Βροχή, κρύο, παγωνιά...
θέλω τζάκι και ... γιαγιά ...
Στην προηγούμενή μου ανάρτηση δεν έγραψα πολλά ... Δηλαδή δεν έγραψα τίποτα!
Χωρίς να σημαίνει πως δεν σκέφτηκα, πως δεν ήθελα ή πως δεν ασχολήθηκα κατά πως τα πρέπει ...
Ασχολήθηκα και παρασχολήθηκα μόνο που σαν δεν είμαι στο γιατάκι μου και στο κονάκι μου και σαν δεν είμαι κει... δεν ημπορώ, δεν δύναμαι να κάτσω και να γράψω! Βάλε και το ότι, αν την σήμερον ημέραν, δεν ξέρεις από νέες τεχνολογίες ... άστα να πάνε!!! Κι εγώ επί του θέματος ν.τ. ... προσωπικώς ... κουτσαίνω !!!
Κυρίως όμως ... σαν δεν χρειάζονται λόγια ...
Χρειάζονται άραγες λόγια για να δει κανείς την ομορφιά;
Σίγουρα κάποιες φορές όχι ...
Και σαν πρόκειται για τη Σμύρνη ... λόγια δεν χρειάζονται ...
Χωρίς λόγια λοιπόν η προηγούμενή μου ανάρτηση ... μόνο φωτογραφίες -όσες βρήκα αναζητώντας τη- και μόνοι, σας άφησα να δείτε την ομορφιά ...
Χρειάζονται άραγες λόγια για να δει κανείς την ομορφιά;
Σίγουρα κάποιες φορές όχι ...
Και σαν πρόκειται για τη Σμύρνη ... λόγια δεν χρειάζονται ...
Χωρίς λόγια λοιπόν η προηγούμενή μου ανάρτηση ... μόνο φωτογραφίες -όσες βρήκα αναζητώντας τη- και μόνοι, σας άφησα να δείτε την ομορφιά ...
"Αχ κόρη μου ... και που να ΄σουν εκεί! Μωρέ να δεις ... θα ΄μουν δεν θα ΄μουν 6, 7 χρονώ , δε ενθυμούμαι και καλά δα ... Και με ήπηρε τότες ο κύρης μου -στο γιατρό πήγαμε γι΄αρχής και στο παζάρι μετά ... Πρώτη φορά μαζί του πήγα στη Σμύρνα ... Σμύρνα την έλεγε ο κύρης μου κι ήταν σα να μιλούσε για ξελογιάστρα γυναίκα σα μιλούσε γι΄αυτή ... Και παιδάκι τότες, μετά από τόσα και τόσα που λεγόσαντε για τη Σμύρνα, περίμενα κι εγώ τι να δω δεν ξέρω... Στο γιατρό πήγαμε πρώτα ... για τα μάτια γιατρός ήτανε... Η αννέ μου το ΄θελε σώνει και καλά να πάω να με ιδεί μα δεν ενθυμούμαι το γιατί ... Και πήγα εγώ κι ο Γιώργης... ο μεγάλος μας ... Οι δυο μας, οι δυο πιο μεγάλοι δηλαδή ... Τα μάτια μου πάντως δεν είχανε τίποτες τελικά γιατί δεν ούτε γιατροσόφια ούτε γιατρικά θυμούμαι μετά. Με την άμαξα πήγαμε, πρωί-πρωί φύγαμε, με άλλους μαζί... Και πρωτίστως στο γιατρό, δηλαδής στο Οσπιταλι (νοσοκομείο) πήγαμε... Κι από τους άλλους που ήσαντε μαζί μας, κάποιοι στο Οσπιτάλι πηγαίνανε ... Δεν είχα ξαναδεί Οσπιτάλι. Μεγάλο ήταν, άσπρο ήταν και καθαρό, περιποιημένο, με κήπο εμπρός του. Πλούσιοι το είχανε καμωμένο, μα κι αυτοί άρρωστοι, μα κι οι λιγότερο πλούσιοι, όλοι οι άρρωστοι σ΄αυτό πηγαίναμε ... Είχενε καλούς ανθρώπους, επιστήμονες! ΄Ολα τα ηξεύρανε κι όλα τα χειριζόντανε! Δύσκολες αρρώστιες, κακές αρρώστιες, γέννες, συρτικά (επιδημίες), γατρειές, φάρμακα, όλα! Και για τα γερόντους χωριστή μεριά είχε και τους βάνανε και τους προσέχανε και για τους λωλούς και για ΄κεινες τις κοπέλλες ... ξέρεις δα... εκείνες τις άμοιρες ...
Απ΄ολούθε ερχόσαντε... Κι όλους τους δεχόσαντε... Γραικούς, Φράγκους, Αρμένηδες, Εβραίους, ντόπιους ... ΄Αμα είσαι άρρωστος ένας είναι ο Θεός ... άμα είσαι άνθρωπος όλους τους καταδέχεσαι. Γραικικό το είπανε μετά το Νοσοκομείο, Οσπιτάλι το λέγαμε τότες κι ΄Αγιος Χαράλαμπος ήταν ο άγιός του ... Είχε μεγάλη ιστορία το Οσπιτάλι μας... την έλεγε και την ξανάλεγε ο πάππος μου και καμάρωνε γιατί είχε βοηθήσει κι αυτός στη φτιαξιά του, στα κασαλίκια του... Κι όχι μια, μα δυο φορές βοήθηκε... μια σαν πρωτοφτιαχνόντανε και μια σαν ξαναστήθηκε μετά μια μεγάλη πυρά ... Και μεγάλη πυρά το ΄φαγε και χάθηκε για τα καλά πια ... τότε στο μεγάλο διωγμό, στην καταστροφή ...
Α ... ναι, ...
Περιμέναμε σειρά κάμποση ώρα, ο γιατρός με κοίταξε και είπε εντάξει είναι το τσουπί (κοριτσάκι) και ηφύγαμε μα όχι επιτόπου για τα οπίσω, για τα Βουρλά μας ... Ω/φου ...Θιος σχωρέσει του πατέρα μου, στο τσαρσί (στοά/σκεπαστή αγορά) μάς επήγε ... Με το πόδι πήραμε το δρόμο για τα κάτω, για τη θάλασσα. Στη θάλασσα δεν μας ήπηγε. Θάλασσα είχαμεν δική μας και στα Βουρλά... Η ίδια με της Σμύρνης ήτο και τη γνωρίζαμε ...Μπρε χαβανό (χαϊδευτικά ζωντανό) (εκ του γνωστού χαϊβάν=ζώο) προς τη θάλασσα ήπρεπε να βαδίσουμε για να πέσουμε στο τσαρσί... ειδάλλως ο δρόμος για κατά των Καραβανιών την πόρτα σ΄έβγανε που ήβγανε όξω μακριά απ΄ το σεχίρι (πόλη)... για κατά τον Πάγο (το βουνό της Σμύρνης) που δεν θέλαμε να ηπάγωμε... Και τότες κόρη μου... την είδα την πρωτεύουσά μας για τα καλά... και τη θάμαξα! Με θάμπωξε σου λέω... ΄Ηθελα να ΄χω κι άλλα μάτια για να βλέπω τα καλά της και τ΄αγαθά της γιατί τα δυο που είχα δε φτάνανε... δεν προλάβαινα... Να μη σου πω για τις μαντάμες και τις κοκόνες με τσι απαλές φουστάνες και τα νταντελέ (δαντελλένια) παρασόλια (ομπρέλες για τον ήλιο) ... Αμέ εμένα η αννέ μου χοντρά και σκούρα φόραε... Είχε κι ένα-δυο καλά ... ένα γυαλάτο πράσινο με λίγη μαύρη δαντέλα που το φόραε στην εκκλησιά κι ένα σαν της θάλασσας το σκούρο με άσπρη, που το ΄χε της Λαμπρής ... Αμέ για τους φράγκους μουσιούδες (κυρίους) με τα καπέλα νααααα ψηλά κι ένα γυαλάκι στο ένα μάτι να σου πω ... που ήφερε γέλια σε μένα και στο Γιώργη μας ή για του κόσμου τ΄αγαθά που δεν τα είχα ματαδεί ... Και τα κοιτούσα και δεν κάτεχα τι πράμα είναι... Αμέ τα μαγαζιά μεγάλα σα δυο-τρία σπίτια μαζί;;; Καιρό ήκαμε η αννέ μου να πάψει να με μαλώνει για δε σταματούσα να μιλάω για τα θαμαστά της Σμύρνης ... ε και πόσο καιρό ήκαμα κι εγώ να κοιμηθώ ήσυχη μετά απ΄όσα είχανε δει τα μάτια μου, δεν ξέρω ... Και τζοβαερικά (κοσμήματα, χρυσοχοεία) και ωρολογάδικα ένα σωρό! Και μαγέρικα για την αριστοκρατία και προυκιά και στόφες κεντητές και μεταξένιες κι επιπλάδικα με καθρέφτες πελώριους ολόχρυσους... Ούτε που το φανταζόμουν πως έχει ο ντουνιάς τόσα άλλα καλά... Αμ, ολάκερου του ντουνιά τ΄αγαθά μαζεμένα εκεί ήταν και όλα τα είδα με μιας! Τα καλύτερα... Κι αγιακαμπί αστραφταλιστά... Ναι, κόρη μου αγιακαμπί λέγαμε τα παπούτσια. Πάλι το ρωτάς; Είδα κιτάπια (βιβλία) με ζωγραφιές και περίεργα γράμματα και παιγνίδια φιαγμένα από ξύλο κι εκείνη την πρώτη κούκλα εκεί την είδα ...
Με αληθινά μάτια κι αληθινά μαλλιά σαν τα εδικά μου! Κι είχα, δεν είχα; Δυο είχα δικές μου τότες και τις αγάπανα πολύ. Μα ήσαντε πάνινες με ζωγραφιστά τα μούτρα! Και τσεμπέρι... Μετά την κούκλα εκείνηνε με τα αληθινά μάτια, μμμ .... οι δικές μου φαντάσανε άσημες, παρακατιανές... κι ούτε τις ήθελα κι ούτε τις ήπαιζα πια. Μόνο μετά τις ήπαιξα, σα δεν γινόταν αλλιώς... Και τα ΄λεγα τούτα και τ΄άλλα της Σμύρνης ... και δώστου τα ξανάλεγα οσότου με βαρεθήκανε όλοι ... Μον΄ κόρη μου εσύ δεν εβαρέθηκες να μ΄ακούς ... Για μήπως βαρέθηκες; "Και τί αλλο είδες στη Σμύρνη γιαγιά μου;"
"Είδα ... Μωρ΄κόρη μου, μετά, εγώ, εκείνη την πρώτη φορά, δεν είχα μάτια παρά μόνο για την κούκλα ... εκεί είχανε μείνει τα μάτια μου... Τ΄άνοιγα, τα ΄κλεινα ... την κούκλα έβλεπα μπρος μου ... Είχε κι άλλα ωραία το τσαρσί αλλά εγώ εκεί ...Τέλος πάντων... θυμάμαι ακόμα πως αγόρασε ο πατέρας μου ένα καπέλλο για κείνον, μια μαντήλα για την αννέ μου και λουκουμάκια και μπομπόνια (καραμέλλες) για τα μικρά ...
΄Αντε κόρη μου ... νύσταξες... σύρε για ύπνο κι αύριο θα σου πω μια άλλη ιστορία"
"Και θα ΄ναι για τον τόπο σου γιαγιά; Για τα Βουρλά;"
"Ναι κόρη μου ... θα ΄ναι για τον τόπο μου ... για τα Βουρλά και τη Σμύρνη"
Καλά σας βράδια
Ε.-
Ιστορικά ...
Το Οσπιτάλι της Σμύρνης ...
Αγοράσθηκε με χρήματα της Κοινότητος, αρχικά ονομάστηκε «Οσπιτάλιον», αλλά και «Πανδοχείον», μετά την αγορά του οικοπέδου στην αγορά του Νέου Μαχαλά από τη χήρα του Ολλανδού Προξένου, Βαρώνη Κλάρας ντε Χόστιγιε, που ήταν γνωστή με το όνομα η «Μαντάμα». Το 1745 ο Μητροπολίτης Σμύρνης Νεόφυτος κάλεσε τους χριστιανούς να συνδράμουν στη λειτουργία του Νοσοκομείου. Χάρη στις γενναίες εισφορές του Παντελή (Πανταλέοντα) Σεβαστόπουλου, που ονομάστηκε «Μέγας Ευεργέτης», και του Ιωάννη Μαυροκορδάτου, και οι δύο από τη Χίο, έγινε επέκταση και πλήρης ανακαίνιση, πήρε δε το όνομα Γραικικόν Νοσοκομείο, απ’ όπου πέρασαν οι κορυφαίοι Σμυρναίοι ιατροί ως διευθυντές...
Το τέλος του Γραικικού Νοσοκομείου ήρθε: «Τον τραγικό και μοιραίο για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας Αύγουστο του 1922, όταν τα στίφη των εξαγριωμένων Τούρκων μπήκαν στη Σμύρνη, ο διευθυντής Μιχαήλ Ησαΐας μερίμνησε για την ασφαλή μεταφορά των ασθενών του Γραικικού Νοσοκομείου στο ολλανδικό. Κλείδωσε το ίδρυμα, το οποίο, με την τραγική όσο και συμβολική πράξη του διευθυντή του, σφράγισε μια πολιτιστική παρουσία δύο αιώνων, παρουσία που προσέφερε πολλαπλές υπηρεσίες σε όλο τον πολυφυλετικό πληθυσμό της Σμύρνης» ...
Το κλειδί του νοσοκομείου, τελευταίο λείψανο του ιδρύματος, παραδόθηκε στο Σμυρναίο γιατρό Απόστολο Ψαλτώφ, τότε Γενικό Διοικητή Χίου, και φυλάσσεται στην Ένωση Σμυρναίων.
Εμβολιασμός στο Οσπιτάλι της Σμύρνης Επιδημία πανούκλας |
Απ΄ολούθε ερχόσαντε... Κι όλους τους δεχόσαντε... Γραικούς, Φράγκους, Αρμένηδες, Εβραίους, ντόπιους ... ΄Αμα είσαι άρρωστος ένας είναι ο Θεός ... άμα είσαι άνθρωπος όλους τους καταδέχεσαι. Γραικικό το είπανε μετά το Νοσοκομείο, Οσπιτάλι το λέγαμε τότες κι ΄Αγιος Χαράλαμπος ήταν ο άγιός του ... Είχε μεγάλη ιστορία το Οσπιτάλι μας... την έλεγε και την ξανάλεγε ο πάππος μου και καμάρωνε γιατί είχε βοηθήσει κι αυτός στη φτιαξιά του, στα κασαλίκια του... Κι όχι μια, μα δυο φορές βοήθηκε... μια σαν πρωτοφτιαχνόντανε και μια σαν ξαναστήθηκε μετά μια μεγάλη πυρά ... Και μεγάλη πυρά το ΄φαγε και χάθηκε για τα καλά πια ... τότε στο μεγάλο διωγμό, στην καταστροφή ...
Το Οσπιτάλι ... μετά ... |
Α ... ναι, ...
Περιμέναμε σειρά κάμποση ώρα, ο γιατρός με κοίταξε και είπε εντάξει είναι το τσουπί (κοριτσάκι) και ηφύγαμε μα όχι επιτόπου για τα οπίσω, για τα Βουρλά μας ... Ω/φου ...Θιος σχωρέσει του πατέρα μου, στο τσαρσί (στοά/σκεπαστή αγορά) μάς επήγε ... Με το πόδι πήραμε το δρόμο για τα κάτω, για τη θάλασσα. Στη θάλασσα δεν μας ήπηγε. Θάλασσα είχαμεν δική μας και στα Βουρλά... Η ίδια με της Σμύρνης ήτο και τη γνωρίζαμε ...Μπρε χαβανό (χαϊδευτικά ζωντανό) (εκ του γνωστού χαϊβάν=ζώο) προς τη θάλασσα ήπρεπε να βαδίσουμε για να πέσουμε στο τσαρσί... ειδάλλως ο δρόμος για κατά των Καραβανιών την πόρτα σ΄έβγανε που ήβγανε όξω μακριά απ΄ το σεχίρι (πόλη)... για κατά τον Πάγο (το βουνό της Σμύρνης) που δεν θέλαμε να ηπάγωμε... Και τότες κόρη μου... την είδα την πρωτεύουσά μας για τα καλά... και τη θάμαξα! Με θάμπωξε σου λέω... ΄Ηθελα να ΄χω κι άλλα μάτια για να βλέπω τα καλά της και τ΄αγαθά της γιατί τα δυο που είχα δε φτάνανε... δεν προλάβαινα... Να μη σου πω για τις μαντάμες και τις κοκόνες με τσι απαλές φουστάνες και τα νταντελέ (δαντελλένια) παρασόλια (ομπρέλες για τον ήλιο) ... Αμέ εμένα η αννέ μου χοντρά και σκούρα φόραε... Είχε κι ένα-δυο καλά ... ένα γυαλάτο πράσινο με λίγη μαύρη δαντέλα που το φόραε στην εκκλησιά κι ένα σαν της θάλασσας το σκούρο με άσπρη, που το ΄χε της Λαμπρής ... Αμέ για τους φράγκους μουσιούδες (κυρίους) με τα καπέλα νααααα ψηλά κι ένα γυαλάκι στο ένα μάτι να σου πω ... που ήφερε γέλια σε μένα και στο Γιώργη μας ή για του κόσμου τ΄αγαθά που δεν τα είχα ματαδεί ... Και τα κοιτούσα και δεν κάτεχα τι πράμα είναι... Αμέ τα μαγαζιά μεγάλα σα δυο-τρία σπίτια μαζί;;; Καιρό ήκαμε η αννέ μου να πάψει να με μαλώνει για δε σταματούσα να μιλάω για τα θαμαστά της Σμύρνης ... ε και πόσο καιρό ήκαμα κι εγώ να κοιμηθώ ήσυχη μετά απ΄όσα είχανε δει τα μάτια μου, δεν ξέρω ... Και τζοβαερικά (κοσμήματα, χρυσοχοεία) και ωρολογάδικα ένα σωρό! Και μαγέρικα για την αριστοκρατία και προυκιά και στόφες κεντητές και μεταξένιες κι επιπλάδικα με καθρέφτες πελώριους ολόχρυσους... Ούτε που το φανταζόμουν πως έχει ο ντουνιάς τόσα άλλα καλά... Αμ, ολάκερου του ντουνιά τ΄αγαθά μαζεμένα εκεί ήταν και όλα τα είδα με μιας! Τα καλύτερα... Κι αγιακαμπί αστραφταλιστά... Ναι, κόρη μου αγιακαμπί λέγαμε τα παπούτσια. Πάλι το ρωτάς; Είδα κιτάπια (βιβλία) με ζωγραφιές και περίεργα γράμματα και παιγνίδια φιαγμένα από ξύλο κι εκείνη την πρώτη κούκλα εκεί την είδα ...
Με αληθινά μάτια κι αληθινά μαλλιά σαν τα εδικά μου! Κι είχα, δεν είχα; Δυο είχα δικές μου τότες και τις αγάπανα πολύ. Μα ήσαντε πάνινες με ζωγραφιστά τα μούτρα! Και τσεμπέρι... Μετά την κούκλα εκείνηνε με τα αληθινά μάτια, μμμ .... οι δικές μου φαντάσανε άσημες, παρακατιανές... κι ούτε τις ήθελα κι ούτε τις ήπαιζα πια. Μόνο μετά τις ήπαιξα, σα δεν γινόταν αλλιώς... Και τα ΄λεγα τούτα και τ΄άλλα της Σμύρνης ... και δώστου τα ξανάλεγα οσότου με βαρεθήκανε όλοι ... Μον΄ κόρη μου εσύ δεν εβαρέθηκες να μ΄ακούς ... Για μήπως βαρέθηκες; "Και τί αλλο είδες στη Σμύρνη γιαγιά μου;"
"Είδα ... Μωρ΄κόρη μου, μετά, εγώ, εκείνη την πρώτη φορά, δεν είχα μάτια παρά μόνο για την κούκλα ... εκεί είχανε μείνει τα μάτια μου... Τ΄άνοιγα, τα ΄κλεινα ... την κούκλα έβλεπα μπρος μου ... Είχε κι άλλα ωραία το τσαρσί αλλά εγώ εκεί ...Τέλος πάντων... θυμάμαι ακόμα πως αγόρασε ο πατέρας μου ένα καπέλλο για κείνον, μια μαντήλα για την αννέ μου και λουκουμάκια και μπομπόνια (καραμέλλες) για τα μικρά ...
΄Αντε κόρη μου ... νύσταξες... σύρε για ύπνο κι αύριο θα σου πω μια άλλη ιστορία"
"Και θα ΄ναι για τον τόπο σου γιαγιά; Για τα Βουρλά;"
"Ναι κόρη μου ... θα ΄ναι για τον τόπο μου ... για τα Βουρλά και τη Σμύρνη"
Καλά σας βράδια
Ε.-
Ιστορικά ...
Το Οσπιτάλι της Σμύρνης ...
Αγοράσθηκε με χρήματα της Κοινότητος, αρχικά ονομάστηκε «Οσπιτάλιον», αλλά και «Πανδοχείον», μετά την αγορά του οικοπέδου στην αγορά του Νέου Μαχαλά από τη χήρα του Ολλανδού Προξένου, Βαρώνη Κλάρας ντε Χόστιγιε, που ήταν γνωστή με το όνομα η «Μαντάμα». Το 1745 ο Μητροπολίτης Σμύρνης Νεόφυτος κάλεσε τους χριστιανούς να συνδράμουν στη λειτουργία του Νοσοκομείου. Χάρη στις γενναίες εισφορές του Παντελή (Πανταλέοντα) Σεβαστόπουλου, που ονομάστηκε «Μέγας Ευεργέτης», και του Ιωάννη Μαυροκορδάτου, και οι δύο από τη Χίο, έγινε επέκταση και πλήρης ανακαίνιση, πήρε δε το όνομα Γραικικόν Νοσοκομείο, απ’ όπου πέρασαν οι κορυφαίοι Σμυρναίοι ιατροί ως διευθυντές...
Τα κλειδιά που κλείδωσαν για πάντα ... ΄Ενωση Σμυρναίων |
Το κλειδί του νοσοκομείου, τελευταίο λείψανο του ιδρύματος, παραδόθηκε στο Σμυρναίο γιατρό Απόστολο Ψαλτώφ, τότε Γενικό Διοικητή Χίου, και φυλάσσεται στην Ένωση Σμυρναίων.
2 σχόλια:
Αλήθεια Λενιώ, όλες αυτές οι κούκλες που έχεις στο σπίτι, είναι καινούριες ή ανάμεσά τους βρίσκεται και καμία από αλλοτινά χρόνια?
Τις θυμάμαι αραδιασμένες στην βιτρίνα..δεν έτυχε να σε ρωτήσω νομίζω.
Καλό βράδυ Ελενάκι!Φιλιά!!
Γεια σου Ντινάκι ... ναι υπάρχει μια παλιά μ΄αληθινά μάτια και μαλλιά μόνο που είναι απ΄τα δικά μου "αλλοτινά" χρόνια κι είν΄ η αγαπημένη μου ...
δώρο απ΄τα χεράκια της γιαγιάς μου της καλής...
Φιλάκια κοριτσάκι
Ε.-
Δημοσίευση σχολίου