Μεταξύ μας, σσσσσσσσσ.... λίγο ετεροχρονισμένο τον βρίσκω, που βρήκε -τελευταία μέρα του Γενάρη σήμερα- ν΄ασχοληθεί με κουραμπιέδες, αλλά πως αλλιώς να εξηγήσω το ότι από χτες μας πασπαλίζει ζάχαρη! Μια ζάχαρη ψιλή-ψιλή, μια άχνη, μια σκόνη ... Πράγματι ετεροχρονισμένος μεν για κουραμπιέδες ο Κύριος αλλά τελικά καθόλου ετεροχρονισμένος, για Γενάρη ε;
Λοιπόν ένα ψιλό και τόσο δα χιονάκι μας ρίχνει ασταμάτητα ... δεν καταφέρνει να βάψει άσπρο το μαύρο της ασφάλτου, αλλά μια χαρά τα κατάφερε κι άσπρισε τις μαύρες στέγες!
Σε μας ρίχνει άχνη, αλλού τάλληρα κι αλλού κύβους! ΄Ετσι λένε και βλέπως στην τι-βι! Ακόμα και στο νότο, λέει, χαμηλά κι άλλο τόσο ανατολικά, κατάφερε όλα να τα κουκουλώσει και να τ΄ασπρίσει! Κι είμαστε μαθημένοι εδώ ... αλλά εκεί στο νότο... Μήπως μωρέ αφού δεν μπορούμε αλλιώς να δούμε μια άσπρη μέρα, μήπως αφού δεν υπάρχει κανείς μια άσπρη μέρα να μας χαρίσει, μήπως αφού, άλλοι γυρεύοντας κι άλλοι από τσόντα, τις μέρες μας καταφέραμε και μαυρίσαμε ... μήπως γι΄αυτό τόσο χιόνι;
Θυμάμαι λοιπόν πως το ΄74, το χιόνι είχε βάψει άσπρη την Αθήνα, τέλος Γενάρη, καλή ώρα ήταν ...
Κι ήταν το ΄74 η χρονιά που έφυγε η γιαγιά μου ... τέλος Φλεβάρη ...
Και μέχρι τότε ήταν τόσο καλά! Κι όσο καλά ήταν άλλο τόσο ξαφνικά έφυγε...
Και θυμάμαι πως τ΄αγαπούσε τόσο το χιόνι. ΄Ηταν άσπρο βλέπεις και τ΄άσπρο τ΄αγαπούσε, όσο δεν αγαπούσε το μαύρο ...
Και μου ΄λεγε πως την πρώτη φορά που είδε χιόνι "ήταν κοπέλα"!
Κι όταν έλεγε "ήμουν κοπέλα" ποτέ δεν κατάλαβα αν εννοούσε 12, 15 ή 20 χρονών!
Κι ήταν στα Βουρλά λέει ...
Μέρες φυσούσε κρύος αέρας κι εκείνο το βράδυ -βράδυ πρωτοείδε να "μαδάει το φεγγάρι μάνα, ρίχνει χνούδια στη γη"- φώναξε κι έτρεξε να τα μαζέψει ξεχνώντας πως είχε ξεκινήσει να πάει να φέρει ξύλα απ΄το καρβουνοστάσι ... Η νύχτα λέει ήταν μπλε σαν μαύρη. Βραδιά παγωμένου καλοκαιριού. Ολόγυρα μύριζε καμένο ξύλο! Ο ουρανός αστρακιασμένος, το φεγγάρι στη γέμισή του κι η σιωπή ασήκωτη! Ούτε σκύλος, ούτε γάτα, μα ούτε σκιά ...
"Και περίμενα, κόρη μου, ν΄ακούσω και περίμενα και περίμενα ... και τίποτα! Εγώ είχα μάθει πως σάματις πέφτει κάτιτις κάνει θόρυβο. Κι όμως, ένα τίποτα, ένα κιχ! Κι ήταν όλα τόσο ήσυχα, τόσο σιωπηλά που σκέφτηκα πως κάπως έτσι θα είναι εκεί που πας -έξω από μας- σαν φεύγεις ... "
Δεν της άρεσε -όμορφα που το είπε το Καρυωτάκης- να λέει "πεθαίνεις", "θάνατος" και τέτοια, παρότι μαθημένη στις παρηγοριές μιας και τότε όταν κάποιος "έφευγε" , Αχ,"τον γύριζαν στο σπίτι του σου λέω, όχι όπως σήμερα, στα νοσοκομεία και στα ψυγεία ... Κι όλοι, δικοί, κοντινοί, φίλοι, γείτονες, μακρινοί, γνωστοί μαζεύονταν στον αποχαιρετισμό του, να τον δουν, να τον χαιρετίσουν, να τον ξεπροβοδίσουν. Στο κρεβάτι του τον έβαναν, το καντήλι άναβαν και τριγύρω του, παραδίπλα του, στην κουζίνα, κάθονταν για ώρες ... Κι όλες αυτές τις ώρες, όλη τη νύχτα ή και μέρα, παρηγοριά, το ανακάτεμα του "φευγάτου" σε ιστορίες του χωριού, σε ιστορίες της νιότης, του στρατού, της βάφτισης, του γάμου και λέξη-λέξη χτίζανε τη ζωή του. Και γέλαγαν κι έκλαιγαν μαζί! Κι οι γειτόνισσες άναβαν φούρνο κι έφτιαχναν τα πρόσφορα για την εκκλησιά και το ψωμί της μακαρίας. Και τον συνόδευαν στον τελευταίο του τόπο και μετά γύριζαν στο θλιμμένο σπίτι για το νεκρόδειπνο. Δείπνο απλό που το ΄χαν φροντίσει κι αυτό οι γείτονες κι οι φίλοι, λιτό κι αναίμακτο. Ψάρι σαβόρο, ψωμί και κρασί συνηθίζαμε εμείς. Και μύριζε τότες το σπίτι πετμέζι, ξύδι και δεντρολίβανο... "
Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη;
Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγματα χρώμα.
Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.
Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή τ΄αφήσει χάμου,
το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.
Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,
΄Οταν κατέβουμε τη σκάλα (Κ.Καρυωτάκης)
Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη;
Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγματα χρώμα.
Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.
Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή τ΄αφήσει χάμου,
το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.
Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,
Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου ...
όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου ...
Καλά σας βράδια
Ε.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου