαστρο που τρίφτηκε πάνω σ΄όλους μας... πήρε τη μυρουδιά μας... Βράχηκε από δάκρυα δικά μου, της αννές μου, του Μήτσου, της Μαρίας, του Βασίλη... μίκρυνε... έχασε τη γυαλάδα του... σβήστηκαν τα καλόγνωμα σκέδια... Μα από τότες... από τους ευτυχισμένους χρόνους έχω μόνο αυτό...  Είπα στη μάνα σου πως αν είναι κάτι να μου δώκουνε μαζί μου σα φύγω για τα καλό, αυτό το θυμητάρι του τόπου μου,  να μου χώσει μαζί μου στο ταμπούτι... Σαν πάλι θέλει να το κρατήσει, να το προσέχει σαν τα μάτια της... Κι ύστερις να στο δώκει... μιας κι είσαι η πρώτη που ΄πήρες τ΄όνομά μου ... Δεν έχω πολλά πράματα από τότες κοκόνα μου... το μυαλό μου μόνο είναι από τότες... γεμάτο εικόνες και θύμησες... που σαν φύγω πάνε κι αυτά ... καλά που ΄χω και σένα και τα μολογάω... να τα θυμάσαι εσύ ... να μην ξεχαστεί ο τόπος μας,  ούτε η αγάπη που του ΄χαμε... ούτε τα βάσανά μας, ούτε η καταστροφή του... Μόνο τα λες όλα αυτά με το καλό... δίχως κακία... να μην αγριεύει το μάτι σου... Πολλές φορές ο πάππος μου, σαν άκουγε για φασαρίες και καβγάδες και μίση... έμπαινε στη μέση κι ήλεγε... το αίμα όχι με αίμα... με νερό το ξεπλένουν..."


Καλά σας βράδια

Ε.- 



 

Δεν υπάρχουν σχόλια: