26 Νοεμβρίου 2012

΄Αλλα τα λεγόμενα, άλλα τα γενόμενα ...

΄Εχω αναρωτηθεί κι άλλη φορά ... γιατί τα γράφω όλα αυτά, μνήμες μου γλυκόπικρες, θύμησες μου μακρινές, στιγμές περασμένες ... προσωπικές ...  ΄Ετσι κι απόψε. Το ίδιο ερώτημα τριγυρίζει στο μυαλό μου κι αυτό από προχθές ... Αιτία, η φιληνάδα μου, το Ντινάκι ... Κάποιο σχόλια μου ΄στειλε, κι ανάμεσα στα άλλα,  έγραφε:
" ...Μωρέ κοριτσάκι, δεν μου έχεις πει για αυτή την γιαγιά πολλά...σκέτος θησαυρός έ?
Ούτε πότε και πόσων χρονών πέθανε γνωρίζω. Ας είναι..τουλάχιστον θυμάσαι καλά και μας μεταφέρεις τα θαυμάσια αρώματα μιας εποχής με πολύ ανθρωπιά!"...
 
Κι ενώ απάντησα στο Ντινάκι, αυτό το "θυμάσαι καλά" εξακολουθεί να με γαργαλάει, όπως με γαργαλάνε και δυο απ΄τις λέξεις που χρησιμοποίησε "θησαυρός" και "ανθρωπιά" ...
Για το θυμάμαι καλά, απ΄τη μια σκέφτομαι ... Εύκολο! Τα θυμάμαι καλά γιατί δεν ξεχνιούνται ! Ξεχνιούται όλα αυτά; Πώς; Απ΄την άλλη με προβληματίζει η  επιστήμη που ισχυρίζεται πως ... "όσο περνάει ο καιρός, τόσο καλύτερα θυμόμαστε τα παλιά" !!! Με την πρώτη εκδοχή ησυχάζω, με την επιστημονική όμως ... ανησυχώ ...
Για να λήξει όμως το θέμα κυρά επιστήμη, εγώ τα γράφω γιατί τ΄αγαπώ και για να μην χαθούνε σαν χαθώ ... Μεγάλος ο διαδικτυακός ιστός, ίσως κάπου σκαλώσουν κι ίσως επιβιώσουν ... 
 
΄Οσο για το "θησαυρός", θησαυρός σκέτος για όσους την γνώρισαν, την συναπάντησαν, την έζησαν ... κι άπειρες φορές έχω σκέφτει πως πρέπει να ΄χει αγιάσει η γιαγιά μου τόσο καλή που ήταν και που τόσο καλή, γλυκειά και τρυφερή έμεινε... μετά από την τόση καταστροφή που είδε, μετά τα όσα δύσκολα πέρασε και μετά το τόσο που βασανίστηκε  και πάντα μ΄ανθρωπιά, με την σκέψη στον άλλο μιλούσε μέχρι που έφυγε ... Μα κι εκεί που πήγε, έτσι πρέπει ακόμη να μιλάει ... γλυκά, τρυφερά, ήπια, ζεστά ...
 ΄Η τέλος πάντων πρέπει να είναι ανάμεσα στους πρώτους υποψήφιους ...
΄Οσο για την "ανθρωπιά" λείπει σήμερα... Κι η ανθρωπιά και τ΄ανθρώπινα ...
΄Ισως λοιπόν, να τα γράφω γι΄αυτό ...
 
Ψιλομελαγχόλησα όμως ... Γι΄αυτό λέω να το ρίξω στον ... αργιλέ ή ναργιλέ ...
Γιατί έτσι θα γυρίσω πίσω σε ζεστό τόπο, ξένοιαστες διακοπές με 2 φιληνάδες μου καλές ...
 
Ιούλιος προς το τέλος του
 
Κωνσταντινού-Πολη ή Πόλη ...
Πήρε τ΄όνομά της από Μαρμαρωμένο Βασιλιά ... Κι έτσι ονοματίζεται και Βασιλεύουσα ... 
Και βασιλεύουσα είναι! Βασιλεύει στα παραμύθια, βασιλεύει στα όνειρά μας και βασιλεύουμε στα χνάρια της...
Βασιλεύω σαν είμαι εκεί ... με βασιλεύει σαν δεν είμαι ...
Μαγεύομαι σαν είμαι... με μαγεύει σαν δεν είμαι...
 
 
΄Ετσι με μάγεψε και τότε, ο γέρος θυρωρός με το φιλικό χαμόγελο και την άδολη φιλοξενία του . ΄Οπως με μάγεψε κι ο καφές του! ΄Ασε δε το πόσο με μάγεψε το βασίλειό του!
Istiklal Καλαμπαλίκ
Κάτω από τη μισοφαγωμένη μαρμάρινη σκάλα της παλιάς πολυκατοικίας ήταν, σ΄ένα σοκάκι κάθετο στον πιο καλαμπαλίκ=πολυπληθή δρόμο της Πόλης = στην Istiklal Caddesi, καρσί=απέναντι απ΄το ξενοδοχείο "Ρίτσμοντ"...
 
Εκεί, σε 2 τετραγωνικά τόπο και με σκεπή λοξή τη σκάλα  είχε μια σόμπα=θερμάστρα, κάμποσα μιντέρια=μαξιλάρες χύμα, δυο μπατανίες=κουβέρτες, ένα μεγάλο πεσκίρι=πετσέτα μπάνιου=μπάνιο, 1 μικρό πεσκίρι προσώπου και 3 πεσκιράκια χεριών, ένα φανάρ=φανάρι, ένα φαράσ=φαράσι, μια σκούπα και ... ένα μοντέρνο μαγκάλ(ι)=γκαζάκι, ένα τ(ζ)έντζερη=κατσαρόλα, τον τσεσβέ του ή ιμπρίκ=μπρίκι, τα φιντσάν(άκια) φλυτζανάκια του, τα καναβόζ = βάζα καφέ και ζάχαρης και τη σίσε = κανάτα με το νερό. Ττην προίκα του δηλαδή, τα απαραίτητα της ζωής του και τ΄απαραίτητα του τσαγιού και του καφέ... και δυο-τρία προικιά ακόμα που δεν τα πρόσεξα συν τη γνωστή φωτογραφία του "πατέρα" του έθνους ... Ναι, εκεί ζούσε! Στα 2 τετραγωνικά. Κι ήταν ευτυχής... Εκεί η ζωή του, εκεί όλο το βιος του! Εκεί το βασίλειό του!
 
Και, το πρωί-πρωί έπινε καφέ μα όλη την υπόλοιπη μέρα έπινε τσάι ... έτσι μου ΄πε... 
 
Κι έτσι, απ΄την σίσε, ξεκίνησε η κουβέντα  και κατέληξε στο ναργιλέ ... Σίσε η μποτίλια ... σίσα ή μποτίλια του ναργιλέ ... Δεν ήθελε και πολύ το μυαλό μου να πάει στο ναργιλέ ... Ούτε κι εγώ βέβαια ήθελα πολύ ακόμα...  Η αλήθεια είναι ότι ντρεπόμουν κι ενώ έχω δει ένα σωρό καφενεδάκια εξοπλισμένα με ναργιλέδες ...τελικά -πάντα με τα άπταιστα τούρκικά μου- τόλμησα και ρώτησα. Για τους τύπους -ε, μην με πάρει και για καμιά ξετσίπωτη- πρώτα ρώτησα... που μπορώ να πιω ντο(γ)ρού (σωστή) βυσσινάδα=βίσνε (βύσσινο) σου (σε ειδικές γραμμές νερό, σε γενικές γραμμές σου=υγρό) και μετά ... γκουχ, γκουχ ...που μπορώ να πιω... νέρεντε ναργκιλέ=ναργιλές που;
Κι ενώ έχω δει ένα γύρω ένα σωρό καφενέδες και καφενεδάκια εξοπλισμένα με κάθε είδους ναργιλέ ...
΄Ενα απ΄τα πολλά ... ναργιλέ καφέ
σαλον(ού)
προτιμώ να σεβαστώ τις γνώσεις του ... Στη γειτονιά του είναι βρε αδερφέ, δεν θα ξέρει το καλύτερο στέκι; Δηλαδή το καλύτερο για τους ντόπιους γιατί αν ακόμη με περνάει για τουρίστρια ... θα την πατήσω ... βασιλικά! 
 
Με το χέρι του, μού δείχνει ένα γύρω αλλά εγώ επέμενα ... πού ακριβώς;
Ντόρτ=τέσσερα ( ντόρτια σας λέει κάτι;) σοκάκ (αυτό σίγουρα σας λέει) μου λέει ... καρσί=απέναντι και προς -δείχνει με το χέρι- τα πάνω ... Βίσνεσου λέει και ναργιλέ, στο ίδιο μαγαζί θα τα βρω... μαγαζί =μαγαζά τουρκιστί ... 
Είπαμε κι άλλα πολλά κι ήρθε η στιγμή να φύγω ... Κρίμα που δεν υπάρχει άνθρωπος στο περιτρίγυρο να μας φωτογραφίσει ... Χαράματα ακόμη για την Πόλη... Τα μαγαλά άλλωστε ανοίγουν στις 10 ... εγώ δε, ντρέπομαι να του προτείνω να τον αποθανατίσω κι έτσι τ΄αφήνω ... Ούτως ή άλλως όμως δεν πρόκειται να τον ξεχάσω όσο η μνήμη μου μού το επιτρέπει βέβαια...
 
Ευχαριστώντας τον τον φίλησα και στα δυο μάγουλα ... Μόνο να βλέπατε τα μάτια του!!! Είχαν εκείνο το φως που μου ΄λεγε ... πως χάρηκε γιατί τον καταδέχτηκα!!! Αυτό το φως που κάποιες φορές μού το περιέγραφε η νενέ μου και που δεν το είχα ματαδεί ... Και κίνησα να φύγω ...
 
(Μ)Πογάτς(α) α-πολίτικη ή αλλιώς
Υπέροχη
μπουγάτσα χωρίς τίποτα μέσα
(Μην αναρωτιέστε άλλο... Και φυσικά την άλλη μέρα ξαναπήγα. ΄Οπως παλιά ... Με μισό κιλό καφέ, 1 κιλό ζάχαρη, 1 κιλό κουλουράκια =σιμίτ κουραμπιγιέ, σιμίτ=κουλούρι και 2 πογάτς = μπουγάτσες κι ένα μπουκάλι γενί (νέα) ρακί ... Και φυσικά ξαναήπια καφέ μαζί του. Και φυσικά επειδή πήγα με δώρα μου ΄κανε κι αυτός δώρο ... ένα κιουτσούκ ιμπρίκ από τα μπρικάκια του. Από τότε, σ΄αυτό κάνω κάθε πρωί τον καφέ μου! Και και τον απολαμβάνω τα μάλα). Και πάνε, λέει, στα Σταρμπακς ... Μέγας είσαι Κύριε!!!
 
Κλασικός κι επίσημος ...
Ντόρτ (4ο) σοκάκ προς τα πάνω κι απέναντι -αφού εν τω μεταξύ στο περπατηστό έχω χτυπήσει,  απ΄τον πλανόδιο σιμιτζή=κουλουρά, 
ένα σιμίτ (ταμάμ θεσσαλονικιό) και μια πογάτς. Σημειώστε: η μπουγάτσα στην Πόλη δεν διαθέτει γέμιση, άδεια τελείως κι όμως υπέροχη) και να ΄μαι αφιχθείσα... ενώ πιθανολογώ ότι σωστά κατάλαβα και στο σωστό μέρος ...
 
Στρώνομαι στο μίνι καρεκλάκι πλάι στο σοφραδάκι, στο δροσερό κατηφορικό σοκάκι... Λίγο έγερνα αλλά μικρό το κακό... Και ζητάω, στον ηλικιωμένο καφετζή που γελαστά μου λέει ... - Εφέντ΄μ μού λέει...  - Βίσνεσου λούτφεν του λέω και ...3 λεπτά μετά μου ΄ρχεται ένα ποτήρι δροσερό νέκταρ... κι έχει το χρώμα ... μα το ωραιότερο χρώμα του κόσμου!
Και δροσίστηκε η ψυχή μου ...
 
Ούτε της γιαγιάς μου να ήταν η βυσσινάδα! Ούτε της μαμάς μου! Καλέ Θεέ μου... ένα και το αυτό με το ποτήρι που κρατώ! Θεωρώ ότι ονειρεύομαι κι αφού στα όνειρα όλα επιτρέπονται... στραβοκαταπίνω την πρώτη γουλιά της βυσσινάδας -βιάζομαι μην τυχόν χάσω το θάρρος ή μπας και ξυπνήσω; - ζητάω τον απαγορευμένο ... Επιτέλους το ξεστομίζω ... Ναργιλέ λούτφεν ελμά(λι) (μήλο) ντουμάν (καπνός, εξ ου και ... ντουμάνιασε ... ο τόπος) γιατί αν ζητήσω ... ελμαλί ταμπάκ ... θα μου δώσουν ένα μήλο σ΄ένα πιάτο = ταμπάκ ...
 
 
Καλά σας βράδια

Ε.-


 

Δεν υπάρχουν σχόλια: