25 Ιουλίου 2013

Δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω... την αρχοντιά σου...



"Μα γιατί νενέ λες πως φταίνε τα ζωντανά; Εσύ τον έχυσες τον καφέ... "

"Θα σου πω και για τα ζωντανά... Ορτά (μέτριο) κάμε τονε... ω φου... ζέση που την έχει... κάλλιο να ΄χαμε χειμώνα το καλοκαίρι και καλοκαίρι το χειμώνα... Γελάς ε; Τι λες... πάααει η νενέ μου τώρα και μου λέει βλακείες... Ναι, βλακείες σού λέω γιατί η ζέστη... με κουρκούτιανε... αχ, αχ... κι ο καιρός θα μ΄αποκουρκουτιάνει... "

"Και πόσο τον αγαπώ τον καχβέ... τον ετραβάει η όρεξή μου... και 3 και βάλε μπορώ να πιω τη μέρα... ο πιο νόστιμος είναι τούτος εδώ... ο ιδικός σου, απ΄τα χεράκια σου... Τον ήκαμε κι η νενέ μου κι η αννέ μου καλόν μα ο εδικός σου άλλο πράμα... Εγώ σαν τον ήκαμα τον ήκαμα αλαφρύ... όλοι μου το ελέγανε... Εκεί που εβγήκε σε καλό ήταν σαν έκαμα την πρώτη φορά καχβέ στην πεθερά μου... Οικονόμα με βρήκε και με συμπάθησε... ΄Οχι πως με εσυμπάθησε μόνο απ΄αυτό γιατί με γνώριζε για τα καλά... άσε που ο παππούς σου μόνο οικονόμα δεν μ΄έβρισκε... πουπέ (κούκλα) μ΄ανέβαζε, κυρά του με κατέβαζε... μ΄αυτά σαν ήταν στις καλές του... ήταν πάντα σχεδόν στις καλές του... είθε ν΄αναπαύεται... καλός γέρος που θα ήτονε μα δεν ήφταξε... στις κακές του Ελένη μ΄ανέβαζε, διαόλου κάλτσα με κατέβαζε... να όπως ο κύρης σου εσένα... Μουσίτσα στις καλές του, Ελένη στις κακές του... τι θυμήθηκα να δεις ... ένα ακόμα σοφό απ΄αυτά που ήλεγε ο πάππος μου... "μη γκρινιάζετε μπρε... ο γκρινιάρης άνθρωπος γίνεται γκρινιάρης κακόγερος και κανείς δεν τον εθέλει... Ξέρεις το πως, την κοπελούδα-νύφη εστέλνανε να κάμει τον καχβέ σαν η προξενήτρα για ο νεαρός επήγαινανε πριν τα επίσημα αρραβωνίσματα να τα συζητήσουνε με τους εδικούς της; Αμε πως... κριτήριο ήτονε τότες ο καφές ... ο καλοκαμωμένος εμέτραε... και το γλυκό ροσόλι ... του κουταλιού... Κι εχτυπούσανε στις πόρτες για τα καλέσματα... κι εμοιράζανε τρία μοσχοκάρφια ή ένα μήλο... όχι στα χαρτιά προσκλήσεις όπως κάμουνε τώρα..."

"Νενέ πες μου τώρα για τα ζωντανά. Εσύ έχυσες, εσύ δεν έχυσες τον καφέ; Γιατί είπες πως φταίνε τα ζωντανά; Ποια ζωντανά; Δεν έχει ζωντανά στην κουζίνα."

"Ναι μπρε... εγώ τον ήχυσα τον καχβρέ αλλά τα ζωντανά φταίνε γιατί αυτά τον εξετρύπωσαν... Είδε... ο πάππος μου μάς στόριζε για τον καχβέ, ήλεγε πως σε μια χώρα, Γεμένη την ονομάτιζε, ένας βοσκός κάπουθε, σε μετόχια ενός μοναστηριού, ήβοσκε τις κατσίκες του... μια μέρα,νωρίς, τις ήχασε απ΄το βλέμμα του... ολημερίς εγύριζε κι ολημερίς τις ήψαχνε ... ε, ψάξε, ψάξε, το σύθαμπο τις ήβρηκε... μια χαρά, ζωηρές, ζωηρές και χοροπηδηχτές ήτανε και μασουλίζανε τα κόκκινα σπειριά, λίγο μεγαλύτερα απ΄του κόκκινου πιμπεριού, που κρεμόσαντε γυαλιστέρα σε κάτι χαμηλούς θάμνους... μόνο που, εκείνη τη μέρα η κάψα ήτονε μεγάλη και του ΄καμε εντύπωση η ζωηράδα των ζωντανών... τις μάζεψε και τις πήγε πίσω με τις άλλες... μόνο που από τότες αυτές κάθε μέρα εχάνοντο στο ίδιο μέρος... ε, κι αυτός πάντα τις ήβρησκε και πάντα ζωηρές, ζωηρές και πάντα στο ίδιο μέρος και πάντα να εμασουλίζουνε τα ίδια κόκκινα σπόρια... Το ΄πε τότε στους καλογέρους -του διαόλου καλόγεροι- κι αυτοί εμαζώξανε τα σπόρια, τα βράσανε και ήπιανε το ζουμί τους... και νταβραντίσανε για τα καλά... ε, και τους ήρεσε βέβαια και το εβάλανε μπρος κι επίνανε κατσικόζουμο κάθε μέρα... από κει εξεκίνησε ο άνθρωπος να πίνει καχβέ κόρη μου γιατί αυτοί οι σπόροι ήτονε σπόροι καχβέ... βλέπεις το τώρα πως όπως είπα το φταίνε τα ζωντανά; Αυτά τον εβρήκανε, οι άνθρωποι τον εμάθανε, τον εσυνηθίσανε... ήμαθα τονε κι εγώ... και τον εθέλω... ε, και τον ήχυσα... Μωρέ σου λέω, πριν από το Χριστό ξέρανε τον καχβέ... Μετά τον εψήσανε κιόλας... Λένε πως κάποιος ήβαλε τον στο τζεσβέ, στο μπρίκι μα εξέχασε να βάλει το νερό...κι εκάηκε ο καφές κι είχε μια μυρωδιά που ζάλισε την πλάση... και τον εδοκιμάσανε, όχι καμμένο μα καβουρντισμένο και τους ήρεσε πιότερο... από τότες πια δεν τον επίνουνε σε βρασμένα σπόρια μα τον εκαβουρντίζουνε... ε και μετά...κάποιος θα τον τον ήσπασε και θα τον ήβρασε... μετά άλλος θα τον έκαμε σκόνη ... έτσι δε γίνεται μ΄όλα τα φαώσιμα κόρη μου; Κάποιος τα ξετρυπώνει, κάποιος τα δοκιμάζει, κάποιος τα εψήνει έτσι, κάποιος αλλιώς... τα εγνωρίζει ο κόσμος ... κι εμένουνε μετά και τα κατέχουμε... και τα μαγειρέβγουμε όπως τα κατέχουμε... "

"Πάντως τον καχβέ οι κατσίκες τον εβρήκανε... κι ήμαθέ τον ο κόσμος κι ο ντουνιάς κι από τότες έγινε απαραίτητος... Σ΄εμάς, στον τόπο μας τον είχαμε για συντροφιά, παρηγοριά, φίλεμα, κανάκεμα, ευχαρίστηση φιλοξενία... πρώτος ήτονε στο κους κους, στην κουβέντα, στη σοβαρή συζήτηση, στην υποδοχή, στην παρέα... μετά το πιοτί και το ξενύχτι... και πριν τον έβγα στη δουλειά... ανάμεσα σε λάσκα και σε κούραση... μα στις χαρές, να το ξέρεις... για εμάς αταίριαστος ήτονε ... σ΄αρραβώνες, γάμους, βαφτίσεις ... δεν τον επροσφέραμε... έξ΄απ΄δω και μακριά- σε μνημόσυνα και κηδείες μόνο επροσφέρονταν και πικρός σαν την πίκρα τού συμβάντος... το ΄παμε μπρε ναι; άλλο μολόγαγε στο πριν του αρραβώνα... κι ήταν οι αρραβώνες ζάχαρη, οι γάμοι ζαχαρώματα, τα γεννητούρια μέλι ... και πέρα εκεί στα Βουρλά... είχαμε και πίναμε όλοι τον ίδιο καχβέ... οι αρμένιοι τον ελέγανε αρμένικο... οι άραβοι, αράβικο... μερικοί τον έλεγαν μετανατολίτικο, άλλοι αλγερίνικο, άλλοι μισιριάνικο... ο πάππος μου ήλεγε "άμα θέλεις να μιλείς σωστά... αράβικο πρέπει να τονε λες... γιατί οι άραβοι τον εβάλανε πρώτοι στον τζεσβέ και τον εψήσανε στην άμμο εκεί στην έρημο που εγυρίζανε... μετά εψήθηκε στη χόβολη και μετά παντού" "Εμείς κι οι ντόπιοι πάντως, καχβέ τον ανεβάζαμε, καχβέ τον κατεβάζαμε... όλοι μας τον ίδιο καχβέ πίναμε κόρη μου... όλοι... "

"Θέλει μεράκι ο καχβές... έχει τέχνη... ένας και πολλοί μαζί είναι ... όσοι ανθρώποι τόσοι καχβέδες... σάντε (σκέτος) σεκερλής, καϊμακλής, ορτά, καϊναμής (βραστός), σεκιζλής... μικρό άσπρο φιντσάνι... στενός πάτος... να ιδείς τη μοίρα και το ριζικό μέσα του... του Θεού τα καμώματα... να μαντέψεις τ΄αμάντευτα... είχαμε πράγματι που λες... κάνα δυο εκεί στον τόπο μας που ... τις άφηνε ο Θιός να τα δούνε τα ανείδωτα... ΄κονομήσανε κι αυτές... εκτός από κείνη τη μια που ήλεγε πως αν αγγίξει παρά θα χάσει το δώρο του Θεού... αυτή ήπαιρνε μόνο χόρτα, ψωμί, ζάχαρη, αλεύρι, αβγά... πρέπει να το παραδεχτώ... δώρο Θεού το είχε αυτή η γυναίκα... σε κόσμο και ντουνιάδες την ξέρανε... πλούσιοι και σοβαροί σ΄αυτήν εστρέχανε... απ΄τα κοντά κι απ΄τα μακρινά... όλοι σ΄αυτή... κι οι φτωχοί σ΄αυτή... όλους τους εδεχόνταν και τους καταδεχόνταν... "

"Κι έγινε κι επάγγελμα φαμέγιου... ήβγαζε απ΄τον καχβέ του το ψωμάκι των παιδιών του... εγέμισε καχβέχανέ ο τόπος μας... μόνο για τους άντρηδες βέβαια... φτωχικά στο μαχαλά, μικρά στο μερκεζί και στην πλατέα, μεγάλα και πλούσια στην πόλη... καφέ αμάν και καφέ σαντάν... αααχ... τότες καχβές και ναργιλές πηγαίνανε αντάμα... και το τάβλι παρέα τους... δεύτερο σπίτι κάμανε τον καφενέ οι άντρηδες... και σαν ήτονε καλός πολλούς παράδες ήβγανε...
και όντες καήκαμε και πέσαμε στην προσφυγιά, βγήκαμε στο νέο τόπο...
και βρήκαμε κι εμείς ένα γνωστό, ετσά για να πιαστούμε... κι ήτονε ο καχβές... ο ίδιος κι εδώ...

 Καλά σας βράδια

Ε.-

Οι καφενέδες τείνουν να εξαφανιστούν. Τα καφενεδάκια το ίδιο! Τα καφέ σαντάν και αμάν κατέληξαν αναφορές σ΄όμορφους περασμένους χρόνους! Πλημμυρίσαμε καφετέριες και καφέ-μπαρ. Καμία σχέση! Ο καχβές το ίδιο! Οι θεριακλήδες λίγοι, οι μερακλήδες ελάχιστοι! Ο ταμπής (παρασκευαστής καφέ) ο ειδικός εκείνος μάστορας μπρος στο γεντέκι, ο μεταχειριζόμενος το ιμπρίκ και τον τσεσβέ έσβησε!

 ΄Ηταν όμως τόσο όμορφος ο καφενές! Γεμάτος με την τρυφερότητα της μεγάλης ηλικίας, τη θαλπωρή της γειτονιάς, το ζωηρό τάβλι, την χιλιοπιασμένη τράπουλα και τις τσαλακωμένες εφημερίδες, ζούσε στην ανάσα της γειτονιάς. Φιλοξενούσε τους ανθρώπους της, στέκι για τους μόνους, γνωριμιά για τους καινούργιους ή τους περαστικούς.

Η παλιά Αθήνα μας ήταν γεμάτη φημισμένους καφενέδες που τους χαρακτήριζε μια πινελιά ευρωπαϊκή, πιο πολύ προς ιταλιάνικη βέβαια. Η δε, του τότε σωστού καφενείου επίπλωση απαιτούσε μπουφέ ή τεζιάκι -όπως τ΄αποκαλούσε ο μπαμπάς μου-, μαρκαδόρο σε καρέκλα με ψηλή πλάτη. ΄Ηταν ο μαρκαδόρος, ο μετέπειτα ταμίας ή αλλιώς πως, ο επικεφαλής της σάλας που παρακολουθούσε παραγγελίες, πελάτες και παραταμπήδες (σερβιτόρους). Είχαν τζάκι επιβλητικό ή μπορεί και σόμπα στο κέντρο, δεκάδες τραπεζοκαθίσματα, βενετσιάνικους ή τέλος πάντων διάφορους καθρέφτες, κάδρο του εκάστοτε βασιλιά με τη ματιά στο λαό. Κι είχαν και κάδρα με Γενοβέφες ή εξοχές ή τον Οθέλλο να στραγγαλίζει τη σύζυγο! Είχαν κι ένα ρολόι στρογγυλό μεγάλο ή εκκρεμές, κρεμάστρες ή καλόγερους και τα φλυτζάνια κρεμασμένα στον τοίχο πάνω απ΄τον μπουφέ. Τα τραπεζάκια -μαντεμένια βάση, ταμπλάς από μάρμαρο-, αραδιασμένα με τάξη. Κάθε τραπεζάκι δυο καρέκλες. Διέθεταν ζεστά - καφέ φυσικά, τσάι, φασκόμηλο-, αναψυκτικά -λεμονάδες, σουμάδα, γκαζόζα-, γλυκά του κουταλιού, βανίλια ή μαστίχα υποβρύχιο, λουκούμια. Παιχνίδια - τάβλι, τράπουλες, μπιλιάρδο-, ναργιλέδες, εφημερίδες κι αργότερα ραδιόφωνο.

Δυο ειδών καχβέχανέ θυμάμαι. Το μεγάλο καφενέ και το καφενεδάκι. Ο μεγάλος ήταν όπως ανωτέρω, με τζαμαρία, καλογυαλισμένος, μπόλικος. Το καφενεδάκι ήταν ταπεινό, με τσαρδάκι ή τουλάχιστον ένα δέντρο, σαν εκείνα στις παλιές ταινίες, με ψάθινες καρέκλες που επισκεύαζε ο περαστικός καρεκλάς, απομακρυσμένο ή κοντά στη θάλασσα ή χαμένο στα σπλάχνα της κάθε γειτονιάς...

Οι καφενέδες γεννήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη...

Θα συνεχιστεί...ίσως αύριο...

΄Ισως... με τα καχβέχανέ της Πόλης ή το θαυμαστό φιντσάν καφέ της Σμύρνης

Εδώ πάντως η ζέστη συνεχίζεται ακάθεκτη. Και μ΄αρέσει που φέτος αποφάσισα να αποφύγω τις καλοκαιρινές διακοπές στα πάτρια για να γλυτώσω, λέει, απ΄ τον καύσωνα!!!
Κι ένα μήνα τώρα και... ψήνομαιιιιιιιιιιιιιιιιιιι

2 σχόλια:

Dina Vitzileou είπε...

Βρε τί μας λες?..απο τις κατσικούλες τον μάθαμε τον καιφέ?
Ελενάκι τελικά λέω να πάρω μια κατσίκα.
Να την παρακολουθώ και τί τρώει..

Πολύ όμορφη η περιγραφή σου για τους καφενέδες!

Α, ώστε έχετε καύσωνα έ?
Πολύ ανάποδα σου πήγε ρε Λενιώ,
εδώ κυλάει ακόμη το καλοκαιράκι με ιδανικές θερμοκρασίες.
Για να δούμε..
Φιλάκια!!!!


E.- είπε...

Καλώς το μου!
Βρε ναι όπως σας το λέω, από τις κατσικούλες!

΄Εληξε χθες ο καύσωνας Ντινάκι, αλλά μας επανέρχεται την Πέμπτη!

Φιλάκια!!!
Ε.-