11 Νοεμβρίου 2013

Φάσκελά της που αγαπά... παντρεμένο ή παπά...

Ας το καλό! Γέρασα! ΄Οχι πως δεν έχω άλλες ενδείξεις περί του θέματος, αλλά και με το παραμικρό κλαίω! Δεν κλαίω βέβαια και με λυγμούς αλλά μεταξύ μας, δεν θολώνει απλώς και γυαλίζει το μάτι μου. Τα καταφέρνω κάπως καλύτερα! Και τώρα μόλις, πάλι τα ίδια! Τελειώνει μια εκπομπή στην Τι βι που τη λένε "όλοι μαζί",  κλαίνε αυτοί όλοι μαζί γιατί έχουν τους λόγους τους, κλαίω κι εγώ μαζί τους χωρίς κανένα λόγο. Ευτυχώς κλαίω εκτός Τι βις! 
Κι αν δεν γέρασα, γερνάω! Κι αν δεν γερνάω... Στοοοοοπ! Δεν γερνάω, δεν έχει! ΄Ισως όμως, να μην είναι καλά το "παραμέσα" μου! ΄Ετσι έλεγε η νενέ μου και συνόδευε πάντα αυτό το παραμέσα μ΄ένα βαθύ και μακρόσυρτο... Αχ! Λες κι αυτό το Αχ μπορούσε ν΄αδειάσει το "παραμέσα" της...

"Αχ, μπρε κόρη μου, ώρες-ώρες δεν είναι καλά το παραμέσα μου... και σαν δεν είναι καλά αυτό, τίποτα δεν πάει καλά... σούρνω τα πόδια μου, σούρνω τα χέρια μου... σα να μην έχω δύναμη... σα να παράδωκα... "
" Τί είναι το παραμέσα νενέ; Δεν καταλαβαίνω."
"Πως να στο είπω κόρη μου...  ο άθρωπος έχει το έξω, έχει και το μέσα... έχει και ψυχή ... το παραμέσα δεν είναι η ψυχή γιατί η ψυχή ανήκει στον Κύριο μας... ούτε και η συνείδηση είναι... οι κακοί δεν έχουν συνείδηση αλλιώς δεν θα ήταν κακοί... οι καλοί έχουν γι΄αυτό είναι καλοί... είναι ένα άλλο πράμα το παραμέσα...  οι γραμματιζούμενοι πάντως θα ξέρουν τι είναι αυτό το παραμέσα... εγώ γραμματιζούμενη κόρη μου, δεν είμαι... τα πρώτα γράμματα έμαθα κι αυτά είναι λίγα... δεν μπορώ να σου το δώκω να το καταλάβεις αλλιώς... δεν έχω τις κουβέντες... κοίτα εσύ να τελειώσεις το σχολειό, να κάμεις σπουδές μεγάλες, ν΄ανοίξει το μυαλό σου... και τότενες θα ξέρεις να μιλείς σωστά, θα κατέχεις και το παραμέσα...

"Εγώ θα μάθω και θα σου πω να ξέρεις κι εσύ νενέ. Μη στεναχωριέσαι. Θα ρωτήσω και το δάσκαλο, μετά τις διακοπές. Τώρα πες μου για τους αρραβώνες στα Βουρλά. Μου το υποσχέθηκες. Και θα μου πεις και για τους γάμους."

"Εσένα το μυαλουδάκι σου κοπελούδα μ΄, τρέχει σε γάμους και σ΄αρραβώνες... αμ, το δικό μου θα ΄τρέχει... ΄Αιντε, πιάσε το τεψί... εκωλόκοψα τα κάστανα, άιντε να τα βάνουμε στην πυρά να γίνονται... κι άκουε..."

"Απ΄τον  Πάνω Μαχαλά μέχρι το Παραλλέλι, κυνήγησα μια όμορφη μα κείνη δε με θέλει..." 

"Κοίταε μπρε τι κατέβασε ο καφάς μου... τραγούδι από τα μέρη μας ... ήρεσε του πάππου σου κι εσφύριζε το σκοπό για να με πειράξει ... σα να μου ήλεγε πως Σμυρνιά ήθελε να πάρει... αλλά βλέπεις, πήρε Βουρλιωτίνα... χωρίς χρυσάφι... καλά-καλά χωρίς βρακί, χωρίς τίποτα... "
"Αμ πως, ήθελε χρυσάφι πολύ ο αρραβώνας κόρη μου...  τ΄αρραβωνιάσμα γινόσαντε πριν το γέννος (Χριστούγεννα) και πριν τις ελιές... γινόσαντε συνήθως Οκτώβρη ή Νοέμπρη και Νοέμπρη πριν το λιομάζωμα... τον Αύγουστο και τον Σεπτέμπρη δεν αφήνανε οι σοδειές... σύκα, σταφίδες, τιμές, παζαρέματα, φορτώματα... ο κόσμος είχενε δουλειές με φούντες... σαν όμως επωλούνταν η σοδειά, είχανε παράδες και τότες ορίζανε τους αρραβώνες... ήθελε παρά ο εορτασμός, είχενε έξοδα, χρυσαφικά, δώρα, τραπεζώματα... συνήθως Σάββατο εορταζόντανε... ΄Ηφτανε ο γαμπρός με τους γονέους του, στολισμένοι, στο σπιτικό της νύφης όπου τους περίμενε ολοφώτιστο... όλο το χωριό ήξερε για τον αρραβώνα μα ο αρραβώνας ήτονε κλειστός... μικρή εορτή... μόνο οι δυο φαμίλιες, ο ιερέας, οι ανάδοχοι... φορές-φορές πήγαινε και λίγο σόι, αυτό που έμενε κοντά... το σόι που εβρίσκετο μακριά περίμενε το γάμο... ολάκερο το σόι κι ολάκερο το χωριό παρουσιάζετο στα στέφανα...  στη σάλα επερνούσανε κι εκαθόσαντε γύρω απ΄το μεγάλο τραπέζι... στην πάνω κορφή του τραπεζιού, ήστεκε σε κόκκινο μαντήλι πάνω, ακουμπισμένος δίσκος μεγάλος σκαλιστός, ξύλινος ή αργυρός... κι είχενε μέσα λούλουδα κι ανθοπέταλα... λίγες κουφέτες και πάνω δεμένους με κορδέλα τους δυο χαλκάδες... τις βέρες... πάνω απ΄όλα αναπαυότανε το Βαγγέλιο... χαιρεντιόσαντε, φιλιόσαντε τα συμπεθέρια κι εκαθίζανε... στην κορφή ο ιερέας... όλα όσα κάμαμε στον τόπο μας γινόσαντε σύμφωνα με την πίστη μας κόρη μου... εδώ σαν ήρθαμε ήταν αλλιώς...ας έχει... στα ζερβόδεξά του το ζευγάρι, μετά οι γονέοι τους κι οι υποδέλοιποι... τα λόγια και τα προικώα δεν είχαν θέση... αυτά είχανε κανονιστεί στα λογοστέματα... αρχίναγε ο ιερέας... εδιάβαζε την ευχή, εσταύρωνε τους χαλκάδες και τους ήδινε στους πατεράδες του ζευγαριού... κι οι δυο συμπεθέροι μαζί τους επερνούσαν στο ζευγάρι, το εφιλούσαν, έδιναν την ευχή τους και