2 Οκτωβρίου 2011

Θολό πρωί, καθάρια μέρα ...

Ψίθυροι στα Αλάτσατα, κόντρα στον άνεμο,
κόντρα στο χρόνο
Είχες δίκιο γιαγιά,
Θολό πρωί, καθάρια μέρα ...
Θολά ξεκίνησε η μέρα, καθάρια σβήνει ...
΄Ωρα 8 και 19' και το φως που φεύγει, φέγγει παράξενα μακρινό...   

Κυριακή σήμερα
και Σάββατο χτες
και πέρασα τη μέρα ανασκαλεύοντας παλιές φωτογραφίες προσπαθώντας να φέρω στη μνήμη μου χαμένες λέξεις, χαμένες κουβέντες και χαμένες στιγμές. Και παραδόθηκα κι έμεινα σ΄ένα τρυφερό χάζι. Και χίλιες φωτογραφίες θα είδα και χίλιες λέξεις θα θυμήθηκα κι άλλες τόσες στιγμές ξανάζησα, μόνο τις κουβέντες που έψαχνα να βρω,  δεν βρήκα...
΄Εψαχνα εκείνες τις λέξεις σου μπαμπά που θα μ΄έκαναν να βρω δρόμους, σοκάκια, να πάρω κατεύθυνση, να προχωρήσω μα πιότερο να σιγουρευτώ ...
Βρήκα την κατεύθυνση, πήρα το δρόμο, τράβηξα το σοκάκι, έφτασα στο μύλο ...
Βρήκα τους μύλους, τέσσερις ήταν... οι τρεις ρημαγμένοι, ο τέταρτος αναστυλωμένος, καρσί στητός τον άνεμο, περήφανος! Στάθηκα διστακτικά στο πόρτεγο, μετά το έσπρωξα, τελικά μπήκα. Κράτησα κλειστά τα μάτια και περίμενα... Περίμενα ν΄αφουγκραστώ φωνές, ψίθυρους, λέξεις που θα με οδηγούσαν πιο πέρα, πιο κοντά, στον τόπο, στο χρόνο, στα χνάρια του πριν ... του δικού σου πριν ...
΄Ηταν άραγε ο ποιος μύλος στη σειρά; ΄Εχει σημασία το ποιος ήταν;  ΄Οποιος κι αν ήταν εγώ τους βλέπω και τους τέσσερις... Σε έναν απέξω, στον τοίχο αγγίζοντας, αντιφεγγίζει η φιγούρα του παπού,  καθιστός, κορδωτός, με το παχύ μαύρο μουστάκι, τα λίγα γκριζαρισμένα μαλλιά, φαλακρός ήταν, του ΄μοιασες μπαμπά! Μόνο το σκεμπεδάκι σας διαφέρει. Εσύ δεν έχεις ... Κι είν΄ ο παπούς ακριβώς όπως σ΄εκείνη τη μοναδική μνήμη που έχω από ΄κείνον! Μια μνήμη πραγματικά μοναδική από ΄κείνη τη μοναδική φωτογραφία που σώθηκε από κείνη τη μοναδική μέρα που τ΄ανέτρεψε όλα ο πόνος ...

Ανοίγω τα μάτια, το μισοσκόταδο στην κάμαρα του μύλου βοηθάει να μην στραβωθώ, αλλά τα μάτια μου τσούζουν. Τί έγινε η φωτογραφία του παπού μπαμπά; Την ψάχνω απεγνωσμένα. Δεν υπάρχει πουθενά, πουθενά, πουθενά! Νομίζω ότι θα κλάψω ...
Βγαίνω στον αέρα... Μουρμουρίζω διάφορα, βλαστημάω ...
Βλαστημάω που δεν είχα μυαλό, που τότε, δεν σ΄άκουγα πιο προσεκτικά. Τώρα είναι αργά ...
Καλά εκείνος θα χανόταν ... Κι εσύ θα χανόσουν ...
Αλλά ακόμα και η φωτογραφία χάθηκε ... 

Ο μύλος στέκει. Κι εγώ δίπλα του ...
Κάθομαι στο πιο ακριανό τραπέζι του μικρού καφενέ, στα πόδια του μύλου ...
Παραγγέλνω καφέ ... σακιτζί καφέ, σκέτο, έτσι όπως σου άρεσε και που ποτέ έτσι δεν τον ήπιες...

Σακιτζί έλεγες, τον έπινε ο πατέρας μου στο μύλο και μόνο εκεί. Σακίζ-αντα είναι η Χίος κι ο μύλος ήταν απέναντι απ΄τη Χίο ... Στο μπακάλικο στη Σμύρνη τον έπινε σααντέ...

Σκύβω πάνω απ΄το φλυτζάνι ... ο καφές στραφταλίζει, είναι σαν να γελάει !!!
Μπας μωρέ τρελλάθηκα; Γελάει ο καφές;
Εμένα πάντως μου γελάει.-
Και τ΄άρωμά του,  με λιγώνει ...
Θα τον πιω μπαμπά ...
Αναπαυμένοι να ΄στε ...
Σακιτζί τον έπινε ο παπούς,
Σακίζ είναι η μαστίχα ...
Σακίζ-αντά είναι η Χίος ...
Σακιτζί καφές είναι ο καφές, με κοπανισμένη μέσα του, μαστίχα Χίου...
Στη Χίο που δεν έφτασε ποτέ του ο παπούς... παρά μόνο σε μια μοναδική φωτογραφία ...που κι αυτή χάθηκε ...
Τη μνήμη μου δεν την κατάπιε ακόμα ο χρόνος ...
Λυπάμαι μόνο γιατί όταν την καταπιεί, θα καταπιεί μαζί της και τον μύλο και τον παπού μου και δεν θα ΄χω ν΄αφήσω κληρονομιά στους γιους μου ... ούτε μια φωτογραφία ...
Ε.-

΄Ενας κυρ-καφετζής ευγενέστατος με κοιτάει ώρα, από μακριά...
Με την άκρη του ματιού μου τον βλέπω να κουνάει το κεφάλι του...
Η κίνηση του κεφαλιού του έχει κάτι από κατανόηση. Τελικά τον βλέπω, το αποφασίζει και ξεκινάει ... Με πλησιάζει. Ξέρει καλά πως δεν έχω τελειώσει τον καφέ, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει. Νιώθω πως μεταφράζει τις κινήσεις των χεριών, τις κινήσεις των ματιών μου, τις κινήσεις μου όλες και με βήματα διστακτικά έρχεται προς το μέρος μου.
Με ρωτάει πως μου φαίνεται ο καφές ...
Σχεδόν κλαίω.
Καταριέμαι που δεν ξέρω τη γλώσσα του.
Με τις λίγες λέξεις που ξέρω προσπαθώ να του πω ...
Τί;
Μπαμπάς μου Ισμίρ, παπούς μου Αλάτσατι. Αλάτσατι μύλος-αλεύρι, Ισμίρ, μπακάλικο ...
Σπίτι μπαμπά μου αρχή Αλάτσατι, μετά Σμύρνη, μετά σχολείο λίγο Σμύρνη ...
Σπίτι Αλάτσατι, δεν ξέρω που ...
Ψάχνω στις φωτογραφίες, στις μνήμες, στις κουβέντες, στις ιστορίες ...
Ψάχνω στο ρημάδι το μυαλό μου ...
Παύω ...

Με τις λίγες λέξεις που λέει και με τις λίγες που καταλαβαίνω ...
Καταλαβαίνω πως πολλοί γιουνάν έχουν περάσει από κει ...
πολλοί γιουνάν χουν πιει τον καφέ του...
Συνήθως λέει, δεν πίνουν σακιτζί καφέ, δεν τον ξέρουν ...
Συνήθως λέει δεν δακρύζουν τόσο έντονα
αλλά πιο συνήθως κι από συνήθως, λέει, κάτι σαν και μένα, ψάχνουν κι αυτοί ...


Δεν υπάρχουν σχόλια: