Ο ήλιος μάς θυμήθηκε και μες απ΄τα σύννεφα βρήκε το δρόμο κι από χτες τον έχουμε μουσαφίρη... Μετά από τόσο πλύσιμο -μια βδομάδα καντάρια έριχνε- γερά ξεπλυμένα όλα αστράφτουν απ΄την πολλή πάστρα, εξαιρούνται τα τζάμια μου. ΄Εξω, στον ήλιο, ο νους, δύσκολο να τον συμμεζέψεις, πρόβλημα το γράψιμο ... Το φθινόπωρο άρχισε πριν μια βδομάδα... Μεθαύριο Οχτώβρης ...
Με θολωμένο νου και πονεμένο μυαλό, κάποιοι από "κει" και του "τότε" βρήκαν τον τρόπο να περιμαζέψουν τα κομμάτια τους και να γράψουν Με την καρδιά στα ερείπια, με ψυχή σημαδεμένη και μια ζωή γεμάτη αγκάθια ρίχτηκαν μπροστά, Στην αρχή στη βιοπάλη, μετά στο γράψιμο και στο σωσμό. Να σώσουν ότι -τους- είχε απομείνει! Να σώσουν έναν πολυαγαπημένο τόπο, μια περασμένη ζωή ήθελαν! ΄Ετσι, με περίσσια αγάπη συμμάζεψαν ότι είχαν σώσει, ότι είχε σωθεί, ότι τους προσφερόταν κι ότι κατάφεραν να βρουν, και τα ΄βαλαν στην αρχή σε μιαν άκρη -του μυαλού ή του σπιτιού- και μετά στο χαρτί! Μετά τα μίλησαν κι ύστερα τα ΄γραψαν... Και μετά τα ζωγράφισαν! Μια με λόγια, μα με χρώματα, μα με μυρωδιές και γεύσεις! Και μας τ΄άφησαν, κληρονομιά και παρακαταθήκη.
΄Αλλοι πάλι -σαν τη νενέ μου- με λόγια ή νανουρίσματα ή πιο απλά ακόμα, με μαγειροτσουκαλιάσματα, κι αυτοί κληρονομιά και παρακαταθήκη μάς τα άφησαν. Παρακαταθήκη η αγάπη τους για τον τόπο τους, κληρονομιά η αγάπη τους ! Με τον τόπο της με κανάκεψε η νενέ μου... Με τις στιγμές της με κοίμησε και με τις θύμησές της με κράτησε ήσυχη κάποια χειμωνιάτικα βράδια!
Αλώνι σε απραξία |
Αλώνι, εν ενεργεία ... στο κάποτε ... |
Ο πατέρας μου κοντά, ξεδιάλεγε κι αυτός λέγοντάς μας ιστορίες απ΄τα παλιά, για τον παππού, για το Χριστό, για τον Απόλλωνα. Ξεδιάλεγε γρήγορα και μ΄ένα μάτι πρόσεχε να βλέπει τι ξεδιαλέγαμε εμείς. Για τη σπορά χρειάζεται ο κάλλιστος σπόρος αλλιώς πάει χαμένος όλος ο κόπος του γεωργού. Περίμενε μετά τις βροχές, να μαλακώσει η γη, να τη σκάψει, να τη σπείρει... και να καρπίσει. Σαν κάναμε το ξεδιάλεγμα δεν είχε βεγγέρες.
Προς σπορά |
Στα καζάνια, ζόρι μεγάλο, σειρά είχε η τσικουδιά, παρέα απαραίτητη του χρόνου όλου... ... Και το κυνήγι; Αρχή τον Οχτώβρη κι αυτό... Τρυγόνια, πέρδικες, λαγοί, φραγκόκοτες, φασιανοί, ορτύκια... Και τα λυπόμουν τα κακόμοιρα τα ζωντανά σαν τα θωρούσα ακίνητα πάνω στο τραπέζι... μα ήταν και νόστιμα τ΄άτιμα μαγειρεμένα σωστά... ΄Αλλη περηφάνεια οι κυνηγοί, άλλες βραδιές, άλλες ιστορίες, άλλα μεζεδάκια, άλλες δουλειές. Καιρός και για να μαζευτεί το μέλι, ν΄αδειαστεί η κηρήθρα, να γεμίσουν τα βάζα χρυσάφι... Θα στόλιζε τα γλυκά τις γιορτές, θα γλύκαινε τα βραστάρια του χειμώνα, θα μαλάκωνε τον άρρωστο λαιμό... πολύτιμο αγαθό!
Σταματάγαν οι δουλειές κόρη μου; Φροντίδες και φροντίδες είχαμα ... και φροντίδα άλλη ...το μάζεμα των ξύλων. Για τα βαρειά ξύλα, για το τζάκι, τη θερμάστρα, είχε φροντίσει νωρίτερα ο κύρης, μα τα μικρά -τις αμπελόβεργες- του φούρνου τα φρόντιζε η νοικοκυρά κι εμείς τα παιδιά. Μερικοί αγοράζανε, οι περισσότεροι στιβιάζανε τις βέργες από τ΄ αμπέλια τους, όλοι παραγγέλνανε κάρβουνα ..
Κι έφτανε κι ο καιρός για τις ελιές... Ράβδισμα και μάζεμα μας περίμενε, δουλειά πολλή, χρυσάφι και το λάδι ... Και τα καρύδια μάζεμα και τα κάστανα... Καθάρισμα οι καρποί απ΄το φλούδι κι άπλωμα και στέγνωμα και σάκιασμα ... Είχαν όλα τη σειρά τους και τη χαρά τους... Του ΄Αη Δημήτρη, ο χειμώνας σκαρφάλωνε το φράχτη. Του ΄Αη Γιώργη, τον εκατέβαζε απ΄τον φράχτη η άνοιξη... και φτου πάλι απ΄την αρχή, ανάποδα το πήγαιν΄- έλα σε δουλειές, γιορτές, καιρό... ΄Ετσι το ΄χαμε και το λέγαμε... Σημάδια, χειμώνα και καλού καιρού, οι δυο καβαλλάρηδες άγιοι... Και παρακαλούσαν τον ΄Αη Δημήτρη οι γεωργοί για βροχή και νερό και τον τιμούσαν και του τάζανε... ΄Αλλος το λαδάκι του, άλλος το κρασάκι του, ο γεωργός πρόσφορο ή λαμπάρα ... Και τον αγαπούσαμε όλοι τον Οχτώβρη... Φορτωμένος μ΄αλεύρι, μέλι, φρούτα, κρασί έφτανε, τα πια χρειαζούμενα του χρόνου ...
Τ΄αγαπάς τα κάστανα κόρη μου ε; Αχ και πόσο τ΄αγαπώ κι εγώ... Σα ψήνονται στο μαγκάλι, βγάνουν τη μοσχοβολιά του τόπου μου ...
Πίσω με γυρίζουν, σ΄ευτυχισμένους καιρούς, σε καιρούς δίχως βάσανα... 17 χρονώ κοπέλα ήμουνα και μόνη ένοια μου να βοηθώ την αννέ μου, μα στο νοικοκυριό μα με τ΄αδέρφια μου, μα στις έξω δουλειές ... ΄Αλλη ένοια τότενες δεν είχα ... Είχα και μια ένοια άλλη, τον παππού σου μ΄αυτή ήταν ένοια γλυκειά, ξεκούραστη ... Τον αναλογιζόμουν σαν έπεφτα στο γιατάκι μου το βράδυ κι ημέρευε ο κόπος και ο κάματος και μ΄έπαιρνε ο ύπνος αλαφρύς...
Τι τα θέλεις ... Χάλασε ο κόσμος μετά... Χάλασε η ζωή μας...
΄Ασε με κοκόνα μου τώρα ... Σα μωρό νταγιαντίζεις (επιμένεις) ... ας τα παιδιακίσια και τα καμώματα, σοβαρέψου ... Της παντρειάς είσαι πια ... "
Καλά σας βράδια
Ε.-
Σίγουρα την πρώτη φορά και μερικές ακόμα, δεν το κατάλαβα ...
Αργότερα όμως που μεγάλωσα και πονήρεψα, κατάλαβα το στιχάκι του παππού και μ΄άρεσε ... όπως μ΄άρεσε και να την πειράζω ...
΄Ηταν σε κάποια παρόμοια κουβέντα πάνω και σ΄αναφορά στον κύρη της όταν μου το πρωτόπε ...
"Ο κύρης μου, ο παππούς σου, σαν ήταν ξεκούραστος, κεφάτος και με τις δουλειές τελειωμένες, με πείραζε σιγοτραγουδώντας ...
"απ΄όλα τα τετράποδα, μ΄αρέσει το κρεβάτι ...
όταν μετά την αγκαλιά, είμαστε στο ραχάτι ..."
Νομίζω πως σαν το αναθυμόταν, εκεί ανάμεσα στις γλυκειές ρυτίδες της, κοπελούδα γινόταν και... κοκκίνιζε ...
1 σχόλιο:
Τέλειο το στιχάκι!!!..και το τετράποδο, αξιαγάπητο!
Φιλάκια Ελενάκι!
Δημοσίευση σχολίου