15 Σεπτεμβρίου 2012

Του μπροστινού το γλίστρημα, του πισινού γιοφύρι ...

Η φωτιά άφησε πίσω της μόνο ερείπια. Ρήμαξε, ξερίζωσε, κατέστρεψε, χώρισε, διέλυσε ...
Πόνεσε, έπνιξε, χτύπησε, μοίρασε...
 
Δεν κατάφερε  όμως είναι να πεθάνει την ψυχή, την αγάπη, την ελπίδα, την εξυπνάδα, την εργατικότητα και την καπατσοσύνη ... όσων δεν έμειναν πίσω, όσων τής ξέφυγαν ...
 
"Βρε κόρη, καπάτσος είναι ο πολυμήχανος, ο δαιμόνιος, ο καταφερτζής, ο ατσίδας ...
΄Ετσι το λέγαμε εμείς...  Καπάτσος είναι ο φτωχός που δεν έμαθε γράμματα, που δεν ήβρε περιουσία έτοιμη, που δεν είχε πλάτες παρά μόνο τις δικές του ... Μερικές φορές μπορεί να ΄ναι και λίγο ζόρικος, λίγο μάγκας. Είναι ζόρικος σα ζορίζεται απ΄τους βολεμένους, είναι μάγκας σαν φοβάται τους γραμματιζούμενους ... Μα κακός κι ανήθικος δεν είναι ... Ο πατέρας μου έλεγε πως καπάτσος είναι ο Οδυσσέας, καπάτσος είν΄ κι ο Καραγκιόζης ... Τονέ ξέρεις μπρε ... εκείνο τον αρχαίο με τις Σειρήνες ... άρχοντας ήτανε στον τόπο του...
Είσαι μικρή κι έχεις καιρό να μάθεις... Μαθαίνει ο άνθρωπος όσο μεγαλώνει  Καπάτσος είναι κι ο Καραγκιόζης ... φτωχός και με στόματα να θρέψει. Αν ο σκοπός είναι καλός και δεν βλάφτει άλλους είσαι καπάτσος ... αν ο σκοπός είναι κακός και βλάφτει κόσμο είσαι απατεώνας ...Ο καπάτσος τα βγάζει πέρα στα δύσκολα, στα ανάποδα που τον βρίσκουν στα ξαφνικά και τα καταφέρνει με τα λίγα που έχει ... Λίγο η ανάγκη, λίγο η εξυπνάδα, λίγο η τύχη και τη βγάνει ... Σα ξεσπιτωθήκαμε κι ορφανέψαμε έτσι τα καταφέραμε. Δε φέραμε παρά μηδέ ντουβάρια μηδέ αγαθά ... Κατατρεγμένοι, δυστυχείς σα φτάσαμε, με το μυαλό σακαταμένο απ΄το κακό μάς πήρε καιρό να ορθοποδήσουμε ... τα καταφέραμε όμως. ΄Αλλος λίγο, άλλος πολύ ... κάτι από δω, κάτι από κει, τα καταφέραμε. Οι λιγότεροι, κατάφεραν να ξαναποκτήσουν μεγαλεία... Δεν σου μιλώ γι΄αυτούς που είχαν νιώσει την καταστροφή κι έφυγαν νωρίς, όχι. Για μας που φτάσαμε γδυτοί σε ξένο τόπο ... εμείς απλά βολευτήκαμε κι ελπίζαμε... Οι περισσότεροι από μας, απλά βολεύτηκαν ...
 
Οι περισσότεροι από μας ψάχνανε κι ελπίζανε. Ελπίζανε στο Θεό και περιμένανε να βρούνε τους αποχωρισμένους τους. Χρόνια τρέχαμε να μάθουμε στους Ερυθρούς Σταυρούς, και χρόνια περιμέναμε. ΄Οσοι τουλάχιστον μαθαίνανε τα κακά μαντάτα κάμανε το πένθος τους, ησύχαζε το μέσα τους, άλλαζε ρότα το μυαλό τους. ΄Οσοι δεν μάθανε ποτέ φύγανε με τη μαυρίλα και το βάρος ... Τάζανε στην Παναγιά, στους Αγίους, ένα κερί, ένα πιτί (Φανουρόπιτα), λαμπάδα. ΄Αλλος έταζε στην Φανερωμένη, άλλος στην Ελευθερώτρα, άλλος στην Μεγαλόχαρη, άλλος στη Σμυρνιά, στη δικιά μας... την Πικραμένη Παναγιά... Πώς να μην είναι πικραμένη η Παναγιά κόρη μου; Μάνα που βλέπει το παιδί της στο καρφί ... μόνο πίκρα; Κάλλιο θάνατος ...
 
΄Ολοι την εξέρανε την Πικραμένη Παναγιά. Κοντά την Αγιά Φωτεινή ήταν κι η Αγιά Αικατερίνα. Εκεί σιμά κατοικούσε η κυρά που είχε το κόνισμα σε σάλα στο σπίτι της με κεριά και μανουάλια. Στολισμένο με μύρια μαλαματένια κι αργυρά ταξίματα που δείχνανε μάτια, χέρια, κεφάλια, πόδια, κοιλιές, καρδιές. Και βραχιόλια, καδένες, σταυροί, ενώτια...  Κόντευε να μη τη βλέπεις διόλου κάτω απ΄τα μαλάματα. Η Παναγιά κρατούσε το γιο της βρέφος στην αγκαλιά της μα εκείνη θαματουργούσε. ΄Ητανε μωρό ο Χριστός μας κι ακόμα δεν έκαμε θάματα. Χριστιανοί κι Αγαρηνοί την προσκυνούσανε. Απ΄τ΄άκρα του κόσμου και του ντουνιά ήρχοντο στη χάρη της και στο προσκύνημά της. Ταζόντουσαν στη χάρη της μικροί και μεγάλοι φτωχοί κι αρχόντοι,   κάνανε λειτουργιές, παρακλήσεις, ευχέλαια, αγιασμούς κόσμος και κοσμάκης...
 
Και κάθε Μεγάλη Παρασκή φανερωνώτανε η πίκρα της... Από το μάτι το δεξί, έβγανε μεγάλο δάκρυ, κεχριμπάρι. Δεν εκυλούσε, μόνο γιαβάς στέγνωνε και το Μεγάλο Σάββατο... χανότανε! Λέγανε πως όλα τα θαματουργά κονίσματα ο Ευαγγελιστής Λουκάς τα είχε καμωμένα ...  πάνω σε μαστίχι, ζυμωμένο με κερί και λιβάνι. Δική του κι η Πικραμένη Παναγιά. ΄Εχει κι άλλα θαματουργά που δεν τα ΄χει ο Λουκάς καμωμένα, μα ούτε χέρι ανθρώπου. Κι είναι αυτά που κατέβηκαν απ΄τα ουράνια. Τα βρίσκουνε με τη βοήθεια της Παναγιάς οι καλοί πιστοί. ΄Αλλα σε σπηλιές βρέθηκαν, άλλα σε λόγγους, άλλα φαράγγια...




 
 
Η γυναίκα που το ΄χε σπίτι της, το ΄χε από γενιές. Ο προπροπάππος της το είχε βρει με τη βοήθεια της Παναγιάς. Του φάνηκε στον ύπνο του και τον πρόσταξε να πάει να τη βρει. Μα εκείνος δεν έδωσε σημασία. Και ξαναφάνηκε η Παναγιά και ματαφάνηκε και τι να κάνει ο άνθρωπος κίνησε με φόβο να τη βρει χωρίς να ξέρει πως.  Κι έφτασε στον τόπο που του ΄χε πει η χάρη Της μόνο που ο τόπος ήταν έρημος. Μόνο ένα δέντρο είχε, μια τζιτζιφιά που στάθηκε στον ίσκιο της. Τότε είδε το έμπα της σπηλιάς κι ένα φως να βγαίνει από τα μέσα της. Με φόβο μπήκε σαν κάποιος να τον έσπρωξε κι αντίκρυσε το εικόνισμα. Σταυροκοπήθηκε, το προσκύνησε, το ήπηρε μαζί του και το εγκατέστησε στο σπιτικό του ... ΄Ετσι είχε στα χέρια της το κόνισμα, η κόνα Βασιανή ...
 
Κανένας δεν ξέρει που είναι το κόνισμά της σήμερα μα κανείς δεν την ξέχασε...
Μερικοί λένε κάτι περίεργες ιστορίες για έρωτες και φονικά ....
κι έτσι πως, χάθηκε το κόνισμα ... Και γίνονταν όλα αυτά πριν το μαχαίρι και τη φωτιά ...
Μπας να ΄δε τη φωτιά η Παναγιά; Θεός ξέρει ..."
 
 
 
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-
 
Πού βρισκόταν άραγε η Παναγιά όταν ψυχοραγούσε η πόλη;
Μήπως η Πικραμένη Παναγιά δάκρυζε πικραμένη γιατί ήξερε;
Μήπως σαν μια άλλη Νιόβη σιωπηλά θρηνούσε;
Ποιος να ξέρει ...
 
 






 

Δεν υπάρχουν σχόλια: