28 Σεπτεμβρίου 2012

Κακός το πρωί, το βράδυ χειρότερος ...

Μεγάλωσαν οι νύχτες, στένεψε η μέρα, λιγόστεψε το φως ...
Μπήκε το φθινόπωρο, εδώ και μια βδομάδα και το πρώτο πρωτοβρόχι έχει γίνει μια βροχή μιας βδομάδας ... Βάρυναν τα φύλλα απ΄το πολύ νερό, άλλαξαν χρώμα κι έπεσαν χάμω στο χώμα, σαν σε ύπνο και ξεκούραση ...
Το ένα γύρω θολώνει απ΄τις στάλες, το ένα πάνω θαμπίζει απ΄το γκρίζο... το σπίτι αναζητάει τη ζέστη κι εγώ αναζητώ κόμπους και δεσίματα ...


"Μεγαλώνουν οι άνθρωποι κόρη μου κι αλλάζουν ...
Δειλινά - Βουρλά 2012
στον κήπο του Σεφέρη
΄Αλλοι γίνονται παράξενοι, άλλοι ανάποδοι, πολλοί παραδόπιστοι, κάποιοι κακοί ... λίγοι βελτιώνονται ... μα όλοι γερνάμε. Κι όσο γερνάει ο άνθρωπος ημερεύει, υπομονεύει. Βλέπει αλλιώς τη ζωή, το θάνατο, τα προβλήματα... Οι πρόσφυγες μ΄όσα έζησαν ταράχτηκαν. Ο θάνατος τούς αναποδογύρισε και κατάκατσαν ... μα μόνο στην αρχή. Μόλις τα κατάφερναν κι άφηναν την τέντα κι έστηναν μια παράγκα, ένα τσαρδάκι, ξανάπαιρναν μπρος, ρίχνονταν πάλι στη ζωή. Προχωρούσαν αφήνοντας πίσω τους καταστροφή και θάνατο, τραβούσαν μαζί τους κι άλλους, είχαν μπροστά τους στέρηση και βάσανα το ΄ξεραν μα προχωρούσαν... χωρίς να ξεχνάνε, χωρίς να βαρυγγομάνε... Μας είχε ενώσει ο πόνος και προχωρούσαμε μαζί. Ξεχώριζες τις γειτονίτσες μας, μας ξεχώριζες τις σπέρες καθισμένους μπρος στο πόρτεγο να σιγοκουβεντιάζουμε, να σιγομουρμουράμε. Μας λείπαν οι μέσα δροσερές αυλές μας, βγήκαμε στις πόρτες ... Στις αρχές οι κουβέντες ήταν πάντα οι ίδιες, πνιχτές, θλιμμένες. Τα πρόσωπα σφιγμένα ... ΄Ολοι κάποιον έψαχναν, όλοι κάποιον αναζητούσαν ... Μήπως άκουσες.... μήπως έμαθες ... Με τον καιρό μαλάκωσαν  τα πρόσωπα, μαλάκωσαν κι οι κουβέντες... Το καλό νέο του ενός έγινε χαρά της γειτονιάς, το υστέρημα το δικό σου έγινε βοήθημα του άλλου ... Και στήθηκαν ντουβαράκια, ασπρίστηκαν, πλέχτηκαν κουρτινάκια, γέμισαν οι ντενεκέδες γιασεμιά, δειλινά κι αγιόκλημα που ευώδιαζαν, απλώθηκαν μπουγάδες... Ξαναφάνηκαν χαμόγελα, νάζια κι έρωτες...

Αγιόκλημα - 2012
Βουρλά
΄Εκαιγε το μαγκάλι σιγοψήνοντας κάνα κάστανο, γέμιζε το ποτήρι η τσικουδιά, χαμήλωνε ο πόνος, ανέμιζε λίγο η ψυχή, γύριζε πίσω κι άρχιζε τραγουδιστά το παράπονο. Ημέρεψε ο νέος τόπος, ημέρεψαν κι οι νύχτες μας. ΄Ενα γεννητούρι κάποτε, ένας γάμος ύστερα και γέμιζε η γειτονιά με χαράς αμανέ μα και με παράπονο συνάμα... Τα καμένα κορμιά μας είχαμε κουβαλήσει, ένα ρούχο ο καθένας πάνω του κι ένα ζουληγμένο μυαλό απ΄όσα είχανε δει τα μάτια μας ... ΄Αλλο τί είχαμε δικό μας εξόν απ΄τις θύμησες μας, το φτιάξε μας και το τραγούδι μας; Κι όλα να μας θυμίζουν το χαμένο μας τόπο! Πώς να τα συμμαζέψεις όλα αυτά; Πήρε καιρό ... Οι λιγοστοί άντρες τράβηξαν χτίστες, χαμάληδες, λούστροι... Οι πιο τυχεροί σιδεράδες, μποστατζήδες... Οι γυναίκες χύθηκαν στις σκάφες, στο σίδερο, μαντάρισμα και ράψιμο. Τα παιδιά στο δρόμο. Μετά έδωκε ο Θεός και το σχολειό τα περιμάζεψε... Λίγες, πιο τυχερές μπήκαν δουλικές, παραμάνες, μαγείρισσες σε σπίτια... Λίγο ψωμί περισσότερο για κείνες, το σπίτι και... τη γειτονιά. Οι πιο τυχερές πωλήτριες, μοδίστρες... Από μάνες κυρές νοικοκυρές, παραμάνες και καθαρίστριες...
 
Σε γειτονιές άδειες, άχαρες σκληρές μας έριξαν, γειτονίτσες ανθρώπινες κι ανθισμένες τις κάναμε ...  Βοτανικό εμείς, ο Μήτσος, ο Καρατζάς... Δίπλα ο Μαρίνος με τον αδερφό του και τη μάνα του, ο Μήτσος, η Καλομοίρα και τα παιδιά. Ο Καφούρος, ο Τσάφος, η Ανδριανή, ο Τζέκος, παιδιά της γειτονιάς...  ένα πράμα πια όλοι μας... Τα τσαρδάκια μας πάντα ανοιχτά... Να κλειδώσεις γιατί; Να σου πάρουν τί; Ανοιχτά, πόρτα και παράθυρα να φεύγει έξω η φτώχεια, ο πόνος...  Ανοιχτή κι η καρδιά ... Πονούσες τον πονεμένο, λυπόσουν τον γείτονα, βοηθούσες το γείτονα, βοηθούσες εσένα ... ΄Ενα πράμα όλοι μας ... Κι αυτοί που τα είχαν πριν πολλά κι αυτοί που τα βόλευαν, έχοντες και μη έχοντες... Καισαριανή η θεία Μαρία, Βύρωνα ο Καραμητσόπουλος, Κουπόνια ο πατέρας σου ... Γειτονιές πονεμένες και παραπονεμένες ... Δεν μας ήθελαν... Ο πρόσφυγας έγινε ταμπέλα... Η παρηγοριά μας εμείς, μεταξύ μας ... Οι όμορφες θύμησες, οι ευτυχισμένες στιγμές, οι ιστορίες του τόπου μας, το μαύρο τσουκάλι και το μαγείρεμα, τα τραγούδια μας, το ξέσκισμα της καρδιάς ... μάς έκανε ένα ... το δάκρυ μάς δρόσιζε το καλοκαίρι, μας ζέσταινε το χειμώνα ... Κι είμασταν ευτυχισμένοι μες στη δυστυχία μας, ευτυχισμένοι στα προσφυγικά μαχαλαδάκια μας, εκεί μεταξύ μας, παρέα με δικούς που σε καταλάβαιναν χωρίς να ρωτάνε, που σ΄ένοιωθαν χωρίς να μιλάς ... 
 
Και κυλούσε ο καιρός κι άρχισε η προκοπή... Ξεπετάχτηκαν νέες φαμίλιες, νέα εμπορικά, μπακάλικα, ταβερνάκια. Φυτρώσαν δεντράκια, ψηλώσαν τα τοιχαλάκια, πληθύνανε οι τενεκέδες με τα φούλια και τις γαρδένιες, αυγάτισε το χαμόγελο, ακούστηκαν γέλια ... Ο πόνος μόνο στεκόταν πάντα δίπλα στη γκαζιέρα και το γιατί κρεμόταν πάντα απ΄το ταβάνι... "
 
Καλά σας βράδια
 
Ε.-
 
 Η γειτονιά μου είναι τα Κουπόνια ... Πρόσφυγες την πρωτοκατοίκησαν... Τους "δόθηκε" γιατί ήταν μια περιοχή δύσκολη. Μην κοιτάτε που κατέληξε σε περιοχή πανάκριβη ... Πλημμύριζε κάθε τόσο απ΄το ποτάμι τον γνωστό Ιλισσό που τη διέσχιζε και τον Ιριδανό που περνούσε παραδίπλα... Και έζεχνε απ΄τα γουρουνοστάσια που υπήρχαν μπόλια στα τριγύρω... Γειτονιά ζωντανή και λαμπερή, την έκαναν εκείνοι που έχασαν ξαφνικά τον τόπο τους, εκείνοι που έκαναν γειτονιές τις χειρότερες περιοχές της Αθήνας, εκείνοι που είχαν πονέσει, στερηθεί και ήξεραν πως ...
 
Τόπος είναι κάτι το βαθύ, το ξεχωριστό, το μοναδικό! Για κάθε λαό και άνθρωπο ο τόπος είναι ένας και μοναδικός. Δεν είναι η πατρίδα, δεν είναι η γη ... Είναι αυτά που έχει ζήσει εκεί ... Είναι οι στιγμές, οι θύμησες, η ιστορία... Δεν έχει σύνορα ο τόπος, κινείται στον χρόνο, αιωρείται, δεν φθείρεται, δεν αλλοιώνεται!  Είναι η ζεστασιά, η συγκίνηση,  η αγάπη, ο πόνος ... Είναι το τρέμουλο που του φέρνει η σκέψη του και καθετί δικό του ξεχωριστό κι ακριβό τού είναι. Δεν μπορεί να τον συγκρίνει με κανέναν άλλο αφού ότι έχει ζήσει το έχει ζήσει μαζί του ... Τον κουβαλάει μαζί του όπου κι αν πάει όπου κι αν βρεθεί... και δεν τον αλλάζει με τίποτα και με κανέναν άλλο... και συνεχίζει να ζει μαζί του! Τόπος του είναι η ζωή του ...


Το τι είναι τόπος θεωρείται από πολλούς πολύ εύκολο -σήμερα- να προσδιοριστεί... Μην το πεις όμως ποτέ σε πρόσφυγα ...

Θυμάμαι την αυλίτσα της νενές μου πνιγμένη μες στα δειλινά ...
"΄Εφυγε" εκείνη μα τα δειλινά εκεί!
΄Εφυγαν κι εξαφανίστηκαν, χάθηκαν ...  μόνο όταν η "στέγη" της δόθηκε αντιπαροχή ...
 

1 σχόλιο:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Τιμημένη προσφυγιά, οι ρίζες σου στέρεα βαστάν την ιστορία και τις μνήμες!