9 Οκτωβρίου 2011

Ο Χρόνος κι ο Καιρός, περνάνε δεν ρωτάνε...

Ανάμεσα σε Βουρλά κι Αλάτσατα
περνά το Νταούτ αλάνι
΄Ενα δειλινό μενεξεδένιο... βουρλιώτικο 


Του Σεφέρη τα Βουρλά



Γιώργος Σεφέρης... 
01.10. Ρωμανού του Μελωδού
02.10. Ιουστίνης και Κυπριανού
03.10. Διονυσίου Αεροπαγίτου
04.10. Δομνινής
05.10. Χαριτίνης
06.10. Θωμά αποστόλου
07.10. Σεργίου και Βάκχου
08.10. Πελαγίας
09.10. Σήμερα ... Ιακώβου, Ανδρονίκου ...

Τα περισσότερα, ονόματα σβησμένα απ΄το χρόνο! Κι όμως κάποτε στόλιζαν παιδικά κεφάλια κι αντηχούσαν σε στενά και σε σχολικές τάξεις! Ονόματα που όσο πάνε και ξεθωριάζουν όπως όλα ... ήθη, έθιμα, μύθοι, ιστορίες, λέξεις, παραμύθια, στιγμές...

Βουρλά
"Κόρη μου, και να ΄ξερες τι γιορτή είχαμε τον Οχτώβρη! Μετά τα πατητήρια το Σεπτέμβρη, τον Οχτώβρη σειρά είχαν τα βαρέλια με το καινούργιο κρασί. ΄Οσοι είχαν βάλει κρασί -δεν χρειαζόταν να ΄χεις πολύ- μέσα του μήνα άρχιζαν ν΄ανοίγουν τα βαρέλια να γευτούν και να δοκιμάσουν το κρασί ... να ξέρουν τι έδωσε  η γης και τι έκαμαν, να καμαρώνουν ή όχι, να το καταναλώσουν γενί-γενί (νέο, καινούργιο) ή μαθές να το παλιώσουν. Να το κρατήσουν για μεγάλη γιορτή, γεννητούρια, γάμο ή βάφτιση ... Οι τσιφλικάδες (τσιφτλίκ=κτήμα) το είχαν μπόλικο, δεν είχαν ανάγκη, καλό-κακό, το πουλούσαν. ΄Οχι ότι δεν τους πείραζε αν δεν ήταν καλό. Τους πείραζε και τους παραπείραζε. Πολλοί οι λόγοι. Παιζόταν η φήμη τους, το καλό κρασί έφερνε καλό χρήμα μα και να ΄χει ο κολίγος καλύτερο κρασί, αδύνατον!

Κι ήταν γιορτή για όλους. Πηγαίναμε καλεσμένοι κι ακάλεστοι -καλεσμένοι από στόμα σε στόμα- απ΄το ένα χτήμα στο άλλο, απ΄το ένα σπίτι στο άλλο, ακόμη κι απ΄το ένα σεχίρι (σεχίρ=πόλη) στο άλλο... Και σε μερικές μονές πηγαίναμε ...

Πρώτος και καλύτερος καλεσμένος -απαραίτητος βλέπεις- ήταν ο παπάς... Διάβαζε ευκή, άγιαζε, τα βαρέλια και μετά ο νοικοκύρης άνοιγε το βαρέλι έριχνε δυο στάλες αγιασμό μέσα και πρώτος δοκίμαζε -αμ πως- μαζί με τον παπά βέβαια.

Η μάσα (τραπέζι - εξ ου και η σημερινή μάσα= φαγοπότι;) ήταν ήδη στρωμένη με όλα τα καλά. Γεμίζαν και τα σαρακαμπί ( πήλινες κρασοκανάτες) κι άρχιζε ο εγλεντζές (εγλεντζέ/γλέντι = διασκέδαση/γλεντζές = γιορταστής, διασκεδαστής). Ουυυυ κι ήφτανε το πρωί κι ακόμη να σταματήσουν τα δοκιμάσματα. Αλίμονο σ΄αυτόν που ΄χε κάνα βαρελάκι μόνο! Δεν τον πείραζε όμως. Αρκεί που το κρασί του ήταν καλό. Κι ήξερε ... ΄Ολοι θα του ΄διναν, με χαρά, απ΄το δικό τους σε χρεία του ή σε γιορτή!  Κι όλοι πήγαιναν κι ένα μπουκάλι κρασί στην εκκλησία. ΄Αλλοι για να εβλογηθεί, άλλοι για τους αγίους ... Τυχερός, πάλι ο παπάς ...

Οι τσομπαναραίοι, λίγοι είχαν ήδη αφήσει τα μαντριά κι ήσαν φτασμένοι στα χειμαδιά, οι άλλοι γιαβάς-γιαβάς (σιγά-σιγά) ετοιμάζονταν να το κάνουν... Του ΄Αη Δημήτρη πάντως ήταν όλοι φτασμένοι στα πεδινά... του ΄Αη Γιωργιού, πάλι στα ψηλά. Αυτούς, τους δυο καβαλλάρηδες αγίους είχαμε όλοι κόρη μου, για σύνορο στο χρόνο. Ο πρώτος άνοιξη και βίρα για τα πάνω. Ο δεύτερος χειμώνας  και, προστασία στα κάτω... 


Κάπνιζαν κι οι φούρνοι αρχή Οχτώβρη. Μοσχοβολούσαν ... Εκτός απ΄τα ψωμιά...
΄Ωρα ήταν και ξεραίναμε τα σύκα. Τα ΄χαμε λιάσει αλλά τώρα χρειάζονταν να στεγνώσουν. Δεν τ΄αφήνεις στον ήλιο να ξεραθούν τελείως γιατί τότες θα χαθεί το μέλι τους. Μελωμένα αξίζουν Τα μαζεύεις και τ΄αφήνεις απλωτά σε ταψί  σε στεγνή μεριά. Μετά είναι που τα βάζεις ανοιγμένα στα δυο στο σβηστό φούρνο κι όταν το μέλι τους γίνει δάκρυ ολόστεγνο τα κάμεις πιταρίδες*, ένα μπουκέτο να πεις. Βάνεις μάτια μου, το ένα κολλητά με τ΄ άλλο. Ανάμεσά τους βάνεις ξύλα κανέλας κι άμα θέλεις και σουσάμι. Τα δένεις με χόρτο και τα φυλάσσεις. Κι ή τα κρατάς για τα Χριστούγεννα ή τα τρατάρεις ή σαν σε πονέσουν τα λαιμά σου, βγάνεις δυο, τα βράζεις -μοσκοβολάει ο τόπος- πίνεις ζεστό το αφέψημα και μαλακώνει ο πόνος. Οι μεγάλοι στο ζουμί βάνουνε και μερικές στάλες ρακί. Μετά μαλακωμένα, τα μασουλίζεις. Α, και μαλακωμένα δυο μέρες σε χλιαρό νερό, άμα κάμεις όρεξη  τα κάμεις συκόπιτα. Θέλεις  μούστο, μαστίχα, καρύδια ...

Καλά σας βράδια

Ε.-

Δεν υπάρχουν σχόλια: