31 Αυγούστου 2012

Φίλος παλιός σαν το κρασί, καλός καλός ...







Αγία Φωτεινή
 

Μπαίνω στην αυλή της νιώθωντας παράξενα. Περνάω το κατώφλι της ριγόντας. Απίστευτο! Είμαι ΄γω; Είμαι ΄δω; Ο παπάς, Χιώτης. Πέρασε απέναντι σήμερα μονάχα για το Χριστός Ανέστη. Και χθες στην Αποκαθήλωση εδώ ήταν. Παίρνω κεράκια, προχωρώ, τ΄ανάβω προσκυνώ ... Ο επιτάφιος σε μιαν άκρη μαραίνεται. Το εικόνισμά του, μες τα λουλούδια, πνιγμένο. Αργά, ο κόσμος μαζεύεται, στα μανουάλια συνωστισμός. Η εκκλησιά ολόκληρη αργοσαλεύει. Ξάφνου ζωντανεύει, ανασταίνεται! Ο παπάς Τον ανασταίνει ! Οι καμπάνες ηχούν, χτυπούν, διαλαλούν! Μπα … παρακρούσεις έχω, απ΄τη συγκίνηση; Κι όμως! Γύρω μου... κι άλλοι! Δεν κοιμάμαι, δεν ονειρεύομαι. Ψάλλουν, άγνωστοι, γνωστοί, πολλοί… Το Χριστός Ανέστη, ζωντανεύει εκκλησία, ανθρώπους, μνήμες, δάκρυα. Σκεπάζει όλη την εκκλησιά, τη γεμίζει και χύνεται γάργαρο έξω. Μέσα ευχές, φιλιά…
Και κανείς δεν φεύγει. Απολύτως κανείς. Η λειτουργία συνεχίζεται και τελειώνει σχεδόν μιάμιση ώρα μετά. Αρκετοί, ορθόδοξοι, κοινωνούν. Μαζί κι εγώ. Και παίρνω κι ένα κόκκινο αυγό. Δίπλα από τον παπά η πρόξενος κι ένας πιτσιρίκος -γιος της;- επιφορτισμένος να κρατά το καλάθι με τ΄αυγά. Με το χέρι και τις ευχές της η πρόξενος μάς εύχεται και μας προσφέρει κι ένα κόκκινο αυγό... Ο πιτσιρίκος νυστάζει ...


Πάσχα μαγικό, ονειρεμένο Πάσχα. Είμαι εδώ μπαμπά μου, ήρθα στη θέση σας, είμαι στη θέση σας νενέ μου... Μπορεί να μην είμαι στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο στα Αλάτσατα ή στην Παναγιά στα Βουρλά, είμαι όμως εδώ, δηλαδή εκεί απέναντι, στο δικό σας απέναντι. Τ΄ απέναντι που τ΄ αφουγκραζόστε και το ατενίζατε με θλίψη κι αγάπη. Χωρίς να το βλέπετε, χωρίς να τ΄ακούτε...το νιώθατε, το κουβαλούσατε στο αίμα σας ... 
Αυτή η Ανάσταση φταίει. Αυτές οι καμπάνες …
Τότε -2010- έπαθα τη ζημιά, από τότε το κόλλημα…Δεν θέλει πολύ!
Από τότε έρχομαι στο αγαπημένο σας απέναντι, κάθε χρόνο …
΄Ερχομαι, να πω σε έλλειψη; Σαν από θάμα, από τάμα, σε προσκύνημα, δεν ξέρω …
 
"Αγαπούσα και τις εκκλησιές της Σμύρνης κόρη μου. Δεν ξέρω ποια πιότερο, την ΄Αγια Φωτεινή, την ΄Αγια Ακατερίνα μη τον Αϊ Πολύκαρπο. Την Αγιά Φωτεινή νομίζω… 33 μέτρα μπόι είχε, όσα ΄ταν τα χρόνια του Χριστού. Τον Αϊ Πολύκαρπο αργότερα νομίζω πως τον αγάπησα πιότερο. Οι κατολίκ/καθολικοί τον λειτουργούσαν μα δικός μας ήτανε. Δεν ερχόμουνα συχνά στη Σμύρνη στις εκκλησιές… Κι αγαπούσα την Αγιά Φωτεινή θαρρώ γιατί, σε γάμο, στερνή φορά Κυριακή, είχα έρθει, με τον πατέρα μας. Κι ήταν κι η στερνή φορά με τον πατέρα. Ψηλός, λιγνός, χάσικο πουκάμισο, γελέκο, κιμπάρης! ΄Ολοι λιγνοί ήντουσαν τότε απ΄τη δουλειά. Μόνο μπιρ τούρκοι ήταν λιπαροί…΄Αραγες ποιος παντρευότανε…΄Ολοι μας με τα καλά, τα σκολινά μας. ΄Ηταν νοικοκυραίος ο πατέρας μου κι είχαμε αγαθά. ΄Ολοι μας σχεδόν είχαμε αγαθά τότες. Δουλεύαμε όμως. Τ΄αγαθά θέλουν πολλή δουλειά. Κι είχαμε καλά να δεις… Κι άλλη ζωή. ΄Αλλη ήταν η ζωή εκεί, άλλο το γέλιο, άλλη η λύπη … Τα χάσαμε όλα, ζωή, γέλιο… κι η λύπη άλλη. 3 μέρες ξωμείναμε στη Σμύρνη. Τότες είδαμε και τ΄αρχαία ελληνικά. Τα ΄ξερα απ΄το σχολειό πως υπάρχουνε μα τα ΄δα κιόλας με τα μάτια μου. Λίγο σχολειό πήγα. Δημοτικό. Απ΄τα Βουρλά φύγαμε λίγο πριν το μεγάλο κακό. Ο Γιώργης ο μεγαλύτερος για να γλυτώσει τον κακό στρατό ή/και τ΄ amele taburu/τάγματα εργασίας, γλύτωσε και το κακό. Το ΄17 μπάτισε για την Αμερική. Τον ξανάδα 40 χρόνια μετά. Βοηθούσε από κει. Λίγα ρούχα, κάποια λεφτά, καλά να ΄ναι. Με τη μάνα μου λοιπόν και τα μικρότερα αδέρφια μου, χωρίς πατέρα. Φτάσαμε, πρόσφυγες μάς ρίξανε στο Βοτανικό, πλάι στο τρένο. Τη Μαρία την έριξαν στην Καισαριανή, το Μήτσο εδά πιο πάνω, τον Καρατζάς στην Αγία Μαρκέλλα πίσω… Φτώχεια πολλή, κρύο, όλα λειψά. . , το τρένο στο σφύριγμά του να μας θυμίζει τα πέρα, τη μεριά μας κι αποχωρισμούς. Να περνά και να μας μουτζουρίζει. Πρόσφυγες με καρδιά ήμασταν, άνθρωποι. Είχε εκκλησίες ο τόπος. ΄Ομως θέλαμε μια δικιά μας. Πάρε-δώσε, με τα υστερήματά μας χτίσαμε τον ΄Αγιο Πολύκαρπο, προσφυγοπούλα εκκλησιά, μες στα μπροστάνια. Πρόσφυγας κι αυτός τού κάναμε τόπο κοντά μας. Δικός μας άγιος, στα κοντάτα, με το πόδι πήγαινα, τον αγάπησα. Μαζί μας πρόσφυγας κι αυτός...
 
Καλά σας βράδια ...

Ε.- 

΄Ενα ευχαριστώ θέλω να πω ... προσωπικά εγώ ...Τώρα που πρέπει να το πω ...
΄Ισως στους γείτονες να το χρωστάω που μου "επέτρεψαν" Ανάσταση στην Αγία Φωτεινή να κάνω... ΄Ισως στο Θεό … δεν ξέρω.
Πάντως ευχαριστώ πρέπει να πω

Περνώντας φέτος πάλι έξω απ΄τον ΄Αγιο Πολύκαρπο, τα ματαξανάβαλα με τον εαυτό μου. Θύμωσα που δεν οργανώθηκα. Αφού το ξέρω. Για να μπει κανείς μέσα να δει,ν΄ανάψει ένα κερί, να προσκυνήσει, πρέπει, όσο παράξενο κι αν σας φαίνεται, να κλείσει ραντεβού. Μάλιστα. Κι ενώ το ξέρω, δεν το έκανα.
Και για μια φορά ακόμα έξω…
Δεν πειράζει και πολύ όμως …
΄Εχω δικαιολογία για να ξανάρθω. Μια ακόμα δικαιολογία ....

 

   


 


Κόρη μου ξέρεις πως πριν παντρευτώ γραφόμουνα Καριώτου…Κι ο πατέρας μου. Κι ο παππούς μου...Ο προ-προ-προ πάππος μου όμως όχι. Ο πρώτος όμως λέει ήταν που ήρθε από την Ικαρία στα Βουρλά. Και ξέρεις δα πόσους Γιώργηδες, Μανώληδες, Γιάννηδες έχομε.Για να τονε ξεχωρίζουνε λοιπόν Ικαριώτη τον ανεβάζανε, (Ι)καριώτη τον κατεβάζανε, Ικαριώτης, Καριώτης και του ΄μεινε τελικά το πατριδονύμι ως πατρονύμι. Ετσιδανά γραφόμαστε Καριώτηδες- Ικαριώτες ήμασταν … ΄Ελληνες…
Νοικοκυραίος, στα Βουρλά νοείτο ο αμπελοκτηματίας
Υπήρχαν ακόμη οι φατούροι, οι σιναφλήδες και οι ρεσπέρηδες. Οι πρώτοι από πιο παλιές οικογένειες/αριστοκράτες, πλούσιοι μεγαλέμποροι, εξαγωγείς. Οι δεύτεροι μικρο-επαγγελματίες, μικρο-βιοτέχνες. Συνάφι το είπαμε εμείς το τούρκικο esnaf που σημαίνει συντεχνία, εξού και σιναφ-λήδες. Και οι τρίτοι, οι ρεσπέρηδες ολίγο κατώτεροι, δούλευαν στους άλλους κι είχαν λιγότερη γη -αμπέλια ή κτήματα- δική τους.


Δεν υπάρχουν σχόλια: