31 Οκτωβρίου 2012

΄Οπως του φανεί του Λωλοστεφανή ...

΄Αφησα το παραγώνι μου κι ήρθα στο δικό σας που ήταν πολύ πιο ζεστό... εξ ου και οι απουσίες και αναρτήσεις γιοκ...
 
Κι αφού, για μήνα Οκτώβρη, κουφόβραση κι ενώ ζεστάθηκα για τα καλά κοντά σας, έριξα και στο Στρασβούργο -για δουλειά- μια γυροβολιά, με βαθμούς -5 έως -7,  να ΄μαι και πάλι πίσω στη δεύτερη γιούρτα (πατρίδα) μου και στο  κονάκι μου. Κι είναι, φτου, ακόμη πιο ψυχρή και πιο κρύα απ΄ότι την άφησα! ΄Οσο για το κονάκι μου χρήζει θέρμανσης και καλοριφέρ! Κοινώς, εδώ άρχισαν τα χοντρά ... ρούχα κι έξοδα! 
 
Και να ΄ταν μόνο αυτό; Αμ δε! Γιατί Τετάρτη σήμερα και γαλάζια μεν και με ήλιο αλλά τη Δευτέρα έσκασε μύτη η χιών! Ναι, ναι! Κουφόβραση εσείς, κουφόψυξη εμείς! Και χιονάκι τρυφερό και πάνλευκο, αλλά ευτυχώς ολίγον μας επισκέφθη την πρωίαν της Δευτέρας! Και πάλιν ευτυχώς, μετά ... εχάθη!
 
Κι ενώ το χιόνι έπιπτε εν τω μέσω του πρωινού της Δευτέρας... το καλοριφέρ πήρε μπρος!Εγώ μόνο δεν πήρα μπρος! ΄Εμεινα στο σπίτι και γραφείο γιοκ ... γιατί μαζί με το καλοριφέρ πήραν μπρος κι η μύτη μου και τα μάτια μου κι άρχισαν μια καταρροή κι ένα "παράπονο" που δεν περιγράφεται! Και βράγχνιασε και η φωνή κι έγινε σέξυ και στριγκή ...
 
Κρύωσε ο καιρός και θέλει ζέστα ...
Κι η ζέστα ζητάει χουχούλιασμα, ραχάτι και κουβέρτα. Παραμύθια και τρυφερές κουβέντες ... λουκούμια, χαμάμια και λουτρά, ξύλα στο τζάκι, πορτοπαραθυρόφυλλα κλειστά ... εγγόνια και γιαγιά ...
 
"Κόρη μου, είχαμε ΄μεις τα όμορφά μας μα είχανε κι οι Τούρκοι τα ιδικά τους. Εντάξει, εμείς είχαμε πια πολλά, μα είχαν κι αυτοί  και καλά και καλούδια ... Το λουκούμι, λοκούμ το λένε αυτοί, δικό τους καλούδι ήσανε. Το ήφτιαξε για πρώτη φορά για το Σουλτάνο, ο Χατζή Μπεκίρ. Τα λουκούμια, η αννέ μου δεν τα πολυνοιαζότανε. Τα λογάριαζε ξένα, όχι ελληνικά και έλεγε πως της επερισσεύανε μες το σπίτι.  Είχε μάθει να τα κάμει από την Εμέλ χανίμ, τη γειτόνισσα απέναντι μα αντί γι΄αυτά προτιμούσε τα ξερά σύκα, τα δαμάσκηνα, τα μήλα, τα βερύκοκα κι όλους τους ξερούς καρπούς. "΄Εχομε δικά μας, έλεγε. Δεν χρειάζεται να τρατάρω ξενικά..."

Χειμερινά καλούδια
Τα ξερά μήλα τα ΄βανε ολονυχτίς στο νερό και την άλλη μέρα τα έκαμε πίτα, με σταφίδες, καρύδια και μπόλικη κανέλλα. Εμένα όμως μ΄αρέσανε, και πιο πολύ απ΄όλα, εκείνα της μαστίχας. Μετά του μελιού, της κανέλλας και του μούστου.  Αχ, και να ΄χαμε ένα μικιό μουστολούκουμο απ΄τα Βουρλά κόρη μου, καλά που θα ΄τανε! 
  
"Εμένα μόνο της μαστίχας και του μούστου μ΄αρέσουνε γιαγιά, κι εκείνα με το σύκο στη μέση. Και μόνο οι καραμέλλες του μελιού με το σησάμι. Οι κόκκινες, καίνε πολύ!  Νενέ, αυτός ο Χατζή-Μπεκίρ που λες, ποιός είναι;" 

Ο Χατζή-Μπεκίρ
αυτοπροσώπως
Στην Πόλη, στο Μπαχτσεκαπί
απ΄την Κασταμονή

"Μπρε, ο Χατζή-Μπεκίρ, παστατζής ήτονε, μαγαζί μικρό είχε κι έφτιανε γλυκά, στην Πόλη ήτονε, όχι στη Σμύρνη για στα Βουρλά. Στην Πόλη, καραμέλλες ήκαμε, χαλβάδες και τέτοια. Ο πάππος μου έλεγε πως πρώτος, μόνος του έκαμε το πρώτο λουκούμι όταν ο Σουλτάνος έσπασε το δόντα του. Δωσ΄του και δαγκώνει μια σκληρή καραμέλλα ο Σουλτάνος, πάει το δόντι... Θυμώνει, φωνάζει, ο Σουλτάνος. Μαθαίνει ο Χατζή-Μπεκίρ το θυμό του Σουλτάνου και μια-δυο πάει και φτιάχνει το λουκούμ! Και γίνεται αρχιπαστατζής στο Παλάτι! Φτωχός ήτο, γεννημένος στην Κασταμονή κι είχε πάει στην Πόλη για προκοπή.
 
Αρώματα και χρώματα
 Ε, μ΄αυτό το λοκούμ, το μαλακό και μυρωδάτο, άνοιξε η τύχη του,  πρόκοψε. ΄Εγινε πλούσιος κι άνοιξε μαγαζιά πολλά και κόσμος πολύς δούλευε στη δούλεψή του. Κι ήκαμε μετά πολλώ λογιώ λοκούμια, με ροδόνερο, με μέντα, με πορτοκάλι, περγαμόντο, αμύγδαλο, καρύδα, φυστίκι, καρύδι, σησάμι ... Και γίνηκε τρανός.  Με μαστίχα όμως πρώτος το έκαμε ένας Σμυρνιός ή ένας Χιώτης. Και με μούστο μια νοικοκυρά βουρλιωτίνα. ΄Ετσι το λέγανε. Στη Σμύρνη, ο Χατζή-Μπεκίρ μαγαζί δεν είχε. Στη Σμύρνη, άλλοι τα κάμανε, άλλα κάμανε και Τούρκοι ήτανε. Τα φέρνανε όμως στα μαγαζιά κι ήταν τα καλύτερα. Οι ΄Ελληνες συνήθως τα αγοράζαμε, ε, και κάποιοι τα εμπορεύονταν.
Στην Πόλη, μετά την προκοπή...
Αν βρεθείτε, μη τυχόν και δεν πάτε  


Δεν έχει ζόρι το λουκούμι, εύκολο πράμα να γίνει. Νερό θέλεις, ζάχαρη, αλεύρι, ξυνό (κιτρικό οξύ ή λεμόνι) λίγο αλεύρι και ότι άρωμα σ΄αρέσει βάνεις. Θες κανέλλα, θες μέντα, ότι σ΄αρέσει... κι υπομονή. Γιατί ώρες θέλει ν΄ανακατώνεις κόρη μου, ώρες πολλές. Και σα γίνει κόλλα, το βγάνεις και τ΄απλώνεις στον πάγκο. Τον πάγκο από πριν τον έχεις αλειμμένο, όχι μ΄άλλο αλλά μ΄ αμυγδαλόλαδο, μη σου κολλήσει και σου πάει χαμένο. Περιμένεις και στεγνώνει, το κόβεις κομμάτια όπως τα θες και τα τσουλάς και τα τυλίζ(γ)εις σε σκόνη ζάχαρη. ΄Αμα σ΄αρέσει τα τυλίζεις με καρύδα, σουσάμι ή σπασμένους καρπούς.

Αγαπημένα ... και
φουλ δυναμωτικά !!!


Εμείς αν κι όταν τα κάμαμε, τα κάμαμε με σπασμένους καρπούς, καρύδι, αμύγδαλο, φουντούκι ή φυστίκι ένα γύρω ή και στη μέση ... όχι οι Τούρκοι. Αυτοί τα τυλίγανε μόνο με σκόνη ζάχαρη και καρύδα. Κι αυτά που σ΄αρέσουνε που λες, με το σύκο στη μέση, δεν τα κάμαμε τότε. Αυτά είναι καινούργια ..." 
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-
 
 
Οι κόκκινες καραμέλλες, εν τω μεταξύ, όσο κι αν δεν μου άρεσαν,  μου ΄λειψαν, χάθηκαν ...
Και κάποτε ξαναφάνηκαν! Από τότε δεν λείπουν σχεδόν ποτέ πάνω απ΄το τραπεζάκι του σαλονιού μου.
Κι ενώ καίνε, γεμίζουν γλυκά το ταπεινό τζαμένιο βαζάκι της νενές μου. Κι είναι εκείνο το ίδιο που στεκόταν πάνω στο σκεβρωμένο τραπεζάκι που εκτελούσε και χρέη κομοδίνου, δίπλα στο κρεββάτι της ... Καλή παρέα, η παρέα τους ... Γεμάτη γλύκα και θύμησες ...
Τι καλά που τις βρίσκω και πάλι!!!
 
 





Για την ιστορία: γράφουν: ο Ali Muhiddin Haci Bekir ήρθε στην Κωνσταντινούπολη από το ορεινό χωριό Kastamonu το 1777 και άνοιξε το πρώτο κατάστημα στην Παλιά Πόλη,παρασκευάζοντας νόστιμες καραμέλες και χαλβάδες σε διάφορες γεύσεις. Σήμερα, οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης αλλά και οι τουρίστες εξακολουθούν να αγοράζουν τα λουκούμια τους από το κατάστημα του Haci Bekir φτιαγμένα πάντα με την πρώτη αυθεντική συνταγή. Εκεί βρίσκουν, το πιο μαλακό και αρωματικό λουκούμι, που λιώνει πραγματικά στο στόμα και αναδύει τα πλούσια αρώματα του από τριαντάφυλλο, καϊμάκι, μαστίχα, φυστίκι αιγίνης ή καβουρντισμένο αμύγδαλο. Το κατάστημα, προπύργιο, του Αli Muhiddin HaciBekir βρίσκεται κοντά στο Μισίρ Παζάρ ή Παζάρι των Μπαχαρικών. Υπάρχουν όμως κι άλλα σε διάφορες περιοχές της Πόλης. Η ζαχαροπλαστική στην Κωνσταντινούπολη, χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν -γνωστές απ΄την αρχαιότητα-  ήταν το μέλι και το πετιμέζι ως γλυκαντικές ουσίες, ενώ για το δέσιμο των γλυκών χρησιμοποιούσαν νερό και αλεύρι . Προς το τέλος του 18ου αιώνα, κάνει την εμφάνιση της η ζάχαρη, ενώ με την ανακάλυψη του αμύλου από έναν Γερμανό επιστήμονα το 1811, ο Haci Bekir άρχισε να χρησιμοποιεί αυτό το υλικό αντί για αλεύρι. Αυτός ο συνδυασμός των νέων συστατικών, δηλ. αμύλου και ζάχαρης οδήγησε στην παραγωγή των πιο εκλεκτών λουκουμιών και αποτέλεσε την αρχή μιας παράδοσης για τον Haci Bekir που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Στις αρχές του 19ου αιώνα, τα λουκούμια του Haci Bekir, ήταν ακόμη άγνωστα στην Ευρώπη μέχρι τη στιγμή που ένας Άγγλος τουρίστας επισκέφθηκε το κατάστημα και έτυχε να πάρει για δώρο ένα πακέτο λουκούμια για τους συγγενείς του στην Αγγλία. Έτσι έφτασε στην Γηραιά ΄Ηπειρο, αυτό το παραδοσιακά τούρκικο γλυκό. Κι έγινε γνωστό κατ΄αρχήν, στους Αγγλοσάξονες και μετά στους υπόλοιπους Ευρωπαίους, ως Turkish Delight, ενώ στα "Βαλκάνια" το αγαπήσαμε ως lokoum ή λουκούμι ... 


2 σχόλια:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Παλιά και ωραία, όντως!
Καλό ξεχειμώνιασμα με καλά κουράγια συνοδειά.

E.- είπε...

΄Οταν ένας Ιχνηλάτης, ανιχνεύει και με βρίσκει και μου αφήνει σχόλια κι ευχές... συγκινούμαι ...
Να ΄σαι καλά
Καλό ξεχειμώνιασμα και σε σας εκεί ...
ευχόμενη ο χειμώνας σας ν΄αργήσει ...
Ε.-