2 Μαρτίου 2013

΄Οποιος πάει στο χαμάμ(ι) ιδρώνει


Μήπως ξεχάσατε να φορέσετε το μαρτάκι σας;
Εγώ όμως όχι! ΄Οσο κι αν σας φαίνεται απίστευτο και όσο κι αν δεν υπάρχει περίπτωση να με κάψει ο ήλιος. ΄Αλλωστε, όσο κι αν το θέλω, δεν γελιέμαι! Σϊγουρα θα του πάρει πολύ καιρό ακόμα για να μας θυμηθεί και να μας επισκεφτεί.  Σε όλους, γνωστό, πως προτιμάει τα νότια! Α, κι εδώ σε μας, έρχεται και μένει, πάντα κύριος! Ποτέ δεν ξεπέφτει σε αρμένικη βίζιτα...

"΄Ελα κοκόνα μου ... ίδε πως γίνεται ...

Πιάνεις δυο κλωστές του πλεχτού ή του κεντήματος... μια άσπρη μια κιρμιζί κόκκινη... 3 πιθαμές μακρές... τις κομποδένεις αναμεταξύ τους στη μιά τους άκρια... Κρατάς γερά τις κομποδεμένες άκριες με το ΄να σου χεράκι, τεντώνεις καλά και στρουφίζεις πολύ τις άδετες προς τα δεξά... Χωρίς ν΄αμολήσεις τις άκριες, λασκάρεις το τέντωμα... Θωρείς; Οι δυο κλωστές έγιναν μια... στρουφιχτή δίχρωμη ... Τυλίζεις τη δίχρωμη στο χεράκι σου, τη κάμεις κόμπο να μη σου βγαίνει, κόβεις το περίσσεμα... και να ΄σου ...  το στολίδι του Μάρτη στο χεράκι σου ... να μη σε κάψει ο ήλιος... Ε, τώρα ... σα δε μπορείς να τα καταφέρεις μονάχη σου... φωνάζεις μια φιληνάδα σου και το κάμετε παρέα... Τη στερνή μέρα του Φλεβάρη το φτιάνεις... το πρώτο πρωί του Μάρτη το φορείς...

"Οπόχει κόρη ακριβή, το Μάρτη ήλιος μη τη δει" ... τούτα τα λόγια εσιγοτραγουδούσε η νενέ μου σαν μας εφόραγε το μάρτη... μμμ... και τ΄αγόρια εζηλεύγανε κι ηθέλανε κι αυτά... έβανε και σε κείνα... αλλά χωρίς να τραγουδεί λόγια... Σύμφωνα με τη νενέ μου, του Μάρτη ο ήλιος είναι σκληρός και καίει τα πρόσωπα των κοπελιών γι΄αυτό εφορούσανε το μαρτάκι... για προστασία απ΄τον πρώτο ήλιο της ΄Ανοιξης... Απ΄τα χρόνια τα πολύ παλιά έρχεται αυτό αντέτι... Ο κυρ Φίλιππος ο δάσκαλος του πρώτου σχολειού ήλεγε πως και οι αρχαίοι το συνηθίζανε το βραχιόλι του Μάρτη όχι όμως για να μην τους κάψει ο κυρ ήλιος... αλλά γιατί το φορούσανε δεν το θυμάμαι...Θυμούμαι ακόμα πως το ίδιο κάμανε και κάποιοι, όχι γραικοί, μα, νομίζω, Βούργαροι... που ξεπορτισμένοι κι αυτοί από φτώχεια, είχανε έρθει στα χώματά μας...

Δεν τον αγαπούσε το Μάρτη η νενέ μου ... Με το που ξεκίναγε ο μήνας, εξεκίναγε κι η μουρμούρα της... Μάρτη, γδάρτη τον ανέβαζε, παλουκοκάφτη τον κατέβαζε... κι όλο έλεγε πως κρυώνει...  ΄Ελεγε και τ΄άλλο... "όξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα οι νοικοκυροί... " ... Πολύ αργότερα τα εκατάλαβα όλα αυτά... Τον εφοβόντουσαν το Μάρτη τότες... μια ο ήλιος έβγαινε κι ο καιρός εγέλανε, μια ο ήλιος χανότανε και σκυθρωπούσε ο καιρός κι  εμούχλιαζε κι έκαμε κρύο...  Ξέρεις γιατί τα ΄καμε αυτά ο Μάρτης κοκόνα μου; Γιατί ο άτιμος... έχει δυο γυναίκες... μια όμορφη και φτωχή και μια άσκημη μα πλούσια... και κάθε βράδυ ο δίγνωμος, θέτει και με τις δυο τους .. Το πρωί σαν ανοίξει το μάτι του και δει την άσχημη, τον επιάνουνε τα νεύρα του  και κάμει κακό καιρό... άμα όμως ξυπνήσει απ΄τη μεριά της όμορφης... την εβλέπει, ευχαριστιέται... και κάμει καιρό ευχάριστο... Σαν την άκουε ο πάππος μου να λέει για τις δυο γυναίκες... εγέλανε και την εκογιονάριζε... "Ας είχα εγώ δυο γυναίκες και θα εγέλανα συνέχεια... Εκείνη έκαμε πως θύμωνε και του αντέλεγε... "Μωρέ ιδέ μούτρα για δυο γυναίκες... καλά-καλά δεν τα βγάνεις πέρα με τη μια, η δεύτερη σε μάρανε..."  Κι εκείνος έφευγε μουρμουρίζοντας "Αχ βρε Μάρτη και ίντα μου ΄καμες πάλι..." ΄Οσα χρόνια τούς ενθυμούμαι, θυμούμαι να λένε κάθε φορά τα ίδια λόγια, να κοιτιούνται και να κρυφογελούνε... Μετά χάσαμε τον παππού κι η νενέ σταμάτησε να κρυφογελά το Μάρτη... ΄Υστερα χάσαμε τον τόπο μας... κι η νενέ μαράζωσε για τα καλά... δεν σταμάτησε όμως ποτέ να κρυώνει το Μάρτη... 

Ο μπαμπάς μου πάλι, μάς ήλεγε μια άλλη ιστορία για το Μάρτη... μάς ήλεγε για τις μέρες της γριάς... Μια γριά λέει είχε ένα αρνάκι... με τον κακό καιρό του Μάρτη το αρνάκι κόντευε να τα κακαρώσει κι η γριά στεναχωρούντο... Παρακάλεσε τότε το Μάρτη να μην κάνει κακό καιρό και να τη γλυτώσει το δύστυχο... Ο Μάρτης ελυπήθηκε το κακόμοιρο το χαϊβάνι κι εμαλάκωσε... Εκεί όμως στις τελευταίες του μέρες κοντά, η γριά που νόμισε πως την εσκαπουλάρησε το ζωντανό της, κλέφτη είπενε το Μάρτη που ήπηρε μέρες απ΄το Φλεβάρη κι ο Μάρτης θύμωσε κι έβαλε κρύο για να παγώσει τη γριά... ΄Ετσι στο τέλος του Μάρτη κάμει πάντα κρύο κι οι τελευταίες κρύες του μέρες λέγονται οι μέρες της γριάς... Παράξενος, σκληρός μήνας ο Μάρτης κόρη μου, μα πιο χειρότερος απ΄το Σεπτέμβρη δεν υπάρχει... Σεπτέμβρη κατακαήκαμε και προσφυγέψαμε κι εμείς κι οι Σταμπουλίτες... λες και το ΄χει ο Σεπτέμβρης να μας κυνηγά... Τι να το κάμεις... Μάη μήνα χάσαμε τη Βασιλεύουσα... μα γω για πιο κακό έχω το Σεπτέμβρη... Να τα πάλι... που το πάω, που το γυρίζω... στον τόπο μου καταλήγω... ΄Αστα να πάνε...
Λοιπόν, όλο το μήνα το φορούσαμε το μαρτάκι μας... το βγάναμε μόνο τη στερνή μέρα του μήνα και το ακουμπούσαμε πάνω στ΄ανθισμένα δεντρά... να περάσουν τα χελιδόνια να το δουν, να το πάρουν για να κάμουν τη φωλιά τους...

Κι είχε δουλειές για να γίνουν το Μάρτη πολλές... Στα Βουρλά η μεγαλύτερη δουλειά ήταν το ξελάκκισμα των αμπελιών... κι είχαμε αμπέλια έναν ορίζοντα στα Βουρλά... ξελάκκισμα ήτανε το καθάρισμα ένα γύρω από τη ρίζα της κουρμούλας... μετά είχε σειρά ο μπαχτσές και το μποστάνι... Μάρτη φυτεύγεις τους βολβούς κι όλα σχεδόν τα λούλουδα... Μάρτη τα μπαχτσεβανικά και τις πατάτες και τις ντομάτες... Στο σπίτι αρχίζανε άλλες δουλειές... Κι επειδή δε λείπει ο Μάρτης απ΄τη Σαρακοστή... είχαν ήδη αρχίσει οι προετοιμασίες της Λαμπρής... Απόκριες και μέσα νηστείας... αλλά το μυαλό στη Λαμπρή... ΄Ετσι, στις πρώτες έγνοιες μέσα ...  ο ασβέστης... όλα ήπρεπε να΄αστράφτουν τη Λαμπρή... πάστρα κι ανάστα ο Κύριος για την Ανάσταση...

 Τα σπίτια μας πετρόχτιστα, ο ασβέστης τα ομόρφαινε, τα στραφτάλιζε, τα προστάτευε, τα γιατρικούλευε ... Φάρμακο ήταν τότες ο ασβέστης κόρη μου ... ΄Αλλοτε άσπρος κι άλλοτε μ΄ ότι χρώμα ήθελες, ήκαμε θαύματα...
Παράσιτα, μυγιαλούδια, μαϊμούνια κι αράχνες τ΄αφάνιζε... τρούπωνε τους ποντικούς... Βασίλευε το άσπρο στον τόπο μας... έξω απ΄το σπίτι, γύρω απ΄το σπίτι, μέσα στο σπίτι ... γύρω απ΄το τζάκι, στα μιντέρια, στα σκαλούνια... οι φράχτες, οι ταράτσες, οι γλάστρες, οι ντενεκέδες, τα πιθάρια... όλα ομορφοδείχνανε ασπρισμένα... 
Ακόμα και την καρβουναποθήκη, εκεί όπου βασίλευε το μαύρο, εμείς δώστου... και την ασβεστώναμε... Ασπρίζαμε και  τ΄αχούρι... ασπρίζαμε και τα παλιά ξύλινα βαρέλια μας σαν είχαν παραχρησιμοποιηθεί... να διώξουμε τη μυρωδιά και το σαράκι να μη βλαφτεί ότι καινούργιο θα βάναμε μέσα... και στα λούκια και στις σχάρες ασβέστη ρίχναμε, να κατακάτσει η μυρωδιά και να  σκοτωθούν τ΄άχρηστα... 
 

Και το μελιτζανάκι και το καϊσι και τη φράγκολα και το κεράσι, κι όλα τα επίφοβα... σαν τα κάναμε γλυκά του κουταλιού, στ΄ασβεστόνερο τα βουτούσαμε να μείνουν τραγανά, λιώμα να νη γενούνε... Κι οι εκκλησιές μας και τα ξωκλήσια μας ασπρισμένα πάντα, λαμπυρίζανε κάτω απ΄τον ήλιο μας ΄Ισως αυτό να ΄φταιξε... ο ασβέστης... τους εμπήκαν στο μάτι ...  έπεσε  η ασπράδα κι η ομορφάδα του στο μάτι των φθονερών ντόπιων... 
Καίει ο ασβέστης κόρη μου... καίει το μάτι, το πετσί ... Μια τόση δα σταγόνα του φτάνει... Ο πάππος μου,  το ΄λεγε συχνά... χτίστης ήταν ... είχενε δει πολλά ανάποδα να συμβαίνουν και μάτια να χάνονται εξαιτίας του ασβέστη...

"Κάναμε όμως κι εμείς λάθη κόρη μου, λέω, χωρίς όμως να το θέλουμε... έτσι μου το λέει το φτωχό μου το μυαλό σαν σκέφτομαι τη φωτιά, τη δυστυχία και τα βάσανα που σύραμε... όλα τα κάμαμε τρανά, μεγάλα... ΄Οχι όλοι μας, μα πολλοί δικοί μας... κονάκια μεγάλα, τσιφτλίκια, φάμπρικες, εκκλησιές αμέτρητες κι αμέτρητα ψηλές και μεγάλες... τους κεντρίζαμε μ΄όσα πετυχαίναμε... τους το δείχναμε... τους αγαπούσαμε, δεν θέλαμε το κακό τους μα δεν τους εμετρούσαμε ίσους μας... λίγο πιο κάτω από μας τους υπολογίζαμε... εξεχαστήκαμε, παρασυρθήκαμε, πολυκαμαρώναμε... ετραβήξαμε πολύ το σκοινί... Κι ο Θεός το λέει... να είμαστε  ταπεινοί... 


΄Ισως όλα αυτά να φταίξανε..."


Καλά σας βράδια...

Ε.- 


Ο Μάρτης, Μάρτης μίλησε και είπε πως θα αργήσει
έχει ακόμα δυο βροχές και μία να χιονίσει.
Ένα δεντράκι τ' άκουσε και πήγε να λυγίσει
του είπα να' χει υπομονή, το φόβο να νικήσει.
Ό,τι αργεί κι ό,τι στη Γη είναι βαθιά κρυμμένο.
πάλι στο φως θα βαφτιστεί και θα' ρθει ευλογημένο...
Ο Μάρτης χείλη έσκασε, στον ήλιο να γελάσει
είπε θ' αργήσει, μα θα' ρθεί ο κόσμος να χαλάσει.
Θα βάλει τ' Ανοιξιάτικα να ομορφύνει η πλάση,
στα μπλε και στα κατάλευκα θα βγει να παρελάσει.
Ό,τι αργεί κι ό,τι στη Γη είναι βαθιά κρυμμένο,
πάλι στο φως θα βαφτιστεί και θα’ ρθεί ευλογημένο...
Παντελής Θαλασσινός

3 σχόλια:

Dina Vitzileou είπε...

Το ταπεινό μυαλό ( όχι το φτωχό) με τις μεγάλες αλήθειες..
Όμορφοι και οι στίχοι του Θαλασσινού!
Καλό βράδυ Ελενάκι
και Καλό μήνα!

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Η σοφία των παλιών!
Πόσα ξεχάσαμε...

E.- είπε...

Αχ και πως μ΄αρέσουν τα όμορφά σας λόγια ...
Σας ευχαριστώ

Καλά βράδια και στους δυο σας

Ε.-