31 Αυγούστου 2012

Καλά με χόρτασε η μάνα μου, μα σαν τα χέρια μου όχι ...


"Πάλιωσα κόρη μου, πάλιωσε και το μνημονικό μου...

Όλα είναι πια καλά καινούργια. Παπούτσια να πεις, ρούχα, αγάπες … έξω μια, της μάνας την αγάπη ...
Μα κι όλα ο χρόνος τα χαλνά...Μας χάλασε, μας επάλιωσε κι εμάς...
Μα ανέ δεν είχαμε και τα παλιά, τι θα ΄χαμε ... Αν δεν είχαμε τα μάρμαρα και το χαλασμό, τι θα ΄χαμε. Αυτά μας "κρατάνε". ΄Αντε κι η λιαλιά μας.
Αμ ποιος μαθές ... οι βασιλιάδες για οι κυβερνήσεις; Για ο παράς;

"Ακόμη και στα Βουρλά, κόρη μου, τα μεγαλοκονάκια,  2 μεγάλα αφεντικά ήσαντε τότε, αυτοί τρωγόντουσαν μεταξύ τους. Ποιος θα κάνει να, ποιος θα κάνει τι, ποιος θα μπει στο μάτι τ΄άλλου, ποιος θα δειχτεί... Καλοί άνθρωποι δε λέω, κάνανε και χορηγίες στις εκκλησιές και στα σχολειά, είχανε κολλίγους και τους προσέχανε, βοηθούσανε στις ανάγκες... Είχαμε και νοσοκομείο και μουσικές. Και δεν πλερώνοντουσαν οι γιατροί, εθελοντικά λέει γιατρεύανε. Κι ένα μέρος όπου διαβάζαμε. Αλλά για τις εξουσίες και τα μεγαλεία, εκεί δώστου οι φατούρηδες φαγωμάρα... 



Η Παναγιά η Βουρλιωτίνα
Σου ΄πα ε; Είχαμε εμείς, εκκλησιές στα Βουρλά, να δεις! Πρώτη και καλύτερη η κυρά η Παναγιά η 15αυγουστιανή. Κλειστή ένα γύρω. Στο Μαχαλεμπαλά/Πάνω Μαχαλάς και τον ΄Αη Γιώργη στο Μαχαλαεζί/Κάτω Μαχαλάς. Παλιές, μεγάλες, όμορφες … Και τον Αϊ Χαράλαμπο. ΄Ολες οι μεγάλες είχαν τοίχο ψηλό ένα γύρω… Να μην τις θωρούν οι "άλλοι" και γαβριάζουνε. Τι να ΄χουν απογίνει άραγες. Είχαμε και τον ΄Αη Χαράλαμπο,  μωρέ και κάμποσες μικρές και το μεγάλο σκολειό και ξωκκλήσια μπόλικα και τον Αϊ Γιώργη τον Αρφανό. Κι όλοι στηρίζαμε τις εκκλησιές κι οι εκκλησιές μάς εστηρίζανε. Στηρίξανε και το μεγάλο σκολειό, στηρίξανε το οσπιτάλι… Στο μεγάλο σκολειό πήγαινα, στης Παναγιάς, Αναξαγόρειο το είπανε μετά. 

Κι ήταν ο πατέρας μου νοικοκυραίος, το σπίτι μας κοντά στην χάρης της, δίπατο. Στα κάτω ήντουσαν τα ζωντανά, κάτω εμαγειρεύαμε, φυλούσσαμε τ΄αγαθά και τους καρπούς,τα κάρβουνα. Πάνω εμείς. Κι αυλή και μπαξεδάκι, δικό μας πηγάδι … Πήγαιναμε στη Σκάλα για το βολτιδάκι μας για πάρκα εμείς δεν είχαμε. Είχαμε τη φύση γύρω…

Κλήδονας κλειδωμένος
ξαστρισμένος
θηλυκός
Και πηγές δυο, για νερό και πλύση. Πηγαίνανε όσοι δεν είχανε δικό τους πηγάδι. Πήγαινα όμως κι εγώ, κι ας είχαμε, με τις φιληνάδες μου, να κοιτάξουμε τους ντελικανήδες που περνούσαν ξωπίτηδες μετά τη δουλειά και πλυνόσαντε και του Κλήδωνα. Στις 23 του Ιούνη μήνα,  που δεν έχει κι άλλες γιορτές ο Ιούνης. Οι νιοί φωτιές, εμείς νερά … Παραμονή της χάρης του οι ανύπαντρες, μαζευόμασταν για τον Κλήδονα πια συχνά στης θειας Καλομοίρας το κονάκι. Κι ένα "Μαριώ" για καλύτερα ή η πιο μικρή με δυο γονικά όμως ονοματιζόταν να πάει να φέρει  το «αμίλητο νερό» για το μαντικό. ΄Αχνα δεν ήπρεπε να βγάλει απ΄το αγίζι της σα δεν ήθελε να μείνει ανύπαντρη και να χαλάσει τα ριζικά. Το νερό σαν ερχότανε στο σπίτι, στο μεγαλύτερο κανάτι το βάναμε και μέσα το ριζικάρι, τα σημάδια μας. Κι ήταν το ριζικάρι κατιτίς καλό δικό μας, καρφίτσα, σκουλαρίκι, δαχτυλίδι, συντεφένιο χτενάκι, ένα κουμπάκι. Κρεμεζί/κιρμιζί/κόκκινο μεταξωτό πανάκι κεντητό και πάει… κλείδωμα. Σκεπάζαμε το κανάτι κι όξω στην αυλή, όλη τη νύχτα. Κάτω απ΄τ΄αστρα. Τ΄αφήναμε και γυρίζαμε σπίτια μας, μ΄ένια μεγάλη. Μην το τσουγκρίσει ο σκύλος ή ο κάτης.  Και στα ονείρατα της νύχτας περίμενες να δεις ποιόνε θα άντρα. ΄Οποιον έβλεπες αυτόν θα παντρευόσουνα.
 

Οι άντρες γιορτάζανε αλλού. Σ΄άνοιγμα μεγάλο, ανάβανε τη μπουμπούνα τη φουνάρα,πυρά μεγάλη να φαίνεται από παντού και να τη βλέπουν όλοι. Σε κάθε μαχαλά και μια, κι ο καθείς προσπάθειε να ΄χει την πιο μεγάλη. Και πηδούσαμε πάνω απ΄τη φωτιά, όλοι, μικροί, μεγάλοι και βάρδα να μην αγγίξεις και πάρουν φωτιά φουστάνια και βράκες. Τρεις φορές έπρεπε να πήδανες αν ήθελες να γλυτώσεις απ΄τους κοριούς και τις ψείρες.Τα μικρά πηδούσανε χίλιες.


Κλήδονας μπουμπούνας πυρωμένος
αρσενικός

Κι ανήμερα, πριν ξαστριστεί, πριν την ανατολή το "Μαριώ" έμπαζε το κανάτι στο σπίτι. Και τ΄απόγιομο, οι ανύπαντρες και παντρεμένες, μα και θειές και θειοί μα μαγείτονες, όλοι εκεί παρόντες, καλεσμένοι, μαρτύρες στο μαντικό. Μεντήλι άσπρο στο τραπέζι, πάνω το κανάτι. Το ξεσφαλίζει το "Μαριώ" και βάνει μέσα το χεράκι του.  «Ανοίγουμε τον κλήδονα με τ' Αγιαννιού την χάρη, και όποια έχει καλό ριζικό σήμερα να το πάρει» και βγάνει ένα-ένα τα σημάδια της κάθε μιανής μας, τραγουδώντας τα. Διαλεγμένα δίστιχα, όπως τ΄ακουσε ή όπως τσατ/μπατ τα θυμάται. Κι ότι σου τύχει στο τραγούδι προμηνά την τύχη σου, το ριζικό σου. Γελούν οι μάρτυρες, συμπληρώνουνε οι παλιοί, αλικαντίζεις/κοκκινίζεις εσύ, άλλα αντί άλλων σε πειράζουνε, μισοπόνηρα σού λένε, άλλα σου λέει ο νους σου εσένα, άλλον ορέγεσαι. Τελειώνει το μαντικό σου και γεμίζεις το στόμα με μια γουλιά αμίλητο νερό. Δεν το καταπίνεις. Μόνο στέκεσαι μπρος σ΄ανοιχτό ως ότου ακούσεις ανδρικό όνομα. Ε, τότε καταπίνεις. Και τ΄όνομα το αντρικό που άκουσες θα ΄ναι και τ΄όνομα του αντρούς σου. Μπας και ξέρεις περισσότερα από πριν; ΄Οχι! Κι όταν τελειώσει το μάντεμα, όλοι στο πανηγύρι …Ψητά, χορός και ματιές, τσαλίμια, νάζια, φούντωσες! Εκεί να δεις χάζι ...
 
Του ΄Αη Κλήδονα νηστεία μεγάλη και λάδι να μη φας ποτέ στη μέρα του πριν πάει για ύπνο ο ήλιος. Αν φας θ΄αρρωστήσεις, κάψα μεγάλη θα βγάλεις και θα ριγάς. Αμ για τούτο τονε λέμε Ριγανά και Λαμπαδιάρη. Και φοβού. Ούτες οι ασπιρίνες, δεν λιγοστεύουν την κάψα, ούτε φάρμακα ούτε ματζούναι. Κι άμα το ξέρεις κι αδιαφορήσεις και φας, τρεις μέρες θα ριγάς και τρεις θα πάρει ως να κοπεί το τρέμουλο ..."

Επάλιωσα κι εγώ κι οι θύμησες ...
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-
 
Φωτιά είδα στον ύπνο μου απόψε...
Κι επειδή από όνειρα δεν ξέρω, ονειροκρίτη δεν έχω κι εμπιστοσύνη στους διαδικτυακούς ονειροκρίτες επίσης δεν έχω, το μυαλό μου πήγε στον Κλήδονα ... 
 

Κλήδων. Η λέξη υπάρχει από την εποχή του Ομήρου. «Κλήδων» ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, και κατ' επέκταση το άκουσμα οιωνού ή προφητείας, ή ακόμα ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής, που τους αποδιδόταν προφητική σημασία...

 
 

Φίλος παλιός σαν το κρασί, καλός καλός ...







Αγία Φωτεινή
 

Μπαίνω στην αυλή της νιώθωντας παράξενα. Περνάω το κατώφλι της ριγόντας. Απίστευτο! Είμαι ΄γω; Είμαι ΄δω; Ο παπάς, Χιώτης. Πέρασε απέναντι σήμερα μονάχα για το Χριστός Ανέστη. Και χθες στην Αποκαθήλωση εδώ ήταν. Παίρνω κεράκια, προχωρώ, τ΄ανάβω προσκυνώ ... Ο επιτάφιος σε μιαν άκρη μαραίνεται. Το εικόνισμά του, μες τα λουλούδια, πνιγμένο. Αργά, ο κόσμος μαζεύεται, στα μανουάλια συνωστισμός. Η εκκλησιά ολόκληρη αργοσαλεύει. Ξάφνου ζωντανεύει, ανασταίνεται! Ο παπάς Τον ανασταίνει ! Οι καμπάνες ηχούν, χτυπούν, διαλαλούν! Μπα … παρακρούσεις έχω, απ΄τη συγκίνηση; Κι όμως! Γύρω μου... κι άλλοι! Δεν κοιμάμαι, δεν ονειρεύομαι. Ψάλλουν, άγνωστοι, γνωστοί, πολλοί… Το Χριστός Ανέστη, ζωντανεύει εκκλησία, ανθρώπους, μνήμες, δάκρυα. Σκεπάζει όλη την εκκλησιά, τη γεμίζει και χύνεται γάργαρο έξω. Μέσα ευχές, φιλιά…
Και κανείς δεν φεύγει. Απολύτως κανείς. Η λειτουργία συνεχίζεται και τελειώνει σχεδόν μιάμιση ώρα μετά. Αρκετοί, ορθόδοξοι, κοινωνούν. Μαζί κι εγώ. Και παίρνω κι ένα κόκκινο αυγό. Δίπλα από τον παπά η πρόξενος κι ένας πιτσιρίκος -γιος της;- επιφορτισμένος να κρατά το καλάθι με τ΄αυγά. Με το χέρι και τις ευχές της η πρόξενος μάς εύχεται και μας προσφέρει κι ένα κόκκινο αυγό... Ο πιτσιρίκος νυστάζει ...


Πάσχα μαγικό, ονειρεμένο Πάσχα. Είμαι εδώ μπαμπά μου, ήρθα στη θέση σας, είμαι στη θέση σας νενέ μου... Μπορεί να μην είμαι στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο στα Αλάτσατα ή στην Παναγιά στα Βουρλά, είμαι όμως εδώ, δηλαδή εκεί απέναντι, στο δικό σας απέναντι. Τ΄ απέναντι που τ΄ αφουγκραζόστε και το ατενίζατε με θλίψη κι αγάπη. Χωρίς να το βλέπετε, χωρίς να τ΄ακούτε...το νιώθατε, το κουβαλούσατε στο αίμα σας ... 
Αυτή η Ανάσταση φταίει. Αυτές οι καμπάνες …
Τότε -2010- έπαθα τη ζημιά, από τότε το κόλλημα…Δεν θέλει πολύ!
Από τότε έρχομαι στο αγαπημένο σας απέναντι, κάθε χρόνο …
΄Ερχομαι, να πω σε έλλειψη; Σαν από θάμα, από τάμα, σε προσκύνημα, δεν ξέρω …
 
"Αγαπούσα και τις εκκλησιές της Σμύρνης κόρη μου. Δεν ξέρω ποια πιότερο, την ΄Αγια Φωτεινή, την ΄Αγια Ακατερίνα μη τον Αϊ Πολύκαρπο. Την Αγιά Φωτεινή νομίζω… 33 μέτρα μπόι είχε, όσα ΄ταν τα χρόνια του Χριστού. Τον Αϊ Πολύκαρπο αργότερα νομίζω πως τον αγάπησα πιότερο. Οι κατολίκ/καθολικοί τον λειτουργούσαν μα δικός μας ήτανε. Δεν ερχόμουνα συχνά στη Σμύρνη στις εκκλησιές… Κι αγαπούσα την Αγιά Φωτεινή θαρρώ γιατί, σε γάμο, στερνή φορά Κυριακή, είχα έρθει, με τον πατέρα μας. Κι ήταν κι η στερνή φορά με τον πατέρα. Ψηλός, λιγνός, χάσικο πουκάμισο, γελέκο, κιμπάρης! ΄Ολοι λιγνοί ήντουσαν τότε απ΄τη δουλειά. Μόνο μπιρ τούρκοι ήταν λιπαροί…΄Αραγες ποιος παντρευότανε…΄Ολοι μας με τα καλά, τα σκολινά μας. ΄Ηταν νοικοκυραίος ο πατέρας μου κι είχαμε αγαθά. ΄Ολοι μας σχεδόν είχαμε αγαθά τότες. Δουλεύαμε όμως. Τ΄αγαθά θέλουν πολλή δουλειά. Κι είχαμε καλά να δεις… Κι άλλη ζωή. ΄Αλλη ήταν η ζωή εκεί, άλλο το γέλιο, άλλη η λύπη … Τα χάσαμε όλα, ζωή, γέλιο… κι η λύπη άλλη. 3 μέρες ξωμείναμε στη Σμύρνη. Τότες είδαμε και τ΄αρχαία ελληνικά. Τα ΄ξερα απ΄το σχολειό πως υπάρχουνε μα τα ΄δα κιόλας με τα μάτια μου. Λίγο σχολειό πήγα. Δημοτικό. Απ΄τα Βουρλά φύγαμε λίγο πριν το μεγάλο κακό. Ο Γιώργης ο μεγαλύτερος για να γλυτώσει τον κακό στρατό ή/και τ΄ amele taburu/τάγματα εργασίας, γλύτωσε και το κακό. Το ΄17 μπάτισε για την Αμερική. Τον ξανάδα 40 χρόνια μετά. Βοηθούσε από κει. Λίγα ρούχα, κάποια λεφτά, καλά να ΄ναι. Με τη μάνα μου λοιπόν και τα μικρότερα αδέρφια μου, χωρίς πατέρα. Φτάσαμε, πρόσφυγες μάς ρίξανε στο Βοτανικό, πλάι στο τρένο. Τη Μαρία την έριξαν στην Καισαριανή, το Μήτσο εδά πιο πάνω, τον Καρατζάς στην Αγία Μαρκέλλα πίσω… Φτώχεια πολλή, κρύο, όλα λειψά. . , το τρένο στο σφύριγμά του να μας θυμίζει τα πέρα, τη μεριά μας κι αποχωρισμούς. Να περνά και να μας μουτζουρίζει. Πρόσφυγες με καρδιά ήμασταν, άνθρωποι. Είχε εκκλησίες ο τόπος. ΄Ομως θέλαμε μια δικιά μας. Πάρε-δώσε, με τα υστερήματά μας χτίσαμε τον ΄Αγιο Πολύκαρπο, προσφυγοπούλα εκκλησιά, μες στα μπροστάνια. Πρόσφυγας κι αυτός τού κάναμε τόπο κοντά μας. Δικός μας άγιος, στα κοντάτα, με το πόδι πήγαινα, τον αγάπησα. Μαζί μας πρόσφυγας κι αυτός...
 
Καλά σας βράδια ...

Ε.- 

΄Ενα ευχαριστώ θέλω να πω ... προσωπικά εγώ ...Τώρα που πρέπει να το πω ...
΄Ισως στους γείτονες να το χρωστάω που μου "επέτρεψαν" Ανάσταση στην Αγία Φωτεινή να κάνω... ΄Ισως στο Θεό … δεν ξέρω.
Πάντως ευχαριστώ πρέπει να πω

Περνώντας φέτος πάλι έξω απ΄τον ΄Αγιο Πολύκαρπο, τα ματαξανάβαλα με τον εαυτό μου. Θύμωσα που δεν οργανώθηκα. Αφού το ξέρω. Για να μπει κανείς μέσα να δει,ν΄ανάψει ένα κερί, να προσκυνήσει, πρέπει, όσο παράξενο κι αν σας φαίνεται, να κλείσει ραντεβού. Μάλιστα. Κι ενώ το ξέρω, δεν το έκανα.
Και για μια φορά ακόμα έξω…
Δεν πειράζει και πολύ όμως …
΄Εχω δικαιολογία για να ξανάρθω. Μια ακόμα δικαιολογία ....

 

   


 


Κόρη μου ξέρεις πως πριν παντρευτώ γραφόμουνα Καριώτου…Κι ο πατέρας μου. Κι ο παππούς μου...Ο προ-προ-προ πάππος μου όμως όχι. Ο πρώτος όμως λέει ήταν που ήρθε από την Ικαρία στα Βουρλά. Και ξέρεις δα πόσους Γιώργηδες, Μανώληδες, Γιάννηδες έχομε.Για να τονε ξεχωρίζουνε λοιπόν Ικαριώτη τον ανεβάζανε, (Ι)καριώτη τον κατεβάζανε, Ικαριώτης, Καριώτης και του ΄μεινε τελικά το πατριδονύμι ως πατρονύμι. Ετσιδανά γραφόμαστε Καριώτηδες- Ικαριώτες ήμασταν … ΄Ελληνες…
Νοικοκυραίος, στα Βουρλά νοείτο ο αμπελοκτηματίας
Υπήρχαν ακόμη οι φατούροι, οι σιναφλήδες και οι ρεσπέρηδες. Οι πρώτοι από πιο παλιές οικογένειες/αριστοκράτες, πλούσιοι μεγαλέμποροι, εξαγωγείς. Οι δεύτεροι μικρο-επαγγελματίες, μικρο-βιοτέχνες. Συνάφι το είπαμε εμείς το τούρκικο esnaf που σημαίνει συντεχνία, εξού και σιναφ-λήδες. Και οι τρίτοι, οι ρεσπέρηδες ολίγο κατώτεροι, δούλευαν στους άλλους κι είχαν λιγότερη γη -αμπέλια ή κτήματα- δική τους.


30 Αυγούστου 2012

Πρωτάρης ο χρόνος π΄ούλα τα χαλνά, μπροστά στο μέγα μαστροχαλαστή, τον άνθρωπο ...

Μωρέ γιαγιά ... και πως σε όλα να, έχεις δίκιο; 
΄Οσο κι αν ο χρόνος χαλάει όψεις, προσόψεις, μούτρα, σχέδια, μνήμες ... μεγαλύτερος μαστροχαλαστής κόρη μου, απ΄τον άνθρωπο ... δεν υπάρχει ...
Κάθε πρωί, σε διακοπές μεν αλλά... ζυγιζόμουνα! Κι όχι γιατί παρακολουθώ στο έπακρο τη μόδα και τη σιλουέτα μου ...
Βγαίνοντας, συνήθως πρωί κι, όταν λέω πρωί εννοώ κάτι με 7 κι 7μιση, ναι ακόμα και στις διακοπές, καρσί κι απέναντι από την πόρτα του ξενοδοχείου υπήρχε ένας μικρός ... με μια ζυγαριά (ατομική) μπροστά του. Το θέαμα δεν με ξένισε γιατί το ΄χω ξανασυναντήσει στην Πόλη. Πρέπει να σας πω πως, πριν αγαπήσω και κολλήσω με τη Σμύρνη, η πρώτη μου επαφή με τη "γείτονα" ήταν η Πόλη. Μια κούκλα κι εκείνη, μια ζωγραφιά... Αλλά, σε περίπτωση που δεν το καταλάβατε, άλλο η ομορφιά της Πόλης κι άλλο οι λόγοι αγάπης της Σμύρνης ...
Ο μικρός λοιπόν, όχι πάνω από 10-12 χρονών, που λέτε, δούλευε. ΄Οχι τον κόσμο, ούτε εμένα μόνο έκανε μεροκάματο κανονικά. Κι είναι μεροκάματο το να στέκεσαι όρθιος όλο το πρωί απ΄το πρωί στον ήλιο ως και τις 3 και 4 μπροστά σε μια ζυγαριά! Όχι σαν κάτι κακομαθημένα σημερνά που κάνουν μεροκάματο μπροστά στο κινητό, στο νιτέντο ή το κομπιούτερ ...και *κουτουρντίζουνε ...
Στεκόταν και περίμενε, σοβαρός, καθαρός, κύριος ... και δίχως ίχνος αναζήτησης ελεημοσύνης, λύπησης ή θύματος στα λαμπερά κατάμαυρά του μάτια!
Περίμενε τον ξένο, τον ελεήμονα ή και περίεργο -ίσως και τον ντόπιο- να του γυρέψει να ζυγιστεί ... Αν κάποιος λοιπόν κατέφευγε -για τους δικούς του λόγους- στις "υπηρεσίες" της ζυγαριάς του, πλήρωνε για το ζύγισμα... ότι είχε ευχαρίστηση ... 2,3, 5 γρόσια, κουρούς (guruş ή kuruş) σήμερα, ίσως μισή λίρα, μπορεί και μία ... Και το παιδάκι έφευγε κατά τ΄απόγευμα άλλες φορές πιο γελαστό, άλλες λιγότερο ...
Δεν τον φωτογράφισα τον μικρό. Ντράπηκα ή που δεν θέλησα να ντραπεί, δεν ξέρω.
΄Ηταν τόσο σοβαρός, τόσο μικρός, τόσο επαγγελματίας ...
΄Ενας μικρούλης διευθυντής, της ζυγαριάς και του εαυτού του!
"Κόρη μου, χάλασε ο άνθρωπος, ένα κάρο δουλειές, επαγγέλματα κατά πως τα λέτε. Τι να την κάνω την πρόοδο ... Πάει ο γαλατάς, ο γλασατζής (παγωτατζής), ο ακονιστής, ο τσαρουχάς, ο τσαγγάρης, ο καρεκλάς,  ο μπουζτζής (παγοπώλης) ...ο γανωτζής, ο φυντικτζής (ψήστης ή πωλητής ξηρών καρπών), ο παπλωματάς, ο σομπατζής, ο κανατάς, ο σαλεπιτζής, ο καλαθάς, ο γραφιάς, ο λούστρος, ο καρβουνιάρης, η κορδελιάστρα, η σιδερώστρα, η παραμάνα, ο σκιτζής (μπαλωματής ή πολυτεχνίτης (επιδιορθωτής), ο καρβουνιάρης, ο ντερμιτζής (σιδεράς), ο τελάλης, ο λατερνατζής, ο αμανατζής (ιδιωτικός ταχυδρόμος, ο παστελάς, ο πανηγυρτζής;, ο κάπελας, ο σαπκατζής (καπελάς)... Καλά ΄ναι που ΄χομε νερό και τρέχει στο κάθε σπίτι μόνο να, χάθηκε κι ο νερουλάς, ο βαστάζος, ο τσαμπάσης, ο πασβάντης (νυχτοφύλακας), ο αλμπάντης (πεταλωτής), ο σαμαρτζής, ο βαρελάς, ο μυλωνάς, η μαμμή, κι αυτός που ήστελνε τα μόρσια (τηλεγραφήματα), ο κουγιουμτζής ... Κι ήταν αυτός που ήνοιγε τα πηγάδια. Σήμερα τονε λέτε χρυσοχόο. Ναι, κουγιουμτζής κι αυτός αλλά... Πλούτος, μάλαμα ήταν το νερό,  και χρυσός. Κουγιουμτζής αυτός που το ήβρισκε και σου΄καμε πηγάδι  ... και  σήμερα μάλαμα είναι! Κι άλλα κόρη μου που δεν τα θυμάμαι ... Αριά και που πέρναγε και κάνας ασβεστάς... Μπρε και η μοδίστρα χάθηκε ακόμα ..."
Μεροκάματο; επάγγελμα;
Ε, πρόσθεσα κι εγώ κάμποσα στα ανωτέρω ...
Τι περιμένατε, να τα λέει όλα αυτά η νενέ μου όταν μιλούσε, γίνεται; 

*κουτουρντίζω = περνάω τον καιρό μου στα κουτουρού/άσκοπα, χαζολογάω,
κουτούρντισες κόρη μου; (συχνά το άκουγα) = χάζεψες;



Αν ποτέ βρεθείτε εκεί απέναντι κι απέναντι καρσί από κάποιο μικρό ή μεγάλο με ζυγαριά, σταθείτε μια στιγμή και ζυγιστείτε ... Δεν θα σας στοιχίσει πολύ ... ούτε σε χρόνο ούτε σε χρήμα. Μπορεί βέβαια να σας "στοιχίσει" σε κιλά ...


Στην πόρτα καρσί - χουζούρ-ευα...
Και κάτι άλλο. Το otel που με φιλοξένησε ήταν το Antikhan, ακριβώς λίγο πλάι και πίσω απ΄την Αρχαία Αγορά της Σμύρνης. Ιδανικό σημείο, κοντά στα περισσότερα που θα θελήσετε να δείτε ποδαράτοι... Παλιό χάνι, τα δωμάτια μεγάλα ψηλοτάβανα, ήσυχο, μεσανή δροσερή παραδοσιακή αυλίτσα, γελαστούς ανθρώπους, ωραίο καφέ! Το βράδυ, της ώρας διάφορα πεντανόστιμα φαγάκια αν τύχει κι είστε κουρασμένοι για έξω. Αλλά προσοχή, μόνο μέχρι τις τις 10 - 10μιση. Σε παζαρογειτονιά-γειτονιά, οικονομικό. Και στα 30 μέτρα πριν -σχεδόν τζάμπα- ντόπιο μαγέρικο μόνο άνευ αλκοόλ ...

 Κι αν τύχει και πλανηθήκατε κι αργήσατε να γυρίσετε και τα ένα γύρω είναι κλειστά αλλά η πείνα αβάσταστη κι η σχάρα στο ξενοδοχείο σβηστή, δοκιμάστε το τούρκικο νταλαβέρι, ουπς ...ντιλίβερι ήθελα να πω ... Παρντόν. Το νταλαβέρι είναι κακό. Αντίθετα από το ντιλίβερι (τους) που είναι πολύ καλό!!!
Κασαρλί πιντέ, σπανακλί πιντέ, τσομπάν σαλάτ, γιουβρέκ εκμέκ και ... σάλτσα
΄Εχετέ μου εμπιστοσύνη. Και καλοφαγού και λιχούδω είμαι. Τι Σμυρνιά θα ήμουν αλλιώς ....



Καλά σας βράδια
E.-
Παραέξω απ΄την πόλη, αντί πιντέ δηλαδή πίτα κλειστή μπορείτε να παραγγείλετε γιοζλεμέ, ανοιχτή πίτα, που έχει κάτι από το δικό μας ...πεϊνιρλί. Είναι εξίσου υπέροχη ...
       Και παρακαλώ, ξεχάστε τα μεγάλα εστιατόρια. ΄Οχι τουριστικά. Μπλεχτείτε στα σοκάκια, περπατήστε τα, σπρωχτείτε και στριμωχθείτε με τον κοσμάκη στα παζάρια και προτιμήστε τα ντόπια μαγέρικα ...
Και κάτι ακόμα. α πεντανόστιμα φαγάκια τους είναι μαγειρεμένα με ελάχιστο ελαιόλαδο και με καθόλου σκόρδο!!!!!!!!!!!!!! Αντίθετα απ΄τα δικά μας πεντανόστιμα!!! Παράδοξο κι όμως πιστοποιημένο.

Βοηθητική Σημείωση:
Πεϊνίρ = τυρί
πεϊνιρλί = με τυρί
κασάρ= (τυρί) κασέρι
κασαρλί = με τυρί κασέρι - όπου Κασέρι, από την Καισάρεια, τουρκιστί Kayseri


29 Αυγούστου 2012

Ο άνθρωπος ό,τι μπορεί, ο Θεός ό,τι θέλει ...

΄Οχι, όχι, φιλάω σταυρό ...
 
Να απομονώσω τη λύπη, να ξεχωρίσω την έχθρα, ν΄αποφύγω το μίσος, ν΄απαλύνω τη μνήμη, να μαλακώσω τον πόνο, να περιορίσω τη θλίψη, να σκεφτώ αλλιώς, αυτό προσπαθώ ... Να κρατήσω μυρωδιές, λέξεις, θρύλους, μύθους, παραδόσεις, θέλω.΄Οχι για τους άλλους, για μένα το κάνω ...  Να ξεγελάσω και να ξεγελαστώ ...
 
Πηγαίνοντας εκεί και προσπαθώντας να βρω άκρες -δικές μου- ξετυλίγω ένα νήμα που όταν ήμουν παιδί δεν έκανα τότε τον κόπο... Τώρα αυτό το νήμα το γεμάτο κόμπους έγινε μαγικό, ο κόπος μνήμη, ο κόμπος θύμηση ...
 
Διαφήμιση για την Τουρκιά μάς κάνεις... μου ΄γραψε κάποιος απ΄τους ελάχιστους που κατά καιρούς ξεπέφτουν στο ντουκιάνι μου κι έτσι σχολίασε τα γραφόμενά μου ...
Απ΄τη μεριά του... ίσως και να ΄χει δίκιο.
 
Ο δικός μου πατερούλης ίσως και να ΄παιξε σε στα στενά της Μανησιάς. Αναθυμόταν το μπουγιούκ σενλίκ/μεγάλο πανηγύρι που είχε κάποτε πάει. "Τρεις μέρες κονέψαμε στη Μανησιά, τόσο δρόμο είχαμε κάνει, δεν πήγαινε να φύγουμε τα πίσω-μπρος. ΄Οταν μιλούσε για εκεί, περίεργο άλλαζε έκφραση, φωνή και λέξεις... Μπορεί και να σκόνταψε όπως εγώ και να ξέπλυνε το γδάρσιμο στη μαρμαρένια κρήνη... ΄Ισως και να ΄πιε απ΄το νερό της ... σίγουρα όμως ο παππούς μου θα τον κέρασε ματζούνι !!!!!!!!
Στη Μανησιάς την κρήνη
 
Το ματζούνι της Μαγνησίας, Μανησιάς ή Μανισάς
 
Δεν τα κατάλαβα όλα όσα μου ΄παν οι ντόπιοι για το ματζούν(ι). Τα λίγα που κατάλαβα ήταν πως κάποτε η μάνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, του γνωστού και μη εξαιρεταίου, αρρώστησε βαριά μετά το θάνατο του αντρούς της. Θυμάστε τον Μεγαλοπρεπή; Αυτόν καλέ που ξελογιάστηκε εντελώς από τη μισοαγράμματη κόρη παπά χριστιανή σκλάβα Ροξελάνη (Αλεξάνδρα Αναστασία Λισόφσκα με αρχικό και κατά κόσμον όνομα) ... Ε, του Μεγαλοπρεπή η μάνα, η Ayse Hafta Sultan ή Βαλιδέ Χανούμ δεν πήγαινε καθόλου καλά από υγεία. ΄Ετσι ο γιος της ζήτησε από έναν περισπούδαστο Τούρκο θεολόγο και γιατρό, επικεφαλής του θεολογικού σχολειού του Yavuz Selim Mosque, τον Merkez Muslihhidin Efendi, να γιατρέψει τη μάνα του. O  Muslihhidin Efendi καταπιανότανε ήδη με γιατρικά και  φάρμακα από βότανα κι είχε φτιάξει κι ένα μικρό οσπιτάλι/νοσοκομείο  στην αυλή του σχολείου που ήταν κολλητά στο τζαμί. ΄Ολα αυτά πάντως τα είδα. Και το σχολειό και το οσπιτάλι και φυσικά και το τζαμί. ΄Εσπασε ο θεολόγος-γιατρός το κεφάλι του, το ξανάσπασε, φοβόταν και να μην το χάσει και τελικά έφτιαξε ένα ματζούν(ι) από 41 βότανα, το ΄στειλε στην Πόλη στο χαρέμι, το πήρε η μάνα του Σουλτάνου κι...  έγιανε! Ο Σουλεϊμάν Σουλτάν τον φόρτωσε δώρα και τιμές κι απ΄τη χαρά του, κι αυτός κι η  Ayse Hafta Sultan μεγαλόψυχα του ζήτησαν να μοιράσει το ματζούνι στο λαό... Έτσι κι έγινε ...
 
΄Ετσι λοιπόν που λέτε άρχισε η παρασκευή του ματζούν(ιου) που εγώ μέχρι προχτές το είχα στο μυαλό μου κάτι ως γλυφιτζούρι... ΄Ασχετα που μετά θυμήθηκα ... πως μικρή, η γιαγιά μου, συνήθιζε να μου φτιάνει και να με γιατρικουλεύει με διάφορα ματζούνια... ΄Αλλα για τον βήχα, άλλα για τον πυρετό, άλλα για τον πονόκοιλο ... αλλά όλα γλυκά. Εξ ου μάλλον και η ιδέα πως ματζούνι = γλυφιτζούρι! Αλλά και πως αλλιώς, αφού για όλα, βάση ήταν το μέλι!
 
Για να μοιραστεί το ματζούν(ι) στο λαό και για να συνταιριάζει με τον Μεγαλοπρεπή και τη μάνα του, αποφασίστηκε η μοιρασιά να λάβει χώρα στο Sultan Mosque, αφιερωμένο στην χάρη του Μεγαλοπρεπούς. Κι από την κορφή της στέγης του το πέταξαν στο λαό που στέκονταν και περίμενε από κάτω ...
 
Από τότε, στις 22 Μαρτίου κάθε χρόνο κι ημέρα αρχής της ΄Ανοιξης, ο Ιμάμης ανεβαίνει, βγαίνει και μοιράζει το ματζούν(ι) στο λαό απ΄ την κορφή της στέγης ... Κι επειδή στην αρχική του μορφή -υγρό- ήταν δύσκολη η μοιρασιά, του άλλαξαν μορφή και το ΄καμαν στέρεο, σαν λουκούμι ... πιο σκληρό. Κάτι σαν γλυφιτζούρι;
 
Στη βαλίτσα μου όμως, όλα κι όλα, έβαλα το αυθεντικό, παρόλο τον κίνδυνο που διέτρεχα να μου τα κάνει όλα λίμπα!
Στη Μανισά δοκίμασα το γλυφιτζουρένιο του λαού. Κρίμα μόνο που δεν σκέφτηκα να το φωτογραφήσω... Μακρόστενο, τυλιγμένο σε γυαλιστερά κόκκινα, πράσινα, μπλε χαρτάκια... ΄Ομορφο! Θα  ήθελα πολύ να σας το δείξω ...  
Και περιμένω αν΄αρρωστήσω -χτύπα ξύλο- να το δοκιμάσω...
 
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-
 
Για τους ενδιαφερόμενους ή περίεργους ή Bio ή τις μάγισσες της Σμύρνης ...
τα 41 υλικά του ματζούν(νίου) είναι και έχουν ως κάτωθι

Επιστημονικώς, τουρκιστί και λατινικά τα 41 υλικά:
Ιδού ...



Allspice (Yeni bahar) (Pimenta dioica)
Alpina officinarum root (Havlican koku) (Alpina officinarium)
Anise (Anason) (Anisum vulgare)
Black cumin (Corek otu) (Nigella sativa)
Black Myrobalan (Kara halile) (Terminalia nigra)
Black pepper (Karabiber) (Piper nigrum)
Buckthorn (Topalak or Akdiken) (Nerprun alaterne)
Cardamon (Kakule) (Elettaria cardamomum)
Cassia (Hiyarsenbe) (Cassia)
Chebulic myrobalan (Kara halile) (Terminalia chebula)
China root (Cop-i cini) (Smilax china)
Cinnamon (Tarcin) (Cinnamomum verum)
Cloves (Karanfil) (Syzygium aromaticum)
Coconut (Hindistan cevizi) (Cocos nucifera)
Coriander (Kisnis) (Coriandum sativum)
Cubeb (Kebabe) (Cubebae fructus)
Cumin (Kimyon) (Cuminum cyminum)
Dried orange blossom (Portakal cicegi)
Fennel (Rezene) (Foeniculum vulgare)
Galingale (Havlican) (Alpinia officinarum)
Ginger (Zencefil) (Zingibar officinalis)
Iksir sugar (Iksir sekeri)
India blossom (Hindistan cicegi)
Java Pepper (Kuyruklu biber) (Piper cubeba)
Licorice extract (Meyan bali) (Glycyrrhiza uralensis fisch)
Licorice root (Meyan koku) (Glycyrrhiza glabra)
Mastic (Cam sakizi) (Mastichum)
Millet (Hintdarisi) (Pennisetum glaucum)
Myrrh (Murrusafi) (Commiphora Molmol)
Muskroot (Sumbul) (Adoxa moschatellina)
Mustard seed (Hardal tohumu) (Brassica nigra)
Orange peel (Portakal kabugu)
Rhubarb (Ravend) (Rheum Palmatum)
Saffron (Safran) (Crocus Orientalis)
Citric acid (Limon tuzu)
Senna (Sinameki) (Cassia senna)
Turmeric (Zerdecal) (Curcuma domestica)
Udulkahr (Udulkahir)
Vanilla (Vanilya) (Vanilla planifolia)
Woad (Civit) (Isatis)
Yellow myrobalan (Sari halile) (Fructus myrobalani)


 

28 Αυγούστου 2012

Δόξα το βραδί, καλοσύνη την αυγή ...

(Δόξα, εννοείται του Θεού ... και Δόξα του Θεού, κατά τη γιαγιά μου, νοείται η καταιγίδα!)

Καλοσύνη σήμερα την αυγή έκαμε, αλλά χτες τη βραδινή, νωρίς, έριξε πολύ νερό ...
Και ξεπλύθηκαν οι στέγες, τα δέντρα, οι δρόμοι και λαμπύρισε το σύμπαν ... Και κατά το δειλινό, βγήκε η Αγία Ζώνη. Εκείνη η θεόρατη χρωματιστή καμάρα που ξάφνου πλανιέται στόλισμα στο θαλασσί του ουρανού.  Και νομίζεις ότι κάπου γύρω ακουμπάει η αρχή της και θαρρείς πως το τέλος της χάνεται πιο πέρα ακόμα κι από κει που φτάνει το μάτι ...





Η Αγία Ζώνη της γιαγιάς μου ... ΄Ετσι εκείνη το ΄λεγε, αυτό που λέμε μείς ουράνιο τόξο ...


Γιοφύρι Θεού κι ανθρώπων, το ΄λεγε η γιαγιά μου. Κι έλεγε ακόμα πως αν κάποιος βρει την αρχή του, εκεί στην άκρη της,  θα βρει την τύχη του κι ένα κωνσταντινάτο... Μα δεν πρέπει να πιάσεις κόρη μου την άκρη του, γιατί θα σε κάψει ...
Ψάχνοντας το σταθμό, την κυρίως ελληνική γειτονιά και τα ίχνη της , μ΄ένα ψιθυριστό αντίο στη Νιόβη και μια τελευταία ματιά στην Κυβέλη άρχισε η κατάβαση... ένα μισοπεθαμένο αεράκι ...και μια γουργουριστή πείνα! Μια πείνα που μ΄έφερε μπροστά σ΄ένα παλιό γνωστό μου θαύμα ...
 
Χιλιάδες μικροσκοπικά ολόγεμα πουγκάκια
΄Οχι πείτε μου, έχετε ματαδεί τέτοια βιτρίνα μαγαζιού; Και μάλισταστιατορίου;  Τύφλα να ΄χουν τα μενού και οι κατάλογοι.΄Εχετε ματαδεί τέτοια ομορφιά, λεπτοδουλειά και χάρη; Είναι δυνατόν να μην σου τρέξουνε τα σάλια; ΄Εχετε ματαδεί φρέσκο μαντί; Χιλιάδες μικροσκοπικά ολόγεμα και χρυσαφιά πουγκάκια! Αχ βρε γιαγιά μου και που είσαι ... Και πόσα χρόνια έχω να φάω φρέσκο ολόφρεσκο μαντί δεν λέγεται... Θα μου πείτε γιατί δεν το φτιάνεις κυρά μου άμα σ΄αρέσει τόσο ... Ε, δεν το φτιάνω γιατί απ΄τα χεράκια της γιαγιάς και της μαμάς είναι άλλο ... Δεν είναι το ίδιο νόστιμο ...



Και μια ακόμη κάτοψη του απλωμένου "πλούτου... ΄Ετοιμο προς κατανάλωση, τρυφερά υγρό, εν αναμονή ... Κι η κερά με το τσεμπέρι στο βάθος, καμιά 50αριά χρονών, καμαρώνει που καμαρώνω το θησαυρό της και χαίρεται με τη χαρά μου ... Και φυσικά θα χαρεί και με την όρεξή μου είμαι σίγουρη ...
Ο θησαυρός



Παραγγέλνω ενώ ... ετοιμάζομαι για επίθεση ... ως νεότερη και -τελείως- πεζή Αμαζόνα, χωρίς μεγαλειώδη ... που σκέφτεται μόνο το φαΐ, χωρίς τόξο ... έχω όμως κουτάλι γιατί το μαντί θέλει κουτάλι, κι αυτό μου φτάνει! Ζαλίζομαι και δεν είναι δα από την πείνα. Είναι απ΄το θέαμα και τη μοσκοβολία! Μοσκοβολάει ο τόπος απ΄τη φρέσκια ντομάτα της σάλτσας με το μπόλικο μπούκοβο! Ναι, σέρτ(ικο)=βαρύ το παρήγγειλα και φυσικά με σκόρδο ... στο δροσερό αριάνι ...  

Η όψη μαγεία! Η γεύση θεία ... Οι αναμνήσεις ζωντανεύουν, συγκινούμαι, με γυρίζουν πίσω, το χέρι μου νομίζω πως λιγάκι τρέμει. Θυμάμαι γιαγιά και μάνα, σκυμμένες πάνω στο τραπέζι, αλεύρια τριγύρω, ταψιά ένα γύρω... Στην άκρη η τσίγκινη λεκάνη με το ψιλοκομμένο κρέας, το μαϊντανό και τα κρεμμυδάκια κι εμένα να μετράω πουγκάκια ... 1,2...9... 18,....23..., 41...63...90... 110...143...156...172...207...261...


Γιαβάς-γιαβάς (αργά-αργά, σιγά-σιγά) απολαμβάνω την πρώτη κουταλιά, στη δεύτερη νομίζω πως πεθαίνω, στην τρίτη ανάβω, στην τέταρτη τρελλαίνομαι και ... μετά ντρέπομαι που τρώω τσαμπούκ-τσαμπούκ (γρήγορα-γρήγορα) αλλά δεν κρατιέμαι...  Κι όσο να πεις κίμινο πάει η μιάμιση μερίδα ...
 

Πιο όμορφη λυπητερή απ΄αυτή, εγώ τουλάχιστον, δεν έχω ματαδεί! 
 
Μπας κι έχετε ματαδεί εσείς;
΄Ασπρο παστρικό πιατάκι, ξυλάκια για τα δόντια προσεγμένα και, μια χούφτα μοσχοκάρφια, ξόρκι, στην μυρωδιά του σκόρδου. Και το ποσό χειρόγραφο, σε προσπάθεια παλιάς καλλιγραφίας... Δάκρυα μου φέρνει στα μάτια η λυπητερή. Και δεν έχει να κάνει με την τιμή. 10 λίρες= 4  ευρώ και κάτι ψιλά... ευτελές ποσό και τιμή ευρωπαϊκού σάντουιτς. ΄Οχι, δεν είναι η τιμή. Τιμή δεν έχει το μαντί. Ούτε εκείνο της γιαγιάς μου, ούτε εκείνο της μαμάς μου, ούτε τούτο δα της κυράς με το τσεμπέρι που με κοιτάζει γελαστά και μου ΄ρχεται να της φιλήσω τα χέρια. Αυτό το φαγάκι δεν πληρώνεται... Αυτά τα χρυσαφιά πουγκάκια δεν έχουν τιμή, γιατί τιμή δεν έχει ο κόπος! Γιατί εκτός από την τέχνη, έχει μεγαλό κόπο το μαντί, ακόμα κι ένα πιάτο ...
 
Καλά σας βράδια ...
 
Ε.-
 
 
Μόλις τελειώσει η βόλτα στη Μαγνησία, σας υπόσχομαι τη συνταγή...
Η γέμιση είναι από κρεατάκι ψιλοκομμένο.
Αλλά σας έχω και μια παραλλαγή μούρλια ... με χρυσή κολοκύθα και τυρί ...
Κι αν γιοκ τυρί, κολοκύθα, άχνη κι ένας αέρας κανέλλα ...
 
 
 
 


27 Αυγούστου 2012

Λεκέ που βγάζει το νερό, να μη τον συλλογάσαι ...

 

Καφές τέλος, μέχρι ρανίδος. Σερουχάν Πάρκο τέλος. Βίρα για μια βόλτα στα παραδίπλα σοκάκια. Ξεκινώ, νοσταλγώντας ήδη τον καφέ.Το πρόγραμμα ελεύθερο, αλλά πολλά ακόμα να δω ... παλιά και διάφορα όμορφα κρύβει η λιοπράσινη Μανησιά. Κάπου κοντά βρίσκεται  η Νιόβη, κάπου δίπλα η Κυβέλη και κάπου πέρα τα απομεινάρια μιας ζωής κατοπινής ...
 
Κυβέλη... ή Ρέα ή Κυβήδη ή ΄Αγδιστις... Η κύρια λατρεία της κοντά στο Σαγγάριο ποταμό, πάνω στο όρος Δίδυμο, πάνω στο βράχο ΄Αγδο και το άντρο της εκεί. Και μέσα στο άντρο το αρχαιότερο άντρο της Κυβέλης, αντί αγάλματός της, ένας ακατέργαστος λατρευτικός βράχος, ένας λίθος! Θεά της άγριας φύσης, των δημιουργικών δυνάμεων, της γονιμότητας ... Μεγαλειώδης η φύση που την τριγυρίζει, μεγαλειώδες το βουνό, κάτι από παραπάνω γόνιμος ο κάμπος της Μανησιάς. Πώς να μην μείνει για πάντα στο Σίπυλο;

Για πάντα στο Σίπυλο...

Κι οι δημιουργικές δυνάμεις; Να ήταν μήπως οι Θεσσαλοί που την πρωτοκατοίκησαν, την πρωτοκαλλιέργησαν, της έδωσαν ζωή; ΄Η μήπως οι δουλευτάδες ΄Ελληνες που έζησαν εκεί, που την έκαναν πόλη πλούσια και ζωντανή, παραγωγική, εμπορικό σταθμό και κέντρο, που την περπάτησαν και την ζωγράφισαν μ΄εκκλησιές, με σκολειά  και που την αγάπησαν μ΄όλη τη δύναμη των ψυχών τους; ΄Η να ΄ταν μήπως οι Αμαζόνες... εκείνα τα ατίθασα θηλυκά με τα φανατηφόρα τόξα που έβαζαν τους άντρες να κάνουν τα παρακατιανά και να προσέχουν τα παιδιά;
 
Κυβέλη και Νιόβη ... Κι οι δυο εκεί ...
Ο ΄Ομηρος στην Ιλιάδα, αναφέρει πως η Νιόβη στέκεται στα πόδια του Σίπυλου, εκεί που κοιμούνται οι νύμφες, μετά το χορό τους στις όχθες του Αχελώου. Η Νιόβη θρηνεί για την καταστροφή που της έστειλαν οι θεοί... 

Κι ήταν η Νιόβη πριγκίπισσα, του Βασιλιά Τάνταλου κόρη κι ήρθε από το Σίπυλο στις Θήβες μιας και παντρεύτηκε τον βασιλιά Αμφίωνα. Ο Αμφίωνας έπαιζε τόσο όμορφα λύρα, που μάγευε τα δένδρα και μετακινούσε βράχους πελώριους. Έτσι μάλιστα λέγεται πως ξανάχτισε τα τείχη των Θηβών, μετακινώντας, με τη λύρα του, τους βράχους. Το ζευγάρι απέκτησε έξι γιους και έξι κόρες. Και περηφανεύτηκε η Νιόβη πως είναι πιο καλή απ΄τη Λητώ που είχε μόνο δυο δίδυμα, τον Απόλλωνα και την ΄Αρτεμη... μμμμ... κι ας ήταν παιδιά του Δία. Κι αυτή η αλαζονεία της την έφαγε. Η Λητώ θύμωσε, το είπε στα παιδιά της κι αυτά με μια βροχή από βέλη, σκότωσαν όλους τους γιους της Νιόβης. Απελπισμένος ο Αμφίωνας αυτοκτόνησε. Μα η Νιόβη παρ΄όλα αυτά εκεί αμετανόητη. Κι έτσι, ο Απόλλωνας κι η Άρτεμις σκότωσαν και τις κόρες της. Κι η θλίψη συνεπήρε τη Νιόβη κι ήταν τόσο μεγάλη που ο Δίας τελικά τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πέτρα.
 
Πώς όμως το πέτρινο ομοίωμα της Νιόβης βρίσκεται στο Σίπυλο και όχι στις Θήβες εκεί που συνέβη το όλο αυτό το κακό; Ε, λοιπόν, ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος το εξηγεί να πως ...΄Ενας ισχυρός ανεμοστρόβιλος σήκωσε τη Νιόβη και τη μετέφερε πίσω στα χώματά της, στην πατρίδα της. Την απόθεσε στα πόδια του Σιπύλου να θρηνεί  ... όπου θρηνεί ακόμα ...
 


 

 
 
 
Κι οι ντόπιοι, θα σας το ορκιστούν, πως την έχουν δει να κλαίει ...
 
Καλά σας βράδια...
Ε.-
 
Κι αν ποτέ σας βγάλει ο δρόμος στη Μανισά θυμηθείτε ... για να δείτε τη Νιόβη σταθείτε δεξιά ή αριστερά, στο πλάι της... και θα τη δείτε (πιο) καθαρά.
  
Το δάκρυ της Νιόβης

Ένας παράξενος σχηματισμός βράχων στο Σίπυλο της Μικράς Ασίας φέρεται να απεικονίζει τη μητέρα της φυλής των Ελλήνων που ένα φυσικό φαινόμενο την κάνει να... συγκινείται και να ... δακρύζει.
Η Νιόβη, ζει...
μεταμορφωμένη σε Βράχο στο βουνό Σίπυλο της Μικρός Ασίας. Κάτι ανάμεσα σε Παναγιά που θρηνεί κι αρχαίο είδωλο, επέζησε 3.000 χρόνια, σεισμούς, καταποντισμούς και βαρειές κι αντίξοες καιρικές συνθήκες. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Νιόβη ήταν η μητέρα της φυλής των Ελλήνων. Η μυκηναϊκή δυναστεία του Αγαμέμνονα καταγόταν από τον πατέρα της Νιόβης, τον Τάνταλο, που κάποτε βασίλευε σε μια μυθική χώρα, μια τοποθεσία γύρω από το όρος Σίπυλο στη Μ. Ασία. Ο παράξενος σχηματισμός των βράχων, που απεικονίζει τη Νιόβη, έχει διαμορφωθεί εντελώς από τα στοιχεία της φύσης. Μοιάζει με μια γυναίκα που θρηνεί...με μαλλιά λυτά, μπερδεμένα, σκυμμένη προς τα μπρος και έμε κφραση αβάστακτης αγωνίας και λύπης. Κοιτώντας τη από διαφορετικά σημεία μπορείτε να δείτε το θλιμμένο της βλέμμα και διάφορες λυπημένες εκφράσεις του προσώπου της. Μα τα δάκρυα της Νιόβης; Πώς εξηγούνται; Και μάλιστα το καλοκαίρι καιρό, όπως λένε οι ντόπιοι κι όπως αναφέρει ο θρύλος; Η πιο λογική εξήγηση είναι ότι το χιόνι που μαζεύεται στην κορυφή του βράχου τον χειμώνα, έλιωνε την άνοιξη και κυλούσε σαν δάκρυα...

΄Αραγε, θρηνεί για τα παιδιά της ή μήπως η Νιόβη θρηνούσε για τη Μικρά Ασία; Για το κακό που έμελλε να γίνει... Σαν τους ΄Ελληνες που ακόμα (τη) θρηνούν ...
Και το κακό έγινε ... Κι ήταν απέραντα μεγάλο...



26 Αυγούστου 2012

Η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο, ο τρόπος τ΄ανυψώνει...

 
 
Οι Αμαζόνες μπορεί να μην είναι πια εκεί, δεν υπάρχουν αγάλματα, δεν υπάρχουν ίχνη... ΄Εμειναν όμως τα τόξα τους, στολίδια στη μνήμη, στο μύθο, στολίδια στον τοίχο ...
 
Και τη θέση τους πήρε η Νιόβη ...
 
στο πόδια του Σίπυλου... κι είναι ακόμη εκεί ...
Μόνο που πριν βρω τη Νιόβη και την Κυβέλη, ουπς, ξεχάστηκα με τα τόσα όμορφα της Μαγνησίας και ξέχασα την Κυβέλη. Μην ανησυχείτε όμως θα συμπεριληφθεί κι αυτή με τη σειρά της στη λίστα με τα όμορφα. Κι επειδή το λιοπύρι ήταν αβάσταχτο, επιβαλλόταν μια σκιά κι ένας καφές. Αποφάσισα να τον πιω εκεί που φανταζόμουν πως οι ΄Ελληνες της Μαγνησίας έπιναν το δικό τους, στο πευκοπάρκο στο κέντρο της πόλης τους. Δεν υπάρχουν πολλά ίχνη των Ελλήνων στη Μαγνησία. Αυτό που με σημαδεύει πάντως όπου πάω κι απ΄όπου έχουν περάσει οι ΄Ελληνες, είναι οι εκκλησιές τους... τζαμιά πια... Κι είχε η Μανησιά εκκλησιές, άλλες μικρές κι άλλες μεγάλες...




Και κάτω απ΄τα πεύκα του Δημοτικού Πάρκου, του Saruhan Parkii των ντόπιων... ήπια τον πιο υπέροχο ή καλύτερα τον πιο εντυπωσιακό τούρκικο kahve ...

Παρουσιάστηκε επίσημα, καλυμμένος, σε δισκό σκαλιστό και  σκαλισμένο πιάτο ...

Καλυμμένος
Κι επειδή τα λόγια είναι φτωχά ...
Απο-καλυμμένος...


Εκπληκτικός! Καυτό νερό μην τύχει και κρυώσει - κοντά 42° Κελσίου ένα γύρω, το φλυτζάνι ...
Στη θέση του καυτού νερού ... σερβιρισμένος 

΄Ετοιμος ... 


Μια στιγμή πριν  ...

Μια ματιά πριν ...

Οργασμός; Μπορεί ...

Δεν έλειπε παρά μια καφετζού ... μια ντόπια μάγισσα... της Σμύρνης ...


Καλά σας βράδια ...
Ε.-

Ο πέμπτος πιο υπέροχος καφές της ζωής μου ...

Ο πρώτος, ήταν ο μαστιχομυρωδάτος καφές της γιαγιάς μου...
(3-4 φχαριστήθηκα μόνο καθότι μικρή, λέει, ακόμα για καφέ ...)
Ο δεύτερος, ο μουρμουριστός καφές της μαμάς μου ...
(τσιγαρού μ΄ανέβαζε, τριγυριάρα με κατέβαζε αλλά καφέ μού έκανε ...)
Ο τρίτος, του γιου μου του πρωτότοκού μου ... και παρέα του
Ο τέταρτος, του γιου μου του δεύτερού μου ... που προτιμάσει το τσάι
Ε, και πέμπτος, ο απο-καλυμμένος; μήπως αποκαλυπτικός; καφές της Μαγνησίας ... Εκεί, στα πόδια του Σίπυλου, στο πέρασμα των Αμαζόνων, στη γωνιά της Νιόβης, υπό το βλέμμα της Κυβέλης και στην πατρίδα του τούρκικου βιάγκρα...



 


25 Αυγούστου 2012

Για τον παρά κολάζεσαι, με τον παρά αγιάζεις ...

Δεν σας υποσχέθηκα χθες να σας κάνω να θελήσετε να ταξιδέψετε, να ζηλέψετε, να ονειρευτείτε, να νοσταλγήσετε, να θυμηθείτε και να αναπολήσετε;
 
1,2,3 ... Ξεκινάμε...ναι, αλλά από πού;
Απ΄τον καφέ, απ΄τις Αμαζόνες, απ΄το ματζούν(ι), τη Νιόβη;
Χμμμ ... ΄Η που θα τα πάρω αλφαβητικά ή που θα τα πάρω χρονικά ...
Πάμε λοιπόν, αλφαβητικά

Αμαζόνες
 
Λέγεται, πως από την Αρχαία Μαγνησία είχαν περάσει και οι Αμαζόνες. Θυμάστε, εκείνες τις ατίθασες, όμορφες, άφοβες, πολεμίστριες, τοξότισσες και καβαλλάρισσες ναι; Ε, αυτές λοιπόν οι κοπελιές, φαίνεται πως έτσι ασυμμάζευτες που ήταν έφτασαν και μέχρι τη Μαγνησία. ΄Οχι πως η Μαγνησία είναι μακριά από την ΄Εφεσσο όπου λατρευόταν η θεά ΄Αρτεμις. Ούτε και ιδιαίτερα μακριά είναι από την πατρίδα τους ή τουλάχιστον από κει που οι ιστορικοί τοποθετούν την πατρίδα τους (Θεμίσκυρα - Εύξεινος Πόντος). ΄Αλλωστε η βασίλισσά τους έχτισε τον υπέροχο ναό της Εφεσσίας Αρτέμιδος. Και φυσικά μόνο 30 χλμ. μακριά είναι η Μαγνησία/Μανισά από τη Σμύρνη και γνωστό είναι το ότι κάποιοι ιστορικοί ισχυρίζονται πως η Σμύρνη πήρε το όνομά της από την Αμαζόνα Σμύρνη. Και όπως ξέρουμε ακόμα οι Αμαζόνες ήταν ταμένες στη χάρη της Αρτέμιδας. Τώρα βέβαια με ποιον σκοπό έφτασαν δεν θυμάμαι.  Σα να μου ΄ρχεται στο μυαλό πως σε κάποια μάχη -ίσως βρω κάπου το σε ποια- βρέθηκαν ή θέλησαν να βοηθήσουν. Στη Μαγνησία λοιπόν όμορφα τόξα στολίζουν πολλά και διάφορα μαγαζιά, εστιατόρια, μαγέρικα, καφενέδες  ...Πράγμα παράξενο που μου έκανε εντύπωση. Ρώτησα λοιπόν σ΄ένα μαγαζί στολισμένο με τόξα και που το αφεντικό μιλούσε σχεδόν κατανοητά αγγλικά, γιατί μια τέτοια προτίμηση στα τόξα κι εκείνος μ΄άφησε να εννοήσω πως αυτή η προτίμηση έχει να κάνει με τις Αμαζόνες. Πέρασαν από κει, πολέμησαν, και θαυμάστηκαν κι αυτές και τα θανατηφόρα τόξα τους. Από τότε άρχισαν στην περιοχή να κατασκευάζουν τόξα. Τους έπιασε λόγω θαυμασμού κάτι σαν μανία. Στην αρχή τα τόξα τους ήταν άγαρμπα. Μα με τον καιρό, τα τελειοποίησαν και τα τόξα τους έγιναν γνωστά, σαν τα καλύτερα τόξα, στον τότε κόσμο... Κι είναι περήφανοι γι΄αυτά μέχρι σήμερα... Κι είναι κάτι σα σεβασμός κι αναφορά κι αφιέρωμα στις Αμαζόνες ο στολισμός των τόξων ...  και σέβας στην κληρονομιά που τους άφησαν οι τοξότρες ...
 
Απ΄τα ατίθασα κορίτσια, κληρονομιά στη Μανισά ... 
 
Αμαζόνες και Μανησιάς τόξα τέλος.


Καλά σας βράδια ...

Ε.-


Ε, Ε ... αύριο θα πούμε τον καφέ ...
Σας περιμένω


Πριν σας αφήσω κάτι ακόμη. Θεωρώ σκόπιμο να σας πω, πως δύσκολα θα συννενοηθείτε με τους "γείτονες" όσο κι αν μιλάτε ξένας γλώσσας. Δεν μιλούν παρά τη δική τους ντοπιολαλιά. Μα σαν έχετε τη διάθεση να τους γνωρίσετε, να τους μιλήσετε, να είστε σίγουροι πως όλα, αυτοί απλόχερα θα σας τα εξηγήσουν κι, εσείς όλα μια χαρά καλά θα τα καταλάβετε ...


 
 
 


24 Αυγούστου 2012

Κάνε το καλό και ρίξτο στο γυαλό ...

 
Κι εσύ γιαγιά και η μανούλα μου, δεν θα ξεχάσω ποτέ το πόσο συχνά πυκνά το λέγατε αυτό το ... "Κάνε το καλό και ..."
Κι εγώ θύμωνα ...
Μα μου το λέγατε μισό!
Ούτε ξέρω πόσα χρόνια μετά μού το συμπλήρωσε ο πατερούλης μου. ΄Ηταν μια φορά που μου το είπες μαμά κι εγώ θυμωμένη σου απάντησα ...
Ναι, ναι ... ρίξτο στον γυαλό και πέσε κι εσύ μετά γιατί με τόση αχαριστία που υπάρχει ...
 
Τότε ήταν που ο μπαμπάς μού είπε ...
Μπρε, ρίξτο εσύ και μη σε νοιάζει...
Γ.Α. Αγγελιδάκης εν Σμύρνη
Γ.Α. Αγγελιδάκης εν Σμύρνη
Κι αν δεν το καταλάβουν τα ψάρια, θα το νιώσει ο Θεός ...
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αν από τύχη περάσετε απ΄το ντουκιάνι μου κι αν η τύχη το φέρει κι έχετε ώρα και διαβάσετε τα παραπάνω γραμμένα και φτάσετε στα 2 ρολόγια των φωτογραφιών, θα ΄θελα να σας πω ότι τα ανακάλυψα φέτος. Είναι γεγονός πως κάθε φορά που πάω εκεί όλο και κάτι καινούργιο, μικρό ή μεγάλο, δικό μας όμως, δηλαδή εκείνων, ανακαλύπτω. Τα δυο ρολόγια αυτά, χάρισμα ήταν του Γ.Μ. Αγγελιδάκη, στόλισμα, στο Μουραντιγιέ Τζαμί της Μανισάς, όπου Μανισά ή Αρχαία Μαγνησία του Σιπύλου ή Μανησιά κατά τη γιαγιά μου, είναι και ευρίσκονται μέχρι και σήμερα ... Κι ήταν ο κ. Αγγελιδάκης μάλλον ωρολογοποιός εν Σμύρνα και, ή πλούσιος ή κουβαρντάς ...
 
Κι είναι η Μανησιά ένας μέγας κάμπος. Ο ΄Ερμος ποταμός την ποτίζει και το όρος Σίπυλο την προστατεύει στα βορινά ...
 
Κάπου διάβασα ...
 
"Οι Έλληνες της Μαγνησίας αγαπούσαν την φύση του Σίπυλου με τα πολλά τρεχούμενα νερά, τα πλατάνια, τα κυπαρίσσια και τα πεύκα και τον Μεγάλο Καταρράχτη. Ακόμη, μέσα στην πόλη συνήθιζαν να περιπατούν  στον Δημοτικό ανθόκηπο και στο πευκόφυτο δάσος της λειτουργούσαν καφενείο και κινηματογράφος.
Ο σχεδόν καθημερινός τους περίπατος ήταν η λεωφόρος Ρόδων μέχρι τον Σιδηροδρομικό Σταθμό και το κοντινό Χορόσκιοϊ με την όμορφη πράσινη διαδρομή...Κι είχαν τα χίλια καλά. Φημισμένη ήταν η Μαγνησία για τα πλείστα όσα αγαθά της, προϊόντα του κάμπου της και του μόχθου των Ελλήνων, που την κατοικούσαν και που ήταν πολλοί. Υπήρχαν ακόμη αρκετοί Αρμένιοι, κάμποσοι Εβραίοι και λιγότεροι Τούρκοι. Τα αγαθά της ήταν κυρίως σταφίδα, λάδι, σύκα, καπνός, στάρια, σησάμι και σησαμόλαδο για τα φράγκικα καλλυντικά...



Σήμερα ακόμη καταπράσινη είναι η Μανησιά, πευκοφυτεμένη, ο ΄Ερμος δεν στέρεψε, το Σίπυλο της προσφέρει τη σκιά και τη δροσιά του ... Οι Αμαζόνες, η Νιόβη κι η Κυβέλη τη στοιχειώνουν και το μουσείο της προδίδει την ταυτότητά της ...





Κι ο καφές της -στο |Δημοτικό Πάρκο-μοναδικός!!!
Κι ας βράζει ο τόπος! Τα πεύκα σε κάνουν να ξεχνάς τη ζέστη και η ομορφιά του τόπου σ΄αποζημιώνει με το παραπάνω ...

Στη Μανησιά θα βρείτε και το ματζούν ... Κι όσο κι αν ματζούν σημαίνει στα ντόπια στόκος, όλο και κάποιος θα θυμάμαι κάποια θειά ή γιαγιά του όπως η γιαγιά μου, να του λέει ... να σου κάμω ένα ματζούνι παιδάκι μου να γιάνεις ... ΄Οπου το ματζούνι κατά τη γιαγιά μου, ήταν πανάκεια και φάρμακο, αφέψημα γλυκό και μοσχομυριστό, για όλους και για όλα ... Και δεν είχε άδικο! Μιας κι η ιστορία των σημερινών Μανισωτών λέει ...

Αύριο όμως η ιστορία του ματζουνιού...
Ας μην σας κουράσω άλλο ...

Ε.-


Μένουν πολλά ακόμη να σας πω για τη Μαγνησία ...
Θα σας περιγράψω τον υπέροχο καφέ της, θα σας μιλήσω για τις Αμαζόνες της, θα δακρύσετε για τη Νιόβη, θα αναρωτηθείτε τι απέγιναν οι εκκλησιές της και είμαι σίγουρη πως θα ζηλέψετε τη βόλτα στα σοκάκια της... ΄Οσο για τη σπανακόπιτα και το "μαντί" ...
τα σάλια σας θα φτάσουνε μέχρι τις πατούσες σας ...


Η Μανησιά απ΄τα ψηλά