28 Νοεμβρίου 2012

Αλήθεια αλήθεια ... μήτε στο Βαγγέλιο ...

Αρκετά το καθυστέρησα, το ξέρω ...
Κι είναι καιρός να σας περιγράψω πια την απαγορευμένη απόλαυση του ναργιλέ ...
Σκέφτομαι πως ίσως το καθυστέρησα κι επίτηδες ... Να ... όπως κρατάς ένα γλυκό μυστικό που στο τέλος βέβαια δεν κρατιέσαι και το ψιθυρίζεις ευτυχισμένη στην κολλητή σου ... ή σαν μια στιγμή της ζωής σου, γλυκειά, τόσο γλυκειά που δεν θες να τη μοιραστείς είτε γιατί κρατιέσαι πάνω της ... είτε γιατί φοβάσαι πως θα χάσει τη μαγεία της ...

Πίνω τη βυσσινάδα μου, ζητάω δεύτερη ...

Να σας πω ακόμη ότι έχω βγάλει τα παπούτσια μου ... τα πόδια μου πατάνε γυμνά πάνω στο ταλαίπωρο χαλάκι που καλύπτει ... το γυρτό πεζοδρόμιο... Δεν ξέρω πως αλλιώς να σας περιγράψω το σημείο που κάθομαι ... παρά μόνο σαν πεζοδρόμιο... ΄Εχω την πλάτη στον τοίχο... Περιμένω ενώ μνήμες "ναργιλέ" με κατακλύζουν ...
Ο ηλικιωμένος καφετζής μού φέρνει τη 2η βυσσινάδα ενώ ένας νεαρός-ντελικανής 16-17 χρονών, ντελικανής = τρελλοαίματος γιατί ντελί = τρελλός και καν = αίμα... τον ακολουθεί εξοπλισμένος με τα σύνεργα του ναργιλέ... Ο καφετζής ακουμπάει τη βυσσινάδα στο σοφραδάκι ενώ ο ντελικανής ακουμπά 3-4 πίπο =επιστόμια, πιπάκια πλαστικά χρωματιστά σε σακουλάκια ...



 Τον παρακολουθώ ... Εκστασιασμένη; χαζά; Είναι βλέπεις η πρώτη φορά, δεν ξέρω τι πρόκειται να επακολουθήσει ...
Στέκεται παραδίπλα, σ΄ένα τσίγκινο πιατάκι ανάβει τα κάρβουνα και περιμένει να πάρουν καλά ... βγάζει το τουμπεκί = ψιλοκομμένος καπνός ... Εγώ βλέπω να μοιάζει το τουμπεκί σαν κομμάτι χαλβάς Φαρσάλων ή σαν κομμάτι παστοκύδωνο ή σαν κομμάτι σαπούνι απ΄το Αλέπι ή μελάσσα. Πέφτω απ΄τα σύννεφα. Δηλαδή σχέση απολύτως καμία δεν έχει με ψιλοκομμένο καπνό και μ΄ότι περιμένω να δω !!! Ε, άμα δεν έχεις ιδέα ... Τον ξεφτίζει λίγο με την τσιμπίδα, τσεκάρει τα κάρβουνα, τα πιάνει με την ίδια τσιμπίδα και τα βάζει πάνω στο λουλά ... και στη συνέχεια τα σκεπάζει με αλουμινόχαρτο! Κι όταν -τότε- δεν είχαν αλουμινόχαρτο τι κάνανε; Αυτός πάντως κάνει και κάμποσες τρύπες στο αλουμινόχαρτο ... Με κοιτάζει, τον κοιτάζει (το ναργιλέ)... περιμένει ... Κι ο ναργιλές, αρχίζει να μιλάει ... δηλαδή το νερό στη γυάλα αρχίζει να "γουργουρίζει" όπως λένε οι ειδικοί ...

Μου δίνει το μαρκούτσι ενώ σκίζει το πλαστικό σακουλάκι και μου δίνει το επιστόμιο ... Το επιστόμιο, ένα κλακ και μπορώ -απίστευτο- να καπνίσω... ένομμα τον "παράνομο" ναργιλέ ...



Σίγουρα διστάζω. Το κρατάω στο χέρι και κοιτάω γύρω σαν κλέφτης ... Οι διπλανοί καπνίζουν αρειμανίως κι ούτε που μου δίνουν σημασία... Μμμ... μοσχοβολάει. Φέρνω το μαρκούτσι στο στόμα και πίνω όπως λένε εδώ, την πρώτη ρουφηξιά... Να σας πω την αλήθεια δεν καταλαβαίνω και πολλά ή καλύτερα μάλλον δεν το πιστεύω ακόμα! 2η ... Ηρεμώ. 3η ... Α-πο-λαμ-βά-νω!!!
Ξυπόλητη, στη σκιά ενός τοίχου στην άκρη ενός πεζοδρομίου που γέρνει, στο άγνωστο 4ο σοκάκι του πιο καλαμπαλίκ δρόμου της πιο γητεύτρας Πόλης ... καπνίζω τον πρώτο μου ναργιλέ! Την άλλη φορά, σίγουρα... δεν θα είμαι πρωτάρα!  Γιατί σίγουρα θα υπάρξει κι άλλη φορά ...

Διαπίστωση 1η και τελευταία. Ναργιλές = Καμία σχέση με το τσιγάρο!!!

Στάσου, τελικά δεν είναι και τόσο φοβερό! Το φοβερό είναι τα στερεότυπα που σέρνουμε στο κεφάλι! Ούτε και ξέρω καλά-καλά με τι ιδέες περίεργες περί ναργιλέ ποτίστηκα κι από ποιον.Αφού ο πατερούλης μου κάπνιζε ναργιλέ! Εντάξει, η αλήθεια είναι δεν το ΄κανε ούτε συχνά ούτε πάντα μπροστά μας ... Τώρα εγώ γιατί το είχα τελικά για τόσο φοβερό δεν μπορώ να καταλάβω ... Βολεύομαι, χαλαρώνω, ονειρεύομαι... χάνομαι ανάμεσα στον καπνό, σε σκέψεις και σ΄αρώματα ξεχασμένα... Η μια ρουφηξιά φέρνει την άλλη, η μια σκέψη την επόμενη, η μια θύμηση ... πολλές. Απολαμβάνω και δεν ξέρω τι ακριβώς ... Το χαλάρωμα, τη φυγή, τη στιγμή; Ξέρω μόνο πως θα ΄θελα ο χρόνος να σταματήσει τώρα, εδώ ... όπως σταμάτησε τότε γι΄αυτούς στην Πομπηία ... Και κάποτε να με βρουν μαρμαρωμένη ... με το χαλάρωμα αυτό που νιώθω πως με λιώνει, με το χαμόγελο στα μάτια, ανάμεσα στους καπνούς  και τις θύμησες και το ναργιλέ στο χέρι ... Κι οι αρχαιολόγοι να ψάχνουν και ν΄αναρωτιούνται γιατί ... 
 


"Κόρη μου, για μας ο ναργιλές ήταν μαθές μες τα καθημερνά μας...
Δεν ξέρω πως και γιατί τον πέρασαν στ΄άσχημα, στα κακά ... Εδώ έγινε κακόφημος... του υποκόσμου ...
Εκεί στα μέρη μας ήταν συνήθεια ... Εδώ άρχισε το όχι, το απαγορεύεται, το δεν πρέπει ...
Ο πατέρας μου τον αγαπούσε... Τον ήναφτε σαν ήταν ήρεμος ή σαν, μερικές φορές, ήθελε να ξαποστάσει, να σταματήσει το τρέξιμο της μέρας, να στέψει μια ώρα εδική του, ήρεμη ... Και τον ήλεγε ναργκιούλ ο πάππος μου... Στην αρχή τού τον ετοίμαζε η αννέ μου, μετά όμως τού τον ετοίμαζα εγώ. Μου το ζητούσε γιατί ήξερε ότι μ΄άρεσε ν΄ανάβω τα κουμουράκια και να τα φυσάω να πάρουν... 

Ανάβουνε δύσκολα γι΄αυτό τα εφυσάς καλά... Τα κουμούρ(κάρβουνα) τα ήπαιρνε απ΄ το μαγαζί και σαν ήσαντε μεγάλα τα ΄σπαζε σε μικρά.Και δεν ήσαντε ό,τι κι ό,τι. Από ένα μαγαζί μόνο τα ΄γόραζε και ήσαντε κουμούρ μεσέ; μόνο για ναργιλέ. Από κει ήπαιρνε και το τουμπεκί... Του άρεσε αυτό το μαγαζί γιατί ο ταμπής(κόφτης καπνού) ήτανε μεγάλος μάστορας...Γέμιζα πρώτα τη σίσα  ως τα μέσα κρύο νερό, ήριχνα και δυο σταγόνες  ρογδόζουμο (χυμό από ρόδι) κι έμπηγα από πάνω το σωληνάρι. Μετά έβανα το τάσι και μετά το λουλά. Τον εγέμιζα με τα κούμουρα, τα σκέπαζα και του τον έδινα ... Μ΄άρεσε να τον εβλέπω να τον εκαπνίζει... Πλούσιοι και λιγότεροι πλούσιοι τον εκαπνίζανε...κι οι παπάδες κι οι γραμματιζούμενοι...  Κι ο ναργιλές παίρνει και θέλει την ώρα του. Δεν είναι για βιασύνες... Είναι να στέκεσαι, να σκέφτεσαι, ν΄ αναθυμάσαι τι έκαμες κι αν πρέπει να το κάμεις ή να μην το ξανακάμεις... Είναι για  να εκτιμάς τη γαλήνη... Σ΄όλους τους καφενέδες ήβρισκες ναργιλέδες και καπνιστάδες... Κι οι καπνιστάδες δεν εμιλούσανε πολύ, ήσαντε πράοι, ήρεμοι... Θες καλή παρέα για το ναργιλέ, να μην έχουνε πολλά τα νεύρα και τα λόγια... αλλιώς σου τονε χαλούνε ...΄Ετσι ήλεγε ο πάππος μου κι ο πατέρας μου ... Μερικοί σαν τον εκαπνίζανε, μπαϊλντίζανε, έλεγε ο πατέρας μου... μα αυτοί, έλεγε, πως εβάνανε αφιόνι μέσα ... Μερικοί βάνανε και κρασί... Οι περισσότεροι κρατούσανε τη στοματίδα τους μαζί . Μερικοί εφέρνανε τον καπνό... Οι παράξενοι εφέρνανε και το μαρκούτσι τους...  Ο γείτονάς μας, ο Βάρκα-Γυαλός, ψαράς ήτο, 9  παιδιά είχενε, ήπαιρνε και το μαρκούτσι του μαζί κάθε που ήθελε να πάει στον καφενέ... Κι όλοι τον εκογιονάρανε... "Δεν μας ήφερνες κανένα ψάρι παρά ήφερες το μαρκούτσι σου Αντρίκο" του ελέγανε κι εγελούσανε ... Και τους ήλεγε "Το ψάρι θέλει κόπο... ο καφενές μαρκούτσι ... μμμμ, χαρά στα μούτρα σας που θέλετε και ψάρι ..."  

