4 Σεπτεμβρίου 2012

Δεν έχει ο φτωχός μα έχει ο Θεός ...

Ελένη Καριώτου - Κρασσά
"Ήμουν στα 17 όταν άρχισε το γιαγκίνι/φωτιά κι η σφαγή. Στα Βουρλά είχε αρχίσει νωρίτερα, του ΄Αη Γιαννιού το ΄22, στις 29 του Αυγούστου.  Οι Τούρκοι έρχονταν από παντού αλαλάζοντας. Κλειστήκαμε στα σπίτια μες τον τρόμο. ΄Αρχισαν να βάνουν φωτιές. Κάποιοι είχανε προλάβει κι είχαν φύγει. Βγαίναμε απ΄τα σπίτια και τρέχαμε να σωθούμε. 17 μέρες μετρημένες κράτησε αυτό. Βγαίναμε, άλλοι Τούρκοι στο δρόμο, μας χτυπούσαν, γιαγυρίζαμε ή χωνόμαστε σ΄άλλα σπίτια. Βγήκαμε κι έξω απ΄την πόλη, στους κήπους, στους μπαξέδες. Προσευχόμαστε κι ελπίζαμε. Μετά ήρθε κι ο κακός στρατός, ο ταχτικός. Δολοφόνοι, τσέτες. Ο στρατός μάς χτυπούσε και πριν αλλά ο ταχτικός ήταν άλλο. Για να κάμει στρατό ο Κεμάλ μάζεψε όλο τον υπόκοσμο, κακοποιούς και κλέφτες. Πάμε να πάρουμε τη Σμύρνα και τη Μικρά Ασία κι έχετε το ελεύθερο να κάμετε ότι θέλετε και πλιάτσικα και λεηλασίες. Μόλις πατάγανε σε σπίτι, παράδες και χρυσαφικά ψάχνανε. Αρχίζανε μ΄ότι είχες πάνω σου... και κόβανε λαιμούς με σταυρούς, ώτα με σκουλαρίκια, χέρια με δαχτυλίδια ...
Μετά μας κλείσανε πολλούς-πολλούς μαζί σε σπίτια που είχανε διαλέξει αυτοί. Κάμποσες μέρες κράτησε αυτό. Κανείς δεν ήξερε τι συμβαίνει πιο έξω, άνθρωπος δεν είχε ιδέα. Μονάχα ένα βράδυ ένας καλός άνθρωπος τούρκος από ένα παραθύρι μάς είπε ... Υπομονή, τελειώνουν τα βάσανά σας. Η Ελλάδα θα σας πάρει." Αυτό όλο κι όλο ... Και πράγματι μια μέρα πας είπαν ... "Βουρ γκιαούρ στα πλοία". Και μας βάλανε στη σειρά για την κόστα/παραλία. ΄Αντε να τους πιστέψεις πως σε πάνε στη σωτηρία κι όχι για σφάξιμο, αλλά και τι να κάνεις ...Και για να πας ήτανε δρόμος κάμποσος. Η μάνα μου, μ΄ένα κανάτι δεμένο στη ζωστήρα, το μωρό κρεμασμένο, δυο μικρά απ΄το κάθε χέρι, κι εγώ πίσω με το γιούκο και τα μεγάλα. Είμαστε τυχεροί γιατί είχαμε συμπέσει στο ίδιο σπίτι. Τους μεγάλους άντρηδες τούς έβαλαν χώρια και μια στιγμή τούς κατάσφαξαν. Τους νεαρότερους στη σειρά για την εξορία.... Μια στιγμή σταματάει και μ΄αρπάει. Πιάνει λάσπη και με πασαλείβει. Από πάνω ως κάτω. ΄Ολοι το ίδιο κάνανε. Πασαλείβανε τις κοπελλιές, αγνώριστες γινήκαμε, να μη μας λιμπιστούνε οι άσπλαχνοι. Και στα μαλλιά και στα μούτρα λάσπη. Λύνει το μωρό και μού βάνει το μαντήλι στα μαλλιά. Κι άλλη λάσπη. Δυο μέρες κάτσαμε στην παραλία. Από κοντά με είχε συνέχεια. Κάποιοι μας δώσανε ένα βρεμμένο ψωμί. Κι ένας σύκα... μα ήβρε άσκημα τον μπελά του. Σηκώθηκα να πάω για νερό, τής ζήτησα το κανάτι και γυαλίσανε τα μάτια της ... Το ΄χωσε κάτω απ΄τα φουστάνια της, με κάθησε δίπλα της τραβώντας με άγρια κι έστειλε το πιο μεγάλο μας αγόρι για νερό, μ΄ένα τζαμικό. Ξέχνα το το κανάτι! Γιάντα μάνα... ψιθύρισα. Δεν μίλησε, μαχαιριά η ματιά της, σώπασα. Ο καλός Αλήμπεη, ο γείτονάς μας, από μακριά μας έγνεφε κουράγιο. Είχε κι αυτός μαχαίρι, δεν μας πλησίασε μόνο καθόλου. Και σα φεύγαμε μας κοιτάζανε, δυο και πέντε φορές ... Κι όταν ένας ταχτικός ρώτησε τη μάνα μου, πριν ανεβούμε στο πλοίο  "Τί θες γκιαούρ το κανάτι;" "Νερό, για το μωρό" ψιθύρισε. Και μόνο τότε σίμωσε πιότερο ο Αλήμπεης ... "΄Αστους εφέντη μ΄..." Και σε μας ... "Τσαμπούκ, φευγάτε ... φύγετε" ...
Φύγαμε με το ελληνικό πλοίο για την Ελλάδα. Μέρες γυρίζαμε. Σάμο, μάς είπαν όχι εδώ. Μυτιλήνη, όχι εδώ, Θεσσαλονίκη ούτε ... Καταλήξαμε στον Πειραιά. Κρυφά βγήκαμε γιατί αλλού λεγότανε ότι θα μας πηγαίνανε. Ψάξαμε κάτι ναξιώτες συγγενείς, δεν ηβρίσκοντο πουθενά. Μείναμε σε μια παράγκα. Μετά σε μια αποθήκη 50 νοματαίοι και, μαζί. Ανεβήκαμε στην Αθήνα. Βρήκαμε κάτι Ναξιώτες. Πήγαμε Καισαριανή. Βρήκαμε εκεί την εξαδέρφη μου. Την είχε διώξει ο άντρας της νωρίτερα. Μείναμε μαζί της κάμποσο. Μετά η Ελληνική Κυβέρνηση μερίμνησε. Πολλά ήκαμε για τους πρόσφυγες. Δηλαδή ότι μπορούσε. Μας είπανε να πάμε στον Ταύρο, να βολευτούμε. Δεν ξέρω πως καταλήξαμε στο Βοτανικό. Κάναμε παράγκα. Την ασπρίζαμε κάθε βδομάδα. Για πάστρα και απολύμα(ν)ση. Μετά κάναμε 2 τοίχους πέτρα. Μετά τέσσερεις... Εδώ με ήβρικε ο παππούς σου και ήρθε και με ζήτηξε από τη μάνα μου ... Εδώ κόρη μου, Στρυμώνος 14 ... Από δω έφυγε η μάνα μου ... Από δω κι ο κύρης μου ... Εδώ ξανάδα μετά 40 το Γιώργη, το μεγάλο μου αδερφό ... Εδώ, μού ζήτησε ο πατέρας σου το χέρι της μάνας σου, από δω έφυγε νύφη και η μάνα και η νονά σου ... Χαρές και λύπες, καλά κακά ... Εδώ

Στο Βοτανικό μάθαμε για το γιαγκίνι, σ΄αυτό το τσαρδάκι που έγινε παράγκα, και μετά κονάκι, σπίτι ... Εδώ μαθαίναμε τα μαντάτα για τη Σμύρνη. Εδώ μάθαμε για την καταστροφή, τη σφαγή και τη συντέλεια. Εδώ πονούσαμε, εδώ κλαίγαμε ... Μάθαμε ότι δεν ήμεινε τίποτα ορθό, τίποτα άκαφτο. Μάθαμε για το μαχαίρι και το αίμα... ΄Εδωκε ο Θεός και τη βγάλαμε μα πόσοι χαθήκανε δεν ξέρω. ΄Ολοι ένα γύρω είχαν χάσει όχι έναν... μα πολλούς. Για χρόνια οι προσφυγογειτονιές σκεπάζονταν με δάκρυ τη νύχτα. Χρόνια ψάχναμε αδέρφια, οικογένεια, φίλους, γνωστούς, γειτόνους... Λίγα τα καλά μαντάτα. 

Καλά σας βράδια ...

Ε.-


Νενέ μου, γιατί θύμωσε η ανέ σου  ... για το κανάτι;

"Αχ, κόρη μου, το κανάτι ήταν μισό νερό, μισό κάμποσες λιρίτσες και δυο βραχιόλια...
Μ΄αυτά ζήσαμε ... Θεός σχωρέστην, καπάτσα ήταν, της ήκοβε. Μ΄αυτά, σταλαματιά-σταλαματιά, όσο βαστήξανε. Μετά ...
Δεν έχει ο φτωχός κόρη μου, μα έχει ο Θεός ....  "


"΄Εως το Μπαλτσόβα της Σμύρνης οι Τούρκοι με τους Έλληνες ήταν χωριστά, δεν συμβίωναν. Ήταν μαζί στο εμπόριο, στις συναλλαγές, αλλά οι μαχαλάδες ήταν χωριστά. Ζούσαμε πολύ καλά και ευτυχισμένα. Απόδειξη, όταν πήγαμε μετά την καταστροφή, να βλέπατε τους Τούρκους πώς έκλαιγαν όταν μας έβλεπαν.... Παντού αυτό, μα πιο πολύ κλαίγαν οι γείτονές μας ..."

Νανούρισμα

Η σκλάβα πόλις κάθεται στο Βόσπορο και κλαίει
Ο Βόσπορος τη διαπονεί, παρήγορα τής λέει
Πες μου, κυρά μου ζηλευτή, πεντάμορφη κυρά μου
Γιατί ποτίζεις δάκρυα τα γαλανά νερά μου;
Μήπως σου ΄φταιξα ο φτωχός με δίχως να το ξέρω;
Στα κάτασπρα τα πόδια σου δεν πέρασε ημέρα

Ποτέ που να μην σου ‘φερα δώρα από τον κόσμο πέρα
Τα μύρια της Ανατολής και τα μεταξωτά της,
Και τα χαλιά τα ατίμητα τα μυριοπλουμιστά της

Πες μου λοιπόν γιατί μου κλαις πεντάμορφη κυρά μου
και μου ποτίζεις δάκρυα τα γαλανά νερά μου;
Ω Βόσπορε πώς το ξεχνάς πως είμαι σκλαβωμένη
στις αλυσίδες των Τουρκών σφιχτοαλυσοδεμένη;



Δεν υπάρχουν σχόλια: