21 Δεκεμβρίου 2012

΄Οσο να φάει ο γέροντας δεν βάνει άλλο μπόι ...

Δεν ξέρω αν ο καιρός πέρασε αργά ή γρήγορα ή κανονικά ...
Ξέρω μόνο πως 4 μέρες μόνο απομείνανε μέχρι τη μεγάλη εορτή και πως ένα κάρο δουλειές έχω μπροστά μου ... Μου λείπει ακόμη εκείνο το κομμάτι έλατο που θα κάνει το σπίτι γιορτάσιμο ... Τα υλικά για τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες δεν με περιμένουν στην κουζίνα και το κυριότερο, τα δώρα μου παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις... 
 
Χμμμμ ... Το έλατο εύκολο, δεν με προβληματίζει ... Το παλιό μικρό ξυλοκάικο

είναι πάνω στην ντουλάπα επίσης ... Τα γλυκά μου το αυτό. Δεν με προβληματίζουν ... Τρελλαίνομαι να κουζινοζαχαρεύω ... Τα δώρα όμως τα έχω μεγάλη έννοια ... Μα όση έννοια κι αν τα ΄χω, ε δεν μπορώ να τα αγοράσω και 2 μήνες πριν όπως κάνουν μερικοί-μερικοί... Κι όσο κι αν κάποιοι μού λένε, ειδικά για τα παιδιά, δώσε ένα χαρτζιλίκι και ξεμπέρδευε ... αυτό κι αν δεν μ΄αρέσει καθόλου... Χαρτζιλίκι αγαπητοί, δίνω όλο το χρόνο... Τώρα είναι ώρα για δώρα μικρά, ίσως παράξενα, ακόμη και σημαδιακά ... Αν κι απ΄όλα, έχουμε όλοι!
 
 
"Κόρη μου, για μας ο χρόνος εκυλούσε όπως εκυλούσανε οι εορτές και τραβούσε όπως μας ετραβούσανε οι δουλειές... Ο κύρης μου έλεγε, γλέντα στον όμορφο καιρό γιάντα ο κακός δεν λείπει" ... Εσταματούσε όμως κι όλας φορές-φορές... Μα με κάνα θανατικό μα με καμιά μεγάλη αναποδιά, εσταματούσε ... Μα πάλι ήπαιρνε μπρος ... Τότες μόνο εσταμάτησε για τα καλά ... ΄Ολα εσταματήσανε σα χάσαμε τον τόπο μας ... Επερπατούσαμε, επερπατούσαμε και σταματημένοι ήμαστον... Χωρίς σημάδια μείναμε, χωρίς πιασίματα, χωρίς δουλειές, χωρίς χαρές και εορτές... Χρόνια μας ήπηρε να πάρουμε πάλι μπρος και να εορτάσουμε ... Σαν ήμασταν τον τόπο μας  όλα αλλιώτικα τα ζούσαμε...  Και τα καλά και τα κακά ... Καλό τύχαινε, όλα καλά ... Κακό τύχαινε, αναποδιά μας εσταματούσε ... τ΄αποδεχόμαστε ... Κι ήπαιρνε πάλι μπρος η ζωή μας ... για με κάνα γάμο, για με χαρά νέου παιδιού ή παιδί παιδιού, εγγόνι ντες ... σαν την αφεντιά σου ...

 Κι είχαμε τον εορταστικό καιρό, τον ιερό κι αυτόν της κάθε μέρας ... Πάντως τα σημάδια του καιρού για μας ... ήτονε το γενέθλιο του Χριστού, η Λαμπρή κι η Κοίμιση ... Μετά ήτονε το κλάδεμα, το ράντισμα, ο τρύγος, το αλώνισμα, η σπορά ... ΄Ετσι εβαδίζαμε...  Για μας τους ανθρώπους τους απλούς, τους δουλευτάδες, δε σήκωνε ο καιρός αφηρημάδες... Δεν άφηνε ο καιρός, καιρό για χάσιμο ... Πρώτα η δουλειά που ήπρεπε να γίνει. Αυτή εσημάδευε τον καιρό, το βίο, τις πράξεις, τα κουμάντα μας ... ΄Ηξερες πότες έπρεπε να γίνει το κάθε πράμα και το έκαμες ...  Και καλή χρονιά ήτανε για μας σαν οι δουλειές είχανε πάει καλά, σαν οι σοδειές είχανε δώσει καρπό, σαν τα δέντρα ήταν φορτωμένα, σαν δεν είχε αργήσει η βροχή και δεν είχαν πέσει συρτικά σ΄ανθρώπους και ζωντανά ... "


Ο φωτογράφος...
φωτογραφήθηκε
"Σημάδι του χρόνου είχαμε τους πλανόδιους, τους πραματευτάδες και την πραμάτεια τους που άλλαζε με την εποχή, τους γυρολόγους, τους τεχνίτες, τους μεταπράτηδες... Σαν μαλάκωνε ο καιρός πρώτοι εφτάνανε οι χτιστάδες,οι μερεμετατζήδες, στα πιο μετά, ο γυριτζής φωτογράφος ...

Ο μπακάλης, ο μανάβης, ο τσαγκάρης, ο φιριντζής, ο κανατάς,  εδουλεύγανε χωρίς στάσεις ...   Οι ζευγάδες τα βρίσκανε με τους γεωργούς, οι γεωργοί με τους μυλωνάδες ... Οι τσοπαναραίοι μοιράζανε τον καιρό στα δυο ... στάνη και χειμαδιό ... Στον καφενέ και στην ταβέρνα, δεν ήλειπε ποτές η δουλειά ... Ο βαριλτζής τον Αύγουστο είχε δουλειές με φούντες, ο μπολιατζής έτρεχε πέρα-δώδε την άνοιξη, ο μποσταντζής σαν ήθελε παράδες δούλευε κι αυτός όλο το χρόνο ...  Ο τελάλης κι οι νοικοκυράδες δουλειές είχανε πάντοτες, χωρίς σταματημό, συνέχεια..."

"Μα που εχάθηκα κοκόνα μου ... Εσύ άλλα μ΄ερώτηξες ... πως εορτάζαμε τα Χριστούγεννα κι εγώ άλλ΄αντ΄άλλων σου κρένω ... Μα τι άλλο να σου πω ... Τις εορτές τις έχομε πει και ματαπεί ... Ο πάππος μου έλεγε πως το καράβι το εκρατούσανε τα παιδιά που κατοικούσανε στα νησιά... Στα Βουρλά είχαμε θάλασσα μα καράβι δεν εστολίζαμε... Ούτε δέντρο εμείς βάναμε στο σπίτι...  ΄Ενα χλωρό κλαρί εβάναμε, άλλοι μυρτιά,
 άλλοι σχίνο... Και κλαρί δάφνης κι ελιάς εταίριαζε, ότι είχε ο καθένας ... Κανελόξυλα και μοσχοκάρφια βάναμε στα πιατάκια να μυρίσει το σπίτι εορτή, πορτακάλι φλούδα στη σόμπα ή στο μαγκάλι, κάστανα στη φωτιά... Και ρόγδια ... Σαν δεν είχε το σπίτι ρόγδι δεν εγινότανε... 


Να περάσει ο χειμώνας ογλήγορα εθέλανε μικροί-μεγάλοι... να μην αργήσει η άνοιξη ... ΄Ανοιξη μας ήφερνε το κλαρί κι ελπίδα ... Ξόρκι ήτο, να φύγει ο χειμώνας, το σκότος και το κρύο... να φυλλιάσουνε τα δέντρα, να βγούμε όξω, ν΄ανασάνουμε  ...  Την ελπίδα κοκόνα μου, μάς ήφερνε το κλαρί... Γούρι και τύχη στο σπιτικό... Τα παιδιά μόνο, σαν εβγαίνανε για τα κάλαντα, είχανε κάνει από πριν μια ελληνικιά εκκλησιά από χαρτί, ΄Αγια Σοφιά τη λέγανε, στολισμένη την είχανε με σημαία και κορδέλλες... ΄Ενας την εκρατούσε ... οι άλλοι βαστούσανε τα όργανα ... κι ελαλούσανε το έθιμο... Μα δεν εβγαίνανε μόνο τα παιδιά κι οι  νιοί...  μα και μεγάλοι, καλαντιστές τούς ελέγαμε ... Και δεν το εκάμανε τούτοι για την καλή χέρα (αμοιβή εις χρήμα) παρά για την παρέα και το εγλέντι που εκάμανε σαν είχανε περάσει απ΄όλα τα σπίτια κι είχανε μαζέψει όλω των ειδώ τα καλοχερίδια (αμοιβή σε καλούδια)... Σαν έβλεπες μεγάλους καλαντιστές ήξερες και παράδες δεν έδινες ... κάνα λουκάνικο ναι, κάνα μπουκάλι τσίπουρο, κάνα κομμάτι πίτα ... Τέτοια εζητούσε ο καλαντισμός τους ...  ΄Οπου μετά επηγαίνανε στον καφενέ, τα εβάνανε στη μέση και το εξενυχτούσανε ... Δηλαδή το τραβούσανε μέχρι εκεί που εβγαίνανε οι κυράδες τους και με μαλώματα τους εμαζεύανε ...

Κι εμαζώνανε όλου του κόσμου τα καλούδια τα μικρά ... Σύκα τούς εδίναμε, καρύδια, αμύγδαλα, κεράσματα, κουλούρια... Καμιά φορά τους ετύχαινε κι εμαζώνανε και μικρούς παράδες ... 

Μα το πιο πολύ ήτανε πως ότι κι αν εκάμαμε, το εκάμαμε διπλό και τριπλό... Μια για μας, μια για όσους αδυνατούσανε, μια γι΄αυτούς που τους είχε τύχει κακοτοπιά ή θάνατος ... Διπλά-τριπλά τα φαγιά, διπλά-τριπλά τα γλυκά... Διπλά-τριπλά τα φτιάναμε και τα μοιράζαμε, διπλά εορτάζαμε μαζί τους ... Ν΄αφήσεις σπίτι που δεν είχε, φτωχικό, χωρίς να δώκεις; Αμαρτία ... Να μη δώκεις σε σπίτι που μνημόνευε; Διπλή αμαρτία!  

Αχ ... μόνο τότες ... σαν τα χάσαμε όλα... δεν βρέθηκε κανείς να μας σταθεί ... Μαύρες εορτές επερνούσαμε για χρόνια ... Είδαμε και πάθαμε μέχρις που πήρε πάλι μπρος ο χρόνος κι ορθοποδήσαμε... Ανήμερα στο γενέθλιο, επηγαίναμε στην εκκλησιά και δεν ηξεύραμε ... να χαρούμε ή να κλάψωμε; Να χαρούμε το γενέθλιο και που σωθήκαμε ή να κλάψωμε τους χαμένους και που δεν χαθήκαμε μαζί τους να γλυτώσουμε την προσφυγιά; ΄Οχι κόρη μου, παράπονο έχω μόνο ένα ... Μεγάλος ο Κύριος κι επιβιώσαμε και ξαναεορτάσαμε... Μονάχα να ...  εκείνος ο κακομοίρης ο τόπος μας μού λείπει ... "


Καλά σας βράδια

Ε.-



 

2 σχόλια:

Dina Vitzileou είπε...

Ανεξάντλητη...γλυκύτατες ιστορίες!
Θάθελα να ήμουν από μια μεριά να
φωτογράφιζα ..τον φωτογράφο,που κατέφθανε
και αυτός όταν μαλάκωνε ο καιρός.
Φιλάκια Ελενάκι!

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Χρόνια καλά και παραδοσιακά ευχόμαστε!