15 Νοεμβρίου 2012

΄Αδουλος δουλειά δεν έχει, το βρακί του λύει και δένει ...

Κι ενώ, ο άδουλος δουλειά δεν έχει το βρακί του λύει και δένει ... εγώ, δουλειές είχα κι αθέλητα κατά βάθος, κάμποσες απουσίες έγραψα πάλι χωρίς να "γράφω" ...

Η βραδυά κρύα, η βροχή μόνιμη, ο χειμώνας στο κατώφλι ...
Κι ενώ ο χειμώνας χτυπάει την πόρτα -δικό του πρόβλημα και ποιος τον ακούει- πάμε εμείς στα παλιά, στα ζεστά, στα όμορφα ...
Ούτως ή άλλως θα ΄ρθει που θα ΄ρθει, θα μπει που θα μπει και για τα καλά θα στρωθεί, ούτως ή άλλως χωρίς να ρωτήσει, άξεστος κι αυτοκάλεστος, ε, ας μην του κάνουμε το χατήρι και του δώσουμε πολλή σημασία γιατί ...θα μας βάλει από κάτω και καήκαμαν ...

Κωνσταντινού-Πολη, Ιούλιος, προς το τέλος, 23 ...
΄Εχουμε 5 μέρες στην Πόλη, μας μένουν ακόμη 5 ... κι εκτός απ΄τον πρωινό καφέ που τον διαχειρίζομαι και τον απολαμβάνω μόνη καθότι πρωινός τύπος, έχω κάνει χιλιόμετρα και χιλιόμετρα κι έχω δει πράματα και θάματα τόσα που τα πόδια διαμαρτύρονται, ο δε εγκέφαλος δεν καταγράφει πια...
Κάλους έχουν βγάλει τα κακόμοιρα τα ποδαράκια μου κι αν μπορούσαν ... θ΄ανέβαιναν να χτυπήσουν το κεφάλι ... Γι΄αυτό κι εγώ, πριν μου το χτυπήσουν, ένα το ΄χω, αφήνω τις φιληνάδες μου να τουριστεύσουν κατά πως το θέλουν ... κι ότι ώρα θέλουν. Εγώ θέλω καφέ. ΚΑΦΕ κι όχι τσάι! Δεν μπορώ να το καταλάβω... ούτε το περίμενα, ούτε το φανταζόμουν! Μα όλη μέρα τσάι; Είναι δυνατόν; Κι όμως ... ΄Ολη μέρα τσάι πίνουν οι "γείτονες"! Μα όλη μέρα!

 

Βήμα 1ο: Απολαυστικός καφές παρέα με τον ηλικιωμένο Σαφάκ (Ορίζοντας, όμορφο όνομα ε;), θυρωρό μιας πολυκατοικίας στο σοκάκι απέναντι απ΄το ξενοδοχείο. Ανακάλυψη 1η: Τα μαγαζιά ανοίγουν στις 10, εγώ ξυπνάω στις 7 παρά, άντε 7. ΄Αντε και θέλω, και 10 λεπτά ακόμη ετοιμασία στα σκοτεινά -σεβασμός στον ύπνο του άλλου- και βουρ στην πόρτα για έξοδο στην πρωινή δροσιά, γιατί μετά ο υδράργυρος θα λέει τα ίδια ακριβώς που λέει και στην Αθήνα. Ανακάλυψη 2η: 12 λίρες ο διπλός τούρκικος στο ξενοδοχείο, 5 λίρες, τα μισά λεφτά και ... στον καφενέ! Τί κάνεις τώρα; Τον πληρώνεις τα διπλά; ΄Η μένεις χωρίς καφέ; Και πώς ξυπνάς, πώς αρχίζεις τη μέρα σου ειδικά αν είσαι καφεδόμπρικο όπως εγώ; Αμ δε! Χωρίς καφέ δεν γίνεται, η μέρα δεν αρχίζει. Ε, λοιπόν κάνεις ότι κι εγώ ... Βλέπεις κάποιον σ΄ένα τραπεζάκι που πίνει καφέ -κι ενώ σου τρέχουν τα σάλια- λες: "Γκιουνάιντιν" Καλημέρα. "Λούτφεν" Παρακαλώ, "Νέρεντε?" Πού ... "καχβέ" καφέ;
΄Ερωτας ...  ο καφές


Ανακάλυψη 3η: Σε καταλαβαίνει αμέσως γιατί θέλει να σε καταλάβει. ΄Οχι σαν κάτι άλλους ... Δεν μιλάει γιουνάντζα-ελληνικά, δεν μιλάω τούρκτζε-τούρκικα, αλλά συννενογιόμαστε μια χαρά... Βρε, τους μιλάς στη γλώσσα τους και κατανόηση γιοκ ... Μου δείχνει την ψάθινη καρέκλα δίπλα του ... Μου παίρνει 2 δεύτερα ν΄αποφασίσω. Κάθομαι. Με κοιτάει χαμογελαστά. Μιλάμε με τα μάτια, απαντάω... Γιουνάν και γελάει πλατιά! Λέει "κομσού"-γείτονας/ισσα ... Κι εξαφανίζεται! Φωνάζω ... σεκέρ γιοκ βε σερτ -χωρίς ζάχαρη, βαρύ- δεν ξέρω αν μ΄ακούει. Εν απόλυτη εμπιστοσύνη και ημερμία, βγάζω τα "τσιγάρα" μου και το "τσακμάκι" απ΄την "τσάντα" μου, δηλ. ανασύρω τα σιγαρέττα μου και τον αναπτήρα εκ του σακκιδίου μου ... Οκ, το τσάντα, κατά βάθος δεν είναι τούρκικο, είναι φαρσί = πέρσικο ... μ΄ένα Ε(ανοιχτό) στο τέλος ... κι ένα Σ(παχύ) στην αρχή, κάτι σαν ... ΣάντΕ. Οκ, οκ ... μάθημα τέλος.

Ο Σαφάκ -μάντης είναι; - επιστρέφει μ΄έναν διπλό αχνιστό τούρκικο καϊμακλή καχβέ... Τα σάλια μου διπλασιάζονται! ΄Ενα τόσο δα μικρό λαμπερό λουκουμάκι συμπληρώνει τη μαγεία... Κι ένα ποτήρι δροσερό νερό συμπληρώνει την "απρόσμενη" φιλοξενία...

Του προσφέρω τσιγάρο, το παίρνει, μ΄ανάβει, ανάβει το δικό του κι απολαμβάνουμε παρέα ... συντροφιά ο καθένας με τις σκέψεις του ...
Εγώ σκέφτομαι την Αγιά Σοφιά, το Μπαλουκλί ... ή Οίκο της αγίας ενδόξου και Θεοτόκου Μαρίας εν τη Πηγή, τη (σι)στέρνα του Ιουστινιανού, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τα Βουρλά ... Εκείνος, ποιος ξέρει ... ίσως καμιά γκιουζέλ γιουνάν αγαπητικιά ...

Προσπαθώ να τον δω ανάμεσα σε χατζάρες και γιαταγάνια, διωγμούς, σφαγές και φωτιές μα δεν τα καταφέρνω... ΄Ισως φταίει ο καφές ...΄Ισως οι ΄Ελληνες της Χαλκηδόνας, σημερινό Καντίκιοϊ, στην ασιατική πλευρά της Πόλης ... που μαζί τους, Κυριακή πρωί στην εκκλησιά του ΄Αη Γιάννη, παρακολουθήσαμε σεβαστικά τη λειτουργιά και ήπιαμε καφέ έξω στη σκιά στον λουλουδιασμένο περίβολό της...΄Ισως η νενέ μου ...

"Κόρη μου, ζούσαμε μια χαρά με τους ντόπιους ... Οι περισσότεροι, αλήθεια είναι πως ζούσαμε μαζί τους μα χώρια ... Οι πιότεροι τούς είχαμε στον πλαϊνό μαχαλά γείτονες, μα κάμποροι στη δίπλα πόρτα τούς είχαν... στη δίπλα πόρτα! Πλάι-πλάι τα κονάκια τους, πλάι-πλάι οι αυλές τους. Και μαζί σ΄αμπέλια και σε χτήματα... Και τα δικά τους αυτοί, τα δικά μας εμείς. Χώρια σχολειά, χώρια εκκλησιές. Γιορτάζανε τις δικές τους γιορτές, γιορτάζαμε τις δικές μας... Είχαμε το δικό μας Θεό, είχανε το δικό τους ...

Καλά σας βράδια

Ε.-

Θα συνεχίζω τη βόλτα μόνη μου ...
Θα συναντήσω πολλά, παλιά και διάφορα ...
Θα συναντήσω και τον "απαγορευμένο" ναργιλέ ...
Και θα το επιχειρήσω...

"Κόρη μου, για μας ο ναργιλές ήταν μαθές μες τα καθημερνά μας...
Δεν ξέρω πως και γιατί τον πέρασαν στ΄άσχημα, στα κακά ... Εδώ έγινε κακόφημος... του υποκόσμου ...
 
Εκεί στα μέρη μας ήταν συνήθεια ... Εδώ άρχισε το όχι, το απαγορεύεται, το δεν πρέπει ...
Ο πατέρας μου τον αγαπούσε...  Τον ήναφτε σαν ήταν ήρεμος ή σαν, μερικές φορές, ήθελε να ξαποστάσει, να σταματήσει το τρέξιμο της μέρας, να στέψει μια ώρα εδική του, ήρεμη ...
Κι είχαμε 4-5 στο σπίτι ... Το ναργιλέ του δεν τον ήγγιζε κανείς... Οι άλλοι 5 ήσαν για τους μουσαφίρηδες και τους φίλους ... Τον είχε φέρει απ΄τη Σμύρνη. Μόνος του τον είχε διαλέξει, τον αγόρασε και τον εχειριζότανε ... Η αννέ μου τον επρόσεχε σαν τα μάτια της. Του τον εφυλούσε καθαρό πάντα μέσα στο δίσκο, πάνω στο σοφραδάκι, πλάι σκεπασμένα τα καρβουνάκια, ακουμπισμένα κοντά τα ισπίρτα...  και το κομπολόγι του ... Κομπολόγια είχε κάμποσα ... μ΄αγαπημένο του ήταν το μελένιο, το κεχριμπάρινο ... παλιό πολύ ... του παππού του παππού του πάππου μου ... θύμηση και κειμήλιο...
Και το μπακιρένιο σαμοβάρι μαζί ... κειμήλιο κι αυτό ... από γιαγιά ... 

Λίγα τ' απομεινάρια των παλιών ... του ανθρώπου σου λίγα ...του σπιτικού και του νοικοκυριού τα περισσότερα ...  ΄Ενα κομπολόγι, ένα ρολόι, ένα βαφτιστικό ... κάποτες-κάποτες και μια φωτογραφία ...

΄Οσοι επηγαίνανε στη Σμύρνη είχανε κάμποσες ...  Οι άλλοι επεριμένανε το φωτογράφο που εγύριζε τα χωριά ... Και σαν είχανε παράδες εβγάνανε μια, όχι χωριστά ... όλοι μαζί ... ενθυμητικιά ... της οικογένειας ... Οι πολλές θέλανε και πολλούς παράδες ... και δεν τους εχαλαλίζανε παρά στα σοβαρά ... Κρίμα μόνο γιατί πολλοί εμείνανε χωρίς ενθυμητικά ... Μα θα μου πεις ... εδώ εμείναμε χωρίς τόπο... χωρίς τίποτα ... οι φωτογραφίες θα γλύτωναν; Χωρίς σπιτικό, χωρίς παιδιά, χωρίς αδέρφια βρεθήκαμε ... τί θα μας έκαμαν οι φωτογραφίες, θα μας εγλύτωναν; Τους εκρατήσαμε και τους κρατούμε στην καρδιά μας ... Μόνο να κάμια φορά σού περνά απ΄το μυαλό πως τους εξέχασες και τότες θα ΄θελες ένα κάτι, μια φωτογραφία ... ΄Ετσι νά ... τους ζωντανέψεις λίγο ..."

 

 

1 σχόλιο:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Ελένη γεια σου.
Αναδημοσιεύουμε σήμερα το κείμενό σου στη στήλη μας "ΕΜΦΑΣΗ" που βρίσκεται στην πλαϊνή κάθετη μπάρα του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης".
Η αναδημοσίευση γίνεται με απευθείας παραπομπή στο δικό σου ιστότοπο.
Καλή συνέχεια...