Υπήρχανε και γυναίκες που τον εκαπνίζανε αλλά μόνο στα κονάκια τους ... ποτέ όξω. Οι γυναίκες δεν εβγαίνανε στον καφενέ ποτέ μόνες... Σαν εβγαίνανε, εβγαίνανε με τσου άντρηδές τους και ήτονε στις γιορτές, τις σχόλες και τις Κυριακές, σε γάμους, βαφτίσεις, παρηγοριές, πανηγύρια... Σα δεν είχανε δουλειές μασευόσαντε. Χειμώνα καιρό το συνηθίζανε πιότερο... οι άντρες στον καφενέ κι οι γυναίκες 4-5 μαζί, δικές μας και ντόπιες, μια στο κονάκι της μιας και μια στης άλλης... Επίνανε σερμπέτια, τσάγια για καφέ, τρώγανε γλυκίσματα και λουκούμια και πίνανε και ναργιλέ... ΄Οχι όλες, μερικές τον επίνανε... Ελέγανε αστεία, ανακατεύανε τα χαμπέρια... Διαβάζανε και τα χαρτιά και τα κουκιά και μελετούσανε το φλυτζάνι... ψάχνανε τα μελλούμενα γενέσθαι... κι ότι ένοιαζε τη κάθε μια τους ... Μόνο το μεγάλο κακό που μας ήβρηκε δεν το  είδε καμιά τους ... Καμιά δεν το αφουγκράστηκε, καμιά τους δεν το μάντεψε... Κι ήρθε και μας βρήκε και μας κατάφαε... Κατάφαε φαμίλιες, αγαθά, πλούτος ... Μας κατάφαε η φωτιά ... ερείπια έκαμε ψυχές και ψυχές...  Κάηκε ο κόσμος κι ο ντουνιάς και μηδέ τα κουκιά μηδέ τα χαρτιά δώκανε μήνυμα ... Δεν δεν εψάχνανε τα μελλούμενα μόνο οι δικές μας για οι ντόπιες... Αρμένισσες, Εβραίϊσσες, Φράγκες, Ολλαντέζες, Εγγλέζες, όλες ... Από πάντα του ήθελε ο άνθρωπος να κατέχει τι θα του τύχει... Μα τί θα ΄καμε και να το ΄ξερε; Αλλάζεις το γραμμένο; Αλλάζεις ότι σου ΄χει  γράψει ο Θεός; Μπορείς; Δε μπορείς κόρη μου ... Μωρ΄ναι  σου λέω ... συχνά-πυνκά βάνανε κάτω τα χαρτιά και το φλυτζάνι... Κι αυτό σου το ΄πα αυτό; Πως μερικές δεν εδιαβάζανε το φλυτζάνι μα το πιατάκι του καφέ; Μ΄αυτό το κατέχανε οι πιο παλιές... Μια ντόπια επρόλαβα εγώ στα Βουρλά που κάτεχε να διαβάζει το πιάτο. Σ΄έβανε κι ήπινες τον καφέ, μα όχι όλονε ... κι ήριχνες το τέλος του καφέ στο πιάτο. Τότε το εσήκωνε, ο πολύς καφέ ήπεφτε κι όσο έμενε έγραφε σχέδια ... Ορθό το κράταγε και το εδιάβαζε σα βιβλίο... ΄Ελεγε αλήθειες κι είχε βγάλει όνομα... Κι ερχόσαντε γυναίκες και γυναίκες να τη συμβουλευτούνε... Και πλούσιες και λιγότερο πλούσιες... Δρόμο κάνανε πολύ για να ΄ρθουνε και να τους δει το πιάτο ... Και παράδες δεν εκαταδεχότανε, γρόσσα δεν ήθελε. Ζάχαρη ναι, αυγά ναι, λάδι ναι... Παράδες όχι, ποτές. Μωρέ και να ΄τανε μόνο γυναίκες που ερχόσαντε! Ερχόσαντε και άντρες μ΄αυτοί ερχόσαντε μυστικά... Πολιτικάντηδες, γραμματιζούμενοι, μεγάλα ονόματα, μεγάλοι εμπόροι ... Δεν θέλανε να τους βλέπει ο κόσμος... Μάλλον εντρεπόσαντε λέω... ΄Αμα οι περισσότεροι άντρηδες δεν το παραδεχόσαντε το φλυτζάνι κι ελέγανε "κουτουράδες και καμώματα για φουστάνια είναι τα φλυτζάνια και τα ... πιατικά" κι εκογιονάρανε, τολμάει ο άλλος να πει πως επήγε να έβρει συμβουλή στο ... πιάτο;

΄Αντε κονόνα μου, ήρθ΄ ο πρώτος, ήρθ΄ο δεύτερος ... ήρθε κι ο κουκουλωμένος ... ώρα για το γιατάκι σου ... Αύριο πάλι ..."

"Καληνύχτα γιαγιά μου... Αύριο πάλι..."


Καλά σας βράδια

Ε.-

Και για να ξέρουμε τι λέμε ... Ιδού

Τα εξ ων συνετέθη ....

 












Οι φιληνάδες μου έμαθαν πολύ αργότερα για την "αταξία" του ναργιλέ ... Δεν ξέρω γιατί δε τους το είπα αμέσως... Μπορεί να πίστευα πως αν δεν την φανέρωνα, ίσως να διαρκούσε περισσότερο ...
΄Ισως να ήθελα να την κρατήσω για λίγο μόνο δική μου ...  ένα κάτι λίγο περισσότερο μόνο για μένα ... 



 



 

4 σχόλια:

Dina Vitzileou είπε...

Καλά τότε που πήγαμε παρέα γιατί δεν δοκιμάσαμε?
Γι αυτό σου λεω..
πρέπει να ξαναπάμε, έχω αφήσει πολλές εκκρεμότητες εκεί..
Καλό βράδυ Ελενάκι!

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Τα κείμενά σου πάντα διαβάζονται μονορούφι.
Καλό μήνα Ελένη.

Unknown είπε...

Ναι Ντινάκι, πρέπει να ξαναπάμε ... Λέω πως δεν έχω αφήσει καμιά εκκρεμότητα αλλά, έννοια σου ... κάτι θα βρω :)

Καλό μήνα κοριτσάκι
Φιλάκια
Ε.-

Unknown είπε...

Ο καθένας ό,τι μπορεί ...
Εγώ τα λέω με κείμενα ...
Εσένα, μιλάνε οι φωτογραφίες σου και τα όσα ανιχνεύσεις και δημοσιεύεις... προς μεγάλη μου τέρψη!!!

Χίλια ευχαριστώ

Ε.-