το λόγο ήπαιρναν οι συμπεθέρες, οι ανάδοχοι, οι μεγάλοι αδερφοί και μετά οι υποδέλοιποι... ορίζανε και τη μέρα για τα στεφανώματα κι ετέλευε ο αρραβώνας... σειρά είχε το τραπέζι και το γλέντι... χαρούμενος κι ευτυχισμένος ήταν ο κύρης της νύφης... μα ΄γω νομίζω πως πιότερο χαρούμενος ήτο ο μεγάλος αδερφός... αν υπήρχε... στον καιρό μας κόρη μου, αν υπήρχαν ανύπαντρες στο σπίτι ο μεγάλος αδερφός δεν επροχώραγε σε γάμο... σαν έβλεπε λοιπόν τις αδερφές του να νοικοκυρεύονται, εχαιρόταν γιατί πλησίαζε η ώρα  η καλή και για κείνον... κι αν είχε και καμιά στο μάτι, χαιρότανε διπλά... Α, όλα κι όλα...  οι χαλκάδες δεν ήτονε ότι κι ότι ... ήτονε καινούργιοι κι αγορασμένοι στη Σμύρνη... κι όχι όπου κι όπου αλλά στου Παπάζογλου... δηλαδής είχενε κι άλλους καλούς τεχνίτες το χρυσάφι αλλά αυτόν ενθυμούμαι τώρα... όμως το σημάδεμα, δαχτυλίδι ήτο... μπορεί όμως κι άλλο χρυσαφικό, αυτό που προσφερότανε στη νύφη ήτονε συνήθως παλιό, καλοδουλεμένο, περασμένο από γενιά σε γενιά... κειμήλιο σεβάσιμο... Ο γαμπρός συνήθως ελάβαινε καλό ρολόι... και μια ζωή το ΄σερνε στην τσέπη... ελάβαινε τσαπράζ, άσπρη καλή πουκαμίσα, κεντισμένο γελέκο, ζωνάρι φαρδύ, μάλλινο ή μεταξένιο... θα τα εφορούσε σαν επήγαινε επίσκεψη στου πεθερού και στα στέφανα... Κυριακές πήγαινε στου πεθερού... κι ήβλεπε τη νύφη από μακρά και λίγο... η κυρά νύφη ελάβαινε το καλό-καλό δαχτυλίδι, σίγουρα μια λίρα... μπορεί και πεντόλιρο... σκουλαρίκια, βραχιόλια, σταυρουλάκι ή άλλο κρεμαστό του λαιμού... ελάβαινε κι ενδύματα και πασούμια... φορές-φορές αντί όλ΄ αυτά εμάζωνε κάμποσες λιρίτσες για την καλή αρχή... οι συμπεθέρες εφεύγανε με κάνα φόρεμα ή παρασόλια, οι συμπέθεροι με πουκαμίσες... οι υποδέλοιποι εφεύγανε με διάφορα φιλέματα μικρά ή μεγάλα... αυτά τα εκάμανε όσοι είχανε πολλούς παράδες... όσοι είχανε λιγότερους προσφέρανε λιγότερα... πιο ταπεινά... μα η χαρά ήτονε το ίδιο μεγάλη για έχοντες και μη έχοντες... Ε, μετά το ευχομάνι, επίνανε τη σουμάδα τους κι εκουβεντιάζανε χαρούμενα μέχρις να καθίσουνε στο τραπέζι... κι εκεί σ΄έχω, να ειδείς ομορφιές... λαλαδιές και τσακαρμάδες, γιαπράκια, λαχανοντολμάδες... και...   "
 
"Μπρε, τώρα που το θυμούμαι... έχω πει σου γιατί και πως επροκόψανε και γίνανε μεγάλοι και τρανοί οι Γραικοί, στον τόπο μας; Λοιπόν άκου... οι ξένοι ελέγανε πως, τόσο έξυπνοι και καπάτσοι, σαν τους Γραικούς, άλλοι δεν ήσαντε... τους είχε κάμει ξύπνιους η πείνα ή η χρεία, ποιος ξέρει... ελέγανε πάντως -κι ήτονε αλήθεια- πως ο Γραικός ήφτανε φτωχός, ξεβράκωτος...  ήμπαινε όμως αμέσως στη δουλειά... αν είχενε καμιά γνωριμιά, κάνα φίλο ή κάνα συγγενή ντουγρού πήγαινε σ΄αυτούς... κι εβοηθιότανε... γι΄αρχή, σίγουρα θα τον κονέβγανε... μετά, με το κατά δύναμη του καθενός αρχίναε... αν δεν είχενε όμως στήριγμα, πήγαινε όπου να ΄ναι... του ΄καμε δεν του ΄καμε το γιατάκι, η δουλειά ή ο εφέντης... δεν εδιάλεγε και δεν εμίλαγε... μόνο εστρωνότανε γερά... δεν εφοβότανε τη δουλειά... μωρ, σα σκύλος εδούλευγε.... γιοκ παράπονα, γιοκ τσιριμόνιες... ήτρεχε, εμάθαινε την πραμάτεια, τ΄αλισβερίσι, τη μηχανή, την αγορά, τους εμπόρους, τη φορτωτική, το συμβόλαιο... γρήγορα ήξερε πολλά... εκουμαντάριζε τα δύσκολα... γινόταν χρειαζούμενος στον εφέντη, το δεξί του χέρι... ήφερνε τα όλα βόλτα, εγύριζε κι εμύριζε... αυτή ήτο η εξυπνάδα του... εμάζευε με το μάζι, εμάζευε και τον κόπο του... και με τους παράδες του αργότερα, ήβανε μπρος τη δική του φάμπρικα... μα γης, μα κι όπως ήξερε όλα τα κόλπα, σύντομα επρόκοβε κι εγινόντανε καλύτερος από τα αφεντικά του... αυτό ήτονε το μυστικό τους κόρη μου... η πολλή δουλειά, το καλό κουμάντο και τ΄ανοιχτό μάτι ...αμ, πως... και γινήκανε νοικοκύρηδες κόρη μου... ακόμη και οι ψαράδες... Αμέ γιατί νομίζεις ότι μας αφήσανε να χαθούμε τότες - κακό χρόνο να ΄χουνε για γάλλοι, ολλαντέζοι, γερμανοί κι οβραίοι ... όλοι τους... μας εζηλέψανε βαθιά κόρη μου... πιότερο κι απ΄τους ντόπιους... χορεύανε σαν επνιγόμαστε... γελούσανε σαν πεθαίναμε... τρώγανε κι επίνανε σαν καιγόμαστε... κακό χρόνο να ΄χουνε... κακό... πάλι κάκιωσα... ανάθεμά τους... γριά γυναίκα και να με κάνουν να καταριέμαι... μη μ΄ακούς κόρη μου... μη μ΄ακούς... άιντε και βγάλε το τεψί απ΄τη φωτιά... επάψανε να σφυρίζουνε... μοσχοβολάνε τ΄άτιμα... δίπλωσ΄τα στο πεσκιράκι σου, σπάστα με τα δαχτύλια σου... και τρώγε... να φάγω κι εγώ να στείλω το φαρμάκι κάτω... να σταματήσω και τις κατάρες, νύχτα ώρα... "

"Πολύ σπέσιαλ νενέ, πολύ σπέσιαλ τα κάστανα!"

"Τί είν΄αυτό το σπέσιαλ που μου τσαμπουνάς μπρε; Τι πάει να πει σπέσιαλ;"
"΄Ετσι λέμε εμείς νενέ, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι είναι πολύ πολύ καλό!"

"Μάλιστα, σπέσιαλ... σπέσιαλ τα κάστανα κόρη μου ... καλά το λέω;"
"Ναι νενέ μου, καλά το λες!"

"΄Αιντε μουρλό-βουρλιωτάκι..."
"Νενέ, λέγε τώρα τί είναι η σουμάδα;"

"Λοιπόν... ο αρραβώνας αλλιώς λεγόταν σουμάδ΄ ή σουμάδεμαν, που πάει να πει σημάδι... τα δαχτυλίδια του αρραβώνα ήτονε το σημάδι... είχανε δηλαδή σημαδέψει ποιος νιος θα στεφανωθεί ποια θυγατέρα... άλλοι έλεγαν τον αρραβώνα μικροστεφάνωμα... και δεν χαλνούσε ο αρραβώνας σχεδόν ποτέ ... ήτο μεγάλη ντροπή... για να χαλάσει ήπρεπε να μεσολαβήσει φυλακή, φονικό ή το μεγάλο κακό αλλιώς χάλασμα δεν γινόταν... όχι όπως σήμερα... 
το ποτό που εσερβίραμε στο σημάδι, ήταν η σουμάδα... αρραβώνας χωρίς σουμάδα δεν λογίζονταν αρραβώνας... ένα ποτό ροσόλι ήτο... αμύγδαλα και πικραμύγδαλα κοπανισμένα, με ροδόνερο και ζάχαρη..."

"Νενέ, στη Σμύρνη την αγοράζατε;"

"Ποιά αγοράζαμε στη Σμύρνη, τη σουμάδα; ΄Οχι κόρη μου τη σουμάδα δεν την αγοράζαμε... την εφτιάχναμε στο σπίτι... εύκολο πράμα ήτο... ασπρίζαμε τ΄αμύγδαλα και τα πικραμύγδαλα... τα κοπανίζαμε γερά-γερά στο γουδί... τα κάναμε χυλό βάνοντάς τους νερό... βάναμε στον τέντζερη το ψιλό σουρωτήρι ... κι απάνω τού βάναμε  ένα κομμάτι τουλουπάνι κι εσουρώναμε το χυλό... εβγάναμε το τουλουπάνι κι εκρατούσαμε τ΄αποκάτω τ΄απόσταγμα... μετά του βάναμε αρκετό νερό, λίγο ροδόνερο και  κάμποση ζάχαρη...  εβράζαμε μέχρις ότου γινότανε ροσόλι... ύστερις, στον αρραβώνα δηλαδή, το αραιώναμε βάνοντάς του δροσερό νερό κι ολίγη κανέλλα... οινοπνεύματα και τέτοια δεν είχενε η σουμάδα... δεν ήτονε πιοτί ... τη φιλεύαμε για να φέρει ευτυχία και πολλά παιδιά και μετά στο τραπέζι, εκερνούσαμε κρασί... άιντε... και στους αρραβώνες σου θα σου φκιάξω εγώ μια σουμάδα σπέσιαλ ... να γλύφεις τα δαχτύλια σου... αν ζω ακόμα... σμυρνέικη σουμάδα, σπιτική και σπέσιαλ ... καλά το είπα αυτό το τελευταίο μπρε;"

"Καλά το είπες νενέ μου..." 

Καλά σας βράδια

Ε.-


Στους αρραβώνες μου, έλειπες νενέ... 
κι έλειψε κι η σουμάδα... 
έλειψαν κι έλειπαν, πολλοι και πολλά...
όμως από δικό μου λάθος...





3 σχόλια:

Dina Vitzileou είπε...

Ελενάκι μη δίνεις σημασία στο "παραμέσα"! Πάντα θα έχει τα πάνω του και τα κάτω του..
Κοίτα να φτιάξουμε καμία σουμάδα να γλυκαθούμε καλύτερα!
Να ακολουθήσω απλά τις οδηγίες της Νενές ή υπάρχει και κανένα μυστικό?
Φιλάκια πολλά πολλά!!!!

E.- είπε...

Καλώς το μου...
Αχ, Ντινάκι τι μου λες τώρα...
Δεν λες και πάλι καλά που θυμάμαι κι αυτά!

Φιλάκια κοριτσάκι
Ε.-
Δεν νομίζω πάντως να υπάρχει μυστικό :))

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Άναψα κι ένα τζάκι και το διάβασα ατμοσφαιρικά! Να 'σαι καλά προσφυγάκι.