22 Σεπτεμβρίου 2012

΄Ενας πόντικας αρπάζει, όλοι μας εφταίνε ...

Κυριακή, χρόνος ελεύθερος. Κι ο ελεύθερος χρόνος χαρίζεται στους φίλους ...
Κι οι φίλοι επιβάλλουν καφέ ...  ΄Ετσι, πασιχαρείς συναντηθήκαμε σήμερα στο μικρό πορτογαλέζικο καφέ όπου επιτρέπεται το τσιγάρο...
  
 
"Η Κυριακή κόρη μου, ήταν μέρα Θεού, γιορτής κι ανάπαυσης... Κι όσο κι αν δεν τύχαινε να ΄χει γιορτή ή να ΄χεις αρραβώνα, για γάμο για βάφτιση να πας για μουσαφίρηδες, γιορτή ήταν...  Δεν δούλευε ο πατέρας και τον χαιρόσουν λίγο παραπάνω... Η μάνα μ΄όλους μαζεμένους κοντά της ζεστή κυρά κι αρχόντισσα, σχολειό γιοκ ... Και ξύπναγες πρωί-πρωί χωρίς να το θες. Και περίμενες και δεν ήξερες τι... Η εκκλησιά περίμενε, η μάσα (τραπέζι) όλο και κάτι παραπάνω θα ΄χε... Δεν πήγαινες εκκλησιά μόνο σαν ήσουν άρρωστος. Κι αν ήκαμες ψεύτικα τον άρρωστο, αλίμονό σου, έχανες τη βόλτα στη Σκάλα...
΄Εχανες τα μεζεδάκια, έχανες και τον ντοντουρμά (παγωτό)! Δε σύφερε...
 
Η Σκάλα... της τότε ...
Κι ήταν χάρμα η Σκάλα το καλοκαίρι. Το χειμώνα κάναμε άλλα, το καλοκαίρι όμως ήταν χάρμα. Η μέρα ήταν μεγάλη. ΄Ολοι καθαροί, φροντισμένοι... Οι κοπελιές στο μπράτσο του πατέρα. Νωρίς στον παστανέ (ζαχαροπλαστείο) όλοι μαζί. Οι πιο μικροί ακίνητοι μην καμιά τιμωρία τούς στερήσει τον ντουντουρμά ή την πάστα. Οι μεγάλοι ευχαριστημένοι, γελαστοί. Οι ντελικανήδες ζωηροί-ζωηροί. Μετά του παστατζή, βολτιδάκι, κάμποσες φορές πάνω κάτω τη Σκάλα... Εγώ φρέσκια λεμονάδα μόνο, όχι πολύ γλυκειά όμως ...

 
Και τα πιο συχνά, το βολτιδάκι κατέληγε στις τσικουδιές... Εκεί πιο πολύ απ΄όλα μου άρεσε εμένα. ΄Ολα του κόσμου τα διαλεχτά και τα περίεργα εκεί βρίσκοντο. ΄Ολοι είχαμε  τα καλά μας στο σπίτι αλλά εκεί ήταν άλλο. Εκεί τα ΄βρισκες έτσι, τα ΄βρισκες κι αλλιώς. ΄Εβρισκες όλα τα νιοφερμένα απ΄τη Σμύρνη, τα παράξενα της Ανατολής, ρούσσικα κι ευρωπαϊκά. Αγώνα κάμανε οι τσικουδάδες μεταξύ τους. Ξέρανε πως οι κυρές όλη τη βδομάδα άλλο δεν θα κάμανε. Μόνο θα ασχολιόντουσαν μαζί τους και προσπαθούσανε να φτιάξουνε ότι τους είχε αρέξει περισσότερο...  Ποια θα το κάμει καλύτερο, ποια θα του βάλει κάτιτις παραπάνω, ποια θα το πετύχει απαράλλαχτο... ποιας ο κύρης θα της το παινευτεί, την άλλη βόλτα μπροστά στις άλλες!
 
