Γιορτές, φαγοπότια, φίλοι, πήγαινε-έλα, τέλος! Και να ΄τα όλα, να είναι πια αφημένα στα πίσω! Το ΄13 πήρε πια μπρος, κανονικά. Η καθημερνότητα, η ρουτίνα και το μαγκανοπήγαδο έβαλαν μπρος κι αυτά. Βρήκαν πάλι τη θέση τους, πήραν τη σειρά τους! Μπήκα και βρήκα κι εγώ υποχρεωτικά -τι να κάνω- τη δική μου σειρά. Και να ΄μαι πάλι εδώ, στο μικρό "εναέριο" μπακαλικάκι μου! Το μπακαλικάκι που στηρίζεται, στις οπτικές ίνες... και που όμως, μου επιτρέπει ν΄ανακατώνω και ν΄αναμοχλεύω γλυκά, τρυφερές θύμησες κι άσβηστες μνήμες!
Μ΄ ένα κρύο τριγύρω και τα χιόνια ένα γύρω, σκοτεινά πια και μετά τη δουλειά ... Εκτός από μια φωτιά, μια ζεστασιά κι έναν καναπέ για φωλιά κι αναδρομή στα παλιά... αλήθεια, τί άλλο μπορώ να κάνω; Και σαν έχουν μεγαλώσει κι, έχουν πετάξει με τα δικά τους φτερά, μακριά τα παιδιά...
Χωρίς παπούτσια να ξελασπώσεις, χωρίς βραδυνά διπλομαγειρέματα για να προλάβεις, χωρίς ζόρι για εκθέσεις ιδεών κι ασκήσεις χημείας, χωρίς φωνές "διάβασε", "γράψε", "πλύνε δόντια", "άντε κοιμήσου", μένει η ... σκέτη ησυχία! ΄Ετσι και μένα, τι άλλο μου μένει... εκτός απ΄το να σας πάω μια βόλτα ή να σας πω μια ακόμα παλιά ιστορία ...
"Κόρη μου, εμένα η νενέ μου έλεγε πως τα σίγματα (πληθυντικός του γράμματος Σ-σίγμα) έχουν μεγάλη δύναμη ... "Να Σιωπάς, Να Σκέβεσαι, Να Σέβεσαι, Να Συχωράς, Να Συμπονάς, Να Συντράμεις" ... ΄Ελεγε πως άμα τ΄ακολούθαγες τα Σίγματα αυτά, καλά επήαινε η ζωή σου κι ήρεμη κράτανες την ψυχή σου ... Το ΄λεγε συχνά ... Κι ήμασταν παιδιά και την επειράζαμε... Κι όλο τής ελέγαμε ... ΄Αλλο καλό Σίγμα δεν κατέχεις νενέ; ΄Ολο τα ίδια μάς ΄ελές... Κι αν ήταν στα καλά της, εγέλανε... Μ΄ αν είχενε τα νεύρα της ... "Σους μπρε, Σους", μάς έλεγε ... "Σους, για θα τα πω όλα στον πατέρα σας... Το καλύτερο Σ είναι να Σιωπάς" ...
Κάθε φορά, μ΄ένα Σ τα βόλευε όλα ... Κάθε που κάτιτις τύχαινε μ΄ένα Σ... τα βόλευε όλα ...
Και τους είχενε δώκει μια τη δική της σειρά ...
Πρώτα Σκέβεσαι, και σαν σκέβεσαι ... ή σιωπάς ή σημαίνει σέβεσαι ... μετά σκέβεσαι και συγχωράς... σαν συγχωράς ... συμπονάς και σα συμπονάς ... συντράμεις ... Πολλές φορές κόρη μου τα σκέφτηκα τα "σίγματα" της νενές μου ... Και κάθε φορά που τα σκεφτόμουνα, κάθε φορά όλο και πιο πολύ σωστά τα ΄βρισκα ... Ακόμα και τώρα, γριά γυναίκα πια, κάθε φορά που τα θυμούμαι, κάθε φορά σκέφτομαι πως χάρη σ΄αυτά κύλησε κι η δική μου ζωή πιο ήρεμη, πιο ήσυχα ... Μα πρώτα απ΄όλα, χάρη στα σίγματα ... έμαθα ν΄ακούω. Σα δεν ακούς κόρη μου, κανένα Σίγμα απ΄τα σίγματα της νενές μου δεν έχει αξία ... Σα δεν ακούς, δεν σκέβεσαι... σα δε σκέβεσαι δεν σέβεσαι ... σα δε σέβεσαι δεν συγχωράς, σα δε συγχωράς δεν συμπονάς και σα δε συμπονάς δεν συντράμεις ... Κι ανάποδα να τα πάρεις τα σίγματα, το νόημά τους δεν τοι χάνουν ... Σαν δεν συντράμεις, πάει να πει, δεν συμπονάς... Σαν δεν συμπονάς δεν έχεις συγχωρήσει ... Και σαν δεν έχεις συγχωρήσει, πάει να πει πως δεν εσκέφτηκες τον άλλονε μήτε το γιατί τα ΄καμε έτσι ή αλλιώς ... Και δεν έχεις σιωπήσει γιατί βιάστηκες και δεν έχεις ακούσει ... Μπερδεύτηκες κοκόνα μου ε; ΄Ετσι μπερδευόμουνα κι εγώ σαν άρχιζε η νενέ μου τα σίγματα και τη διδαχή ... Μεγαλώνοντας τα ξεμπέρδεψα κι εγώ ... Μετά τ΄αγάπησα! Εκτός από τότε που ήμουνα παιδί και βαριόμουνα να τ΄ακούω ... μετά τ΄αγάπησα τα σίγματα ..."
"Οι παλιοί ήταν αλλιώς κόρη μου ... Είχανε άλλη σκέψη κι άλλη υπομονή ... Μ΄άλλο τρόπο εβλέπανε τη ζωή ... Περάσανε κι αυτοί δύσκολα, περάσαμε κι εμείς ... Είχανε φύγει κι αυτοί σ΄άλλη πατρίδα, είχανε κοιτάξει να βολέψουν κι αυτοί αλλού τη ζωή τους ... Εμείς βρήκαμε μια ζωή στρωμένη, σ΄όμορφο τόπο ... που τον εκάναμε τόπο μας. Οι παλιοί την είχανε στρώσει με ίδρο και κόπο και βάσανα... Είχανε φέρει μαζί τους πολλή αγάπη για τον τόπο που άφησαν ... Την φύτεψαν στον καινούργιο τόπο... και βλάστησε και κάρπισε... κι έγινε αυτός ο τόπος τους... ένας τόπος γεμάτος αγάπη και γεμάτος περηφάνεια απ΄ τις ιστορίες του άλλου τόπου ... Εφέρανε μαζί τους και τη γλώσσα τους και τ΄αντέτια τους και τα παραμύθια τους και στην αρχή τα ΄χανε στηρίγματα ... Μετά απόκτησαν και καινούργια ... Μαζί με τη γη απόκτησαν κι άλλες ιστορίες, άλλες συνήθειες, καινούργιους ήρωες ... Ρίζωσαν και ζούσαν κοντά και συνάμα μακριά απ΄τον πρώτο τους τόπο... Τους αγαπούσαν και τους δυο... μα η ζωή τους ήταν πια αλλού ... Κι είναι η ζωή που κάνει τον τόπο ... Εκεί που γελάς, ζεις .... Εκεί που κλαις, ζεις ... Εκεί που κουράζεσαι και κοιμάσαι ... εκεί ζεις... Κι εμείς τον είχαμε ζήσει τον τόπο μας ... Πως να ξεχάσω εγώ τα Βουρλά ... Εκεί έτρεχα κι έπαιζα, εκεί έμαθα γράμματα, εκεί πρωτοχτύπησα τα γόνατά μου, εκεί πρωτοχτύπησε η καρδιά μου ... Τι να το κάμω που οι δικοί μου είχαν φύγει απ΄τον τόπο που μ΄έριξε εμένα η προσφυγιά ... Για μένα ήταν τόπος ξένος και ξενικά μού φέρθηκε ... Μ΄έδιωχνε αλλά που να πάω ... Τα καλά μας και τ΄αγαθά μας είχαν χαθεί ... Οι άνθρωποί μας χαμένοι κι αυτοί ... Χαμένοι κι εμείς ... Μόνη μας παρηγοριά η ελπίδα ... και το πως ομιλούσαμε την ίδια γλώσσα στον "ξένο" τόπο... Κάποτε, μετά από πολλά ... μάς αποδέχτηκαν... Πρόσφυγες μείναμε πάντα μα μας αποδέχτηκαν... Πέρασαν όμως χρόνια μέχρις ότου ν΄αναγνωρίσουν την αξιοσύνη μας, τη μουσική μας, την πάστρα μας, τα φαγιά μας, τ΄άντέτια μας ... Ξέρεις πως μόνο εμείς στις 5 του Γενάρη μαζεύαμε τη στάχτη απ΄ την παραστιά ή το τζάκι και την εσκορπούσαμε μέσα και γύρω απ΄το σπίτι; Ακόμη και στα χωράφια την εσκορπούσαμε για να φέρει καλό ... Γούρι ελέγανε πως ήφερνε μεγάλο επειδής είχε αρχίσει με το Χριστόξυλο... που το βάναμε στις 24 του Δεκέμβρη... Κι η φωτιά έκαιε 12 μέρες άσβηστη συνέχεια μέχρι την παραμονή των Φώτων ...
Και τα Φωτοκαλιανταρίσματά μας, ήταν διαφορετικά...
Τα σωστά είναι αυτά που ξέρεις εσύ κοκόνα μου ....
΄Αιντε πες τα μου με τη φωνούλα σου ...
Σήμερα είναι των Φωτών που αγιάζουν οι παπάδες
και μες στα σπίτια ψάλλουνε και λέν τον Ιορδάνη.
Ο Ιωάννης Βαφτιστής εγύρισε και είπε:
- Χαρίσατέ μου τα κλειδιά, τα μαργαριταρένια
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο, να πιώ νερό δροσάτο
να πέσω ν’ αποκοιμηθώ σε μια μηλιά από κάτω,
να πέσουν τ’ άνθη απάνω μου, τα μήλα στην ποδιά μου
και τα χρυσά τριαντάφυλλα τριγύρω στα μαλλιά μου.
Ανήφορος, κατήφορος σε τρία πηγαδάκια
κάθονται τρεις μελαχροινές με τα σγουρά μαλλάκια.
Η μια κεντά τον ουρανό, η άλλη το φεγγάρι
κι η τρίτη η μικρότερη κεντά τον αϊ-Γιάννη.
Κέντα το κόρη, κέντα το του Γιάννη το μαντήλι
και γέμισέ το ζάχαρη κι άμε το στο πλαστήρι
κι απ’ το πλαστήρι στο σχολειό κι απ’ το σχολειό στο σπίτι.
Καλά σας βράδυα
Ε.-
και μες στα σπίτια ψάλλουνε και λέν τον Ιορδάνη.
Ο Ιωάννης Βαφτιστής εγύρισε και είπε:
- Χαρίσατέ μου τα κλειδιά, τα μαργαριταρένια
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο, να πιώ νερό δροσάτο
να πέσω ν’ αποκοιμηθώ σε μια μηλιά από κάτω,
να πέσουν τ’ άνθη απάνω μου, τα μήλα στην ποδιά μου
και τα χρυσά τριαντάφυλλα τριγύρω στα μαλλιά μου.
Ανήφορος, κατήφορος σε τρία πηγαδάκια
κάθονται τρεις μελαχροινές με τα σγουρά μαλλάκια.
Η μια κεντά τον ουρανό, η άλλη το φεγγάρι
κι η τρίτη η μικρότερη κεντά τον αϊ-Γιάννη.
Κέντα το κόρη, κέντα το του Γιάννη το μαντήλι
και γέμισέ το ζάχαρη κι άμε το στο πλαστήρι
κι απ’ το πλαστήρι στο σχολειό κι απ’ το σχολειό στο σπίτι.
Καλά σας βράδυα
Ε.-
1 σχόλιο:
"έλεγε πως τα σίγματα (πληθυντικός του γράμματος Σ-σίγμα) έχουν μεγάλη δύναμη ... "Να Σιωπάς, Να Σκέβεσαι, Να Σέβεσαι, Να Συχωράς, Να Συμπονάς, Να Συντράμεις"
=========
Τη σοφία εκείνων των παλιών,
να την είχαμε για διδαχή,
πόσους σκοπέλους θα αποφεύγαμε!
Δημοσίευση σχολίου