Κι εσείς...
κι εγώ...
και όλοι κι όλοι μας... κι εκείνοι... και οι άλλοι...
πάντα καλά μας να ΄μαστε...
Καλά σας βράδια
Ε.-
Και να ξετυλίγω λίγο-λίγο το νήμα, τι άκουσα, τι είδα, που πήγα. Νήμα μιας μνήμης, παραμύθι, ιστορία, αλήθεια; Θύμησες, χρεία κι ανάγκη στη μνεία των δικών και των άλλων. Σμύρνη, Βουρλά, 1899. Αφετηρία η ανάγκη. ΄Εναυσμα η φωτογραφία. Μήνας Απρίλης.΄Ετους τρέχοντος 2010. Μια πέτρινη ελπίδα, μικρή κι ελάχιστη κόντρα στον τοίχο και στο χρόνο. Ταμπέλα βαφτιστική αυτού που πια δεν υπάρχει! Κόντρα σε όλα να μένει η Ε(λ)πίς μιας ελπίδας...
Με λένε Ελένη...
αισιόδοξη, ευάερος, ευήλιος και εύχαρις...
μα... κατ΄όπως λένε, τα λίγα λόγια ζάχαρη
και τα καθόλου μέλι...
Με λένε Ελένη...
αισιόδοξη, ευάερος, ευήλιος και εύχαρις...
μα... κατ΄όπως λένε, τα λίγα λόγια ζάχαρη
και τα καθόλου μέλι...
Με λένε Ελένη...
αισιόδοξη, ευάερος, ευήλιος και εύχαρις...
μα... κατ΄όπως λένε, τα λίγα λόγια ζάχαρη
και τα καθόλου μέλι...
Με λένε Ελένη...
αισιόδοξη, ευάερος, ευήλιος και εύχαρις...
μα... κατ΄όπως λένε, τα λίγα λόγια ζάχαρη
και τα καθόλου μέλι...
![]() |
| 1891 ΄Εφεσος |
"Ωραίο είναι κόρη μου... όμορφο... παράξενο... παράξενο που εφάνη την πρώτη φορά που το είδα... σιδερένιο άλογο μού φάνταξε όταν τ΄αντίκρυσα... εκεί το είδα για πρώτη φορά... στη Σμύρνη... εμείς το ελέγαμε συρμό, οι φράγκοι τρέν-ο... εδώ σαν ήρθαμε, άλλοι το ΄λεγαν θηρίο, άλλοι καρβουνιάρη... η αλήθεια είναι πως μας εκαρβούνιζε για τα καλά... κάτω από τις γραμμές του βλέπεις εμέναμε και θυμούμαι καλά το μαύρο του καπνό να σύρεται στον ουρανό και να μας καπνίζει... εσφύριζε, επερίμενες λίγο, σήκωνες το μάτι και ήβλεπες τον καπνό από μακριά... σειόντανε τα σπίτια σαν επερνούσε από μπρος τους... εσήκωνε τον κόσμο στο πόδι η μπουρού... μα και σαν την ήκουες, εγνώριζες και τι ώρα ήτανε... στη Σμύρνη έσυρε πίσω του ξύλινα κάρα φορτωμένα με κάθε λογής πραμάτεια... έσυρε κάρα φορτωμένα με ζωντανά, καπνά, βαρέλια με λάδια και κρασί, σακιά με σταφίδα και σύκα...
.jpg)
![]() |
| Παναγιά Καπουλού 1896 |

"Γιαγιά, κοίτα, κοίτα!!! Πουλάνε σουβλάκια έξω! Να πάρουμε κι εμείς! Δώσε μου λεφτά!"
Με λένε Ελένη...
αισιόδοξη, ευάερος, ευήλιος και εύχαρις...
μα... κατ΄όπως λένε, τα λίγα λόγια ζάχαρη
και τα καθόλου μέλι...
Με λένε Ελένη...
αισιόδοξη, ευάερος, ευήλιος και εύχαρις...
μα... κατ΄όπως λένε, τα λίγα λόγια ζάχαρη
και τα καθόλου μέλι...
Καλός ο Σεπτέμβρης μωρέ, δεν λέω αλλά κουβαλάει πάνω του το μεγάλο χαμό, εκείνη τη μια καταστροφή, το γιαγκίνι, τη φωτιά και την αστείρευτη οδύνη. Κουβαλάει μέσα του εκείνα τα άπειρα δάκρυα κι εκείνη την πίκρα που δεν γλύκανε ποτέ παρά τα χρόνια που πέρασαν! Θυμάμαι τη γιαγιά μου να θλίβεται πάντα τον Σεπτέμβρη. Τη θυμάμαι να γέρνει και να τραβάει το βήμα σαν πως το βήμα της δεν θα την έβγαζε πουθενά. Κι ακόμα, τη θυμάμαι ν΄ανάβει το καντηλάκι της και να μην το αφήνει να σβήσει. Τη βλέπω ακόμα, να θυμιατίζει, να σιγοψυθιρίζει, άλλοτε να μουρμουρίζει και συχνά-πυκνά να δακρύζει. Θυμάμαι πως Σεπτέμβρη δεν ήθελε να βγαίνει απ΄το σπίτι ούτε καν στη γειτονιά όπως το συνήθιζε και θυμάμαι πως εκείνες τις μέρες έκανε και 2 και 3 και 4 φορές κόλλυβα. ΄Ισως κάθε Σάββατο. Κι όπως η ίδια έλεγε, αν της ρώταγες, γιατί γιαγιά κλαις και κάνεις κόλλυβα, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια και κοφτή. "Δε θέλω πολλά-πολλά. Με πονάει ο Σεπτέβρης, κόρη μου".
Γεροτσακούλι... παραλία του το Ζούμπερι
Αν βάλουμε τώρα και τη ζέστη και την τσάντα με τα συμπράγκαλα παραμάσχαλα, συν το παγούρι με το νερό, βάλε και το κακοτράχαλο του δρόμου, εκεί να δεις κούραση. Τι κούραση, δεν λες καλύτερα εξόντωμα! Ναι, μόνο εκείνη κι εγώ! Οι δυο μας πηγαίναμε για μπάνιο κάθε μέρα, χωρίς να νοιαζόμαστε για τη ζέστη, τα χιλιόμετρα και την κούραση. Πως λοιπόν να μην σεβαστώ το αίτημά της και να μην λουφάξω αμίλητη, ακούνητη κι αγέλαστη,1,2,3... όλα για τη γιαγιά!
Ακούω πιατοπότηρα να χτυπάνε. Η χαρά μου όλη. Πρώτον, ξύπνησε επιτέλους, δεύτερον θ΄ακολουθούσε βυσσινάδα! ΄Ηταν πάντα η πρώτη που εγκατέλειπε το ράντζο. Η μαμά μου και οι θείες μου ήταν πάντα μετά! Την περιμένω να φανεί με το φλυτζανάκι του καφέ στο ένα χέρι, τη βυσσινάδα στο άλλο. Θα πάει και θα ΄ρθει βέβαια 5-6 φορές ακόμα πριν κάτσει να πιεί τον καχβέ της. Μια θα σηκωθεί να φέρει το νερό της, μετά το καρπούζι ή το γλυκό του κουταλιού, μια ακόμα για να φέρει τη χαρτοβεντάλια της, μια για να φέρει το σκοτωτήρι και δώστου να πάει. ΄Ετσι, σήκω-κάτσε, πάει κι έρχεται για να με νευριάζει! Δηλαδή εγώ να περιμένω να ακούσω μια διήγηση, μια ιστορία όσο οι άλλοι κοιμούνται και η γιαγιά είναι μόνο δική μου κι εκείνη να πηγαινοέρχεται. Είναι άδικο! Αν και το καλοκαίρι, συνήθως δεν είχε διηγήσεις. Οι ιστορίες και τα παραμύθια ήταν για το χειμώνα. Το καλοκαίρι ήταν γι΄άλλα. Το καλοκαίρι ήταν για μπάνια και παιχνίδια και η μεγάλη της ένοια ήταν πως να μας κρατήσει όσο γινόταν πιο ήσυχους. Νοιαζόταν μα μην πάθουμε, να μην χτυπήσουμε. Δεν θα σας πω άλλα. Θα σας πω μόνο τι σκαρφιζόταν για να μας ημερέψει.
Φέρτε στο νου σας κάτι από πρόδρομο σημερινού κάμπινγκ! ΄Ανευ νέων αλλά και παλαιών τεχνολογιών! Δηλαδή χωρίς φως, νερό, τηλέφωνο. Εντάξει, δεν μέναμε σε σκηνή αλλά σε σπίτι πετρόχτιστο, πηγάδι όμως γιοκ και δεν είχαμε και φυσικά το ψυγείο ήταν του πάγου. Και στην κουζίνα φυσικά πετρογκάζ με μπουκάλα η οποία αφίκετο άμα τη αφίξει μας εν τω τρίκυκλω του επιτόπιου παντοπώλου! Για νερό, πήγαινε καθημερινώς η στάμνα παρέα με το μπιτόνι 3 και 5 φορές στη βρύση απ΄ όπου αργούσαν να γυρίσουν καθότι υπήρχε πάντα ουρά! Η στάμνα περιείχε το πόσιμον ύδωρ. Το μπιτόνι γεμιζόταν και το νερό του ήταν για τα πιάτα, τα μούτρα, τα χέρια, τη λάτρα, το πλύσιμο. Το πρωί για γάλα πήγαινε, ανάλογα με τον προς διατροφή πληθυσμό, το κατσαρόλι ή η κατσαρόλα στη στάνη και το ψωμί αγοράζονταν μέρα παρά μέρα στο γυρισμό απ΄ τη θάλασσα.
γιατί αυτό ήταν το παιγνίδι που θα μας κρατούσε παρέα σ΄όλες τις διακοπές. ΄Ετσι αρχίζαμε πάντα με την κατασκευή του, αφού η γιαγιά μας είχε φροντίσει και γι΄αυτό. Είχε φροντίσει κι είχε μαζέψει ότι κουρελόπανο έπεφτε στα χέρια της όλο τον καιρό και είχε έρθει πια η ώρα να αδειάσει την τσάντα που είχε φέρει με κάθε είδους κουρέλι και κουρελάκι, περιμαζεμένο με σκοπό να γίνει τόπι. ΄Ολη τη χρονιά μάζευε κουρελάκια. Τα μισά γίνονταν κουρελού για το κουζινάκι της και τα υπόλοιπα, τόπι του καλοκαιριού!
Παραμονή Δεκαπενταύγουστου έκοβε πάντα κάμποσες κορφές πευκοβελόνες. Μας έδινε από μια κορφή και με τις οδηγίες της περνούσαμε σε κάθε πευκοβελόνα ένα γιασεμί ή ένα αγιόκλημα ή ένα δειλινό. Μετά φρεσκοπλυμένους, φρεσκολουσμένους και καθαρούς μας πήγαινε στην εκκλησία να προσκυνήσουμε και να τ΄αποθέσουμε τα γιασεμιά στη Χάρη της! Χωρίς ποτέ να ξεχνάει να προσφέρει εκείνη στην Παναγιά, έναν κρίνο, μαζεμένο το πρωί απ΄την άμμο!
΄Οταν στο μενού είχε Ακάκιο και μακαρόνια Μίσκο, άλλοτε φτιάχναμε καρφίτσες για το πέτο της μαμάς! Κολλούσαμε προσεκτικά με αλευρόκολλα σπυριά κριθαράκι σχηματίζοντας λουλούδια πάνω σε κομματάκια λειασμένου κορμού πεύκου κι άλλοτε είχε κολλιέδες και βραχόλια από μακαρόνια για πατσίτσιο!
και για 1 ή 2 βράδια το μήνα
Η πρώτη μου κούκλα κι η δεύτερη κι η τρίτη, ήταν φτιαγμένες από εκείνη τη χρυσή γιαγιά.
Η πρώτη πήρε ανάσα πάνω σ΄ένα από κείνα τα παλιά ξεχασμένα σκουπάκια από άχυρο. Η δεύτερη ζωντάνεψε πάνω σε κάτι υπόλοιπα από μαλλιά πλεξίματος κι η τρίτη ξεπήδηξε μέσα από ένα κουβάρι νήμα για βελονάκι.
Με λένε Ελένη...
αισιόδοξη, ευάερος, ευήλιος και εύχαρις...
μα... κατ΄όπως λένε, τα λίγα λόγια ζάχαρη
και τα καθόλου μέλι...

καμιά βρύση αλλά ένα βρυσάκι κρεμαστό...
μια γκαζιέρα...
και να τρελαίνεται από χαρά γιατί πηγαίνοντας στο μανάβη είχε δει το στρατιωτικό φορτηγάκι στην πλατεία να στήνει την οθόνη για το τζάμπα σινεμά...![]() |
| της Παναγίας στη Λυών |
Με λένε Ελένη...
αισιόδοξη, ευάερος, ευήλιος και εύχαρις...
μα... κατ΄όπως λένε, τα λίγα λόγια ζάχαρη
και τα καθόλου μέλι...