Μικρά τα ταμπάκια (πιάτα), πολλοστά στον ξύλινο ταμπλά (δίσκο) και διάλεγες ότι ορεγόσουνα. Κι ήταν ο πατέρας μου κιμπάρης κι ανοιχτοχέρης... και μ΄ήξερε. Και διάλεγα πρώτη... Λακέρδα πιπεράτη μες το λάδι, σουπιές ψαράδικες, μπαρμπουνάκια ή ζαργάνες στο τηγάνι, άλλοτε μπακαλιάρο αλιάδα, σαρδέλες Μυτιλήνης, σκουμπρί στ΄αλάτι, χέλι Μπουρούς, νίτικο καπνιστό, γάβρο λαδορίγανη ή μαρινάτο στο ξύδι, μύδια φαρσάτα (γεμιστά), τσιροσαλάτα, χταπόδι λιόκαφτο, καβούρι δαγκάνα, καρίδες (γαρίδες) για κόκκινες για στο τηγάνι ...
 
 
Κι αγρίευε η μάνα μου... Μα έλα που λιγουρεύονταν τα ίδια!!! Γι΄αυτό και μου ΄δινε την πρωτιά ... Και γελούσε...βαθιά, ευχαριστημένα... Μπορούσε και πρόσφερε στη φαμίλια του κι ήταν ευτυχής... Εκείνη την ώρα ήταν ευτυχής! Δούλευε πολύ, τα χέρια του σκληρά, το πρόσωπο μαυρισμένο, το μέτωπό του χαραγμένο ... μα εκείνη την ώρα τα μάτια του γελούσαν ...
 
Η αννέ (μάνα) μου προτιμούσε τη γλώσσα, τα καπνιστά και τα παστουρμαλίδικα. Κι ήπαιρνε μελιτζάνα άσπρη, μελιτζάνα τηγανηστή, συκώτι εζμέ, αμελέτητα, αγκινάρες φαρσί τουρσού, κολοκύθι σπογγάτο, αλιάδα ...
 
Διαλέγαμε ότι δεν τρώγαμε τις άλλες μέρες...
 
΄Ενα δείγμα ... δικό μου
Κιοφτεδάκια κόκκινα, σουτζουκάκια στεγνά, πηχτή, σαλιγκάρια στιφάδο, αυγοτάραχο πέρσικο, χοιρομέρι καπνιστό, χοιρινό σύγλινο ή καπαμά, μπουκιές (τσιγεροσαρμάδες), τζιγαροντολμάδες (λαχανοντολμαδάκια σε μέγεθος τσιγάρου), γιαλατζί γεμιστά (ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα χωρίς κρέας), κοπανιστή, φαρσί κολοκυθαθθούς τηγανιστούς, μανιτάρες σβηστούς στο κρασί, πιπεριές στο τηγάνι σβηστές στο ξύδι, πιπεριές κασαρλί (με τυρί), σκορδοπιπεριές κόκκινες, σκορδοσκελίδες της γυάλας, βολβούς ... Κι ελιές πράσινες, μαύρες, θρούμπες, σπαστές, χαραχτές, ξυδάτες, στο λάδι, φουρνιστές, με μάραθο, στο λεμόνι, στο θρούμπι, στη ρίγανη, στ΄αρισμαρί (δεντρολίβανο), σέλινο κλωνάκι, μελιτζανάκι γεμιστό, πιπεριές στιφάδο  ... Μάραθα τηγανητά, αρμυρίδες τσιγαριστές,  σπανάκι στο τηγάνι με σκόρδο, σπαράγγια στο κάρβουνο, λάχανο ξυνό πιπεράτο...
 
"Πείνασα νενέ ... "
 
"Εμ κόρη μου, εσύ ήθελες να σου πω για τις Κυριακές και τους μεζέδες ... Σήμερα έκανα  κουκιά πλακί όπως μου παρήγγειλες... Πάμε να σου στρώσω ...
Κι είχε κι άλλα πολλά περίεργα και διαλεχτά ... Είχε και τυριά... Τι θυμήθηκα τώρα ... Μμμμμ... Τα γιουφκάκια με το κασέρι που έκανε η αννέ μου... Κανείς δεν τα ΄καμε όπως η μάνα μου! ΄Ολα μπορούσα να τα φάω και το ΄ξερε. Με κυνηγούσε έξω απ΄την κουζίνα σαν έβαζε μπρος το ψήσιμο ...
 
Α, τα φρούτα στο τέλος, νόμος ήταν, μας τα επρόσφερε το μαγαζί... ΄Οτι φρούτα είχε η εποχή, μπόλικα, σε φαγιέντζα μάς τα ήφερνε ο ίδιος ο μαγαζάτορας. Να χαιρετίσει τον πατέρα, να τον ευχαριστήσει, να τόνε κεράσει το τελευταίο τσίπουρο ... να του σφίξει το χέρι... σ΄εκτίμηση ...
 
Οι μικροί βγάνανε και κάνα γλυφιτζούρι σαν είχαν καθίσει ήσυχοι ... Οι κυράδες βανίλλια...
Εγώ μετά από τόσο φαγητό δεν ήθελα παρά μόνο νερό, νερό, νερό ... ΄Ολη τη νύχτα νερό ... Με τόσο αλάτσι... ΄Εχω φάει κι έχω φάει -ευτυχώς- αλάτσι στη ζωή μου ...  Τώρα μια στάξη κι αυτή καλά-καλά  δεν μου την αφήνουν ...

 
Κόρη μου, ξέρεις τι θα ΄θελα ...
Να γυρίσω στο τότε. Να γυρίσω στη Σκάλα. Καλοκαίρι, σαν κάθεται η μέρα ...
Να καθίσω να βλέπω τη θάλασσα ...
Και με τις τσέπες γεμάτες τσίκουδα να ταξιδεύω μασουλώντας ... όπως τότε ...
Να φαντάζομαι άλλους τόπους, άλλους ανθρώπους, άλλα ρούχα, άλλα αντέτια ...
Να αναρωτιέμαι για άλλες ζωές πως είναι, πως κυλάνε, πως φεύγουν ...
Να μείνω εκεί και να μην φύγω ποτέ ...

Μας τον πήραν τον τόπο μας κόρη μου, αλλά την αγάπη που του είχαμε δεν μας την ήπηραν ..."
Τσικουδολούλουδο

 
Καλά σας βράδια
Ε.-

Κι ήταν τα τσίκουδα τα πιο αγαπημένα μου. Φυστικί και μικροσκοπικά, λίγο τσαλακωμένα... Γεύση τρυφερή, παράξενη, χαμένη πια ... Και μετά τα τσάγαλα (φρέσκα αμύγδαλα ή αυτά του πάγου) με τρίτα τα φρέσκα αιγινίτικα!

Δεν μ΄ένοιαζαν οι ηλιόσποροι, οι πασατέμποι, τα καρύδια, τα φουντούκια, τ΄αράπικα...
Για τα τσίκουδα όμως μπορούσα να τσακωθώ ...

Σχεδόν έτοιμα γι΄απόλαυση ...
 
Η τερέβινθος ή τσικουδιά ή κοκκορεβυθιά ή τραμιθιά ή και τριμιθιά (Pistacia terebinthus) είναι ένα δένδρο πολύ γνώριμο στην περιοχή της Μεσογείου, για τους νόστιμους και πικάντικους καρπούς του. Συγγενεύει με τη φιστικιά (Pistacia vera) και το σχίνο (Pistacia lentiscus), από του οποίου τη Χιώτικη ποικιλία εξάγεται η μαστίχα....
 

Δεν ξέρω αν ξέρετε τα τσίκουδα ...
Δεν ξέρω αν κάπου αλλού ή κάποιος άλλος έχει περάσει ώρες τσιμπολογώντας τα ή αν κάποιος τα συνήθιζε ή τα συνηθίζει σαν μεζέ...
Εγώ τα ξέρω, τα έχω φάει, τ΄αγαπώ και μου λείπουν ...
Είναι κι αυτά απ΄αυτά που χάθηκαν μαζί με τη νενέ μου και τον πατερούλη μου ...
Είναι σαν τα τζίτζιφα που τα ξαναβρήκα μπροστά μου μετά από 50 χρόνια και νόμιζα πως ονειρευόμουν ...
Είναι σαν τα μούσμουλα που ξαναεμφανίστηκαν σαν εξωτικά φρούτα πια μα και που ούτε αυτά τα είχα ξεχάσει.
Είναι σαν τα πράσινα κορόμηλα στην αυλίτσα της γιαγιάς μου ... Λάτρευε και περιποιόταν σαν παιδί της την κορομιλίτσα της ... Της την είχε φέρει η κυρά Ρήνη απ΄τον τόπο τους, όταν γύρισε από το ταξίδι που είχε καταφέρει να πάει -η ευλογημένη- στα μέρη τους...
Είναι σαν τη νενέ μου, τη μανούλα μου και τον πατερούλη μου κι όλα όσα δεν θα ξεχάσω όσο μου το επιτρέπει η άτιμη μνήμη ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: