31 Αυγούστου 2012

Καλά με χόρτασε η μάνα μου, μα σαν τα χέρια μου όχι ...


"Πάλιωσα κόρη μου, πάλιωσε και το μνημονικό μου...

Όλα είναι πια καλά καινούργια. Παπούτσια να πεις, ρούχα, αγάπες … έξω μια, της μάνας την αγάπη ...
Μα κι όλα ο χρόνος τα χαλνά...Μας χάλασε, μας επάλιωσε κι εμάς...
Μα ανέ δεν είχαμε και τα παλιά, τι θα ΄χαμε ... Αν δεν είχαμε τα μάρμαρα και το χαλασμό, τι θα ΄χαμε. Αυτά μας "κρατάνε". ΄Αντε κι η λιαλιά μας.
Αμ ποιος μαθές ... οι βασιλιάδες για οι κυβερνήσεις; Για ο παράς;

"Ακόμη και στα Βουρλά, κόρη μου, τα μεγαλοκονάκια,  2 μεγάλα αφεντικά ήσαντε τότε, αυτοί τρωγόντουσαν μεταξύ τους. Ποιος θα κάνει να, ποιος θα κάνει τι, ποιος θα μπει στο μάτι τ΄άλλου, ποιος θα δειχτεί... Καλοί άνθρωποι δε λέω, κάνανε και χορηγίες στις εκκλησιές και στα σχολειά, είχανε κολλίγους και τους προσέχανε, βοηθούσανε στις ανάγκες... Είχαμε και νοσοκομείο και μουσικές. Και δεν πλερώνοντουσαν οι γιατροί, εθελοντικά λέει γιατρεύανε. Κι ένα μέρος όπου διαβάζαμε. Αλλά για τις εξουσίες και τα μεγαλεία, εκεί δώστου οι φατούρηδες φαγωμάρα... 



Η Παναγιά η Βουρλιωτίνα
Σου ΄πα ε; Είχαμε εμείς, εκκλησιές στα Βουρλά, να δεις! Πρώτη και καλύτερη η κυρά η Παναγιά η 15αυγουστιανή. Κλειστή ένα γύρω. Στο Μαχαλεμπαλά/Πάνω Μαχαλάς και τον ΄Αη Γιώργη στο Μαχαλαεζί/Κάτω Μαχαλάς. Παλιές, μεγάλες, όμορφες … Και τον Αϊ Χαράλαμπο. ΄Ολες οι μεγάλες είχαν τοίχο ψηλό ένα γύρω… Να μην τις θωρούν οι "άλλοι" και γαβριάζουνε. Τι να ΄χουν απογίνει άραγες. Είχαμε και τον ΄Αη Χαράλαμπο,  μωρέ και κάμποσες μικρές και το μεγάλο σκολειό και ξωκκλήσια μπόλικα και τον Αϊ Γιώργη τον Αρφανό. Κι όλοι στηρίζαμε τις εκκλησιές κι οι εκκλησιές μάς εστηρίζανε. Στηρίξανε και το μεγάλο σκολειό, στηρίξανε το οσπιτάλι… Στο μεγάλο σκολειό πήγαινα, στης Παναγιάς, Αναξαγόρειο το είπανε μετά. 

Κι ήταν ο πατέρας μου νοικοκυραίος, το σπίτι μας κοντά στην χάρης της, δίπατο. Στα κάτω ήντουσαν τα ζωντανά, κάτω εμαγειρεύαμε, φυλούσσαμε τ΄αγαθά και τους καρπούς,τα κάρβουνα. Πάνω εμείς. Κι αυλή και μπαξεδάκι, δικό μας πηγάδι … Πήγαιναμε στη Σκάλα για το βολτιδάκι μας για πάρκα εμείς δεν είχαμε. Είχαμε τη φύση γύρω…

Κλήδονας κλειδωμένος
ξαστρισμένος
θηλυκός
Και πηγές δυο, για νερό και πλύση. Πηγαίνανε όσοι δεν είχανε δικό τους πηγάδι. Πήγαινα όμως κι εγώ, κι ας είχαμε, με τις φιληνάδες μου, να κοιτάξουμε τους ντελικανήδες που περνούσαν ξωπίτηδες μετά τη δουλειά και πλυνόσαντε και του Κλήδωνα. Στις 23 του Ιούνη μήνα,  που δεν έχει κι άλλες γιορτές ο Ιούνης. Οι νιοί φωτιές, εμείς νερά … Παραμονή της χάρης του οι ανύπαντρες, μαζευόμασταν για τον Κλήδονα πια συχνά στης θειας Καλομοίρας το κονάκι. Κι ένα "Μαριώ" για καλύτερα ή η πιο μικρή με δυο γονικά όμως ονοματιζόταν να πάει να φέρει  το «αμίλητο νερό» για το μαντικό. ΄Αχνα δεν ήπρεπε να βγάλει απ΄το αγίζι της σα δεν ήθελε να μείνει ανύπαντρη και να χαλάσει τα ριζικά. Το νερό σαν ερχότανε στο σπίτι, στο μεγαλύτερο κανάτι το βάναμε και μέσα το ριζικάρι, τα σημάδια μας. Κι ήταν το ριζικάρι κατιτίς καλό δικό μας, καρφίτσα, σκουλαρίκι, δαχτυλίδι, συντεφένιο χτενάκι, ένα κουμπάκι. Κρεμεζί/κιρμιζί/κόκκινο μεταξωτό πανάκι κεντητό και πάει… κλείδωμα. Σκεπάζαμε το κανάτι κι όξω στην αυλή, όλη τη νύχτα. Κάτω απ΄τ΄αστρα. Τ΄αφήναμε και γυρίζαμε σπίτια μας, μ΄ένια μεγάλη. Μην το τσουγκρίσει ο σκύλος ή ο κάτης.  Και στα ονείρατα της νύχτας περίμενες να δεις ποιόνε θα άντρα. ΄Οποιον έβλεπες αυτόν θα παντρευόσουνα.
 

Οι άντρες γιορτάζανε αλλού. Σ΄άνοιγμα μεγάλο, ανάβανε τη μπουμπούνα τη φουνάρα,πυρά μεγάλη να φαίνεται από παντού και να τη βλέπουν όλοι. Σε κάθε μαχαλά και μια, κι ο καθείς προσπάθειε να ΄χει την πιο μεγάλη. Και πηδούσαμε πάνω απ΄τη φωτιά, όλοι, μικροί, μεγάλοι και βάρδα να μην αγγίξεις και πάρουν φωτιά φουστάνια και βράκες. Τρεις φορές έπρεπε να πήδανες αν ήθελες να γλυτώσεις απ΄τους κοριούς και τις ψείρες.Τα μικρά πηδούσανε χίλιες.


Κλήδονας μπουμπούνας πυρωμένος
αρσενικός

Κι ανήμερα, πριν ξαστριστεί, πριν την ανατολή το "Μαριώ" έμπαζε το κανάτι στο σπίτι. Και τ΄απόγιομο, οι ανύπαντρες και παντρεμένες, μα και θειές και θειοί μα μαγείτονες, όλοι εκεί παρόντες, καλεσμένοι, μαρτύρες στο μαντικό. Μεντήλι άσπρο στο τραπέζι, πάνω το κανάτι. Το ξεσφαλίζει το "Μαριώ" και βάνει μέσα το χεράκι του.  «Ανοίγουμε τον κλήδονα με τ' Αγιαννιού την χάρη, και όποια έχει καλό ριζικό σήμερα να το πάρει» και βγάνει ένα-ένα τα σημάδια της κάθε μιανής μας, τραγουδώντας τα. Διαλεγμένα δίστιχα, όπως τ΄ακουσε ή όπως τσατ/μπατ τα θυμάται. Κι ότι σου τύχει στο τραγούδι προμηνά την τύχη σου, το ριζικό σου. Γελούν οι μάρτυρες, συμπληρώνουνε οι παλιοί, αλικαντίζεις/κοκκινίζεις εσύ, άλλα αντί άλλων σε πειράζουνε, μισοπόνηρα σού λένε, άλλα σου λέει ο νους σου εσένα, άλλον ορέγεσαι. Τελειώνει το μαντικό σου και γεμίζεις το στόμα με μια γουλιά αμίλητο νερό. Δεν το καταπίνεις. Μόνο στέκεσαι μπρος σ΄ανοιχτό ως ότου ακούσεις ανδρικό όνομα. Ε, τότε καταπίνεις. Και τ΄όνομα το αντρικό που άκουσες θα ΄ναι και τ΄όνομα του αντρούς σου. Μπας και ξέρεις περισσότερα από πριν; ΄Οχι! Κι όταν τελειώσει το μάντεμα, όλοι στο πανηγύρι …Ψητά, χορός και ματιές, τσαλίμια, νάζια, φούντωσες! Εκεί να δεις χάζι ...
 
Του ΄Αη Κλήδονα νηστεία μεγάλη και λάδι να μη φας ποτέ στη μέρα του πριν πάει για ύπνο ο ήλιος. Αν φας θ΄αρρωστήσεις, κάψα μεγάλη θα βγάλεις και θα ριγάς. Αμ για τούτο τονε λέμε Ριγανά και Λαμπαδιάρη. Και φοβού. Ούτες οι ασπιρίνες, δεν λιγοστεύουν την κάψα, ούτε φάρμακα ούτε ματζούναι. Κι άμα το ξέρεις κι αδιαφορήσεις και φας, τρεις μέρες θα ριγάς και τρεις θα πάρει ως να κοπεί το τρέμουλο ..."

Επάλιωσα κι εγώ κι οι θύμησες ...
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-
 
Φωτιά είδα στον ύπνο μου απόψε...
Κι επειδή από όνειρα δεν ξέρω, ονειροκρίτη δεν έχω κι εμπιστοσύνη στους διαδικτυακούς ονειροκρίτες επίσης δεν έχω, το μυαλό μου πήγε στον Κλήδονα ... 
 

Κλήδων. Η λέξη υπάρχει από την εποχή του Ομήρου. «Κλήδων» ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, και κατ' επέκταση το άκουσμα οιωνού ή προφητείας, ή ακόμα ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής, που τους αποδιδόταν προφητική σημασία...

 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: