3 Δεκεμβρίου 2012

Ο καιρός, καιρό δε δίνει ...

 30 του Νοέμβρη...
κι εν αναμονή ... Δεκέμβρη
Προχθές πρωί-πρωί φάνηκε επιτέλους ο μπογιατζής (μπογιά=βαφή, μπογιατζής=βαφέας)! Κάτι μέρες μάς είχε στημένους εν αναμονή ...
Ξυπνώντας και βλέποντας το ένα γύρω, στ΄ άσπρα,  είπα ... Α, να τον ήρθε! Μπαα, τον έπιασε κι αυτόν η κρίση; Λες μωρε η μπας κι είναι φουλ ερωτευμένος και ξέχασε ο άτιμος να φέρει τα τις μπογιές του; Πού είναι τα χρώματα; Αντε και ποιός ξέρει πόσα θα ζητήσει μετά για τα χρώματα !!!Μ όνο ένα άσπρο έβλεπα να έχει περάσει το ένα γύρω.. κάτι σαν τ΄ αστάρι, το πρώτο χέρι δηλαδή ...
Μετά θυμήθηκα ... αφού βρε πέρασε του ΄Αη Αντρέα που το κρύο αντρειεύει  ... οι 30 του Νοέμβρη της χάρης του είναι ... ήδη πίσω ... 
΄Οχι  ο μπογιατζής μας δεν ξέχασε τις μπογιές του!!!
Ούτε η κρίση τον έπιασε ... μήτε ο έρωτας!
Γιατί εμάς, τον μπογιατζή μας τον λένε Δεκέμβρη...
Κι ο Δεκέμβρης "μας" φημίζεται για το κρύο του, τα δώρα του, τα Χριστούγεννά του και το άσπρο του... το χιόνι ...

Καλό καλό σας μήνα ...
Και σήμερα, 3 του Δεκέμβρη κι ενώ, ξημέρωσε μες το χρώμα, να έτσι ...

 Ο ήλιος ξυπνάει και τα χρωματίζει, να  έτσι ...

Κι η  μέρα σηκώνεται απαλά, να κάπως έτσι ...
Κι ενώ απλώνεται...  έτσι ...
Και κυλάει ... να κάπως έτσι ...
  
                           Φυσικά, καταλήγει, στα άσπρα... να έτσι ...





 Μπήκαμε με φόρα στο Δεκέμβρη και πάει κιόλας το 1ο του Σαββατοκύριακο ...
Και δεν τα είπαμε γιατί είχα άλλα να κάνω ...
Κι ήταν  αυτά τ΄άλλα κάτι σαν αναφορά, σα θύμηση... σαν μνημόσυνο...
Αναφορά στη φιλανθρωπία ...
"Κόρη μου, σαν μπαίνει ο Οχτώβρης πιάνουν οι βροχές... Σαν δεν έχει βρέξει μέχρι του ΄Αη Δημήτρη... δύσκολα τα πράγματα... Κάθε πράμα χρεία και πρέπει να ΄ρχεται στον καιρό του ... Κι η βροχή είναι του Οχτώβρη δουλειά... Ο Νοέμβρης φέρνει πιο γρήγορα τη νύχτα, χαμηλώνουνε τα σύννεφα, βαραίνει ο ουρανός... Η μέρα σηκώνεται δύσκολα και σέρνει κρύο,  μαζί κι αέρα ... Ο ΄Αης Αντρέας έφτασε, το κρύο αντρειεύει ... Ξέρανε αυτοί που το ΄πανε... Στην εμπατή ο Δεκέμβρης, στην πόρτα ο χειμώνας ... Κι είναι δύσκολος ο χειμώνας... ΄Οχι γι΄αυτούς που έχουν μα γι΄αυτούς που δεν έχουν ... Κι αν τους λείπει το κρέας ίσως να υπάρχει ψωμί, κι αν δεν υπάρχει ψωμί ίσως να υπάρχει παξιμάδι κι αν λείπει  το παξιμάδι, ίσως να υπάρχει κάποιος να το δώσει ... Μόνο σα λείπει άνθρωπος, παιδί, μάνα, πατέρας ... τότε δεν γίνεται να δώσεις! Τότε κι εσύ φτωχός κι ο φτωχός φτωχύτερος. Κι  εσύ φτωχός που δε μπορείς να δώσεις ... κι ο φτωχός, που άνθρωπος δεν μπορεί να του δώσει, φτωχύτερος. Σπίτι χωρίς μάνα χάσκει, σπίτι δίχως πατέρα δυστυχεί, σπίτι με παιδί που λείπει, στεναχώρια και με παιδί που χάθηκε ... τάρταρα και κατάρα! ΄Ετσι έλεγε η νενέ μου, έτσι κι η αννέ μου ... ΄Ετσι κι εγώ! Κι από τότες που έφυγε ο Γιώργη μας για να γλυτώσει το στρατό, τα Χριστούγεννα δεν ήταν ποτές πια τα ίδια ... Κι ήταν η αννέ μου που ΄λεγε μετά ... "Καλά ήτονε τότε στα Βουρλά... ήλειπε ο Γιώργης μας μα είχαμε το σπιτικό μας, ήμαστον στον τόπο μας... Μας τον ήφαγε η ξενητειά, μα κάλλιο... γλύτωσε τ΄αμελέ ταμπουρού ... "! Κι έγιναν τα Χριστούγεννα ακόμα πιο πικρά κι ακόμα πιο δύσκολα αφότου πέσαμε στην προσφυγιά... Κι αν δεν υπήρχε η φιλανθρωπία και το να δίνουμε όπως είχαμεν μάθει στα Βουρλά, όλα ακόμη χειρότερα θα ήταν, και  ζωή και ζήση... Στον τόπο μας σεβόμαστε. Σεβόμαστε το Θεό, την Παναγιά, την εκκλησιά, τους γεροντότερους. Κ εσπλαχνιζόμαστε  τους αδύναμους, τους ορφανεμένους, τους φτωχούς  και τούς είχαμεν στην έννοια μας όλο τον καιρό. Και πιότερο το χειμώνα. Στα δύσκολα και στις εορτές... Κι είν΄ ο Δεκέμβρης γεμάτος εορτές μεγάλες... Με πιο μεγάλη εορτή το γενέθλιο του Χριστού μας... Εσύ να εορτάζεις κι άλλος να τουρτουλίζει και να πεινά; Πώς να το σηκώσει αυτό η καρδιά σου; Τον αφήνεις δύστυχο κι ανήμπορο να τρέμει ενώ τρως και πίνεις; Δεν ήτο αυτά τα πράματα για μας ... Εφροντίζαμε τους όλους ... Κι η πρώτη του χρόνου; Το σκέβεσαι; Πώς ν΄αρχίσεις το νέο χρόνο μη έχοντας; Πώς να τονε αρχίσεις μη δίνοντας; Κακομοιριά και γρουσουζά θα σου πάει ο χρόνος όλος. Χωρίς να δώσεις; Μα σα δε δώσεις πώς θ΄αναπληρώσεις; Πώς θα σου δώσει ο Θεός άλλα και καινούργια; Γι΄αυτό κόρη μου, έπρεπε να φροντίζεις να ΄χεις για να ΄χεις και για... να δίνεις... για να σου ΄ρθουνε άλλα καινούργια και καλύτερα ... ΄Ολοι δίναμε... ΄Αλλοι απ΄τα πολλά τους κι άλλοι απ΄το υστέρημά τους ... Κανείς μας δε φτώχεψε μ΄ένα ψωμί κι ένα παξιμάδι λιγότερο... ΄Ετσι τα είχαμε κάμει όλα στα Βουρλά... Και τα σχολειά μας από δοσίματα, και το αναγνωστήριο και το σπιτάλι. Κι η Λέσχη κι οι Μουσικάντηδες... και το ορφανείο μας και τα γηροκομειό μας  από προσφορές...  Ακόμη και τους ρομά, τους κατσίβελους (κυρίως γύφτοι ή ξένοι) σπλαχνιζόμαστε... Τους εξεχώριζες αμέσως από το μαυριδερό δέρμα, τις τρίχες και ... τα ρούχα... ΄Απλυτοι, πολλοί μαζί, σέρνανε κάρα, σύρανε παράξενες καρότσες...
 Απλώνανε το χέρι φανερά, τ΄απλώνανε και κρυφά ... Σε όλα!  Δεν τους εθέλαμε... μα και τους εδίναμε. Να μην αφανίζουν ζαρζαβατικά, να μην χάνονται τα ζωντανά... να μην κλέβουν ... Μπρε κόρη μου αυτούς δεν τους ένοιαζε το σχολειό, μήτε η μόρφωση, μήτε το σωστό σπιτικό... βρώμικοι κι άπλυτοι εγυρίζανε με τα κάρα κι όπου τους έβγανε ο δρόμος... Στήνανε τα τσαντήρια τους, τους τεντζερέδες τους, χωρίς νερό, χωρίς πάστρα...
Μερικοί δικοί μας  τους εδίνανε μεροκάματο... Κάνανε κάμποσα...  βγάνανε τίποτα παράδες και μετά που τους ήχανες που τους ήβρισκες ... στο εγλέντι και στο κρασί. Τραγουδούσανε, χορέβγανε, πίνανε, καυγαδίζαν, μαχαιρώνονταν ... Δεν στέκονταν πολύ στον ίδιο τόπο... Στα Βουρλά ερχόσαντε τα καλοκαίρια... Μερικοί εμιλούσανε τα ρωμέικα... Μα σα θέλανε να μην τους καταλάβεις, εμιλούσανε τα δικά τους ... Ερχόσαντε για τ΄αμπέλια και τη σταφίδα... Στήνανε τις γιούρτες τους πέρα, έξω απ΄τους μαχαλάδες, πέρα απ΄τις εκκλησιές... Κι όμως επιστεύανε το Θεό! Θυμάμαι πως ο πάππος μου έλεγε πως είχαν και Παναγία γιατί είχε δει την εικόνα της ... Την εσέρνανε παντού μαζί τους και την εόρταζαν... Στόλιζαν την εικόνα της με λουλούδια μα ήταν μαυριδερή λέει,  σαν κι αυτούς... 
Οι μανάδες δεν αφήνανε τα παιδιά τους να πλησιάσουν στις μεριές τους... Φοβόσαντε ότι θα τους τ΄αρπάξουν και θα τα χάσουν... Λέγανε πως τ΄αρπάσανε και τα δίνανε για σκλαβάκια και δουλικά με μακρινά μέρη, σε Τούρκους...   Μα τα κοπέλια περίεργα, φοβόσαντε μα και θέλανε και να δούνε τις γύφτισσες και τα γυφτόπουλα από κοντά...
Πες σε κοπέλι όχι... και θα στο κάμει αυτό ... ναι...  "
Καλά σας βράδια
Ε.-
  
Αντιγράφω ...
 
Τσιγγάνοι ή Γύφτοι ή Αθίγγανοι ...
Τ΄όνομά τους το οφείλουν...

Οι ίδιοι οι Τσιγγάνοι αυτοαποκαλούνται Ρομ ή Σίντι. Το ρομ παραπέμπει στην ομώνυμη ινδική λέξη που σημαίνει  "άνδρας" και αποτελούσε την ονομασία από τις κατώτερες κ¨αστες (ρ¨ομνι σημαίνει γυναίκα). Σίντι σημαίνει στην γλώσσα τους σύντροφος. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί εδώ πως ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε μια φυλή Σιγύννων που κατοικούσε στην ανατολική άκρη της Μικράς Ασίας και των οποίων η περιγραφή μοιάζει πολύ μ΄αυτή των Τσιγγάνων!

 

Μια άλλη ονομασία που δίνουν οι ίδιοι στον εαυτό τους είναι "καλό" ή "καλέ" (μαύρος) σε αντιπαράθεση με τους υπόλοιπους που ονομάζονται "παρνό" (λευκοί). Οι ξένοι αποκαλούνται "γκάτζο" (χωριάτες) και στην Ελλάδα "μπαλαμό" (΄Ελληνες έμποροι), λέξη που έχει περάσει στην ελληνική αργκό. Σήμερα οι Τσιγγάνοι, στα Αγγλικά ονομάζονται "τζίπσις" (προφανώς από παραφθορά του "Αιγύπτιοι" όπως και το Ελληνικό "Γύφτοι". Στα Γαλλικά ονομάζονται "Μποέμ", επειδή πέρασαν στη Γαλλία από την περιοχή της Βοημίας. Για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, έχουμε "Τζιγκενερ" (Γερμανια), "Γκιτάνος" (Ισπανία), "Τζιγκάναρι" (Ιταλία) και Τζιγκάν (Σερβία, Βουλγαρία, Τουρκία). ΄Ολες αυτές οι ονομασίες όπως και η ελληνική Τσιγγάνοι, ή Ατσίγγανοι ή Αθίγγανοι πιστεύεται πως προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη " αθίγγανοι ". Η λέξη παράγεται, από το στερητικό α και το θιγω, δηλαδή, αυτοί που κανείς δεν πρέπει να τους αγγίζει, οι παρίες.

Η καταγωγή τους

Κανείς δεν είναι απολύτως βέβαιος για το από που προέρχονται οι Τσιγγάνοι και ποια είναι τελικά η πατρίδα τους. Οι ιστορικοί και οι ανθρωπολόγοι φαίνεται να συμφωνούν πως είναι μάλλον ένα παρακλάδι της ινδικής φυλής, αλλά είναι εντελώς ασαδές το πότε εγκατέλειψαν τη γη της Ινδικής (Ινδίας) για να εξαπλωθούν κυριολεκτικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Κάποιοι ερευνητές ισχυρίζονται, ίσωε με αρκετή δόση φαντασίας, πως οι Τσιγγάνοι ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι τους ανά τον κόσμο την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κάποιοι άλλοι πιστεύουν πως αρχικά ήταν σκλαβωμένοι πληθυσμοί που ξεριζώθηκαν από τις πατρίδες τους στη Δυτική Ινδία κατά τις επιδρομές του  Μαχμο¨θντ Γκαζνεβί (967-1030), ενός σημαντικού μουσουλμάνου ηγεμόνα της Κεντρικής Ασίας που επιχείρησε πολλές φορές να υποτάξει την Ινδία. Επί της βασιλείας του, ο διασημος ποιητής Φαρναούσι, έγραψε το Σάχναμε, το Βιβλίο των Βασιλέων όπου εκεί δίνει μια πολύ πιο ποιητική και ρομαντική παραλλαγή της καταγωγής των Τσιγγάνων.

Σύμφωνα πάντα με το βιβλίο, ο Πέρσης βασιλιάς Μπεχράμ Γκορθ, ζήτησε από το βασιλιά της Ινδίας, Σανκαλά, να του στείλει 20.000 μουσικούς για μια γιορτή που ήθελε να κάνει. Οι μουσικοί ήταν εξαιρετικοί και του έκαναν τόση εντύπωση που τελικά ο Πέρσης βασιλιάς, θέλησε να τους κρατήσει στη χώρα του και τους παραχώρησε χωράφια, σπόρους και ζώα ...
Ωστόσο, οι μουσικοί εκείνοι, οι πρόγονοι ίσως των σημερινών Τσιγγάνων, δεν είχαν καμιά διάθεση να γίνουν γεωργοί και κτηνοτρόφοι. ΄Ετσι πολύ σύντομα έφαγαν τα ζώα, τους σπόρους και τα σιτηρά που τους είχε δώσει ο βασιλιάς για να ζήσουν και να σπείρουν. Ο βασιλιάς τότε εξοργίστηκε και τους έδιωξε από τη χώρα του ... κι από τότε, οι ανέμελοι νομάδες μουσικοί τράβηξαν, άλλοι για την Αίγυπτο και άλλοι για το Ιράκ. Στη συνέχεια πέρασαν στην Ευρώπη ...




2 σχόλια:

Dina Vitzileou είπε...

Καλώς τον δεχτήκατε!!!..τον "μπογιατζή"
Τί όμορφες καρδούλες! δικό σου έργο?
Και τί όμορφα χρωματισμένο το ξημέρωμα!
..αλλα πιό γλυκειά ακόμη η αφήγηση της νενές σου!
Φιλάκια Λενιώ!

E.- είπε...

΄Αστα να πάνε... Το τριγύριζε, μας τριγύριζε, τελικά ήρθε και μας ... υποχρέωσε!
Αχ βρε Ντινάκι! Εσύ τα λες αυτά; Φαντάζεσαι πόσο πιο όμορφες θα δείχναν οι καρδούλες μου και πόσο πιο χρωματισμένο θα ήταν το ξημέρωμα αν τα είχες αποθανατίσει εσύ;
Πάντως το βρίσκω μαγικό... Η μέρα ν΄αρχίζει κόκκινη, σχεδόν φωτιά και να τελειώνει κάτασπρη, σχεδόν πάγος...

Φιλάκια κοριτσάκι
Ε.-